[1] Κυρίαρχο χαρακτηριστικό στην ελληνική κοινωνία την τρέχουσα δεκαετία του 2010 υπήρξε η εφαρμογή τεσσάρων διαδοχικών μνημονίων από το τόξο των αστικών πολιτικών δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ). Τα μνημόνια που υλοποιήθηκαν με άτεγκτο τρόπο είχαν μια διπλή φύση και χαρακτηριστικά:

Από τη μια πλευρά επιδίωξαν να καταστήσουν την εργασία «φτηνή, πειθήνια και ευέλικτη» (μειώσεις μισθών και επιδομάτων, μαζικές απολύσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων κλπ.), προκειμένου να κατορθώσει ο ελληνικός καπιταλισμός να ξεπεράσει την κρίση υπερσυσσώρευσης και να επανακάμψει στην κερδοφορία μέσα από την ισχυρή μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας.

          Από την άλλη πλευρά είχαν στο επίκεντρό τους την σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή (περικοπές κοινωνικών δαπανών κάθε είδους όπως υγειονομικών, δημόσιων επενδύσεων κ.ά.) και την μεταβίβαση του βάρους αποπληρωμής του δημόσιου χρέους που η αστική τάξη είχε δημιουργήσει, στους ώμους των λαϊκών τάξεων (ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων, βαρύτατη φορολόγηση με άμεσους, έμμεσους και έκτακτους φόρους κλπ.).

          Στο μεταίχμιο του 2010 η αστική ταξική κυριαρχία στην ελληνική οικονομία βρέθηκε μπροστά στο χείλος του γκρεμού, στο μέτρο που είχε κλονιστεί ισχυρότατα η αποδοτικότητα και κερδοφορία του κεφαλαίου (συσσώρευση ζημιών στην πλειονότητα των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας), και ταυτόχρονα η αναλογία δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας είχε αρχίσει να ξεφεύγει πέρα από τα επιτρεπτά και προβλεπόμενα όρια. Ο κίνδυνος έτσι κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού (ζημιογόνα αποτελέσματα) και χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους (υπέρμετρος αστικός δανεισμός), δρομολόγησαν την μετέπειτα πορεία βαθιών νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων.

          [2] Αν η καπιταλιστική κρίση που προκάλεσε την καταστροφή σημαντικών παραγωγικών δυνάμεων είχε στην αφετηρία της την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου ( = μείωση των κερδών παραγωγικότητας και αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου), η διόγκωση του δημόσιου χρέους προέρχονταν από την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, φοροαπαλλαγές και φορολογικά κίνητρα του αστικού κράτους προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (συστηματική αφαίμαξη των δημοσίων εσόδων), τον υπερτροφικό χαρακτήρα των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών κ.ά. Κι’ αυτό παρόλο που ο ελληνικός καπιταλισμός, μετά την πρώτη κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1980, κατόρθωσε χάρις στην υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, της απαρχής απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της εκκαθάρισης των προβληματικών επιχειρήσεων, της ανασυγκρότησης του κεφαλαίου, να διανύσει μια εικοσαετία (τέλη δεκαετίας 1980 μέχρι τέλη δεκαετίας 2000) μιας άνευ προηγουμένου κερδοφορίας.

          Έτσι οι μνημονιακές πολιτικές που ξεκίνησαν το 2010 και συνεχίζονται αμείωτες μέχρι σήμερα, απαιτούσαν μια ριζική μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής και μια δίχως προηγούμενο επιδείνωση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε αυτοτελώς να εφαρμόσει αυτή την βίαιη πολιτική κοινωνικής υποτίμησης της εργασίας (για την ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών) και εισοδηματικής λαϊκής αφαίμαξης (για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου δανεισμού). Κι’ αυτό γιατί ακόμη κι’ αν μια κυβέρνηση όλου του αστικού κοινοβουλευτικού φάσματος αναλάμβανε να εφαρμόσει στην αρχή της δεκαετίας του 2010 ένα διαχειριστικό πρόγραμμα που να περιελάμβανε ταυτόχρονα τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στο εργασιακό καθεστώς ( = επιβολή μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας), την κατίσχυση μιας ακραίας δημοσιονομικής λιτότητας, και την επιβολή μιας υπέρμετρης λαϊκής φορολόγησης, δεν θα μπορούσε να αντέξει την εφαρμογή τους και θα κατέρρεε, και μάλιστα υπό το βάρος του πανεργατικού απεργιακού κινήματος 2010 – 12 και του κινήματος των πλατειών με αποτέλεσμα η όποια εναλλακτική διακυβέρνηση και αν προέκυπτε θα ήταν σε «πολιορκία» από το κινητοποιημένο λαϊκό κίνημα.

          [3] Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, εξαιρετικά κρίσιμο για την δυνατότητα της αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, διαμεσολάβησε η υπερεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση με τα ευρωπαϊκά πολιτικά και νομισματικά όργανα. Το άμεσο ταξικό  συμφέρον της ελληνικής αστικής τάξης συναρθρώθηκε με τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ζώνης του Ευρώ, που και για αυτά ο στόχος ήταν από τη μια πλευρά να διασφαλίσουν την αποπληρωμή των εθνικών δανείων (με μέτρα όμως που μετατόπιζαν το βάρος αποπληρωμής στην αφαίμαξη του εισοδήματος των λαϊκών τάξεων), και από την άλλη πλευρά να εξασφαλίσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της ελληνικής οικονομίας μέσα στην ενιαία ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτή η συμπληρωματικότητα των επιδιώξεων ελληνικής και ευρωπαϊκών αστικών τάξεων έδωσε γέννηση στην εφαρμογή των μνημονίων, με τον δυισμό που τα χαρακτήριζε (καπιταλιστική ανάκαμψη + δημοσιονομικές περικοπές + προσαυξημένη στο έπακρο λαϊκή φορολόγηση).

          Στο ίδιο μήκος κύματος της ψήφισης και εφαρμογής αντίστοιχων «μνημονίων», δηλαδή εργασιακών μεταλλάξεων και δρακόντειων δημοσιονομικών πολιτικών, κινήθηκαν τα πράγματα τόσο στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (όπου και εκεί το δημόσιο χρέος εμφάνιζε μια σχετική διόγκωση που απειλούσε τη δημοσιονομική ισορροπία), όσο και κατ’ εξοχήν στις δύο κεντρικές ηγεμονικές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι στην περίπτωση της Γερμανίας έγκαιρα εφαρμόστηκε η Ατζέντα 2010, που μορφοποιήθηκε με τα νομοθετήματα Χαρτζ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV (2003 – 2005), που καθιέρωσαν τα Minijobs και τα Midijobs και έναν αστυνομικού τύπου ρόλο στα Jobcenters, συμβάλλοντας στην ακόμη παραπέρα ενίσχυση της παραγωγικότητας της γερμανικής οικονομίας, με κυρίαρχο ρόλο στην ανατολική και δυτική Ευρώπη, αλλά και συνολικά στη διεθνή οικονομική σκηνή. Κατά τον ίδιο τρόπο κινήθηκαν οι διαδικασίες μεταρρυθμιστικών μεταλλάξεων στον γαλλικό Κώδικα Εργασίας, όπου στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας (άνοιξη 2015 – φθινόπωρο 2017) επιβλήθηκαν οι νόμοι Μυριάμ Ελ Κομρί και Εμμανουέλ Μακρόν που αποδεκάτισαν τα εργατικά δικαιώματα, έδωσαν προτεραιότητα στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, μεταμόρφωσαν τις συμβάσεις εργασίας με τις προστατευτικές τους διατάξεις σε συμβόλαια του κοινού Αστικού Δικαίου κλπ. Οι περιπτώσεις αυτών των κεντρικών οικονομιών ήταν «εξαρτημένες», και τα μνημόνια επιβλήθηκαν από την «μπότα ποιών επικυρίαρχων» ;

          [4] Συνεπώς πρόκειται για μια πολιτική ευρύτατης εφαρμογής σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, που προκύπτει ως αναγκαιότητα απάντησης στην συνεχιζόμενη καπιταλιστική κρίση (τομές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας εν μέσω ενός καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας) και στην ανάγκη ισχυρών δημοσιονομικών περιορισμών (μειώσεις κοινωνικών δαπανών, υψηλά πλεονάσματα, μηδενικά σχεδόν ελλείμματα κλπ.). Το ευρωπαϊκό θεσμικό κέντρο δεν είναι παρά ο συντονιστής και ο εγγυητής εφαρμογής αυτών των πολιτικών, με κυρίαρχο μέσο καταναγκασμού το δημόσιο χρέος (που ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός ευνόησε την διεύρυνση της πίστωσης σε μια ορισμένη φάση). Έτσι δεν πρόκειται για την επιβολή εξωγενών «καταναγκασμών» των «ξένων κατακτητών» στις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, αλλά για κοινές άτεγκτες πολιτικές που εκπορεύονται από τις ανάγκες διατήρησης της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του διεθνοποιημένου ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

          Συμπερασματικά άρα η επικέντρωση της πολιτικής της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να γίνεται απέναντι σ’ αυτή την κοινωνική υποτίμηση της εργασίας και στις δημοσιονομικές περικοπές, δηλαδή σ’ ό,τι αποτελεί το επίδικο της ταξικής πάλης ανάμεσα στην ανάταξη της επιχειρηματικής κερδοφορίας και στις ζωτικές λαϊκές ανάγκες. Μια κατεύθυνση που μακράν του να είναι εθνικο-πατριωτική, διαταξική και αναπτυξιολογική, προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ταξικότητας των αναφορών, αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού και διεθνιστικής εργατικής συμπαράταξης. Μόνον η αντιπαλότητα προς αυτές τις διαστάσεις της αστικής πολιτικής μπορεί να επιφέρει τον  κλονισμό της εθνικής καπιταλιστικής κυριαρχίας και να προκαλέσει την υπονόμευση και αποδόμηση του ευρωπαϊκού αστικού συντονισμού και συμμαχίας.

Ετικέτες