Στις 7 Μάρτη, οι διαδηλώσεις σε 280 γαλλικές πόλεις έσπασαν το ρεκόρ λαϊκής κινητοποίησης από την αρχή του κινήματος υπεράσπισης των συντάξεων: Συμμετείχαν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι σύμφωνα με την CGT και 1.28 εκατομμύρια σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών.
Και με τις δύο μετρήσεις, πρόκειται για τους μεγαλύτερους αριθμούς από κάθε άλλη μέρα κοινωνικής κινητοποίησης τα τελευταία 30 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του [μεγάλου κινήματος του] 1995. Αλλά και οι μνήμες των αγωνιστών-στριών σε πολλές πόλεις, επιβεβαιώνουν ότι επρόκειτο για ρεκόρ λαϊκής συμμετοχής.
Αυτοί οι αριθμοί μεταφράζονται σε μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: Κάθε μέρα που περνά, αυξάνεται η απόρριψη της επίθεσης στις συντάξεις, η απόρριψη του Μακρόν και της κυβέρνησής του. Είναι όλο και πιο απομονωμένοι και μειοψηφικοί μέσα στη χώρα, όχι μόνο όσον αφορά τη μεταρρύθμιση που σχεδιάζουν, αλλά και στη γενικότερη εμπιστοσύνη που τους έχει ο πληθυσμός. Το 90% των μισθωτών απορρίπτει το νομοσχέδιο για τις συντάξεις και αυτό το ποσοστό, όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά παγιώνεται τις τελευταίες εβδομάδες.
Η 7η Μάρτη αποτελούσε ένα σημείο καμπής για το κοινωνικό κίνημα. Από την μία μεριά, η διασυνδικαλιστική [μέτωπο των μεγάλων συνομοσπονδιών] είχε καλέσει ρητά να γίνει αυτή η ημερομηνία η αφετηρία ενός μπρα-ντε-φερ του κοινωνικού κινήματος με τον Εμμανουέλ Μακρόν. Από την άλλη, η κυβέρνηση υπολόγιζε στην επιτάχυνση των διαδικασιών έγκρισης της μεταρρύθμισης στη Γερουσία προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει την επιβολή της το συντομότερο δυνατόν.
Στις 11 Φλεβάρη, η πανεθνική διασυνδικαλιστική (CGT, CFDT, CFTC, CGC, FO, FSU, Solidaires, UNSA) είχε ρίξει το σύνθημα «παραλύουμε τη Γαλλία» από τις 7 Μάρτη. Είχε επίσης καλέσει ρητά σε συμμετοχή στις διαδηλώσεις της 8ης Μάρτη, διεθνούς μέρας αγώνα για τα γυναικεία δικαιώματα, μέρα φεμινιστικής απεργίας. Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα του κοινοβουλευτικού διαλόγου-εξπρές που έχει επιβάλει η κυβέρνηση, η 7η Μάρτη βρισκόταν στη μέση της διαδικασίας. Μετά από 10 μέρες συζητήσεων στην Βουλή, από τις 6 ως τις 17 Φλεβάρη, θα διεξαγόταν η συζήτηση στη Γερουσία από τις 2 ως τις 12 Μάρτη, με την όλη συζήτηση να κλείνει στις 15 Μάρτη.
Χωρίς να καλεί η ίδια σε μια ανανεώσιμη διακλαδική απεργία [διαδοχικές απεργίες που προκηρύσσονται αυτόματα με την αρχική συνδικαλιστική απόφαση και με ανοιχτή διάρκεια που συχνά επαφίεται σε καθημερινές γενικές συνελεύσεις, ένα μεγάλο βήμα προς τη Γενική Απεργία, που στη Γαλλία ως όρο χρησιμοποιείται με φειδώ, υπονοώντας παρατεταμένη διάρκεια, πραγματική γενίκευση και κλιμάκωση των μορφών πάλης], η διασυνδικαλιστική δήλωσε ότι θα στήριζε ένα παρατεταμένο κίνημα για την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Επρόκειτο για ένα σαφή συμβιβασμό ανάμεσα στην άποψη της CGT και των Solidaires που ήθελαν ένα πιο σαφές κάλεσμα σε απεργία επ’ αόριστον, και την άποψη των CFDT, UNSA, CFTC και CGC που ήθελαν μια πιο μετριοπαθή γραμμή, επικεντρωμένη σε μέρες δράσεις και σε εκκλήσεις προς τους βουλευτές και τους γερουσιαστές.
Με αντίστοιχο τρόπο, ο συμβιβασμός είχε ως αποτέλεσμα ένα είδος εκεχειρίας για 3 βδομάδες το Φλεβάρη, «για να μη διαταράξουμε τις χειμερινές σχολικές διακοπές». Αν και αυτό είχε το ρίσκο να υποχωρήσει η ενέργεια που είχε συσσωρευτεί το προηγούμενο διάστημα, πολλές ομοσπονδίες και ομάδες συνδικαλιστών αξιοποίησαν αυτές τις 20 μέρες για να συγκροτήσουν τοπικές πρωτοβουλίες και να οργανώσουν την κινητοποίηση της 7ης Μάρτη.
Αντίστοιχα, μια σειρά από συνδικαλιστικά ρεύματα επεδίωξαν να κάνουν σαφή την θέλησή τους να οργανώσουν μια ανανεώσιμη απεργία από τις 7 Μάρτη και μετά. Μεταξύ 10 και 12 Φλεβάρη, η CGT και η SUD σιδηροδρομικών, η διασυνδικαλιστική (CGT, UNSA, FO, CGC) στις συγκοινωνίες του Παρισιού και η SUD σε πανεθνικό επίπεδο κάλεσαν σε απεργία επ’ αόριστον με αφετηρία τις 7 Μάρτη. Λίγες μέρες μετά, στις 20 Φλεβάρη, η συνομοσπονδία Force Ouvriere δήλωσε ότι «δεν είναι εχθρική» απέναντι στην παράταση της απεργίας και μετά τις 7 Μάρτη. Ακολούθησε η ομοσπονδία των Solidaires στις μεταφορές, που καλούσε σε αποκλεισμούς από τις 7 Μάρτη. Στις 21 Φλεβάρη, σε μια κίνηση άνευ προηγούμενου στο πώς λειτουργεί η Συνομοσπονδία, 5 ομοσπονδίες της CGT (Σιδηροδρομικοί, Πετροχημικά, Λιμάνια, Υαλουργία-Κεραμική και Ενέργεια) έβγαλαν κοινή ανακοίνωση που έλεγε ρητά «Ας αλλάξουμε ρυθμό με μια ανανεώσιμη απεργία» από τις 7 Μάρτη. Αυτή η τοποθέτηση, διαφορετική από τις πιο μετριοπαθείς δηλώσεις της ηγεσίας της Συνομοσπονδίας, ανταποκρινόταν και στον γενικότερο προσανατολισμό αυτών των ομοσπονδιών, που αντιπολιτεύονται την ηγεσία Μαρτίνεζ, την οποία κρίνουν υπερβολικά μετριοπαθή και ενωτική [καθοριζόμενη από τους ρυθμούς των άλλων, μετριοπαθέστερων συνομοσπονδιών]. Στις 27 Φλεβάρη, η UNSA και η CFDT σιδηροδρομικών κάλεσαν κι αυτές με τη σειρά τους, μαζί με την CGT και την SUD, σε ανανεώσιμη απεργία στο σιδηρόδρομο.
Αυτή η δυναμική συνεχίστηκε σε όλο το δεύτερο μισό του Φλεβάρη, καθώς η δημοσκοπική δημοφιλία των Μακρόν και Μπορν έπεφτε και το 54% δήλωνε ότι υποστηρίζει τη συνέχεια των απεργιών και μετά τις 7 Μάρτη. Την 1η Μάρτη, 8 σωματεία εκπαιδευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Παρίσι, δήλωσαν ότι θα απεργούσαν «όσο χρειαστεί» για να αποσυρθεί η μεταρρύθμιση. Την επόμενη μέρα, αντίστοιχη έκκληση από τα συνδικάτα της CGT στην προμήθεια καυσίμων αεροδρομίων και στην αποκομιδή απορριμμάτων στο Παρίσι. Τα συνδικάτα της CGT σε Εμπόριο και Κατασκευές προσχώρησαν στο κάλεσμα των αντιπολιτευόμενων ομοσπονδιών της CGT για κυλιόμενες απεργίες και οργάνωσαν και κοινή συνέντευξη Τύπου στα γραφεία της Συνομοσπονδίας.
Στις 4 Μάρτη, 7 συνδικαλιστικές ομοσπονδίες στην Εκπαίδευση κάλεσαν «να αποφασίσουν οι Γενικές Συνελεύσεις τη συνέχεια, συμπεριλαμβανομένης της ανανεώσιμης απεργίας». Επιπλέον, η διασυνδικαλιστική στην Υγεία κάλεσε σε απεργία στις 8 Μάρτη, στα πλαίσια της φεμινιστικής απεργίας. Έτσι, πέρα από το κάλεσμα της πανεθνικής διασυνδικαλιστικής, αποτέλεσμα συμβιβασμού, παρουσιάστηκε η δυναμική της κινητοποίησης για μια ανανεώσιμη απεργία, απομακρύνοντας συνδικάτα της FO, της UNSA και ακόμα και της CFDT από την άποψη των ηγεσιών τους σε επίπεδο συνομοσπονδίας. Και όλα αυτά έγιναν χωρίς να δημιουργηθεί ένταση ή ρήγμα στην πανεθνική διασυνδικαλιστική, ακόμα και εκ μέρους της ηγεσίας της CFDT, η οποία δήλωσε ρητά ότι αν παραλύσει η χώρα θα ευθύνεται η κυβέρνηση.
Έτσι, εκτός από τις διαδηλώσεις, και η συμμετοχή στην απεργία στις 7 Μάρτη ήταν μαζική. Ιδιαίτερα στους κλάδους που είχαν καλέσει σε κλιμάκωση των κινητοποιήσεων –στις μεταφορές, την ενέργεια, τα λιμάνια. Αλλά και στην εκπαίδευση και το δημόσιο τομέα, όπου ο αριθμός των απεργών ήταν συγκρίσιμος με εκείνον της πρώτης μέρας απεργίας στις 19 Γενάρη. Πετυχημένη απεργία σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις όπως η Arcelor Mittaλ στη Φλοράνζ, στην αεροναυτική εταιρεία Safran, στη Renault-Cléon. Στις 8 Μάρτη, είχαμε τις κινητοποιήσεις για τα γυναικεία δικαιώματα, με συγκεντρώσεις σε 200 πόλεις και μια διαδήλωση 70.000 ανθρώπων στο Παρίσι, η συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες, ξεπερνώντας σε μέγεθος τις γυναικείες διαδηλώσεις των τελευταίων χρόνων. Στην καρδιά των διαδηλώσεων βρίσκονταν το 25% χαμηλότεροι μισθοί και 40% χαμηλότερες συντάξεις, δηλαδή το ζήτημα των μισθολογικών και εργασιακών διακρίσεων, η επισφάλεια που υποφέρουν οι γυναίκες και που επιδεινώνεται από το νομοσχέδιο Μακρόν. Αλλά και το ζήτημα της βίας, των γυναικοκτονιών, που στους πρώτους 3 μήνες αυτής της χρονιάς έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλό αριθμό.
Σε πολλές πόλεις υπήρξαν επίσης τις τελευταίες μέρες, συγκεντρώσεις σε οδικούς κόμβους, οδοφράγματα και μπλόκα, όπως αυτά στα σύνορα με την Ισπανία στα Ανατολικά Πυρηναία, στην Αμπβίλ, στον περιφερειακό της Καέν. Αυτά τα μπλόκα αποδείκνυαν ταυτόχρονα και τη μαχητική διάθεση να μπλοκαριστεί η οικονομική ζωή αλλά και τη δυσκολία να διευρυνθεί η γενική απεργία σε αρκετούς κλάδους. Αντίστοιχα, παρά τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, το κίνημα είναι αδύναμο όσον αφορά την ύπαρξη τοπικών διακλαδικών που να δίνουν ενέργεια στο κίνημα, και γενικών συνελεύσεων σε χώρους δουλειάς. Η ύπαρξη ενότητας σε επίπεδο συνομοσπονδιών, που ουσιαστικά αποφασίζει το ρυθμό, έχει ως αντίβαρο την μεγάλη αδυναμία της αυτό-οργάνωσης της βάσης.
Συνεπώς, ο απολογισμός των λίγων τελευταίων ημερών είναι αντιφατικός. Η απόρριψη της κυβέρνησης της μεταρρύθμισής της συνεχίζουν να αυξάνονται και τροφοδοτούνται επίσης από το θυμό για το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων και της άρνησης της κυβέρνησης να πάρει το οποιοδήποτε μέτρο ενάντια στο κόστος ζωής. Αυξάνεται η αυτοπεποίθηση μεταξύ των εργαζομένων, που έχουν πειστεί για τη χρησιμότητα της δράσης, της απεργίας, της διαδήλωσης. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει εμφανώς ενισχυθεί η ιδέα ότι η νίκη είναι εφικτή, ότι μπορούμε να υποχρεώσουμε την κυβέρνηση να αποσύρει τη μεταρρύθμιση. Αυτή η αύξηση της αυτοπεποίθησης προκύπτει εμφανώς από την πιο σαφή επιβεβαίωση εκ μέρους των συνδικάτων ότι χρειάζεται να παραλύσει η χώρα, να δημιουργηθεί ένας συσχετισμός δύναμης που θα πηγαίνει πέρα από τις διαδηλώσεις και θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο.
Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του έχουν αποφασίσει να κινηθούν με πυγμή και να αγνοήσουν την πιο σημαντική λαϊκή κινητοποίηση των τελευταίων δεκαετιών. Επί μήνες αρνούνται τον παραμικρό διάλογο με το συνδικαλιστικό κίνημα, ακόμα και με τμήματά του όπως η CFDT, που είναι πρόθυμα να κάνουν πολλές υποχωρήσεις. Στόχος τους ήταν ανακοινώσουν ότι πέτυχαν μια άμεση απελευθέρωση πόρων διευρύνοντας τη διάρκεια του εργάσιμου βίου και των εισφορών από τα 62 στα 64 χρόνια. Και σε αυτό το σημείο η άρνηση όλων των συνδικάτων είναι ξεκάθαρη, συμπεριλαμβανομένης της CFDT. Παρόλα αυτά ο Μακρόν πίστευε ότι είναι εφικτό να παρακάμψει κάθε διαδικασία κοινωνικού συμβολαίου, πιστεύοντας ότι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι πολύ αδύναμο και διαιρεμένο για να μπορέσει να τον μπλοκάρει πραγματικά.
Για τον Μακρόν, η ουσία αυτής της μεταρρύθμισης είναι πολιτική. Προφανώς θέλει να δείξει ότι είναι ικανός να υλοποιήσει μια νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης, της Κομισιόν και των Οίκων Αξιολόγησης που καθορίζουν την ορθότητα των δημόσιων πολιτικών με βάση τα καπιταλιστικά κριτήρια. Τα συνδικάτα έχουν δημοσιεύσει διάφορα στοιχεία όσον αφορά τους οικονομικούς αριθμούς. Μεταξύ 2019 και 2022, οι κυβερνήσεις Μακρόν έχουν παραχωρήσει εξαιρέσεις από την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που φτάνουν σε ύψος τα 278 δισ. Από αυτό το ποσό, θα μπορούσαν να διατεθούν 52 δισ. για τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Επιπλέον, η μεγαλύτερη δαπάνη του προϋπολογισμού αφορά την κρατική βοήθεια στις επιχειρήσεις, που έφτασε τα 157 δισ. το 2019, αποτελεί το 1/3 του προϋπολογισμού και είναι διπλάσιο από τις δαπάνες για την Παιδεία. Αυτό το οικονομικό «μάνα εξ ουρανού» που διανέμεται στις μεγάλες επιχειρήσεις, προφανώς υποχρεώνει την κυβέρνηση να περικόψει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές δαπάνες και τους μηχανισμούς αναδιανομής προς τις εργαζόμενες τάξεις.
Όπως και η μεταρρύθμιση της ασφάλισης των ανέργων που εφαρμόστηκε το περασμένο φθινόπωρο, έτσι και η μεταρρύθμιση των συντάξεων έχουν ως στόχο να αποδείξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να σταθεί στο ύψος των άλλων νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι που απαιτεί από την κυβέρνηση να υλοποιήσει μια μεταρρύθμιση που ισχυρίζεται ότι άμεσα θα αντλήσει δισεκατομμύρια από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Επιπλέον, η Γαλλία είναι μια εξαίρεση, ειδικά στην Ευρώπη, όσον αφορά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ιδιαίτερα στις συντάξεις. Το μερίδιο του «κεφαλαιοποιητικού» συστήματος είναι απολύτως περιθωριακό. Ενώ η κεφαλαιοποίηση αποτελεί πάνω από το 50% των μεριδίων των συντάξεων στις ΗΠΑ και στον Καναδά, κι ένα σημαντικό μερίδιο σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ολλανδία και η Μεγάλη Βρετανία, αποτελεί λιγότερο από το 5% στη Γαλλία. Εδώ και αρκετά χρόνια, η Κομισιόν πιέζει τα ευρωπαϊκά κράτη να αυξήσουν το μερίδιο των αυτοχρηματοδοτούμενων συντάξεων, των συνταξιοδοτικών funds, ένα πραγματικό οικονομικό «μάνα εξ ουρανού» για τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες. Στη Γαλλία, ο ετήσιος προϋπολογισμός για συντάξεις ήταν 346 δισ. το 2021, 13,8% του ΑΕΠ.
Απέναντι στην αυξανόμενη εχθρότητα των εργαζόμενων τάξεων, στην κυβέρνηση επικρατεί πυρετός τις τελευταίες μέρες. Στα χαρτιά, τα πράγματα είναι απλά. Θεωρητικά, υπάρχει η συμφωνία ανάμεσα στους Μακρονικούς και τους συμμάχους τους στο Modem (του Φρανσουά Μπαϊρού) και το Horizons (του Εντουάρ Φιλίπ), όπως και η υποστήριξη του νομοσχεδίου από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των Ρεπουμπλικάνων σε Γερουσία και Εθνοσυνέλευση. Αλλά η λαϊκή πίεση ασκείται και πάνω σε αυτούς τους βουλευτές, σε βαθμό που αρκετοί βουλευτές του Modem και του Horizons έχουν δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσουν το νομοσχέδιο, όπως έπραξαν και περίπου 20 βουλευτές των Ρεπουμπλικάνων. Αφού δεν έφτασε σε ψηφοφορία κατά την πρώτη του ανάγνωση στην Εθνοσυνέλευση, λόγω της παρεμπόδισης που προκάλεσε η κατάθεση χιλιάδων τροπολογιών από την Ανυπότακτη Γαλλία, το νομοσχέδιο τώρα είναι μπλοκαρισμένο και στη Γερουσία και η κυβέρνηση πασχίζει να διαμορφώσει μια πλειοψηφία την επόμενη βδομάδα.
Αντιμέτωπη με την πολιτική της απομόνωση, η κυβέρνηση κινδυνεύει να προχωρήσει σε μια νέα παραδοχή της αδυναμίας της, καταφεύγοντας στο Άρθρο 49-3 του Συντάγματος, για να αποφύγει τον κίνδυνο να καταψηφιστεί. Όλες αυτές οι στροφές κι ανατροπές μέσα στο κοινοβούλιο, δείχνουν ωστόσο ότι η έκβαση εξαρτάται από τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης μέσα στους χώρους δουλειάς και στους δρόμους.
Η Διασυνδικαλιστική, αντί να καλέσει σε ανανεώσιμη απεργία σε όλους τους κλάδους εδώ και τώρα, αποφάσισε δύο νέες μέρες δράσεις, το Σάββατο 11 Μάρτη και την Τετάρτη 15 Μάρτη. Ταυτόχρονα, έστειλε επιστολή στον Μακρόν ζητώντας συνάντηση μαζί του. Αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε από μια πιθανή συνάντηση με τον πρόεδρο, η οποία έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα συμβεί. Ο Μακρόν μάλιστα έχει παραπέμψει κάθε σχέση με την διασυνδικαλιστική στο υπουργείο Εργασίας.
Το πραγματικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε τις επόμενες μέρες θα είναι η ικανότητα του κοινωνικού κινήματος να διατηρήσει και να διευρύνει τις απεργίες. Μέχρι την Παρασκευή, 10 Μάρτη, οι απεργίες συνεχίζονταν, ιδιαίτερα στα διυλιστήρια, τους σιδηρόδρομους και την αποκομιδή απορριμμάτων σε πολλές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού. Η CGT στα λιμάνια καλεί ναυτεργάτες και λιμενεργάτες σε 3ήμερη απεργία από τις 14 ως τις 16 Μάρτη. Το κίνημα βρίσκεται λοιπόν στην κορύφωση της αντιπαράθεσης.
Η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε υποστήριξη από τον πληθυσμό και αντιμετωπίζει μια κινητοποίηση σπάνιας δύναμης, από την οποία θα χάσει πολιτικά. Αλλά δεν έχει υπερφαλαγγιστεί από το κοινωνικό κίνημα και οι θεσμοί μπορούν να της επιτρέψουν να επιβάλει το σχέδιό της. Όλα θα κριθούν από τις εξελίξεις της επόμενης εβδομάδας.