Στο φόντο της αναθέρµανσης της εργατικής αντίστασης στην Ευρώπη, η Γαλλία συγκεντρώνει -για άλλη µια φορά- τα βλέµµατα, όπου διεξάγεται η «µητέρα των µαχών», ενάντια στην απόπειρα Μακρόν να αυξήσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και τα χρόνια εισφορών που απαιτούνται για να είναι πλήρης η σύνταξη.
Στο φόντο της αναθέρµανσης της εργατικής αντίστασης στην Ευρώπη, η Γαλλία συγκεντρώνει -για άλλη µια φορά- τα βλέµµατα, όπου διεξάγεται η «µητέρα των µαχών», ενάντια στην απόπειρα Μακρόν να αυξήσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και τα χρόνια εισφορών που απαιτούνται για να είναι πλήρης η σύνταξη.
Η µάχη για το ασφαλιστικό στη Γαλλία έχει 30 χρόνια προϊστορίας. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν εξαπολύσει επιθέσεις και τις περισσότερες φορές είναι το συγκεκριµένο ζήτηµα που πυροδότησε τους πιο µεγάλους εργατικούς αγώνες στη Γαλλία. Αυτή η προϊστορία περιλαµβάνει νίκες, ήττες και «ισοπαλίες» για το γαλλικό εργατικό κίνηµα. Με αποτέλεσµα, το ασφαλιστικό σύστηµα να έχει διαβρωθεί σηµαντικά σε σχέση µε την εποχή Μιτεράν, αλλά να διατηρεί κατακτήσεις (σε σύγκριση µε την υπόλοιπη Ευρώπη) που το καθιστούν «αγκάθι στα πλευρά» των εργοδοτών και του κράτους.
Διόλου τυχαία, η διάλυση των τελευταίων κεκτηµένων είναι η διαχρονική «ναυαρχίδα» του προγράµµατος του Μακρόν. Η πρώτη του απόπειρα ηττήθηκε το 2019-20. Τότε, η µαχητική εργατική αντίσταση οδήγησε τον Μακρόν σε διαδοχικές υποχωρήσεις «ξεδοντιάσµατος» της αρχικής βάναυσης εκδοχής της µεταρρύθµισης, µέχρι που ξέσπασε η πανδηµία Covid και ο Γάλλος πρόεδρος επικαλέστηκε την ανάγκη «ταξικής εκεχειρίας» στη διάρκειά της, βάζοντας οριστικά στο συρτάρι τη µεταρρύθµιση. Ο «πρόεδρος των πλουσίων» επαναφέρει σήµερα την επίθεσή του. Πρόκειται για µια λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή σε σύγκριση µε την προηγούµενη απόπειρα (που αναδιάρθρωνε σαρωτικά το σύστηµα ανοίγοντας το δρόµο στην ιδιωτικοποίησή του), η οποία όµως διατηρεί ως στόχο την αύξηση των ορίων ηλικίας (στα 64), παρουσιάζοντάς το ως τάχα µονόδροµο για τη «σωτηρία» του ασφαλιστικού συστήµατος.
Η σχετική προπαγάνδα έχει υποστεί µεγάλα πλήγµατα -και από «θεσµικούς» φορείς των οποίων οι µελέτες δείχνουν ότι τα πράγµατα δεν είναι τόσο τραγικά όσο ήθελε να τα παρουσιάζει η κυβέρνηση. Παράλληλα, η επιβίωση κάποιων κατακτήσεων αλλά και οι µεγάλες εργατικές µάχες του παρελθόντος έχουν δηµιουργήσει µια υψηλή «ασφαλιστική συνείδηση» στους εργαζόµενους κι εργαζόµενες. Στο δηµόσιο διάλογο, αυτή η µάχη παρουσιάζεται ως «ζήτηµα επιλογής της κοινωνίας», για να υπογραµµίσει την µεγάλη ιδεολογική φόρτιση. Αυτό το κλίµα συνόψισε εύστοχα βουλευτής της Ανυπότακτης Γαλλίας, σε µια πολιτική εκδήλωση κατά του νοµοσχεδίου Μακρόν: «Η συνταξιοδότηση είναι κάτι το υπέροχο, είναι το δικαίωµά µας σε µια χαρούµενη ζωή. Είναι το δικαίωµά µας να έχουµε χρόνο να περάσουµε µε τα εγγόνια µας, να πάµε για ψάρεµα ή να µάθουµε ζούµπα. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να βγαίνουµε στη σύνταξη ενώ έχουµε ακόµα καλή υγεία».
Από τις γραµµές των συνδικάτων αλλά και των κοµµάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, έχουν διατυπωθεί τα αιτήµατα που µπορούν να συνδυάσουν αυτή την επιθυµία µε το ζήτηµα της βιωσιµότητας του συστήµατος, πολύ µικρότερο από την προπαγάνδα, αλλά υπαρκτό: Αρκεί να αυξηθούν οι εργοδοτικές εισφορές για να καλυφτούν οι «τρύπες», το κράτος µπορεί να φορολογήσει τις επιχειρήσεις για να εξασφαλίσει πόρους και να µην δαπανά θηριώδη ποσά σε εξοπλισµούς (στο φόντο ενός προγράµµατος «µαµούθ» που είχε το θράσος να εξαγγείλει ο Μακρόν την ίδια ώρα που επικαλείται τη «στενότητα» για να επιτεθεί στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης).
Απεργιακό µέτωπο
Απέναντι στη µεταρρύθµιση Μακρόν έχουν συγκροτήσει µέτωπο όλες οι γενικές συνοµοσπονδίες. Δεν είναι αυτονόητο. Στην ιστορική µάχη του 1995, η CFDT είχε επιλέξει να απέχει -µια επιλογή που της κόστισε ολόκληρες οργανώσεις που στράφηκαν προς τα SUD και την FSU. Η τελευταία φορά που υπήρξε το κοινό µέτωπο όλων των συνοµοσπονδιών ήταν στην µεγάλη µάχη του 2010, ενάντια στην τότε επίθεση από τον Σαρκοζί. Σε µετέπειτα µάχες, οι πιο µετριοπαθείς συνοµοσπονδίες προτιµούσαν να ποντάρουν στις καλές σχέσεις µε την κυβέρνηση για να εξασφαλίσουν «αντίµετρα». Είναι ενδεικτικό του κλίµατος ότι στο τελευταίο γενικό συνέδριο της CFDT, οι σύνεδροι αισθάνθηκαν την ανάγκη να δεσµεύσουν την πανεθνική ηγεσία (µε ψηφισµένη ρητή εντολή του συνεδρίου) να απορρίψει «κάθε πιθανή αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, όποια κι αν είναι τα αντίµετρα».
Η αποφασιστική απόρριψη της µεταρρύθµισης από τον κόσµο της εργασίας, στέκεται απέναντι στην αποφασιστικότητα της γαλλικής κυβέρνησης, που µετά από τις υποχωρήσεις και τους ελιγµούς των περασµένων χρόνων, παρουσιάζει σήµερα ως «αδιαπραγµάτευτη» την συγκεκριµένη µεταρρύθµιση και την αύξηση των ορίων ηλικίας στα 64. Σε συνδυασµό µε ένα ήδη πολωµένο πολιτικά περιβάλλον, όπως προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές, η µάχη για τις συντάξεις έχει αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά µιας µεγάλης µετωπικής σύγκρουσης.
Η αρχή έγινε στις 19 Γενάρη, µε την πρώτη πανεθνική απεργιακή κινητοποίηση -και η ανταπόκριση αποτέλεσε ρητή «εντολή» της βάσης των συνδικάτων να δοθεί συνέχεια: Πολύ υψηλά ποσοστά συµµετοχής στην απεργία (πχ 70% εκπαίδευση), εξαιρετική συµµετοχή στον ιδιωτικό τοµέα (διατροφικός κλάδος, αυτοκινητοβιοµηχανίες, ηλεκτρονικά κ.ά.) και µαζικές διαδηλώσεις, που στις περισσότερες πόλεις ήταν µεγαλύτερες από εκείνες του 1995. Η αστυνοµία έκανε λόγο για 1,2 εκατοµµύριο διαδηλωτές, ενώ η κοινή διασυνδικαλιστική ανέφερε ότι ήταν λίγο πάνω από 2 εκατοµµύρια.
Η ανταπόκριση στο επόµενο ραντεβού, στις 31 Γενάρη ήταν «εντολή κλιµάκωσης». Οι διαδηλωτές ήταν περισσότεροι από εκείνους στις 19 Γενάρη και υπολογίζονται σε πάνω από 2,5 εκατοµµύρια. Διαδηλώσεις έγιναν σε 268 πόλεις σε όλη τη Γαλλία, 18 περισσότερες από την προηγούµενη µέρα δράσης. Όπως ανέφερε εκείνη τη µέρα ο Τζον Μάλεν από το Παρίσι:
«Εργαζόµενοι στα τρένα και στο µετρό, δηµόσιοι υπάλληλοι, εργαζόµενοι στην ενέργεια και στα πετρέλαια, οικοδόµοι, εργαζόµενοι στον πολιτισµό, δηµοτικοί υπάλληλοι και υγειονοµικοί και πολλοί άλλοι απέργησαν. Πολλές δεκάδες λυκείων αποκλείστηκαν από µαθητές ακτιβιστές για να διευκολυνθεί η συµµετοχή των συµµαθητών στις διαδηλώσεις. Σε δεκάδες πανεπιστήµια, µαζικές συνελεύσεις αρχίζουν να κινητοποιούν τους φοιτητές. Οι οδηγοί λεωφορείων µπήκαν στο κίνηµα αποκλείοντας οδικούς κόµβους νωρίτερα αυτή τη βδοµάδα. Ακόµα και σε ποδοσφαιρικά µατς, υψώνονται πανώ υπέρ των συντάξεων. Οι συνεισφορές για τα απεργιακά ταµεία, πράγµα σπάνιο στο γαλλικό απεργιακό κίνηµα, γίνονται πιο συνηθισµένες. Σε 25 περίπου πόλεις έγιναν βραδινές πορείες µε πυρσούς και καπνογόνα για να διατηρηθεί το µοµέντουµ της κινητοποίησης».
Κλαδικές κινητοποιήσεις και δράσεις
Σηµαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι κάποιοι κλάδοι κινήθηκαν πιο αποφασιστικά και δεν περιορίστηκαν στην αδράνεια από τη µία γενική απεργία στην επόµενη. Την αρχή έκανε η CGT στα πετρέλαια, που µαζί µε την 24ωρη απεργία για τις 19 Γενάρη, ανακοίνωσε και προχώρησε σε 48ωρη στις 26-27 και τριήµερη στις 6-7-8 Φλεβάρη, «διευρύνοντας» τη διάρκεια της απεργίας πέρα από τη µέρα του κεντρικού εκάστοτε κεντρικού καλέσµατος της διασυνδικαλιστικής.
Το παράδειγµά τους ακολουθούν οι σιδηροδροµικοί, που ανακοίνωσαν 48ωρη απεργία στις 7-8 Φλεβάρη, η οποία θα είναι «ανανεούµενη» (όπου κάθε µία ή δύο µέρες, γενικές εργατικές συνελεύσεις αποφασίζουν αν θα συνεχιστεί).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι κινητοποιήσεις των εργαζόµενων στην ηλεκτρική ενέργεια. Τα συνδικάτα, πέρα από τις απεργίες, προχωράνε και στις λεγόµενες δράσεις «Ροµπέν των Δασών». Ξεκινώντας από τη Μασσαλία, η πρακτική έχει εξαπλωθεί σε πολλές γαλλικές πόλεις: Οι εργαζόµενοι εξασφαλίζουν δωρεάν ρεύµα σε σχολεία, πανεπιστήµια, νοσοκοµεία, ή χώρους όπως βιβλιοθήκες, χώροι αθλητισµού κλπ, ενώ παρέχουν δωρεάν ηλεκτρισµό και σε φτωχά νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στους λογαριασµούς. Το συνδικάτο καλύπτει όσους εκτελούν τις (παράνοµες) δράσεις, τονίζοντας στα στελέχη που κυνηγάνε ονόµατα ότι είναι «συλλογική ενέργεια», ενώ συχνά επιστρατεύεται όλη η φαντασία -και η άµεση γνώση του αντικειµένου της δουλειάς- για να υλοποιηθούν. Όπως είπε χαµογελώντας µε νόηµα µια εργαζόµενη, απαντώντας στο ερώτηµα πώς ακριβώς το κάνουν: «δεν φαντάζεστε πόσα τεχνικά προβλήµατα µπορούν να προκύψουν ανά πάσα στιγµή»…
Μέχρι τώρα, οι δράσεις «δίνουν στους φτωχούς», αλλά συζητιέται δηµόσια και η πιθανότητα να αρχίσουν να «παίρνουν από τους πλούσιους». Ο γενικός γραµµατέας της CGT δήλωσε ενδεικτικά: «Θα έλεγα ότι οι δισεκατοµµυριούχοι που πιστεύουν ότι δεν χρειάζονται αυξήσεις µισθών και ότι όλα πάνε καλά σε αυτή τη χώρα, θα µπορούσαν να ζήσουν την εµπειρία εκατοµµυρίων νοικοκυριών που βιώνουν ενεργειακή ανασφάλεια».
Οι δράσεις επιµέρους κλάδων και η µαζική ανταπόκριση στις κεντρικές-γενικές κινητοποιήσεις έσπρωξαν τις πανεθνικές συνδιακαλιστικές ηγεσίες σε πιο γρήγορα αντανακλαστικά αυτή τη φορά. Ενώ µετά τη 19η Γενάρη υπήρξε αρχικά σιωπή και έπειτα προκήρυξη µιας νέας µέρας δράσης για τις 31, αυτή τη φορά η πίεση ήταν µεγαλύτερη. Από το βράδυ της 31ης Γενάρη, µε το τέλος των διαδηλώσεων, η «διασυνδικαλιστική» ανακοίνωσε τις επόµενες γενικευµένες απεργιακές µέρες για τις 7 και τις 11 Φλεβάρη.
Καθώς η «Ε.Α.» πήγαινε στο τυπογραφείο, ήταν σε εξέλιξη η απεργία της 7ης Φλεβάρη -και δεν γνωρίζαµε ποια θα είναι η συνέχεια.
Γενική απεργία;
Από τους αγωνιστές κι αγωνίστριες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, τίθεται το ζήτηµα της Γενικής Απεργίας -µε τη γαλλική έννοια του όρου, που υπονοεί µεγάλη διάρκεια, πραγµατική εξάπλωση και κλιµάκωση των µορφών πάλης. Πράγµατι, απέναντι σε αυτή την επίθεση, είναι προφανές ότι δεν αρκεί το λεγόµενο «βατραχάκι»: όπου οι εργαζόµενες-οι απλώς «πηδάνε» από τη µια ηµεροµηνία 24ης γενικής απεργίας στην επόµενη. Είναι πολύτιµες οι κλαδικές κινητοποιήσεις διαρκείας στο «ενδιάµεσο» για να σπάει αυτή η πρακτική. Αλλά οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές µας υπενθυµίζουν ότι πρέπει να αποφευχθεί µια άλλη «συνήθεια». Ένας ή δύο κλάδοι που βγαίνουν µπροστά, να λειτουργούν ως «αντιπρόσωποι» όλης της τάξης, αλλά να µένουν µόνοι τους στα µεσοδιαστήµατα µεταξύ των 24ωρων κινητοποιήσεων των συνοµοσπονδιών. Ο ρόλος αυτών των προωθηµένων «αποσπασµάτων» οφείλει να είναι αυτός που «πυροκροτητή»: να δίνουν ένα παράδειγµα παρατεταµένης απεργιακής κινητοποίησης, µε στόχο να εξαπλωθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους κλάδους και χώρων δουλειάς.
Αυτή η συζήτηση για την αναγκαιότητα της Γενικής Απεργίας, ενισχύεται και από το καλεντάρι. Στην τελευταία µάχη µε τον Μακρόν, υπήρχε ένα διάστηµα περίπου 2µιση µηνών, στη διάρκεια των οποίων υπήρξαν 8 τεράστιες «µέρες δράσης» των συνοµοσπονδιών, παράλληλα µε τις παρατεταµένες κινητοποιήσεις κάποιων κλάδων (κυρίως τρένα). Αυτή τη φορά, ο χρόνος είναι πιο συµπυκνωµένος και η κοινοβουλευτική διαδικασία αναµένεται να έχει λέξει στην αρχή του Μάρτη. Θα χρειαστεί πολύ πιο «συµπυκνωµένη» γενική απεργιακή απάντηση µέσα στο Φλεβάρη.
Η µεταρρύθµιση του Μακρόν απορρίπτεται δηµοσκοπικά από την συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία. Τα όποια µειοψηφικά ποσοστά θετικών γνωµών υποστηρίζονται µόνο από την σχετική πλειοψηφία που έχει το σχέδιο στα… στελέχη επιχειρήσεων και τους… ήδη συνταξιούχους. Στις τάξεις των εργαζοµένων, η απόρριψη φτάνει το 90%. Στο γενικό πληθυσµό, ένα 60% δηλώνει ότι υποστηρίζει την κινητοποίηση των συνδικάτων και ένα 46% δηλώνει «έτοιµο να συµµετέχει».
Σχολιάζοντας την απεργία της 31ης Γενάρη και τις δράσεις των εργαζοµένων στην ενέργεια, ένας συνδικαλιστής της CGT δήλωσε ότι «Το νόηµα είναι να δείξουµε ότι αλλάζουµε το συσχετισµό δύναµης και ότι -αν θέλαµε- θα µπορούσαµε να παραλύσουµε τη χώρα». Πράγµατι, µε αυτές τις κοινωνικές-εργατικές διαθέσεις, η παράλυση της Γαλλίας δείχνει εφικτή. Το πρόβληµα βρίσκεται στο «αν θέλαµε» των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Που υπενθυµίζει το σχήµα της Ρόζας Λούξεµπουργκ για την κοινωνική αντίσταση της εργατικής βάσης: Μαζί µε τις ηγεσίες αν θέλουν, χωρίς τις ηγεσίες αν δεν θέλουν, ενάντια στις ηγεσίες αν σταθούν εµπόδιο.
Αυτά είναι τα επίδικα ενός Φλεβάρη που προβλέπεται καυτός. Αλλά αυτά θα παραµένουν ενεργά επίδικα και µετά. Το NPA θυµίζει σε ανακοίνωσή του τη νίκη ενάντια στον CPE το 2006, όπου το γαλλικό κίνηµα έδειξε ότι µπορεί να συνεχίσει τη µαζική κινητοποίηση, «ακόµα και µετά τη ψήφιση του νόµου αν χρειαστεί», και να νικήσει.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά