Με την Αριστερά της ρήξης και τα κοινωνικά κινήµατα
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ µε δηµόσιες τοποθετήσεις στελεχών του, επικεντρώνονται το τελευταίο διάστηµα σε δύο αλληλοτροφοδοτούµενα πολιτικά ζητήµατα. Το ένα είναι ο κίνδυνος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη (αλλά και στην Ελλάδα) και το άλλο είναι η πολιτική της αντιµετώπιση, τόσο σε επίπεδο πολιτικού λόγου, όσο και στο επίπεδο των πολιτικών συµµαχιών. Είναι πλέον καθαρό ότι ο Τσίπρας προσπαθεί να χτίσει το δίπολο «πρόοδος – συντήρηση» στις πρώτες εκλογές της «µεταµνηµονιακής εποχής», αναδεικνύοντας το κόµµα του σαν το κέντρο µιας δηµοκρατικής συµπαράταξης µε τη νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά, η οποία µπορεί, τάχα, να σταθεί υπολογίσιµο ανάχωµα στην ακροδεξιά και τον ρατσισµό. Ισχυριζόµαστε ότι αυτή η πολιτική προσπάθεια πέρα από αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη είναι και µία εκστρατεία λήθης που επιχειρεί να συσκοτίσει βασικές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Ευτυχώς η µνήµη µας δεν είναι τόσο κοντή!
Ρατσιστική πολιτική
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι ρατσιστική. Μπορεί ο πρωθυπουργός και τα κοµµατικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν µε κάθε ευκαιρία τον αντιρατσισµό και τον ανθρωπισµό τους, αυτό όµως που µετράει είναι η εφαρµοσµένη πολιτική της κυβέρνησης ιδιαίτερα στα ζητήµατα των προσφύγων, αλλά και των µεταναστών. Η συντήρηση των άθλιων hot-spot στα νησιά του Αιγαίου και των camps µε τα αντίσκηνα στην ηπειρωτική Ελλάδα, το κλείσιµο των συνόρων για να εµποδίσει το ταξίδι των προσφύγων στην Ευρώπη για µία καλύτερη ζωή, η «πρόσκληση» του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και η Frontex, συνθέτουν το µεγάλο κοµµάτι του παζλ της µεταναστευτικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση και ήδη µετράει χιλιάδες θύµατα. Εάν σε αυτό προσθέσουµε και τη συνεχιζόµενη αστυνοµική αυθαιρεσία απέναντι σε µετανάστες/τριες (µε ή χωρίς χαρτιά), η οποία πριν λίγες µέρες οδήγησε στη δολοφονία του Νιγηριανού Εµπουκά στο Αστυνοµικό Τµήµα Οµόνοιας, αλλά και σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις κακοποίησης στα όρια του βασανισµού, είναι πραγµατικά απορίας άξιον πώς µπορεί η κυβέρνηση χωρίς ίχνος ντροπής να παρουσιάζει εαυτή ως πολιτική δύναµη που µάχεται τάχα µου τον ρατσισµό. Δυστυχώς, επιβεβαιώνεται αυτό για το οποίο έχουµε πολλές φορές επιχειρηµατολογήσει µέσα από τις γραµµές της «Εργατικής Αριστεράς», ότι η υποταγή στην πολιτική της ευρωλιτότητας σηµαίνει και υποταγή στη ρατσιστική πολιτική ατζέντα της Ευρώπης-φρούριο, η οποία µέσα στο 2019 οδήγησε σε δραµατική κορύφωσή τους πνιγµένους ανθρώπους στα νερά της Μεσογείου.
Ακροδεξιά
Αυτή η ρατσιστική πολιτική στρώνει το δρόµο στην ακροδεξιά και αυτό συµβαίνει αυτή τη στιγµή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η µεγάλη άνοδος της (γραβατωµένης) ακροδεξιάς, αλλά και η ανάδειξη µιας σηµαντικής δύναµης για τη φασιστική-νεοναζιστική ακροδεξιά, είχε τα τελευταία χρόνια σαν πολιτική αιχµή την ισλαµοφοβία και τον πόλεµο απέναντι στο τεράστιο προσφυγικό κύµα από το 2014 και έπειτα σε συνδυασµό µε µια λαϊκίστικη ρητορική ευρωσκεπτικισµού, που προσπαθεί να «κλέψει» ψήφους από τη δικαιολογηµένη λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στην ΕΕ και τις πολιτικές λιτότητας. Ο κίνδυνος καταγραφής µιας ακόµα µεγαλύτερης ανόδου της ακροδεξιάς στις Ευρωεκλογές είναι υπαρκτός, είναι σοβαρός και χρειάζεται πολιτική αντιµετώπιση, διότι πλέον υπάρχει πραγµατική εµπειρία για την εφαρµοσµένη πολιτική ακροδεξιών κυβερνήσεων στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία κλπ. Ο κοινός παρονοµαστής είναι η σκληρή ρατσιστική πολιτική απέναντι σε πρόσφυγες και µετανάστες (δες τον πρόσφατο αντιµεταναστευτικό νόµο του Σαλβίνι) και η ανελέητη επίθεση στους/ις εργαζόµενους/ες (δες τη θεσµοθέτηση του 12ωρου –«νόµος της δουλείας»– στην Ουγγαρία του Ορµπάν). Αυτός είναι και ο πυρήνας των πολιτικών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είτε δεξιών, είτε σοσιαλδηµοκρατικών, είτε τεχνοκρατικών, οπότε η πιο σκληρή εκδοχή τους από την ακροδεξιά έρχεται ως «φυσική» συνέχεια. Δίνεται δηλαδή η δυνατότητα στην ακροδεξιά να εµφανιστεί ως δυνητικά πολιτικός διάδοχος για τη συνέχιση και όξυνση της υπάρχουσας πολιτικής.
Η πολιτική απάντηση στον ρατσισµό και την ακροδεξιά δεν βρίσκεται σε καµία εκδοχή κάποιου «δηµοκρατικού τόξου». Οι δυνάµεις του ακραίου κέντρου στην Ευρώπη, ενόψει των επερχόµενων Ευρωεκλογών, από τη δεξιά µέχρι τη σοσιαλδηµοκρατία και τους πράσινους, «αγωνιούν» υποτίθεται για την επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς. Σ’ αυτή την αγωνία προστίθεται πλέον και ένα τµήµα της Ευρωοµάδας της Αριστεράς µε επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, ο οποίος µετά τη σοσιαλφιλελεύθερη µετάλλαξη του κόµµατός του, εισηγείται τη συµµαχία µε τις δυνάµεις της κεντροαριστεράς, δηλαδή της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδηµοκρατίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ευρωεκλογές. Τέτοια ήταν η εισήγησή του στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ την Κυριακή 3 Μάρτη, ενώ ο ίδιος ήταν κεντρικός οµιλητής σε εκδήλωση των ευρωπαίων σοσιαλιστών στην Αθήνα. Και εδώ η πραγµατικότητα παρουσιάζεται ανεστραµµένη: σύµφωνα µε το κυβερνητικό αφήγηµα, υπάρχουν, υποτίθεται, κάποιες δυνάµεις στην ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία που κινούνται προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, ενώ η αλήθεια είναι η πλήρης προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και ενός τµήµατος των δυνάµεων της GUE στο πολιτικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδηµοκρατίας.
Απάντηση της Αριστεράς
Η συµµαχία των υπέρµαχων της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και των ευρωπαϊκών ρατσιστικών πολιτικών –ανεξάρτητα από τη ρητορική που µπορεί να υιοθετούν ανά περίπτωση– δεν µπορεί µε τίποτα να είναι απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς. Η µόνη πολιτική απάντηση µπορεί να είναι από µία ενωτική-µαζική ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης, που θα έχει στο κέντρο της πολιτικής της ατζέντας το κοινωνικό ζήτηµα (δηλαδή τις πολιτικές λιτότητας) και την πάλη ενάντια στον ρατσισµό και την ακροδεξιά. Και γι’ αυτό το λόγο, κάθε επιδίωξη πολιτικής συµµαχίας µε στελέχη του κυβερνητικού-µνηµονιακού ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά λαθεµένη και αποπροσανατολιστική για το κίνηµα, ενώ την ίδια ώρα γίνεται ουρά της πολιτικής Τσίπρα.
Αυτή είναι και η µόνη περίπτωση να εκφραστεί πολιτικά µια υπαρκτή δυναµική των κοινωνικών κινηµάτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, που σηκώνουν πραγµατικά ανάστηµα ενάντια στην ακροδεξιά και τον ρατσισµό: είναι οι διακόσιες χιλιάδες που διαδήλωσαν στο Μιλάνο ενάντια στον αντιµεταναστευτικό νόµο του Σαλβίνι, είναι οι χιλιάδες που διαδήλωσαν στο Βερολίνο ενάντια στον ρατσισµό και την ακροδεξιά τον περασµένο Οκτώβρη, οι εργατικές διαδηλώσεις ενάντια στο «νόµο της δουλείας» του Ορµπάν στην Ουγγαρία, οι δεκάδες χιλιάδες που διαδηλώνουν κάθε Μάρτη στην Αθήνα για την παγκόσµια ηµέρα ενάντια στον ρατσισµό, αλλά και σε άλλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που απαιτούν ίσα δικαιώµατα για ντόπιους και µετανάστες/πρόσφυγες και ενάντια στη δολοφονική αστυνοµική αυθαιρεσία και στο φασισµό. Εκεί βρίσκεται πραγµατικά η κοινωνική δύναµη που µπορεί και έχει πραγµατικό συµφέρον να παλέψει ενάντια στον ρατσισµό και την ακροδεξιά και σε αυτή την κατεύθυνση οι δυνάµεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλουµε να πάρουµε άµεσα πολιτικές πρωτοβουλίες.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά