H μονιμότητα βασικό αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού επί Βενιζέλου.
ο «ταμπού» της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να σπάσει, έχει επανειλημμένα τονίσει ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, αλλά και ένας ευρύτατος κύκλος πολιτικών και αναλυτών. Οι πρώτες απολύσεις έγιναν με το κλείσιμο της ΕΡΤ, ενώ την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε ότι δεν θα απολυθούν τελικά εκπαιδευτικοί, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες και δημοτικοί αστυνομικοί που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Οι απολύσεις από το δημόσιο, πέρα από τον στόχο της μείωσης όσων δαπανών δεν κατευθύνονται στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, παρουσιάζονται ως μέτρο δικαιοσύνης, κατάργησης ενός αδικαιολόγητου «προνομίου» που απολαμβάνουν ανίκανα «βύσματα», τη στιγμή που στον ιδιωτικό τομέα κυριρχεί η μαζική ανεργία. Το ότι η εξίσωση γίνεται προς τα κάτω, το ότι στην κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο συμπυκνώνεται η κατάργηση του δικαιώματος στη μόνιμη και σταθερή εργασία εν γένει, τείνουν δυστυχώς να το παραβλέπουν πολλά από τα θύματα των μνημονιακών πολιτικών, παραδομένα σε μια πολιτική της μνησικακίας.
Tα ιερά και τα όσια του αστικού εκσυγχρονισμού
Πώς προέκυψε όμως η επάρατος μονιμότητα; Εδώ υπάρχει κάποια αμηχανία, καθώς θα πρέπει να θιγούν τα ιερά και τα όσια του αστικού εκσυγχρονισμού: ο ίδιος ο Βενιζέλος (ο Ελευθέριος, προφανώς), βασικός και αναντικατάστατος κρίκος στην πάλη μεταξύ εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, που αποτελεί την κυρίαρχη αφήγηση για τη νεοελληνική ιστορία. Η θέσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων στο Σύνταγμα του 1911, από μια Βουλή που ήλεγχε πλήρως το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αποτελεί ένα αίνιγμα για τους σημερινούς εκσυγχρονιστές (που, και όταν δεν είναι οι ίδιοι ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού, κινούνται σαφώς εντός των ορίων που θέτει η νεοφιλελεύθερη συναίνεση). Ακόμα και έγκυροι ιστορικοί, λοιπόν, αποδίδουν τη θέσπιση της σ’ ένα πνεύμα λαϊκισμού που χαρακτήρισε τα χρόνια του κινήματος στο Γουδί και με το οποίο ο Βενιζέλος αναγκάστηκε σ’ ένα βαθμό να συμβιβαστεί. Ο Γιώργος Δερτιλής το 1993 συγκατέλεγε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στις «αντιπαροχές» που λάμβαναν τα μικροαστικά στρώματα από το κράτος έναντι της υπερφορολόγησής τους και συνέδεσε την καθιέρωσή της με την έκρηξη των μικροαστών το 1909 ενάντια στους φόρους.[1] Πρόσφατα, ο Γιώργος Μαυρογορδάτος αντιπαρέθεσε στον Βενιζέλο του 1911 αυτόν του 1928-32, ο οποίος πλέον «δυσφορούσε για τις συνέπειες της μονιμότητας» και εξήγγειλε τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων – ενώ «ήταν ο μόνος που έκλεισε δεκάδες σχολεία της μέσης εκπαίδευσης».[2]Ωστόσο, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Πριν κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα του 1911, είχε γίνει αποδεκτή από το σύνολο των κομμάτων ως επιβεβλημένη, και την συναντά κανείς σ’ ένα πλήθος διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων.[3] Ο πρώτος, αν δεν κάνουμε λάθος, που είχε ψηφίσει (βραχύβιο) νόμο που καθιέρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, μαζί με τον προσδιορισμό των προσόντων τους, ήταν ο Τρικούπης, ενώ το 1905 η κυβέρνηση Ράλλη θέσπισε τη μονιμότητα όσων είχαν συμπληρώσει 15 χρόνια υπηρεσίας.
Ασφαλώς κάποιες υπηρεσίες και θέσεις θα χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερη σταθερότητα και κάποιες αλλαγές κυβέρνησης θα έφερναν μικρότερη αναστάτωση από άλλες.[4] Με το υπάρχον επίπεδο γνώσεων όμως δεν είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε σε μια ανάλυση πιο εκλεπτυσμένη από τις γνωστές ιστορίες για την ονομασία της Πλατείας Κλαυθμώνος κλπ.[5] Ας επισημάνουμε, μόνο, ότι η αντιμετώπιση της αστάθειας στην απασχόληση αποτελούσε βασικό μέλημα τόσο των πρώτων συλλόγων εκπαιδευτικών τη δεκαετία του 1870,[6] όσο και του Μετοχικού ταμείου πολιτικών υπαλλήλων.[7]
Τα οφέλη της μονιμότητας
Οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν λοιπόν κάθε λόγο να υποστηρίξουν ένα μέτρο που θα βελτίωνε σοβαρά τους όρους ζωής τους. Ποια ήταν όμως τα κίνητρα των πολιτικών και των δημοσιολογούντων που πρότειναν τη μονιμότητα; Εντοπίζει κανείς τρεις βασικές κατηγορίες επιχειρημάτων. Η πρώτη εστιαζόταν στη μείωση των δημοσίων δαπανών που θα συνεπαγόταν: λόγω της εναλλαγής στην υπηρεσία ήταν περισσότεροι όσοι θεμελίωναν το ελάχιστο δικαίωμα σύνταξης, ενώ και οι συχνές τιμωρητικές μεταθέσεις πρόσθεταν έξοδα οδοιπορικών.[8] Η κοινοβουλευτική επιτροπή επί του προϋπολογισμού του 1907, π.χ., επισήμαινε ότι, λόγω της μη μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και των συνεπαγομένων «αθρόων μεταβολών» προσωπικού, υπάρχει «κολοσσιαίος αριθμός» δικαιουμένων σύνταξη.[9]
Δεύτερον, από τη σταθεροποίηση της απασχόλησης του υπαλληλικού δυναμικού (το οποίο, εννοείται, θα διέθετε τα απαραίτητα προσόντα) αναμενόταν η αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους: η μονιμότητα θα παρήγαγε εμπειρία, και η υπηρεσία δεν θα ήταν εκτεθειμένη στον «ανεμοστρόβιλον των μεταβολών όστις ανά πάσαν ώραν […] διαταράσσει και παραλύει την αρμονικήν λειτουργίαν της διοικήσεως» (Δ. Γούναρης 1908).[10] Σύμφωνα με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 1901 «η αδιάκοπος μεταβολή των δημοσίων λειτουργών είνε δυστύχημα εις την δημοσίαν υπηρεσίαν, εκτός δε τούτου όταν ο δημόσιος λειτουργός θεωρή εαυτόν σταθμεύοντα προσωρινώς εν θέσει τινί δεν δεικνύει πολύν ζήλον περί την εκτέλεσιν των καθηκόντων του».[11]
Τρίτο και πιο συνηθισμένο επιχείρημα υπέρ της μονιμότητας ήταν ότι έτσι θα συγκροτούνταν ένα ακομμάτιστο κράτος δικαίου. «Η μονιμότης των υπαλλήλων θ’ ασφαλίσει την αφατρίαστον διοίκησιν», ήταν το βασικό επιχείρημα του Βενιζέλου στη συζήτηση στην εθνοσυνέλευση.[12]Στόχος ήταν να μην αναγκάζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι να προσκολλώνται σε βουλευτές και κόμματα για να διατηρήσουν τη δουλειά τους, και άρα να περιοριστούν τα ρουσφέτια, η ευνοιοκρατία κι η αναξιοκρατία. Από παλιότερα η μονιμότητα προβαλλόταν ως το κατεξοχήν μέτρο καταπολέμησης της «συναλλαγής», των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες θεμελιώνονταν σε μεγάλο βαθμό στις δυνατότητες που είχαν βουλευτές και ελάσσονες κομματάρχες να επηρεάσουν αποφάσεις της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Συνήθως η πρόταση αυτή συνδυαζόταν με την κριτική στο πολιτικό σύστημα, η οποία κάποτε γινόταν με ένα αντικοινοβουλευτικό και αντιδημοκρατικό σκεπτικό που χρέωνε τον «φατριασμό» της διοίκησης στην ισχυρή παρουσία του λαϊκού παράγοντα στο κράτος.[13]
Αν όμως οι από πάνω τόνιζαν τις «δημοκρατικές» πλευρές της «συναλλαγής», η σκοπιά των από κάτω εστίαζε στις σχέσεις εξουσίας που συνεπαγόταν. Όπως το έθετε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Συντεχνιών, της δευτεροβάθμιας οργάνωσης των επαγγελματικών σωματείων της Αθήνας μιλώντας στη μεγάλη συγκέντρωση που επισφράγισε τη λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα στο Γουδί, «ο υπάλληλος είναι υπηρέτης του βουλευτού, διότι αυτός τον προστατεύει» από τυχόν απόλυση, και η μονιμοποίησή του θα έβαζε τέλος σ’ αυτό.[14]
Βέβαια, η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας δεν προστάτευσε τους δημόσιους υπάλληλους από πολιτικές διώξεις στα επόμενα χρόνια: κατά τη διάρκεια του Διχασμού καταρχάς, οπότε διαβάζει κανείς π.χ. για «απελάσεις» βενιζελικών δημοσίων υπαλλήλων από τις πόλεις όπου υπηρετούσαν μετά τα Νοεμβριανά και για απολύσεις χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων από τους Φιλελεύθερους μόλις επανήλθαν στην εξουσία.[15] Και έπειτα, στα χρόνια του «αντικομμουνιστικού αγώνα», από τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, όταν σημειώθηκαν μαζικές εκκαθαρίσεις αριστερών δημοσίων υπαλλήλων (στα 1936-38 και στα χρόνια του Εμφυλίου) και καθιερώθηκε το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».[16]
Το δικαίωμα στη δουλειά
Τι έχει να μας πει αυτή η συζήτηση σήμερα; Φυσικά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί πώς θα επηρεάσει η κατάργηση της μονιμότητας τις σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων με κομματικά πελατειακά δίκτυα, θυμούμενος τον τρόπο πρόσληψης πολλών συμβασιούχων και εργαζομένων σε προγράμματα stage τα προηγούμενα χρόνια. Είναι σαφές όμως ότι το βασικό επίδικο της μονιμότητας είναι άλλο. Η κατάργησή της είναι ένας σημαντικός κόμβος στην κοινωνική οπισθοδρόμηση που επιχειρείται, στην επιστροφή μας 100 χρόνια πριν, όταν λίγοι μισθωτοί μπορούσαν να έχουν προσδοκίες σταθερής απασχόλησης. όταν η αντίληψη ότι η κοινωνία έχει κάποια ευθύνη να εξασφαλίζει όρους ευημερίας για τα μέλη της μέσω δημόσιων πολιτικών είχε πολύ περιορισμένη εφαρμογή. όταν το κράτος δε νομιμοποιούνταν να παρεμβαίνει σε πεδία όπως η απασχόληση και η ανεργία, οι ασφαλίσεις ή ο βασικός μισθός.
Στα συμφραζόμενα της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης και του φορντισμού, κυρίαρχη τάση τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα έγινε η σταθεροποίηση της απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων: τα ακανόνιστα μεροκάματα έδωσαν τη θέση τους στον μισθό, η μαζική παραγωγή στηρίχθηκε από νέα πρότυπα και δυνατότητες κατανάλωσης, νέες φροντίδες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης συντονίστηκαν με τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και με τα νέα επίπεδα ταξικού συμβιβασμού που επέβαλαν οι απειλές ανατροπής του καθεστώτος.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, λοιπόν, εμφανίζεται συνδεδεμένη με μια προηγούμενη περίοδο του καπιταλισμού, ένα βαρίδι στις αναδιαρθρώσεις που επιχειρούνται βίαια. Αν οφείλουμε να την υπερασπιστούμε είναι επειδή έτσι υποστηρίζουμε συνολικά το δικαίωμα στη δουλειά, επειδή δηλαδή ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας: επειδή βρίσκεται στο μονοπάτι που οδηγεί σε μια κοινωνία πιο δίκαιη, και όχι στον δρόμο που οδηγεί στη ζούγκλα.
*Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι δρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
[1] Γ. Β. Δερτιλής, Ατελέσφοροι ή τελεσφόροι; Φόροι και εξουσία στο νεοελληνικό κράτος, Αθήνα 1993, σ. 97-98. Το 2005 στην Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, τ. Β΄, σ. 756 ο Δερτιλής μετριάζει κάποιες από τις παλιότερες διαπιστώσεις του για τις «αντιπαροχές» στους μικροαστούς, επιμένει στη συσχέτιση της συνταγματικής καθιέρωσης της μονιμότητας στο δημόσιο το 1911 με την ανάγκη εξευμενισμού των εξεγερμένων μικροαστών που στήριξαν το κίνημα στο Γουδί το 1909.
[2] Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι δημόσιοι υπάλληλοι», HΚαθημερινή, 21 Απριλίου 2013.
[3] Για να μείνουμε στα κόμματα που υπήρχαν πριν την άνοδο του Βενιζέλου, αυτά του Θεοτόκη και του Ράλλη τάσσονταν υπέρ της μονιμότητας σύμφωνα με την Ακρόπολις 4 και 17 Σεπτεμβρίου 1909 (ενώ στο προσχέδιο που συνέταξαν από κοινού για τα αναθεωρητέα άρθρα του συντάγματος περιλαμβανόταν η καθιέρωση της μονιμότητας: Ελληνισμός 18 Φεβρουαρίου 1910). η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη υπέβαλε σχετικό νομοσχέδιο (Ακρόπολις 10 Σεπτεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1909), ενώ ο Στέφ. Δραγούμης είχε εκφραστεί υπέρ της από την επαύριον της ήττας του 1897 (Κ. και Σ. Βοβολίνης, Μέγα ελληνικό βιογραφικό λεξικό, Αθήνα 1960, τ. Γ΄, σ.460).
[4] Σύμφωνα με τον Γ. Ν. Κοφινά, Επί τη τεσσαρακονταετηρίδι του Μετοχικού Ταμείου των Πολιτικών Υπαλλήλων 1868-1907, Αθήνα 1908, το 1868 «αι μεταβολαί των υπαλλήλων ήσαν συχνότεραι ή σήμερον».
[5] Γλαφυρή, π.χ., η αφήγηση του Ι. Βαχαβιόλου, «Πώς πρωτοαπολύθηκα», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος 1934, σ. 357-376.
[6] Γιάννης Λιάσκος, Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων, Αθήνα 1992, σ.10.
[7] Το οποίο ιδρύθηκε το 1867 με στόχο την «περίθαλψιν των οπωσδήποτε [με οποιονδήποτε τρόπο] απομακρυνομένων εκ της υπηρεσίας δημοσίων υπαλλήλων». «Το εις περίθαλψιν δικαίωμα άρχεται μετά έξ ετών υπηρεσίαν, συνεχή ή μη». «Ο μέτοχος υποχρεούται, εφ’ όσον υπηρετεί, εις την καταβολήν των ορισμένων καταθέσεων». «Ο απομακρυνθείς της υπηρεσίας μέτοχος επανερχόμενος εις αυτήν οφείλει» να καταβάλει τη συνδρομή που έχει οριστεί. «Η περίθαλψις διακόπτεται άμα ο λαμβάνων αυτήν επανέλθη εις την υπηρεσίαν». Το καταστατικό του ΜΤΠΥ, το οποίο αφορούσε βασικά τους ανώτερους δημόσιους υπάλληλους (αλλά και κάποιους ιδιωτικούς), δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ΦΕΚ Α΄ 64, 1 Νοεμβρίου 1867.
[8] Ανδρέας Ανδρεάδης, «Η ελληνική δημόσια οικονομία από του συμβιβασμού μέχρι των βαλκανικών πολέμων», στο Έργα, Αθήνα 1939, τ.2, σ. 541 (βλ. και 537, 538). Ο συνδυασμός του μελήματος για μονιμότητα με αυτό για μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων δεν απαντάται μόνο στον Ανδρεάδη: βλ. π.χ. Καιροί 28 Φεβρουαρίου 1909 (Δ. Χατζόπουλος). Η Ένωση ελληνικών σωματείων, επίσης, ένας συνασπισμός παραγόντων που στήριζαν το κίνημα στο Γουδί με θέσεις κοινωνικά πιο συντηρητικές από τον σύνδεσμο συντεχνιών, συνδύαζε το αίτημα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων με τον περιορισμό «μέχρι του εσχάτου δυνατού ορίου των δημοσίων θέσεων»: Ακρόπολις 14 Σεπτεμβρίου 1909.
[9] H έκθεση της επιτροπής παρατίθεται στο Νεοκλής Καζάζης, Ο Κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι, Αθήνα 1910, σ. 134.
[10] Τον παραθέτει ο Διονύσιος Αλικανιώτης, Δημήτριος Γούναρης, Αθήνα 1983, σ. 102.
[11] Ακρόπολις 10 Απριλίου 1901 (Δ. Τζιβανόπουλος).
[12] Το παραθέτει ο Κωνσταντίνος Χ. Δεσποτόπουλος, Ο θεσμός της μονιμότητος των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, Αθήνα 1924, σ.27.
[13] Αθανάσιος Μποχώτης, Η ριζοσπαστική δεξιά. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στην Ελλάδα 1864-1911, Αθήνα 2003, διάσπαρτα· βλ., π.χ. σ. 240: Ν. Ι. Σαρίπολος. Υπέρ της μονιμότητας τοποθετούνταν και ο Ν. Καζάζης, θεωρώντας την αναγκαία ιδίως για τις δημοκρατικές πολιτείες που «υφίστανται μείζονα την ενέργειαν των πολιτικών ρευμάτων»: Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας, τ. Γ΄, Αθήνα 1892, σ. 104.
[14] Ακρόπολις 15 Σεπτεμβρίου 1909.
[15] Χρ. Σ. Χουρμούζιος, Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεμβρίου και επέκεινα, Λονδίνο 1919, σ.129-131 και Γεώργιος B. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο 1917-1918, Αθήνα 2000 (1990), σ.90-93.
[16] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Αθήνα 31995, σ. 420-421 και 473 κ.ε