Κατέβηκα στην πλατεία Βικτωρίας σήμερα για να δω από κοντά πως ζουν και τι κάνουν οι πρόσφυγες. Όταν είπα σε μια φίλη ότι θα πάω σήμερα που έχει ήλιο και είναι ωραία μέρα αναρωτήθηκε αν έχει κάποια διαφορά.

Ίσως να την αδικώ, αλλά έχει πλάκα καμιά φορά πόσο μα­κριά εί­μα­στε από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την κοινή λο­γι­κή. Πολ­λοί όταν βλέ­που­με ή πιο σωστά σκε­φτό­μα­στε τους πρό­σφυ­γες, νο­μί­ζου­με πως υπάρ­χει μόνο μαρ­τύ­ριο. Αλλά και μέσα στο μαρ­τύ­ριο υπάρ­χει η θέ­λη­ση για ζωή. Και φαί­νε­ται στα πιο απλά πράγ­μα­τα.

Με το που ανέ­βη­κα στην πλα­τεία είδα μια γυ­ναί­κα, μη­τέ­ρα με δυο κο­ρι­τσά­κια να έχουν «παρ­κά­ρει» σε μια γωνιά στην πλα­τεία και να μοι­ρά­ζουν πράγ­μα­τα σε άλλες γυ­ναί­κες. Σερ­βιέ­τες κλπ και λίγα κου­τιά από Barbie. Αυτές τις Barbie τις σκέ­φτο­μαι και γε­μί­ζω δά­κρυα, γιατί είδα μια προ­σφυ­γο­πού­λα γύρω στα 13-14, με­γά­λη κο­πέ­λα να παίρ­νει το κουτί με την κού­κλα και να το κρα­τά­ει αγκα­λιά και δεν έχω ξα­να­δεί άν­θρω­πο να χαί­ρε­ται τόσο. Για μια Barbie;

Έφυγα γρή­γο­ρα, γιατί δεν μου ήταν εύ­κο­λο. Σκέ­φτη­κα την Ελ­λη­νί­δα, έφερε τις κο­ρού­λες της για να τις «κάνει αν­θρώ­πους», μα­κά­ρι να έκα­ναν όλοι το ίδιο.

Λίγο πα­ρα­πά­νω η ίδια ει­κό­να. Από ένα φορ­τη­γά­κι μια άλλη γυ­ναί­κα μοι­ρά­ζει πε­τσέ­τες σε μια ομάδα αν­θρώ­πων, 99% άν­δρες. Η αλ­λη­λεγ­γύη με­τα­ξύ των γυ­ναι­κών έκανε και πάλι την εμ­φά­νι­ση της, καθώς η γυ­ναί­κα που μοί­ρα­ζε σφύ­ρι­ξε και πέ­τα­ξε δυο πα­κέ­τα σε μια άλλη γυ­ναί­κα που έστε­κε πιο δίπλα από τους άντρες που πε­ρί­με­ναν. Κοι­τα­χτή­καν στα μάτια και συ­νεν­νοη­θή­καν…
 

Οι άν­θρω­ποι που πε­ρί­με­ναν ήταν όπως όλοι οι άν­θρω­ποι σε αυτές τις κα­τα­στά­σεις. Πε­ρι­μέ­νουν, αγω­νιούν αν θα πά­ρουν ό,τι μοι­ρά­ζε­ται, δεν σπρω­χνό­ντου­σαν, αν και ήταν κά­ποιοι που ψι­λο­ε­πέ­βαλ­λαν την τάξη. Πι­θα­νώς θα μπο­ρού­σε να γίνει καυ­γάς, έχουν γίνει αρ­κε­τοί όπως συμ­βαί­νει σε αυτές τις πε­ρι­πτώ­σεις. Δεν μου άρεσε η συ­μπε­ρι­φο­ρά κά­ποιων, αλλά ει­λι­κρι­νά δεν ξέρω τι θα έκανα στη θέση τους. Αυτή η ει­κό­να είναι ένα πολύ μικρό δείγ­μα πως δεν έχει νόημα η αγιο­ποί­η­ση, γιατί απλώς δεν είναι άγιοι. Κα­νέ­νας μας δεν είναι. Έχο­ντας πει αυτό όμως, μα­κριά όσοι δαι­μο­νο­ποιούν, αλλά και όλοι οι «αντι­κει­με­νι­κοί» που θέ­λουν «να τα λέμε όλα». Το Α και το Ω είναι να ξέ­ρου­με με ποιους εί­μα­στε, να νιώ­θου­με και να σκε­φτό­μα­στε. Όλα τα άλλα είναι προ­φά­σεις.

Κατά τα άλλα, ο ρυθ­μός στην πλα­τεία ήταν χα­λα­ρός. Άν­θρω­ποι πα­ντού, άντρες κυ­ρί­ως αλλά και αρ­κε­τές γυ­ναί­κες, άλλες με μα­ντή­λα και άλλες όχι. Ρούχα παλιά και ρούχα μο­ντέρ­να. Τα κά­γκε­λα από τα παρ­τέ­ρια λει­τουρ­γούν σαν απλώ­στρες για να αε­ρι­στούν τα ρούχα. Χαλιά για να κά­θο­νται πάνω οι άν­θρω­ποι, οι πιο τυ­χε­ροί -υπο­θέ­τω- έχουν πιά­σει θέση πάνω στο χώμα που είναι πιο μα­λα­κά. Οι­κο­γέ­νειες με παι­διά, λίγα ζευ­γά­ρια, είδα και ένα ζευ­γά­ρι ομο­φυ­λό­φι­λων, δεν έδει­ξε να υπάρ­χει κα­νέ­να πρό­βλη­μα που αγκα­λια­ζό­ντου­σαν. Ένας με­γά­λος αδερ­φός έπαι­ζε με την αδερ­φού­λα του, ένα άλλο κο­ρι­τσά­κι γύρω στα 2 φώ­να­ζε χα­ρού­με­νο, απο­λάμ­βα­ναν τον ήλιο. Πιο πάνω κά­ποιοι έκα­ναν δια­κρι­τι­κό «κα­μά­κι» – η γλώσ­σα του σώ­μα­τος ήταν πε­ντα­κά­θα­ρη – σε κο­πέ­λες που μοί­ρα­ζαν κάρ­τες κι­νη­τού για «international call».

Μαζί με όλα αυτά, η μυ­ρω­διά από κά­του­ρο δεν επι­τρέ­πει να ξε­χά­σου­με που εί­μα­στε,  όπως επί­σης και η πα­ρου­σία των μπά­τσων στο πάνω μέρος. Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι έν­στο­λοι δεν ήταν οι κλα­σι­κές φά­τσες κα­νί­βα­λων, ήταν απλά εκεί να δη­λώ­νουν πα­ρου­σία. Πέ­ρα­σαν όμως δυο δι­κά­βα­λα ΔΙΑΣ και άνα­ψαν σει­ρή­να κα­τευ­θεί­αν, για να δη­μιουρ­γη­θεί έντα­ση...

Πάνω στην πλα­τεία πέ­τυ­χα μια συ­ντρό­φισ­σα που μένει στη γει­το­νιά. Της είπα γιατί ήρθα, αυτή είναι πιο εξοι­κειω­μέ­νη με αυτή την ει­κό­να και με την φτώ­χεια γε­νι­κό­τε­ρα. Δια­με­ρι­σμα­τι­κή σύμ­βου­λος στο Δήμο Αθη­ναί­ων, μου εξή­γη­σε κά­ποια πράγ­μα­τα. Κά­ποιοι μα­γα­ζά­το­ρες δεν θέ­λουν να μπουν χη­μι­κές τουα­λέ­τες, γιατί λέει θα θέ­λουν μετά να μεί­νουν οι πρό­σφυ­γες και δεν πρέ­πει. Μια δεξιά σύμ­βου­λος έρ­χε­ται και κλαί­ει σε κάθε συμ­βού­λιο για το «δράμα που ζουν οι καη­μέ­νοι» και τι φρι­χτό που είναι. «Έτσι είναι οι υπο­κρι­τές» μου είπε. «Κλαί­νε και χτυ­πιού­νται και θέ­λουν να σε κά­νουν να νιώ­θεις ανή­μπο­ρος, αλλά δεν εί­μα­στε ανή­μπο­ροι». Οι κά­τοι­κοι της πε­ριο­χής δεί­χνουν πως κα­τα­λα­βαί­νουν κα­λύ­τε­ρα. Την ώρα που μι­λού­σα­με, ένας με­γά­λος σε ηλι­κία άν­θρω­πος έφερε μια σα­κού­λα με νερά που μοι­ρά­στη­καν σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Ο άν­θρω­πος έφυγε κου­νώ­ντας το κε­φά­λι του. Ξέρει πόσα λίγα είναι αυτά που μπο­ρεί να δώσει, τα δίνει και πο­νά­ει. Αλλά ποτέ όλα αυτά τα ελά­χι­στα δεν είχαν τόση αξία και η συ­μπό­νια είναι ακρι­βώς αυτό. Οι εξου­σί­ες είναι «ανή­μπο­ρες» και το βάρος πέ­φτει σε όλους εμάς, αν και ευ­τυ­χώς πολ­λοί δήμοι τη­ρούν τη στάση που πρέ­πει.

Έφυγα με χι­λιά­δες σκέ­ψεις να τρι­γυρ­νά­νε στο κε­φά­λι μου. Τι θα γί­νουν αυτοί οι άν­θρω­ποι; Τι πρέ­πει να κά­νου­με; Ξέρω πολλά. Ξέρω ότι το ΝΑΤΟ πρέ­πει να φύγει, ξέρω ότι τα σύ­νο­ρα πρέ­πει να ανοί­ξουν, ξέρω ότι πρέ­πει να εί­μα­στε δίπλα τους με κάθε τρόπο. Και υπάρ­χουν άλλα τόσα για τα οποία ψάχνω απα­ντή­σεις και δη­μιουρ­γού­νται και νέα ερω­τή­μα­τα. Δεν ήθελα να γράψω για αυτά, αλλά αυτά τα ερω­τή­μα­τα γεν­νιού­νται και πρέ­πει να βρού­με απα­ντή­σεις. Απα­ντή­σεις που να αγ­γί­ζουν και τα μυαλά και τις καρ­διές μας, να σπάνε το φόβο και το μίσος. Αν δεν απα­ντή­σου­με εμείς θα απα­ντή­σουν άλλοι και ξέ­ρου­με πως απα­ντά­νε.

Δεν ξέρω αν θα τα κα­τα­φέ­ρου­με, αλλά βλέ­πο­ντας τι περ­νά­νε οι με­τα­νά­στες και οι πρό­σφυ­γες, ξέρω πως μπο­ρού­με να αντέ­ξου­με πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρα από όσα φα­ντα­ζό­μα­στε. Τί­πο­τα άλλο δεν έχει νόημα. 

Ετικέτες