Η ανησυχία, ο φόβος, η απογοήτευση είναι μερικά από τα συναισθήματα που εκφράζονται ανοιχτά ή σιωπηλά (η σιωπή είναι συναισθηματική έκφραση) στην προσπάθειά μας να συνομιλήσουμε με τα στοιχεία της κρίσης.

Όλα αυτά που γρά­φο­νται και θε­σμο­θε­τού­νται στο όνομα της προ­στα­σί­ας της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής μας κα­τά­στα­σης προς επι­βί­ω­ση οδη­γούν στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι καμία προ­στα­σία δεν είναι γό­νι­μη παρά μόνο αυτή που θα προ­κύ­ψει αλ­λη­λε­πι­δρα­στι­κά, κάτι το οποίο όμως δεν έχει συ­ζη­τη­θεί στην λε­πτο­μέ­ρειά του από την οπτι­κή της σχέ­σης συ­ναι­σθη­μά­των και πο­λι­τι­κής, όχι μόνο στον χώρο της ελ­λη­νι­κής αρι­στε­ράς.

Μι­λά­με για την προ­στα­σία των προ­σφύ­γων, των αν­θρώ­πων που ζουν σε συν­θή­κες έν­δειας, των λε­γό­με­νων «πε­ρι­θω­ρια­κών ομά­δων» χωρίς να έχου­με συ­γκε­κρι­με­νο­ποι­ή­σει ότι τα συ­ναι­σθή­μα­τα είναι  προ­σω­πι­κά αλλά και πο­λι­τι­κά, όμως υπάρ­χουν άν­θρω­ποι στους οποί­ους δεν δί­νε­ται το δι­καί­ω­μα να εκ­φρά­σουν τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους δη­μό­σια και έτσι να απο­κτή­σουν το πο­λι­τι­κό δι­καί­ω­μα της δη­μό­σιας έκ­φρα­σης και εκ­προ­σώ­πη­σης.  Η προ­στα­σία της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής  κα­τά­στα­σης όσο ανα­λύ­ε­ται, τόσο πα­ρερ­μη­νεύ­ε­ται γιατί ένα πλή­θος υπο­κει­μέ­νων δεν ακού­γο­νται, με απο­τέ­λε­σμα,  εξαι­τί­ας της συν­θή­κης αυτής, την επι­δεί­νω­ση των εξου­σια­στι­κών μη­χα­νι­σμών του κρά­τους και του υπερ­κρά­τους (Ε.Ε. τύπου) σε υπο­κεί­με­να που δεν τους δό­θη­κε βήμα.

Οι θε­σμο­θε­τή­σεις έτσι κα­τα­λή­γουν στο να δια­χει­ρί­ζο­νται και να κα­τα­σκευά­ζουν την πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση αυτών που «πε­ρισ­σεύ­ουν». Έχει πάρει τόση με­γά­λη έκτα­ση το φαι­νό­με­νο της θε­σμι­κής πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σης για να οδη­γη­θού­με στην άνευ όρων απο­δο­χή πο­λι­τι­κών που πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σαν την χώρα. Η υπό συ­νε­χή δια­μόρ­φω­ση πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σης απο­τυ­πώ­νε­ται στην αί­σθη­ση ύπαρ­ξης αρ­νη­τι­κών συ­ναι­σθη­μά­των που φα­ντα­ζό­μα­στε ότι υπάρ­χουν εκτός των δο­μη­μέ­νων πο­λι­τι­κών, αδύ­να­μων να τα δια­χει­ρι­στούν παρά μόνο με την επι­βο­λή εξου­σια­στι­κών μέ­τρων (κέ­ντρα συ­γκέ­ντρω­σης προ­σφύ­γων, βαριά φο­ρο­λο­γία κ.λπ), πο­λι­τι­κές οι οποί­ες επι­κα­λού­νται την σκλη­ρό­τη­τα των μέ­τρων στο όνομα μιας προ­στα­σί­ας, η οποία δεν ζη­τή­θη­κε έτσι ακρι­βώς από τους ίδιους τους οποί­ους επι­κα­λεί­ται ότι προ­στα­τεύ­ει.

Στο εξου­σια­στι­κό αυτό παι­χνί­δι κυ­ριαρ­χεί το δί­πο­λο πλειο­ψη­φία/μειο­ψη­φία, στοι­χείο ενός ηγε­μο­νι­κού λόγου που σκε­πά­ζει  τα συ­ναι­σθή­μα­τα ως πε­ρι­φε­ρεια­κά και πε­ρι­θω­ρια­κά έτσι ώστε να κρι­θούν ως σιω­πές που απο­δέ­χο­νται την υπο­τέ­λειά τους, ανί­κα­νες να αντι­δρά­σουν στην όποια εφαρ­μο­γή πο­λι­τι­κής εξο­στρα­κι­σμού τους αλλά και έντα­ξής τους. Βα­σι­ζό­μα­στε εν πολ­λοίς σε δια­πι­στώ­σεις του τύπου: οι πρό­σφυ­γες δεν έχουν τί­πο­τα άλλο παρά να πε­ρι­μέ­νουν, η αρι­στε­ρά δεν έχει  εναλ­λα­κτι­κή πρό­τα­ση να προ­τεί­νει και ένα σωρό άλλες κα­τα­λη­κτι­κές προ­τά­σεις που πα­γώ­νουν τα συ­ναι­σθή­μα­τα σαν ει­κό­νες μιας κοι­νω­νί­ας που πα­ρου­σιά­ζε­ται  αδύ­να­μη να αντι­δρά­σει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά και άρα πο­λι­τι­κά. Η δια­δι­κα­σία πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σης απο­τε­λεί το στα­θε­ρό ερ­γα­λείο της κα­τα­σκευα­σμέ­νης εκ­προ­σώ­πη­σης εντός των πο­λι­τι­κών κομ­μά­των, μια κα­τά­στα­ση που κα­τά­φε­ρε να οδη­γή­σει    τις  φωνές αντί­στα­σης εκτός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Μ' αυτόν τον τρόπο οι δια­φο­ρε­τι­κές φωνές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­θη­καν ως συ­ναι­σθη­μα­τι­κά αστα­θείς, εμπα­θείς, ορ­γι­σμέ­νες, γρα­φι­κές και άρα ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κές στον αντί­πο­δα της σιω­πής-απο­δο­χής των κυ­ρί­αρ­χων πο­λι­τι­κών που επι­βλή­θη­καν. Για άλλη μια φορά ο χώρος της ελ­λη­νι­κής αρι­στε­ράς κα­τα­κερ­μα­τί­στη­κε   και ένα μέρος της κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­θη­κε ως σιω­πη­λό, ως ανέ­ντα­χτο ή, αντι­δρα­στι­κά, ως θυ­μω­μέ­νο υπο­κεί­με­νο.   

Υπό το κα­θε­στώς αυτό που δεν επι­βλή­θη­κε διά της βίας -όπως συ­νέ­βη στη δι­κτα­το­ρία- όσο αυ­ξά­νε­ται ο λόγος περί συ­ναι­σθη­μά­των, τόσο αυ­ξά­νε­ται και η αί­σθη­ση της μη ανα­γνώ­ρι­σης τους. Μια πα­ρα­δο­ξό­τη­τα που εκ­φρά­ζε­ται από μια γε­νι­κευ­μέ­νη αμη­χα­νία στα συ­ναι­σθή­μα­τα των κάθε λογής άλλων. Γιατί μι­λά­με  για τα συ­ναι­σθή­μα­τα; Ίσως είναι μια ερώ­τη­ση που δεν θα απα­ντή­σου­με εύ­κο­λα, πά­ντως αυτό το μίγμα αμη­χα­νί­ας, λύπης, αγω­νί­ας, απο­γο­ή­τευ­σης, φόβου, ανη­συ­χί­ας που ανα­δει­κνύ­ε­ται στο διά­λο­γο δεν ση­μαί­νει ότι εί­μα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να λύ­σου­με τα πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα της όποιας συ­ναι­σθη­μα­τι­κής μας κα­τά­στα­σης, αλλά κυ­ρί­ως ση­μαί­νει ότι υπάρ­χει ανά­γκη να κρα­τη­θού­με σε κα­τά­στα­ση αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, ακόμη κι αν συ­γκρου­στού­με. Η έκ­φρα­ση ή η από­κρυ­ψη συ­ναι­σθη­μά­των, η συ­νε­χής δια­δι­κα­σία ανα­γνώ­ρι­σης του πε­δί­ου, δεν είναι τί­πο­τα άλλο παρά έν­δει­ξη αγω­νι­στι­κής διά­θε­σης. Δεν είναι τυ­χαίο ότι τα συ­ναι­σθή­μα­τα εκλαμ­βά­νο­νται και ως δια­θέ­σεις κατά Heidegger και ως στρα­τη­γι­κές επι­βί­ω­σης κατά Ahmed. Όπως και να 'χει, ο λόγος περί συ­ναι­σθη­μά­των είναι τόσο ανοι­χτός που σε βάζει σε σκέ­ψεις για την ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή τους χρήση σε πο­λι­τι­κό πεδίο, ακόμη κι αν ορι­σμέ­νοι σύγ­χρο­νοι φι­λό­σο­φοι (βλ. Judith Butler) υπο­στη­ρί­ζουν ότι η επι­κέ­ντρω­ση στην άνευ όρων εκ­δή­λω­ση  της  αγά­πης είναι το κλει­δί της πο­λι­τι­κής μας συ­γκρό­τη­σης. Δεν νο­μί­ζω όμως ότι αυτή είναι μια ει­λι­κρι­νής ανά­γκη παρά μόνο μια φα­ντα­σί­ω­ση που συ­ζη­τά άλλες ανά­γκες για τις οποί­ες δεν μι­λά­με ανοι­χτά στο δη­μό­σιο χώρο, κάτι το οποίο έχει επι­ση­μαν­θεί ήδη, αλλά πα­ρα­μέ­νει μια αμή­χα­νη δή­λω­ση.

Ο Foucault σε αυτό το ση­μείο φαί­νε­ται πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά κρι­τι­κός. Η έκ­φρα­ση συ­ναι­σθη­μά­των δεν είναι τί­πο­τα άλλο παρά έκ­φρα­ση ελέγ­χου των συ­ναι­σθη­μά­των των άλλων, είπε. Το με­σο­διά­στη­μα αυτής της αλ­λη­λε­πί­δρα­σης είναι που γεννά την αμη­χα­νία. Και η ση­με­ρι­νή εποχή είναι ακρι­βώς αυτό το με­σο­διά­στη­μα. Μια αμή­χα­νη εποχή. Ποιος θα επι­κρα­τή­σει; Ίσως κα­νείς και καμιά...απο­λύ­τως. Εμείς όλοι ως υπό συ­γκρό­τη­ση υπο­κεί­με­να το θέ­λου­με αυτό το συ­μπέ­ρα­σμα για να συν­δέ­σου­με τα συ­ναι­σθή­μα­τα ως δια­θέ­σεις και επι­θυ­μί­ες. Αυτό το «υπό» το ξε­χνά­με συχνά. Το ξε­χνά­με στις κα­τα­λη­κτι­κές μας προ­τά­σεις. Γιατί αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση δεν ση­μαί­νει επι­βο­λή. Ση­μαί­νει απε­λευ­θέ­ρω­ση. Έχου­με μπερ­δέ­ψει την επι­μο­νή της αγω­νι­στι­κής διά­θε­σης με την υπο­μο­νή και την κα­τα­πί­ε­ση. Τη δική μας και των άλλων. Ο αγώ­νας τεί­νει να ανα­φέ­ρε­ται ως δια­δι­κα­σία στον αντί­πο­δα της υπο­φερ­τό­τη­τας, μια σύ­γκρι­ση που δίνει στην έν­νοια του αγώνα τη μυ­θι­κή διά­στα­ση του αδύ­να­του και πα­ράλ­λη­λα κα­τα­σκευά­ζει την τρα­γι­κό­τη­τα του «υπο­φέ­ρω» σε κα­τά­στα­ση εγκλω­βι­σμού.  Γι' αυτό συμ­βαί­νουν τόσες πα­ρερ­μη­νεί­ες των συ­ναι­σθη­μά­των μας.

Όπως οι αι­σθή­σεις δεν είναι αυ­τό­νο­μες έτσι και τα συ­ναι­σθή­μα­τα δεν είναι αυ­τό­νο­μα. Επί­σης, στις έν­νοιες αυτές είναι έντο­νο το στοι­χείο της δια­με­σο­λά­βη­σης. Για να κα­τα­νο­ή­σου­με πώς συν­δέ­ο­νται αυτά τα δύο χρειά­ζε­ται να απο­δε­χτού­με εξαρ­χής τις αμέ­τρη­τες δια­κλα­δώ­σεις τους, τους αμέ­τρη­τους τρό­πους έκ­φρα­σης και από­κρυ­ψης συ­ναι­σθη­μά­των. Όσο μπαί­νω πιο βαθιά στην κα­τα­νό­η­ση της σιω­πής, τόσο αντι­λαμ­βά­νο­μαι κρι­τι­κά ως σώμα (νους-ψυ­χή-σάρ­κα) την δια­τύ­πω­ση ότι η σιωπή είναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έκ­φρα­ση.  Μήπως πρό­κει­ται για ένα συ­μπέ­ρα­σμα της σιω­πής ως τύπου έκ­φρα­σης των συ­ναι­σθη­μά­των για να ξε­μπερ­δεύ­ου­με με το αδια­νό­η­το, αυτό το ηχηρό της σιω­πής που φο­βί­ζει, τρο­μά­ζει, όχι μόνο αυτόν/αυτήν που κα­τα­φεύ­γει στην σιωπή, αλλά και αυ­τούς/ες που αι­σθά­νο­νται τη σιωπή των άλλων; Μήπως δεν είναι δική μας η σιωπή; Μήπως δεν είναι το αυ­το­νο­μη­μέ­νο κα­τα­φύ­γιο των συ­ναι­σθη­μά­των και σκέ­ψε­ών μας; Μήπως η σιωπή σου, η σιωπή μου, είναι και το απο­τέ­λε­σμα της δυ­σκο­λί­ας που ση­μαί­νει για μας η σιωπή των άλλων; Μήπως η σιωπή είναι η πρό­σθε­ση των επι­μέ­ρους σιω­πών για να γίνει μια τε­χνη­τά αδια­νό­η­τη κα­τά­στα­ση;

Δεν είναι σί­γου­ρο ότι τα συ­ναι­σθή­μα­τα είναι νοη­τι­κές απο­κρί­σεις στα ερε­θί­σμα­τα του εξω­τε­ρι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος και δεν είναι βαθιά η γνώση μας για την υλι­κό­τη­τα των συ­ναι­σθη­μά­των, ωστό­σο δεν μπο­ρού­με να ει­σέλ­θου­με στον διά­λο­γο αν δεν απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της σιω­πής σε σχέση με τις πο­λι­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Πρό­κει­ται για μια πρό­τα­ση πο­λι­τι­κής συ­νει­δη­το­ποί­η­σης των απο­κλει­σμών που επι­βλή­θη­καν για να κα­θιε­ρώ­σουν ως πο­λι­τι­κά ορθές  συ­γκε­κρι­μέ­νες στρα­τη­γι­κές επι­βί­ω­σης, οι οποί­ες συ­μπυ­κνώ­νο­νται στον όρο δια­πραγ­μά­τευ­ση. Μια φα­ντα­σί­ω­ση που δεν συ­να­πο­φα­σί­στη­κε, μια συν­θή­κη που οδή­γη­σε σε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση πολλά στε­λέ­χη της αρι­στε­ράς και η οποία δεν σχε­τί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά με την αρι­στε­ρά, αλλά κυ­ρί­ως με τον τρόπο που αντι­με­τω­πί­στη­κε μέρος της αρι­στε­ράς ως άλλη πρό­τα­ση για να κα­τα­λή­ξει  συλ­λή­βδην εναλ­λα­κτι­κή-ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και ου­το­πι­κή, μια ετι­κε­το­ποί­η­ση ως φυ­σι­κο­ποι­η­μέ­να σιω­πη­λή ή αρ­νη­τι­κά δια­κεί­με­νη με ανά­λο­γο τρόπο που εκλαμ­βά­νε­ται η καρ­τε­ρι­κό­τη­τα των προ­σφύ­γων χωρίς δια­κρι­τά πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα και πο­λι­τών με ισχνά πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, τα οποία ολο­έ­να πε­ρι­θω­ριο­ποιού­νται στην  σιωπή τους.

*Δρ Κοι­νω­νι­κός Αν­θρω­πο­λό­γος. Εκ­παι­δευ­τι­κός.

Ετικέτες