Στο φόντο της ανακοίνωσης της αντικινεζικής συμμαχίας ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας, αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο (δημοσιεύτηκε το περασμένο καλοκαίρι στην Εργατική Αριστερά) από την αυστραλιανή εφημερίδα Red Flag, για ένα από τα πιθανά θερμά μέτωπα της σύγκρουσης στην περιοχή.
Η Ταϊβάν εξελίσσεται σε ένα εν δυνάμει σημαντικό σημείο ανάφλεξης της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ανερχόμενη Κίνα.
Στην Αυστραλία, η κυβέρνηση και το στρατιωτικό κατεστημένο έχουν κλιμακώσει εμφανώς την αντικινεζική ρητορική τους, κάνοντας λόγο για προετοιμασίες πολέμου στην ερχόμενη δεκαετία. Οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν ενισχυθεί κατακόρυφα, ενώ κάποιοι αρθρογράφοι στα ΜΜΕ του Μέρντοχ καλούν την Αυστραλία να αποκτήσει δικά της πυρηνικά όπλα.
Το κινεζικό καθεστώς θεωρούσε πάντα την Ταϊβάν ως αναπόσπαστο κομμάτι της Κίνας, αλλά δεν είχε τη στρατιωτική ικανότητα ή την πολιτική βούληση να καταλάβει το νησί. Ωστόσο, κάποιοι δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι σήμερα η Κίνα είναι πλέον σε θέση να διεξάγει ένα νικηφόρο πόλεμο απέναντι στις ΗΠΑ για την Ταϊβάν, αν αυτός γίνει με συμβατικά (δλδ. μη-πυρηνικά) όπλα. Αυτό δεν σημαίνει ότι επίκειται μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί μια τέτοια εξέλιξη μέσα στην επόμενη δεκαετία. Ακόμα και αν το κινεζικό καθεστώς διαθέτει όντως, ή θα αποκτήσει σύντομα, τη συμβατική στρατιωτική δυνατότητα να στηρίξει μια επιτυχημένη εισβολή στην Ταϊβάν, αυτή παραμένει μια επικίνδυνη κίνηση για την κινεζική άρχουσα τάξη.
Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα μπορούσε να ξεφύγει προς την κατεύθυνση ενός πυρηνικού πολέμου, τον οποίο η Κίνα δεν θα μπορούσε να νικήσει απέναντι στη συντριπτική ανώτερη αμερικανική πυρηνική δύναμη.
Δεύτερον, ακόμα κι αν ήταν επιτυχημένη μια αρχική εισβολή, υπάρχει η πιθανότητα να ακολουθήσει ένα μακρύ παρατεταμένο αντάρτικο. Ενώ κάποιοι πλούσιοι Ταϊβανέζοι καπιταλιστές, με εκτεταμένες και πολύ κερδοφόρες επενδύσεις στην Κίνα, μπορεί να ανεχθούν μια εισβολή, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η μάζα των Ταϊβανέζων εργαζομένων και νεολαίων πρόκειται να υποδεχτεί τα κινεζικά στρατεύματα ως απελευθερωτές. Επιπλέον, στην Ταϊβάν υπάρχει μια μακρά προϊστορία αντίστασης σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατοχής. Οι ηγέτες της Κίνας έχουν δει τι ζημιά προκάλεσαν στην αμερικανική αυτοκρατορία οι μακροχρόνιες κατοχές του Ιράκ και του Αφγανιστάν –και πριν από αυτό τι έπαθαν οι Ρώσοι στο Αφγανιστάν. Γιατί να διακινδυνεύσουν να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι;
Τρίτον, μια τέτοια επιθετική κίνηση από την Κίνα διακινδυνεύει να εξωθήσει τις γειτονικές χώρες –Ινδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βιετνάμ και Φιλιππίνες– ακόμα πιο βαθιά μέσα στο αμερικανικό στρατόπεδο. Διακινδυνεύει επίσης την πιθανότητα να αποφασίσουν η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να αναπτύξουν δικά τους πυρηνικά όπλα.
Όσον αφορά την αμερικανική προσέγγιση, κάποιοι σχολιαστές έχουν ισχυριστεί ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη να πάει σε πόλεμο για την Ταϊβάν, ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κερδίσουν ένα συμβατικό πόλεμο και ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να ρισκάρουν έναν πυρηνικό πόλεμο. Αυτοί οι σχολιαστές καταλήγουν ότι κάποια στιγμή οι ΗΠΑ θα καταλήξουν σε μια συμφωνία με την Κίνα και θα εγκαταλείψουν την Ταϊβάν. Αν συμβεί αυτό, θα είναι μια τεράστια υποχώρηση για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Θα ήταν ένα πραγματικό σημάδι παρακμής και αδυναμίας, και στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και στην ευρύτερη παγκόσμια σκηνή. Η ασιατική πλευρά του Ειρηνικού Ωκεανού είναι όλο και περισσότερη η πιο σημαντική περιοχή για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Το να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ ήπια και ταπεινά την κυριαρχία τους εκεί θα αποτελούσε μια θηριώδη υποχώρηση.
Συνεπώς, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα μιας βρώμικης συμφωνίας σε στυλ Μονάχου –όπου οι Γάλλοι και Βρετανοί ιμπεριαλιστές παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στη Ναζιστική Γερμανία σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφευχθεί ο πόλεμος– δεν είναι αυτή η πιο πιθανή αντίδραση της αμερικανικής άρχουσας τάξης στη διεκδίκηση της Ταϊβάν από την Κίνα.
Η εγκατάλειψη της Ταϊβάν από τις ΗΠΑ δεν θα ενέπνεε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους συμμάχους τους στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Αυτοί οι σύμμαχοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να αρχίσουν να ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, κλείνοντας δικές τους διμερείς συμφωνίες με το Πεκίνο και συνεπώς αποδυναμώνοντας ακόμα περισσότερο τις στρατηγικές θέσεις των ΗΠΑ.
Επιπλέον, η Ταϊβάν είναι κάθε άλλο παρά μια φτωχή Τριτοκοσμική χώρα. Είναι μια σημαντική βιομηχανική οικονομία, η 19η μεγαλύτερη διεθνώς, με το 13ο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης.
Είναι πολύ σημαντική για την αμερικανική οικονομία, καθώς αποτελεί το μεγαλύτερο πάροχο μικροτσίπ υψηλής ποιότητας. Πραγματικά, ο ρόλος της Ταϊβάν ως παραγωγός μικροτσίπ γίνεται όλο και σημαντικότερος, καθώς η ζήτηση για τσιπς αυξάνεται ταχύτατα. Η Εταιρεία Κατασκευής Ημι-Αγωγών της Ταϊβάν (Taiwan Semi-Conductor Manufacturing Company, TSMC) καταγράφηκε πρόσφατα ως η εταιρία με την 10η μεγαλύτερη αξία στον πλανήτη. Συνεπώς, μια πλήρης εγκατάλειψη της Ταϊβάν από τις ΗΠΑ θα είχε πολύ σοβαρό κόστος.
Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει ως τώρα δεσμευτεί να διεξάγει πόλεμο για την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ αυξάνουν τη στρατιωτική βοήθεια στη χώρα, ενώ φυσικά αυξάνουν θηριωδώς τις δικές τους στρατιωτικές δαπάνες και επιχειρούν να εμβαθύνουν τις συμμαχίες τους με τις άλλες χώρες που συναπαρτίζουν την «Τετράδα» -Ιαπωνία, Ινδία και Αυστραλία.
Η σοσιαλιστική θέση είναι απλή. Στεκόμαστε ενάντια σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, για την Ταϊβάν ή για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Είμαστε κάθετα αντίθετοι σε κάθε αυστραλιανή συμμετοχή σε έναν τέτοιο πόλεμο, έναν πόλεμο που θα μπορούσε να κοστίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές αν διεξαχθεί με συμβατικά όπλα ή και ανείπωτα εκατομμύρια ζωές αν εξαπολυθούν πυρηνικά. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να εξαπολύσουν οι ΗΠΑ ένα προληπτικό πυρηνικό χτύπημα στη Βόρεια Κορέα ως προειδοποίηση προς την Κίνα, αν φαινόταν ότι επίκειται μια εισβολή στην Ταϊβάν.
Στην Αυστραλία, όπου η κυβέρνησή μας είναι τόσο δυναμικά ενταγμένη στο αμερικανικό στρατόπεδο όσον αφορά αυτή τη σύγκρουση, οι σοσιαλιστές και οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές οφείλουν να κατευθύνουν τις δράσεις τους ενάντια στον εχθρό στην ίδια μας τη χώρα –τη δική μας άρχουσα τάξη και τους συμμάχους της.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές οφείλουν να δίνουν «λευκή επιταγή» στον κινεζικό ιμπεριαλισμό. Κάποιοι στην Αριστερά, διάφορων ειδών σταλινικοί ή/και υποστηρικτές καθεστώτων που είναι εχθρικά προς τις ΗΠΑ, όπως η Συρία του Άσαντ, η Ρωσία του Πούτιν, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, υποστήριξαν τη βίαιη κινεζική καταστολή στο Χονγκ-Κονγκ και ισχυρίζονται ότι οι διεκδικήσεις της Κίνας επί της Ταϊβάν είναι δίκαιες. Ισχυρίζονται ότι η Ταϊβάν υπήρξε ιστορικά κινεζική περιοχή την οποία άρπαξαν από την Κίνα οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ακόμα κι αν αυτός ο ιστορικός ισχυρισμός ήταν αληθής, αυτό δεν θα δικαιολογούσε μια φονική εισβολή που δεν θα είχε την υποστήριξη της μάζας των εργαζομένων και των απλών ανθρώπων στην Ταϊβάν, ενώ δεν θα προωθούσε με οποιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των εργαζομένων στην ίδια την Κίνα.
Αλλά στην πραγματικότητα, οι κινεζικές αξιώσεις επί της Ταϊβάν δεν έχουν ισχυρή βάση. Η Ταϊβάν δεν αποτελεί πιο αναπόσπαστο κομμάτι του κινεζικού έθνους από ό,τι το Θιβέτ, οι περιοχές των Ουΐγούρων, το Βιετνάμ ή η Σιγκαπούρη. Η Ταϊβάν είναι ένα κλασσικό πρώιμο παράδειγμα ενός κράτους εποικιστικής αποικιοκρατίας που εκτόπισε τους αρχικούς ιθαγενείς Πολυνήσιους κατοίκους, οι οποίοι συνδέονται εθνοτικά με τους Μαορί, τους Σαμόα και τους Τόνγκα της Νέας Ζηλανδίας. Δεν υπήρξε αξιοσημείωτη κινεζική παρουσία στο νησί πριν τον 17ο αιώνα.
Στη διάρκεια της περιόδου ολλανδικής αποικιοκρατικής διακυβέρνησης της Ταϊβάν, από το 1624 ως το 1662, οι αποικιακές Αρχές μετέφεραν Κινέζους εποίκους. Αυτοί οι Κινέζοι έποικοι χρησιμοποιήθηκαν από τους Ολλανδούς για να εργαστούν στη γη που είχε κατασχεθεί από τον ιθαγενή πληθυσμό. Οι Ολλανδοί αντιμετώπισαν εξεγέρσεις των ιθαγενών λαών και τελικά, το 1662, μια κινεζική δύναμη εισβολής εκμεταλλεύτηκε μια από αυτές τις εξεγέρσεις για να αρπάξει το νησί και να το ενσωματώσει στην κινεζική αυτοκρατορία. Συνεπώς, οι κινεζικές αξιώσεις επί της Ταϊβάν δεν έχουν πιο ισχυρή βάση από τις βρετανικές αξιώσεις επί της Ιρλανδίας ή της ρωσικές επί της Ουκρανίας.
Στη συνέχεια, η Ιαπωνία κατέλαβε την Ταϊβάν το 1895 και την κυβερνούσε ως το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιαπωνική διοίκηση ήταν αρχικά ακραία βίαιη και προκάλεσε πολυάριθμες τοπικές εξεγέρσεις. Ωστόσο επί ιαπωνικής διακυβέρνησης υπήρξε σημαντική οικονομική ανάπτυξη που συνέβαλε στο να μπουν οι βάσεις για να εξελιχθεί αργότερα η Ταϊβάν σε μια από τις λεγόμενες «Τίγρεις» της Ασίας, μαζί με τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα και το Χονγκ Κονγκ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Το 1949, μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού του Μάο ενάντια στις εθνικιστικές δυνάμεις του Κουομιτάνγκ του Τσανγκ Κάι-Σεκ, ένα τμήμα του ηττημένου στρατού του Κουομιτάνγκ και των υποστηρικτών του κατέφυγε στην Ταϊβάν. Συνολικά έφτασαν 2 εκατομμύρια μέλη κι υποστηρικτές του Κουομιτάνγκ στην Ταϊβάν, που είχε τότε μόλις 6 εκατομμύρια πληθυσμό.
Το 1947, είχε ήδη υπάρξει μια εξέγερση στην Ταϊβάν ενάντια στις Αρχές του Κουομιτάνγκ, που είχαν αναλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση των Γιαπωνέζων. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος αντιδραστικής τρομοκρατίας, με εκατοντάδες χιλιάδες φυλακισμένους ή δολοφονημένους.
Αν και το Κουομιτάνγκ ήταν σκληρά αντικομμουνιστικό, συγκρότησε ένα αυταρχικό καθεστώς κρατικού καπιταλισμού που έμοιαζε με αρκετούς τρόπους με το καθεστώς του Πεκίνου. Το καθεστώς Κουομιτάνγκ συνειδητοποίησε ότι για να επιβιώσει απέναντι στην απειλή μιας εισβολής, χρειαζόταν να ενισχύσει ταχύτατα τη βιομηχανική βάση της Ταϊβάν προκειμένου να υποστηρίξει έναν ισχυρό στρατό. Αυτός ο στόχος δεν μπορούσε να επιτευχθεί αν αφηνόταν στα καθοδηγούμενα από το κέρδος καπρίτσια των ιδιωτών καπιταλιστών επενδυτών. Μόνο ένα ισχυρό κράτος μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο. Επί δεκαετίες, οι βασικές βιομηχανίες, οι τράπεζες κ.ο.κ. στην Ταϊβάν ήταν είτε κρατικές είτε υπόκεινταν σε αυστηρό κρατικό έλεγχο, όπως και στην «Κομμουνιστική» Κίνα. Επιπλέον, προκειμένου να επιταχυνθεί η παραγωγή τροφίμων και να διαμορφωθεί το εργατικό δυναμικό που ήταν αναγκαίο για τις βιομηχανίες στις πόλεις, το Κουομιτάνγκ υλοποίησε μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση που ουσιαστικά εξαφάνισε την παλιά τάξη των γαιοκτημόνων.
Αρχικά, οι ΗΠΑ δεν στήριζαν ιδιαίτερα το καθεστώς του Κουομιτάνγκ, εκτιμώντας ότι ήταν καταδικασμένο να υποκύψει στις στρατιές του Μάο. Αλλά με το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας και την όξυνση των εντάσεων στην περιοχή, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν σημαντική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στην Ταϊβάν.
Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Ταϊβάν είχε αρχίσει να αναπτύσσει γρήγορα τις μεταποιητικές εξαγωγές της. Ακολουθώντας ένα μοτίβο που υπήρξε κοινό σε όλες τις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες, αυτές οι εξαγωγές αρχικά αφορούσαν κυρίως υφάσματα και ρούχα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, το κράτος του Κουομιτάνγκ έδωσε ώθηση σε μια απομάκρυνση από αυτές τις βιομηχανίες έντασης εργασίας και έναν προσανατολισμό προς τις βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, τα πετροχημικά και οι συνθετικές ίνες.
Έπειτα, μετά το 1981, υπήρξε μια φιλελευθεροποίηση της οικονομίας που έδινε περισσότερο χώρο στους ιδιώτες καπιταλιστές. Το εμπόριο με τις ΗΠΑ διευρύνθηκε γρήγορα με μια στροφή στην παραγωγή ηλεκτρονικών ειδών, εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών, μικροτσίπ κ.ο.κ. Αλλά η κρατική παρέμβαση παρέμεινε πολύ σημαντική για τη μεγιστοποίηση των κερδών, κρατώντας χαμηλούς τους μισθούς, απαγορεύοντας απεργίες, κρατώντας τα συνδικάτα αδύναμα και αποτρέποντας τη νομοθέτηση κοινωνικών μέτρων που θα προστάτευαν τους εργάτες.
Το 1987, καταργήθηκε τελικά ο στρατιωτικός νόμος και ακολούθησε μια μετάβαση προς την αστική δημοκρατία. Το DPP (Democratic Progressive Party, Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα), το κόμμα που κυβερνά σήμερα, δημιουργήθηκε το 1986 και μια έννοια εκπροσωπούσε αυτές τις δυνάμεις που πίεζαν για εκδημοκρατισμό.
Το DPP αρχικά είχε ένα κάποιο αριστερό προφίλ και υποστήριζε τα ανεξάρτητα συνδικάτα. Σήμερα ωστόσο κυβερνά εκπροσωπώντας με αφοσίωση την ταϊβανέζικη αστική τάξη, παρότι –περίπου όπως και Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ– καταφέρνει να ενσωματώνει διάφορους προοδευτικούς ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων ως υποψηφίους στις βουλευτικές ή υποστηρίζει στόχους όπως ο ομόφυλος γάμος.
Το DPP επισήμως υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν από την Κίνα, αλλά δεν προωθεί στην πραγματικότητα το ζήτημα γιατί δεν θέλει να προκαλέσει το κινεζικό καθεστώς. Από την άλλη, το Κουομιτάνγκ υποστηρίζει επίσημα την ενοποίηση με την Κίνα μόλις ανατραπεί το υπάρχον κινεζικό καθεστώς, ενώ τυπικά εξακολουθεί να διατηρεί τον παρανοϊκό ισχυρισμό ότι αυτό αποτελεί τη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας.
Ωστόσο, μετά τον εκδημοκρατισμό στη δεκαετία του ’90, στην ουσία έχει αποσιωπήσει το ζήτημα. Συνεπώς, με όρους εφαρμοσμένης πολιτικής, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο DPP και το Κουομιτάνγκ πάνω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Και τα δύο προτιμούν να αποφεύγουν το ζήτημα.
Υπάρχει μια κάποια Αριστερά στην Ταϊβάν, η πλειοψηφία της οποίας, με την εξαίρεση κάποιων μικρών σταλινικών ομάδων, είναι υπέρ της ανεξαρτησίας. Το συνδικαλιστικό κίνημα παραμένει πολύ αδύναμο, αν και έχουν υπάρξει κάποιες απεργίες, μεταξύ των οποίων μια απεργία 11 ημερών από αεροσυνοδούς το 2019.
Με όρους λαϊκού αισθήματος, μια έρευνα του 2020 έδειξε ότι το 35,1% υποστηρίζει την ανεξαρτησία, το 5,8% υποστηρίζει την ενοποίηση με την Κίνα και το 52,3% υποστηρίζει την αναβολή της απόφασης ή/και τη συντήρηση του σημερινού στάτους κβο.
Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, υπήρξε μια αξιοσημείωτη κατάρρευση στον αριθμό των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, που αυτοπροσδιορίζονται ως Κινέζοι. Το 2020, το 67% των ανθρώπων αυτοπροσδιορίζονταν ως Ταϊβανέζοι, το 2,4% ως Κινέζοι και το 27,5% αυτοπροσδιοριζόταν ως Κινεζικό και Ταϊβανέζικο ταυτόχρονα.
Οι ιθαγενείς λαοί αποτελούν το 2,5% ως 4% του πληθυσμού και έχουν διασφαλισμένες έδρες στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, παρότι φτωχοί και φυλετικά καταπιεσμένοι, ψηφίζουν συμπαγώς υπέρ του δεξιού Κουομιτάνγκ. Δεν υπάρχει συνεπώς κάποιος αυτοματισμός με τον οποίο η φυλετική καταπίεση οδηγεί σε αριστερή τοποθέτηση. Υπάρχει επίσης ένας γρήγορα αυξανόμενος μεταναστευτικός πληθυσμός που σήμερα αποτελεί το 6% του εργατικού δυναμικού.
Εν κατακλείδι, οι σοσιαλιστές δεν πρέπει να υποστηρίζουν μια με το ζόρι ενσωμάτωση της Ταϊβάν στην Κίνα, πόσο μάλλον μια κινεζική εισβολή στο νησί. Είναι υπόθεση του λαού της Ταϊβάν να αποφασίσει δημοκρατικά για το μέλλον του. Ωστόσο, το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις αυξανόμενες ιμπεριαλιστικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τα ζητήματα της Ταϊβάν, της καταπίεσης των Ουϊγούρων και της βίαιης καταστολής στο Χονγκ-Κονγκ για να φουντώνουν την εχθρότητα προς την Κίνα. Πρόκειται για μια απολύτως κυνική και υποκριτική στάση, με δεδομένο το μακρύ κατάλογο των αμερικανικών πεπραγμένων στη βίαιη καταπίεση δημοκρατικών δικαιωμάτων, από το Ιράκ ως το Αφγανιστάν κι από το Βιετνάμ ως τη Λατινική Αμερική.
Οι σοσιαλιστές οφείλουν να εναντιωθούν στις σημερινές στρατιωτικές προετοιμασίες σε ΗΠΑ και Αυστραλία, όπως και στην εντεινόμενη Ψυχροπολεμική ρητορική των κυβερνήσεών μας. Κάθε πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αντιδραστικός κι από τις δύο πλευρές, και θα υπερισχύει του συγκεκριμένου ζητήματος του δικαιώματος του ταϊβανέζικου λαού στην ανεξαρτησία. Οι σοσιαλιστές χρειάζεται να αγωνιστούν σκληρά ενάντια σε κάθε αυστραλιανή συμμετοχή σε έναν τέτοιο πόλεμο.