Η Έκθεση με τίτλο, «Ελληνική Μεταπολεμική Αφαίρεση: Τα ηρωικά χρόνια», εστιάζει στα χρόνια της εμφάνισης της αφαίρεσης στην ελληνική τέχνη μέσα από το έργο 26 γνωστών Ελλήνων ζωγράφων και γλυπτών, που δημιούργησαν κυρίως τις δεκαετίες 1950-60.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποια ονόματα, όπως των Κοντόπουλου, Μαλτέζου, Γαϊτη, Κεσσανλή, Κάνιαρη, Τσόκλη, Γιώργου Βακαλό, Ξενάκη, Λαμέρα, Κουλεντιανό, ενώ ανάμεσα τους βρίσκονται και γυναίκες όπως η Άλεξ Μυλωνά, η Σωσώ Χουτοπούλου-Κονταράτου, η Χρύσα Ρωμανού και πολλοί άλλοι/-ες.
Η χρονιά ορόσημο, στην οποία κάνει την εμφάνισή του, το εν λόγω ρεύμα, είναι το 1949, όταν τελειώνει ο Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος άφησε πίσω του βαριά κληρονομιά, μέσα από ένα βαθύ πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και ψυχολογικό χάσμα, με την ποινικοποίηση και τρομοκρατία ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Σημείο αναφοράς των δημιουργών της τέχνης της αφαίρεσης είναι το διακηρυκτικό κείμενο της ομάδας των «Ακραίων», όπου έδινε έμφαση στην εσωτερική αλήθεια, στην ελεύθερη μη παραστατική έκφραση, στη φαντασία, στο άμορφο στοιχείο και την αυτονομία του καλλιτέχνη όσον αφορά την πρόσληψη του ορατού κόσμου, μέχρις ότου «ο άνθρωπος της ηθικής δυστυχίας να δώσει τη θέση του εις τον άνθρωπο της ποίησης και του ονείρου», έναντι της υποταγής στην αναπαράσταση και στην ιδεολογική δέσμευση του ρεαλισμού.
Η τέχνη της αφαίρεσης (ή αλλιώς ανεικονική τέχνη) αποτέλεσε τομή στα συντηρητικά πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και ιδεολογικές συγκρούσεις, έχοντας απέναντί τους τόσο το ελληνικό δεξιό κατεστημένο όσο και ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, επειδή ξέφευγε από τα στενά πλαίσια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους καλλιτέχνες αυτού του ρεύματος διέπρεψαν στο εξωτερικό.
Παρά τη δυσκολία κατανόησης που έχουν τα έργα της αφαιρετικής τέχνης, εξαιτίας της καλλιτεχνικής ανυποταξίας τους, σε σχέση με όσους/-ες, όπως εγώ, δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή, εντούτοις είναι μια ενδιαφέρουσα Έκθεση, που αξίζει την επίσκεψή μας, επειδή αναδεικνύει τη γενιά που μεγαλούργησε σε μια μεταβατική περίοδο -από το πέρασμα στην Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο- σε μια νέα πραγματικότητα, αποτυπώνοντας την «υπέρβαση και τη ρήξη με τα συντηρητικά πλαίσια και τις ελληνοκεντρικές αναγνώσεις του μοντερνισμού, καθώς και την ανάγκη αναπροσανατολισμού της ελληνικής τέχνης, [και] της ευθυγράμμισης και του συγχρονισμού της με τη διεθνή εικαστική σκηνή», όπως επισημαίνεται σε κείμενο από βιβλίο που προλογίζει την Έκθεση. Αξίζει η επίσκεψη και για ένα ακόμη λόγο. Επειδή ο χώρος που γίνεται είναι μια ανακαινισμένη παλιά κατοικία, όπου υπάρχει και η μόνιμη Έκθεση, της Άλεξ Μυλωνά (1920-2016), μέχρι την ταράτσα, που έχει γλυπτά της, καθώς επίσης το εργαστήριό της στο ισόγειο.