Στην επέτειο των 100 χρόνων από το θάνατο του Λένιν γράψαµε για την καθοριστική συµβολή του στην ανάπτυξη του επαναστατικού µαρξισµού στον 20ό αιώνα.
(βλ. Η τεράστια συμβολή του Λένιν στον επαναστατικό μαρξισμό)
Σηµειώσαµε επίσης ότι η σκέψη και η πραγµατική επαναστατική δράση του Λένιν κακοποιήθηκαν από µια βάναυση «τυποποίηση» που διαστρέβλωνε τις ιδέες και την πρακτική παράδοση του Λένιν µέσα στο κλειστό και άγονο σύστηµα ιδεών που ονοµάστηκε «λενινισµός», αν και κατασκευάστηκε από τους σταλινικούς επιγόνους, µετά τον θάνατο του Λένιν.
Βασικά γνωρίσµατα αυτής της κακοποίησης παρουσιάστηκαν και σε κάποια αφιερώµατα για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Λένιν στα έντυπα του ΚΚΕ αλλά και κάποιων οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ επιλέγει να µας θυµίσει ότι «όπως έλεγε ο Στάλιν, ο Λένιν πολλές φορές έπρεπε να σταθεί µόνος εναντίον όλων, για να υπερασπιστεί τις επαναστατικές αρχές». Η νοοτροπία που αναδεικνύει αυτή η αναφορά αντιστοιχεί στον Στάλιν (που δεν δίστασε, πράγµατι, να σταθεί µε αιµατηρό τρόπο “εναντίον όλων” για να υπερασπιστεί την εξουσία και τα προνόµια της γραφειοκρατίας που αναρριχήθηκε στην εξουσία στην ΕΣΣΔ…) αλλά όχι στον Λένιν. Που έδινε πάντα τη µάχη των ιδεών και της πολιτικής («για να υπερασπιστεί τις επαναστατικές αρχές»), αλλά µε στόχο να ενώνει το κόµµα του, να διεκδικεί τη συσπείρωση της εργατικής πρωτοπορίας, να οδηγεί την τάξη προς τα υψηλότερα εφικτά, σε κάθε περίοδο, επίπεδα επαναστατικής δράσης. Και γι’ αυτό στο σύνολο της δράσης του Λένιν παρουσιάζεται ένα υψηλότατο επίπεδο «ανεξιθρησκείας», ανεκτικότητας και επιδίωξης διεύρυνσης του στελεχικού δυναµικού του µπολσεβικισµού. Όταν µε τις «Θέσεις του Απρίλη» έκλεισε η στρατηγική διαφωνία µε τον Τρότσκι, ο Λένιν τον καλωσόρισε στην ηγεσία του µπολσεβικισµού και δεν δίστασε να του αναθέσει κρισιµότατα καθήκοντα. Μετά το βαρύ «σφάλµα» των Ζινόβιεφ και Κάµενεφ στην ιστορική δοκιµασία της εξέγερσης του Οκτώβρη, ο Λένιν υποστήριξε σταθερά την παραµονή τους µέσα στο ηγετικό κύκλο του κόµµατος που, στη συνέχεια, τους αξιοποίησε σε κρισιµότατες θέσεις. Η Κρούπσκαγια στις αναµνήσεις της υπογραµµίζει την αγάπη του Λένιν προς τον Μάρτοφ (του ηγέτη των «αριστερών» Μενσεβίκων), τη διαρκή προσπάθειά του να τον κερδίσει πολιτικά, παρόλο που ο Μάρτοφ παρέµεινε ως το τέλος αµετανόητος ρεφορµιστής.
Δεν πρόκειται για «ανθρώπινη», αλλά για πολιτική διάσταση: η ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγµάτων, η επανάσταση, είναι έργο που µπορεί να εκπληρωθεί από τους απλούς-υπαρκτούς ανθρώπους, δεν έχει ως προϋπόθεση «υπερ-ανθρώπους», ακόµα και στο επίπεδο των κορυφαίων στελεχών που, φυσιολογικά, πέρα από τις µεγάλες δυνατότητες έχουν και όλες τις ανθρώπινες αδυναµίες και αστάθειες. Η απάντηση του Λένιν σε αυτό το ζήτηµα είναι η έµφαση στη συλλογικότητα, η έµφαση στο «κόµµα» και όχι στην αναζήτηση «µεγάλων» ανθρώπων µε υπερφυσικές ικανότητες.
Γι’ αυτό δεν είναι χρήσιµες, αλλά παραπειστικές, κάποιες «υπερβολές» όπως αυτές που µας παρουσίασε το αφιέρωµα του «Πριν», που βλέπει τον Λένιν να «προετοιµάζει την επανάσταση» µέσω της εµβάθυνσης στη φιλοσοφία, µε παράδειγµα τον «Υλισµό και Εµπειριοκριτισµό». Η ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε σε αυτό το σηµείο διαστάσεις αναθεώρησης: «Η σηµασία που έδωσε ο Λένιν… υπογραµµίζει σήµερα την ανάγκη όξυνσης της ιδεολογικής-φιλοσοφικής και πολιτικής διαπάλης µε τις σύγχρονες εκφράσεις του υποκειµενικού ιδεαλισµού, όπως ο “ατοµικός αυτοπροσδιορισµός”, ο µεταµοντερνισµός και ορισµένες θεωρίες “ρευστότητας του βιολογικού φύλου” ή γενικότερα του “κοινωνικού φύλου”…». Πράγµατι, ο Λένιν µε τον «Υλισµό και Εµπειριοκριτισµό» συγκρούστηκε µετά το 1905 µε τον Μπογκντάνοφ και τους ισχυρούς µέσα στους Μπολσεβίκους «ουλτιµατιστές» αριστεριστές (αν αυτό λέει κάτι στους σ. του «Πριν»). Αλλά η Ρώσικη Επανάσταση, σε µια καθυστερηµένη και θρησκόληπτη χώρα, αποποινικοποίησε την οµόφυλη σεξουαλικότητα, θέσπισε πρώτη τον πολιτικό γάµο και το «αυτόµατο» διαζύγιο, νοµιµοποίησε τις εκτρώσεις και κατάργησε τη γονεϊκή εξουσία ανοίγοντας την εποχή της «κοινωνικής ευθύνης» στην ανατροφή των παιδιών. Όχι τυχαία, όλες αυτές οι κατακτήσεις καταργήθηκαν από τους «σιδερένιους» ηγέτες στη δεκαετία του ’30.
Οι «θέσεις του Απρίλη»
Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι µέχρι το 1917 συµµερίζονταν την «κλασσική» για την εποχή άποψη που είχαν επεξεργαστεί οι Ένγκελς και Κάουτσκι, ότι η ανατροπή του Τσάρου στη Ρωσία θα ήταν υπόθεση µιας αστικής-δηµοκρατικής επανάστασης. Η βασική διαφορά µε τους Μενσεβίκους ήταν ότι οι τελευταίοι «επέκτειναν» αυτή τα θεωρητική διάγνωση στο «φυσιολογικό» συµπέρασµα ότι ήταν αναγκαία µια πολιτική συµµαχιών µε τη φιλελεύθερη «δηµοκρατική» αστική τάξη. Οι Μπολσεβίκοι, µέσα στη θύελλα πολλών χρόνων, δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους αυτό το θεµελιακό λάθος. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα του πόσο κούφιες είναι οι µεγάλες κουβέντες όπως ότι «γνώρισµα της σκέψης του Λένιν» είναι η υποταγή «του επιµέρους, στο όλον». Επί πολλά χρόνια, όταν το «όλον», δηλαδή η επαναστατική στρατηγική (της «δηµοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς») ερχόταν σε αντίφαση µε το «επί µέρους» (δηλαδή της διατήρησης τη ταξικής αυτονοµίας του κόµµατος), ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι κράτησαν σταθερά σε προτεραιότητα την ταξική ανεξαρτησία τους.
Το 1917 ο Λένιν επιστρέφοντας στη Ρωσία, επέλεξε να ανατρέψει αµέσως και δηµόσια την παλιά στρατηγική του κόµµατός του, απαιτώντας να προσανατολιστούν οι Μπολσεβίκοι προς το «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!», δηλαδή στην πάλη για τη µετατροπή της επανάστασης σε εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση. Οι «θέσεις του Απρίλη» ήταν ένα σοκ. Το πώς οι Μπολσεβίκοι δεν οδηγήθηκαν σε εσωκοµµατική-διασπαστική κρίση, παραµένει άλυτος γρίφος για τους οπαδούς των «σιδερένιων ηγεσιών» και της «προετοιµασίας της επανάστασης» δια της θεωρητικής επάρκειας. Πέρα από την προηγούµενη διατήρηση της ταξικής ανεξαρτησίας των Μπολσεβίκων µέσα στη στρατηγική της «δηµοκρατικής επανάστασης», οι σύγχρονοι µαρξιστές ιστορικοί δείχνουν το ρόλο των «Μπολσεβίκων εσωτερικού», των µελών και στελεχών του κόµµατος που το είχαν κρατήσει ζωντανό µέσα στις δοκιµασίες του πολέµου στη Ρωσία. Ήταν ένα «σώµα» αγωνιστών, οργανωµένο συλλογικά, που είχε µάθει να «ακούει» την τάση των µαζών, να µπορεί να αλλάζει τον εαυτό του, προκειµένου να συνεχίζει να «οδηγεί» την τάξη στο κορυφαίο επίπεδο επαναστατικής δράσης. Σε αυτό το ιστορικό γνώρισµα του µπολσεβικισµού (που παραµένει πάντα επίκαιρο…) η συµβολή του Λένιν στις «στροφές» του 1903, του 1905, του 1912 κ.ο.κ. ήταν ανεκτίµητης αξίας.
Οι «θέσεις του Απρίλη» ήταν τοµή στη µαρξιστική πολιτική. Ο Λένιν, πιάνοντας ξανά το νήµα κάποιων εργασιών του Μαρξ και του Ένγκελς µετά την Παρισινή Κοµµούνα, υποστηρίζει το «άλµα» της µετατροπής της δηµοκρατικής σε εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση. Και οι Μπολσεβίκοι απέδειξαν µε την τακτική δράση τους προς τον Οκτώβρη ότι µπορούσαν να οργανώσουν αυτήν την τάση των εργατών, των στρατιωτών και των φτωχών αγροτών, σε µια νικηφόρα εξέγερση που άλλαξε το δρόµο της Ιστορίας. Σε αυτή τη βάση ο Τρότσκι που είχε νωρίτερα βγάλει αυτά τα συµπεράσµατα µέσα από την πείρα του 1905, και τη διατύπωση της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης, προσχώρησε ενθουσιωδώς στους Μπολσεβίκους.
Η διακήρυξη του ΚΚΕ (για να δικαιολογήσει, κυρίως, τις µετέπειτα στροφές του σταλινισµού προς τη στρατηγική των αστικοδηµοκρατικών «σταδίων») καταφεύγει σε µια ιστορική λαθροχειρία. Ο Φλεβάρης του 1917, λέει, είχε ολοκληρώσει την αστικοδηµοκρατική επανάσταση στη Ρωσία και έτσι «αντικειµενικά» το ιστορικό καθήκον που τίθονταν ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση. Λες και µέσα σε δύο µόλις µήνες (!), και µέσα σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας µε τα Σοβιέτ σαν µια παρούσα απειλητική δύναµη, είχε προλάβει να «ολοκληρωθεί» το πέρασµα της εξουσίας στα χέρια της αστικής τάξης, είχε προλάβει να «αναπτυχθεί» ο καπιταλισµός στη Ρωσία, που ένας δογµατικός µαρξισµός θεωρούσε ως απαράβατη προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική επανάσταση, και γι’ αυτό και µόνο ο Λένιν είχε δίκιο τον Απρίλη του 1917. Σε αυτό το σχήµα καταργείται κάθε σοβαρότητα.
Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι πέρασαν το κρισιµότερο τεστ στην Ιστορία, οργανώνοντας τη νίκη του Οκτώβρη.
Ήταν κάθε άλλο παρά απλοϊκοί. Ήξεραν καλά ότι τα προβλήµατα της καθυστέρησης του καπιταλισµού στη Ρωσία θα τα βρουν µπροστά τους. Η απάντησή τους σε αυτήν την απειλή ήταν ο διεθνισµός της επανάστασης. Ουσιαστικά, βάσισαν τις προοπτικές τους στην πρόβλεψη ότι µέσα στην κόλαση του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου η επανάσταση θα επεκταθεί στη Δύση και ότι η βοήθεια στους Ρώσους εργάτες «θα έρθει απ’ έξω». Η επανάσταση στη Γερµανία, στην Ουγγαρία, στην Ιταλία και αλλού αποδεικνύουν ότι αυτή η πρόβλεψη ήταν απολύτως θεµιτή.
Η Κοµιντέρν
Σε αυτήν την περίοδο, ο Λένιν κατ’ επανάληψη δηλώνει ότι «χωρίς την επανάσταση στη Γερµανία, θα χαθούµε». Οι Μπολσεβίκοι, µέσα σε συνθήκες απίστευτων πιέσεων, διέθεσαν σηµαντικές δυνάµεις για να οργανώσουν την Τρίτη Διεθνή.
Η Κοµιντέρν στην εποχή του Λένιν, στα 4 πρώτα συνέδριά της, παρέδωσε µια ανεκτίµητη στρατηγική και πολιτική εργασία µε στόχο τη νίκη της επανάστασης στη Δύση. Η εργασία αυτή ακολουθεί τα µοτίβα της εµπειρίας του Μπολσεβικισµού: αφενός, την ανάγκη ανεξάρτητης συγκρότησης των µαρξιστικών-επαναστατικών πρωτοποριών, µε την ίδρυση των ΚΚ και τη συζήτηση για τα αναγκαία χαρακτηριστικά τους, στο 1ο και 2ο συνέδριο. Αφετέρου, τη διεκδίκηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στη στρατηγική της εργατικής εξουσίας, µε τις αποφάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, το µεταβατικό πρόγραµµα και τη µεταβατική πολιτική, στο 3ο και στο 4ο συνέδριο.
Το 1943, µέσα στη φωτιά του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η σταλινική πλέον ηγεσία της Κοµιντέρν αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Ήταν µια ντροπιαστική πράξη που αποδείκνυε πόσο είχαν αλλάξει τα πράγµατα µέσα στον «κόσµο» των ΚΚ. Η σχετική διακήρυξη του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια της Κοµιντέρν σηµειώνει τις δικαιολογίες του ίδιου του Στάλιν σχετικά µε την ανάγκη να απαντηθούν «οι ψευτιές των χιτλερικών» και οι ανησυχίες ότι η Κοµιντέρν «επεµβαίνει στη ζωή άλλων κρατών και σκοπεύει να τα µπολσεβικοποιήσει». Στην πράξη, η διάλυση της Κοµιντέρν ήταν ένα µήνυµα προς τους «δηµοκράτες» συµµάχους, που έλεγε µε σαφήνεια ότι στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, η ΕΣΣΔ και το «διεθνές κέντρο» των ΚΚ σκόπευε να κρατήσει ακριβώς την αντίστροφη πολιτική από εκείνη του Λένιν και των Μπολσεβίκων στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο.
Η τελευταία µάχη
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, η επανάσταση στη Δύση ηττήθηκε. Οι Μπολσεβίκοι στην ΕΣΣΔ, παρά τη θέληση και την πολιτική τους, έµειναν αποµονωµένοι. Υποχρεώθηκαν σε διαρκείς υποχωρήσεις όπως του «πολεµικού κοµµουνισµού», της ΝΕΠ, της υποχρεωτικής ανοχής απέναντι στη γραφειοκρατία κ.ο.κ. προκειµένου να παραµείνουν ζωντανοί σε συνθήκες όχι της δικής τους επιλογής. Το αντίτιµο ήταν βαρύ: το επαναστατικό εργατικό κράτος του 1917 εκφυλίστηκε στο αδύναµο καθεστώς όπου ο όποιος επαναστατικός χαρακτήρας του ταυτιζόταν µε τις αντοχές του κόµµατος που βρισκόταν στη διακυβέρνησή του.
Σε αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκε η «τελευταία µάχη του Λένιν». Ο ετοιµοθάνατος και αποµονωµένος ηγέτης του µπολσεβικισµού πάλευε πλέον για την υπεράσπιση του έργου της ζωής του. Με αιχµή την καταγγελία του «µεγαλορωσικού σωβινισµού» (µέσα στο κόµµα και στα όργανα της σοβιετικής εξουσίας!) και την απαίτηση για την καθαίρεση του Στάλιν από τη θέση του Γραµµατέα, προσπαθούσε να βάλει φραγµό στο ρεύµα που σηκωνόταν απειλητικό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι εργασίες του Λένιν παρέµειναν κρυφές τόσο από το ΚΚΣΕ, όσο και από τα ΚΚ µέχρι το 1956. Το «τι θα είχε συµβεί, αν» ο Λένιν είχε παραµείνει ενεργός στην κρίσιµη δεκαετία του ’20 έµεινε αναπάντητο.
Οι δολοφονίες όλων των στελεχών του µπολσεβικισµού στον καιρό του Λένιν (του Τρότσκι, του Μπουχάριν, του Ζινόβιεφ, του Κάµενεφ, και χιλιάδων άλλων) επιβεβαιώνουν τον ισχυρισµό του Τρότσκι ότι µεταξύ της εποχής του Λένιν και εκείνης των επιγόνων του υπάρχει η διαχωριστική γραµµή «ποταµού αίµατος».
Η ήττα αυτών των επαναστατών, της εποχής που σηµάδεψε ανεξίτηλα ο Βλαδίµηρος Ουλιάνοφ, δεν αρκεί για να κρύψει ή για να µειώσει τη σηµασία του «άλµατος» που επιχείρησαν. Και µε αυτή την έννοια, σε µια εποχή που έχει αλλάξει ριζικά, ο Λένιν παραµένει πάντα επίκαιρος για όσους/όσες παλεύουν για τη νίκη των εργατών και των φτωχών σε κάθε γωνιά του πλανήτη.