Η Σιωνιστική εκστρατεία συνεχίζει τις μακάβριες «επιτυχίες της».
Τα περάσματα προς τη Γάζα παραμένουν σφραγισμένα ή αφήνουν να περνά βοήθεια με το σταγονόμετρο, επιδεινώνοντας τις συνθήκες πείνας, έλλειψης περίθαλψης κλπ. Οι νεκροί ξεπέρασαν τις 36.000 και συνεχίζουν να σκαρφαλώνουν. Ο Ισραηλινός στρατός επιχειρεί πλέον και στο κέντρο της Ράφα, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να ξεριζώνονται (ξανά!) προς γύρω περιοχές, σε μια σαδιστική διαρκή (υποχρεωτική) μεταφορά πληθυσμού από μια γωνιά της μικροσκοπικής λωρίδας της Γάζας στην άλλη, με καμία να μην είναι πραγματικά ασφαλής. Στα βόρεια, η Τζαμπαλίγια και ο προσφυγικός καταυλισμός της δέχτηκαν ακόμα μια καταστροφική επίθεση. Με βομβαρδισμούς και μπουλντόζες, το Κράτος του Ισραήλ φτιάχνει μια έρημη «ζώνη ασφαλείας» που συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τη λωρίδα της Γάζας, αρπάζοντας -ντε φάκτο- το 32% της γης (σύμφωνα με εκτεταμένη γεωγραφική ανάλυση του Αλ Τζαζίρα).
Αντίσταση
Όμως στον διακηρυγμένο στόχο της στρατιωτικής συντριβής της Χαμάς, οι δυνάμεις εισβολής δεν διακρίνονται για αντίστοιχες επιτυχίες. Μετά την αποχώρησή του, ο Ισραηλινός Στρατός χρειάστηκε να επιστρέψει στην Τζαμπαλίγια για νέες «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», καθώς η Αντίσταση είχε ανασυγκροτηθεί. Μετά από 3 εβδομάδες μαχών, οι δυνάμεις εισβολής αποχώρησαν πάλι, ενώ σοβαροί πολεμικοί αναλυτές εκτιμούν ότι σύντομα η Αντίσταση εκεί θα… ξαναανασυγκροτηθεί. Στη Ράφα, όπου μαίνονται πλέον οι μάχες, η Παλαιστινιακή Αντίσταση απέδειξε πρόσφατα ότι παραμένει σε θέση να εκτοξεύει ρουκέτες προς το Τελ Αβίβ. Οι σιωνιστικές επιχειρήσεις θυμίζουν το «whack-a-mole», το παιχνίδι όπου ένας τυφλοπόντικας πετάγεται κάθε φορά μέσα από διαφορετική τρύπα, ενώ ο παίχτης προσπαθεί να τον χτυπήσει. Στα αγγλικά, το παιχνίδι έχει γίνει συνώνυμο του «σισύφειου έργου». Εν προκειμένω, η σύγκριση της Αντίστασης με «τυφλοπόντικες» είναι ακόμα πιο εύστοχη, τόσο με την κυριολεκτική έννοια του όρου (τούνελ!), όσο και με την πολιτική (Μαρξ).
Σύμφωνα με υπολογισμούς της CIA, μετά από 8 μήνες σαρωτικών επιθέσεων, ο Ισραηλινός στρατός έχει εξοντώσει περίπου 10.000 μαχητές των Ταξιαρχιών Αλ Κασάμ (από μια δύναμη περίπου 35.000 μαχητών). Με τη μέθοδο μέτρησης συνήθως να αφορά «άντρες μάχιμης ηλικίας» (που μπορεί να μην είναι μαχητές), ο αριθμός μπορεί να είναι μικρότερος. Επιπλέον, όπως υπενθύμιζε ο Ταουφίκ Χαντάντ σε συνέντευξη του πριν λίγους μήνες, «η Χαμάς δεν εποπτεύει μόνο μια παραστρατιωτική δύναμη -τις Ταξιαρχίες Αλ Κασάμ, με τις ειδικές τους δυνάμεις- αλλά και έναν οργανωμένο “aljeishal-sha’bi”, έναν λαϊκό στρατό, που προετοιμαζόταν… για το ενδεχόμενο μιας Ισραηλινής εισβολής». Αμερικανικά στρατιωτικά ινστιτούτα παραδέχονται ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, εκτός από απώλειες, το ένοπλο σκέλος της Χαμάς έχει και αυξημένο αριθμό στρατολογιών. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται στη Δυτική Όχθη, όπου οι νέες ένοπλες ομάδες που είχαν συγκροτηθεί ως «αμυντικοί βραχίονες των τοπικών κοινοτήτων», ακριβώς επειδή συγκροτήθηκαν ως τέτοιες, βλέπουν τις γραμμές τους να πυκνώνουν μετά από κάθε στρατιωτική σιωνιστική έφοδο.
Είναι αυτή η συνθήκη που ενισχύει την κρίση μέσα στο Ισραήλ. Ασφαλώς το σιωνιστικό πολιτικό σύστημα και η κοινωνία παραμένουν συμπαγείς ως προς το αντι-παλαιστινιακό μένος. Στο νομοσχέδιο που κηρύσσει «τρομοκρατική οργάνωση» την UNRWA (υπηρεσία του ΟΗΕ που στηρίζει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες), όπως και στη δήλωση της Κνεσέτ που «απορρίπτει με αηδία» την απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι «οι IDF είναι ο πιο ηθικός στρατός του πλανήτη», η εθνική ενότητα ήταν πλήρης (με την εξαίρεση των βουλευτών των «αραβικών ψηφοδελτίων»).
Αλλά η διάρκεια του πολέμου, το κόστος του, οι αποτυχίες απέναντι στην Παλαιστινιακή Αντίσταση και ο κίνδυνος διεθνούς απομόνωσης, δημιουργούν εντάσεις.
Διαιρέσεις
Ενώ τον Οκτώβρη το 70% δήλωνε ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί «μέχρι την εξολόθρευση της Χαμάς», πλέον το 62% πιστεύει ότι η «ολοκληρωτική νίκη» είναι ανέφικτη. Το ζήτημα των ομήρων, μετά από 8 μήνες πολέμου χωρίς απελευθέρωσή τους (και αρκετούς θανάτους τους λόγω του πολέμου), γίνεται επίσης εκρηκτικό για σημαντικό τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας, με τις διαδηλώσεις που απαιτούν συμφωνία για την επιστροφή τους να μαζικοποιούνται.
Από την άλλη, παροξύνονται τα πιο άγρια σιωνιστικά ένστικτα. Ο Ισραηλινός υποστηρικτής του BDS, Οφέρ Νέιμαν, για να συνοψίσει αυτό το κλίμα, στάθηκε στο ότι έχουν πυκνώσει στο δημόσιο διάλογο οι αναφορές στους Παλαιστίνιους όχι ως τρομοκράτες, αλλά ως Αμαληκίτες, συμπληρώνοντας: «η Βίβλος επιτάσσει πως οι Αμαληκίτες πρέπει να εξοντωθούν μέχρι τον τελευταίο…». Ο βρετανικός «Γκάρντιαν», σε άρθρο για το βάθος του διχασμού, στάθηκε σε βίντεο που δημοσιεύτηκε από ισραηλινό στρατιώτη (και προκάλεσε εσωτερικές έρευνες): φορώντας μάσκα, δηλώνει αφοσιωμένος στον Νετανιάχου, ζητά την παραίτηση του υπ. Άμυνας Γκαλάντ («δεν μπορείς να κερδίσεις τον πόλεμο») και προειδοποιεί ότι 100.000 έφεδροι είναι έτοιμοι για ανταρσία, εάν τα «ταλαντευόμενα στοιχεία» εμποδίσουν τον στόχο της «ολοκληρωτικής νίκης».
Σε αυτή την εσωτερική κρίση, μια κατηγορία μόνοι τους αποτελούν οι «Χαρεντίμ», οι υπερ-ορθόδοξοι Εβραίοι που γενικά στηρίζουν τη σιωνιστική Δεξιά αλλά εξαιρούνταν ως τώρα από την στρατιωτική θητεία. Ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο συζητά το τέλος αυτής της εξαίρεσης (ενδεικτικό των δυσκολιών του πολέμου), οι «Χαρεντίμ» απέκλεισαν δρόμους και γέφυρες, αντιμετωπίζοντας και αστυνομική καταστολή.
Η πόλωση αντανακλάται και μέσα στην κυβέρνηση. Ο «κεντρώος» Μπένι Γκαντζ, μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου, συμμερίζεται την ανάγκη συντριβής της Χαμάς και (βίαιης) «ειρήνευσης» της Γάζας, αλλά έχει σηκώσει το ζήτημα της εξασφάλισης επιστροφής των ομήρων και την ανάγκη να παρουσιάσει ο Νετανιάχου συγκεκριμένο «σχέδιο για την επόμενη μέρα στη Γάζα, μετά την Χαμάς», απειλώντας με παραίτηση ως τις 8 Ιούνη [Rp: Τελικά παραιτήθηκε και αποχώρησε από το Πολεμικό Συμβούλιο]. Ο Γκαλάντ δηλώνει ότι πλάι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις για τη συντριβή της αντίστασης χρειάζεται και «η προώθηση μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης από την Χαμάς», αλλά δεν μας λέει ποιας ακριβώς. Οι Σμότριτς και Μπεν-Γκβιρ, ακροδεξιοί εταίροι του Νετανιάχου, συνεχίζουν να βγάζουν υστερικές κραυγές για την «ολοκληρωτική νίκη», για τη συντριβή των Παλαιστινίων, για την κατοχή και τον εποικισμό της Γάζας. Και στη μέση βρίσκεται ο Νετανιάχου, επικεφαλής ενός κόμματος που αισθάνεται πιο κοντά στον Μπεν-Γκβιρ, εκφραστής του ρεύματος που θεωρεί ότι «το 1948 έμεινε στη μέση η δουλειά», αλλά και ένας πραγματιστής καιροσκόπος που καταλαβαίνει καλύτερα τους περιορισμούς της «ρεάλπολιτίκ».
Παρέμβαση Μπάιντεν
Σε αυτό το φόντο ήρθε η αιφνίδια δημόσια παρέμβαση Μπάιντεν, με την παρουσίαση ενός σχεδίου τριών φάσεων που θα καταλήξει σε μόνιμο τερματισμό των εχθροπραξιών. Πρόκειται για ένα πολύ «γκρίζο» ζήτημα που έχει προκαλέσει σύγχυση.
Ο Μπάιντεν παρουσίασε την πρόταση ως «ισραηλινή», ενώ μια μέρα μετά έγινε σαφές ότι η Ισραηλινή κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε κι εξέφρασε τις επιφυλάξεις της, επιμένοντας στην προϋπόθεση «συντριβής της Χαμάς» ως προαπαιτούμενο για μόνιμη κατάπαυση του πυρός. Αργότερα σύμβουλος του Νετανιάχου έκανε λόγο για μια «κακή συμφωνία», που όμως «έχουμε αποδεχτεί ως πλαίσιο».
Μέσα στο Ισραήλ κλιμακώνεται η πίεση στον Νετανιάχου να την αποδεχτεί, από τον Γκαντζ μέσα στο Πολεμικό Συμβούλιο [Rp: μέχρι που δήλωσε ότι αποχωρεί], από 100.000 διαδηλωτές, από τον «κεντρώο» Λαπίντ που δεν έχει προσχωρήσει στο Πολεμικό Συμβούλιο και δηλώνει σήμερα έτοιμος να στηρίξει τον Νετανιάχου αν αντιμετωπίσει εκβιασμό από τους ακροδεξιούς εταίρους του. Κορυφώνεται παράλληλα και η πίεση αυτών των εταίρων. Μετά από μια αρχική σιωπή, οι ακροδεξιοί υπουργοί άρχισαν να «πετροβολούν» την πρόταση Μπάιντεν και να απαιτούν την απόρριψή της, απειλώντας όντως με ανατροπή της κυβέρνησης.
Ο Μπάιντεν παρουσίασε μια πρόταση που -στη γενική φόρμα- μοιάζει πολύ με εκείνη που είχε δηλώσει νωρίτερα η Χαμάς ότι αποδέχεται, αλλά η ηγεσία της οργάνωσης δηλώνει ότι περιμένει να την παραλάβει για να την εξετάσει στις λεπτομέρειες, δηλώνοντας με ιδιαίτερη προσοχή ότι εντοπίζει «θετικές ιδέες» σε αυτήν και ότι έχει «εποικοδομητική διάθεση» σε κάθε πρόταση που δεσμεύει το Ισραήλ στις βασικές απαιτήσεις της: μόνιμη κατάπαυση του πυρός/αποχώρηση του στρατού εισβολής από τη Γάζα/άρση του αποκλεισμού/ελευθερία επιστροφής των ξεριζωμένων στις γειτονιές τους/ανοικοδόμηση.
Τα ερωτήματα για το πολιτικό περιεχόμενο της πρότασης Μπάιντεν είναι πολλά. Όψεις της ομιλίας του έδειχναν ότι προσπαθούσε να «πουλήσει» στο Ισραήλ μια συμφωνία που αποτελεί παραδοχή ήττας. Την ίδια ώρα, διατύπωσε εκ νέου το στόχο «απαλλαγής» της Γάζας από τη Χαμάς, παρότι εισηγείται διαπραγματεύσεις μαζί της.
Η κρίσιμη λεπτομέρεια βρίσκεται στην αναφορά σε διαπραγματεύσεις με θολό το αντικείμενό τους: από την έκβασή τους, λέει, θα εξαρτηθεί το πέρασμα από την «πρώτη φάση» (προσωρινή κατάπαυση του πυρός, μερική αναδίπλωση του σιωνιστικού στρατού, ελευθερία επιστροφής/μετακίνησης των Παλαιστινίων, πρώτη ανταλλαγή αιχμαλώτων, ανεμπόδιστη/μαζικής είσοδος ανθρωπιστικής βοήθειας) στη δεύτερη (οριστική απόσυρση του σιωνιστικού στρατού και οριστικό τέλος εχθροπραξιών) που θα ανοίξει το δρόμο στην τρίτη (ολοκλήρωση των ανταλλαγών αιχμαλώτων και ανοικοδόμηση).
Είναι αυτή η «δημιουργική ασάφεια» (του αντικειμένου των «διαπραγματεύσεων»), που επιτρέπει στο Ισραήλ να συζητά την πρόταση (της οποίας η πρώτη φάση θα επιστρέψει τους πολίτες-ομήρους που είναι το βασικό ακανθώδες ζήτημα στο εσωτερικό) ενώ ταυτόχρονα δηλώνει ότι «οριστική κατάπαυση του πυρός» (δεύτερη φάση) θα δεχτεί μόνο αν πάψει να υπάρχει «απειλή από τη Γάζα». Μπορεί πχ μετά τις 6 εβδομάδες να απαιτήσει τον αφοπλισμό της Αντίστασης, ή/και να επικαλεστεί «αποτυχία των διαπραγματεύσεων» για να ξαναρχίσει τις επιχειρήσεις.
Αυτά τα ενδεχόμενα της «δημιουργικής ασάφειας», μαζί με το εύλογο έλλειμμα εμπιστοσύνης σε Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ, είναι που εξηγούν το αρχικό «κράτημα» των Παλαιστινιακών οργανώσεων μπροστά σε μια συμφωνία που -στη φόρμα- θυμίζει τους όρους τους. Είναι υπόθεση των παλαιστινιακών οργανώσεων να εξετάσουν το πλήρες περιεχόμενο της πρότασης και να εκτιμήσουν τη στάση τους απέναντί της.
Στο κίνημα αλληλεγγύης αντιστοιχεί να σταθεί στο πλευρό της Παλαιστινικής Αντίστασης και να επιμείνει να πιέζει τους συμμάχους του Ισραήλ να αποδεχτούν τους όρους της.
[Rp: Τα βασικά σημεία της αμερικανικής πρότασηςαποτελούν και την απόφαση που υιοθέτησε με 14-0 και μια αποχή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Απαντώντας στον επικοινωνιακό πόλεμο της αμερικανικής κυβέρνησης (που δηλώνει ότι πρέπει «να πιεστεί η Χαμάς να την αποδεχτεί» την ώρα που είναι εμφανής η σιωνιστική απροθυμία να συζητήσει ειλικρινά), η Χαμάς δήλωσε ότι βλέπει καταρχήν θετικά την απόφαση του ΟΗΕ κι ότι είναι πρόθυμη να συζητήσει την εφαρμογή της.Επιμένοντας -απέναντι στους κινδύνους της δημιουργικής ασάφειας- ότι «η Κατοχή πρέπει να δεσμευτεί δημόσια» στους στόχους που αφορούν την οριστική απόσυρση από τη Γάζα, την οριστική κατάπαυση του πυρός κλπ και ότι η αμερικανική κυβέρνηση οφείλει να κάνει ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει αυτή η δέσμευση του σιωνιστικού κράτους]
Ενισχύεται το κλίμα απομόνωσης του Ισραήλ
Υπό την πίεση της διεθνούς κατακραυγής και του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, η τάση διεθνούς απομόνωσης του Κράτους του Ισραήλ αγγίζει πλέον και τις «κορυφές» των θεσμών.
Το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) της Χάγης, μετά τα «προσωρινά μέτρα» που διέτασσαν το Ισραήλ γενικότερα να εξασφαλίσει με τις πράξεις του ότι δεν διαπράττεται γενοκτονία, επανήλθε με μια νέα, σαφέστερη, εντολή να σταματήσει τη στρατιωτική επίθεση στη Ράφα.
Παράλληλα, η ηγεσία του Ισραήλ βρέθηκε και στο στόχαστρο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ). Ενώ το ΔΔ είναι αναγνωρισμένο από τον ΟΗΕ για την επίλυση διακρατικών διαφορών, το ΔΠΔ λειτουργεί ως «ανεξάρτητος» θεσμός. Οι αποφάσεις του αφορούν τα κράτη που έχουν υπογράψει το Καταστατικό του και η δικαιοδοσία του αφορά αποφάσεις κατά ατόμων (για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας). Για πολλά χρόνια, είχε (δίκαια) τη φήμη ενός Δικαστηρίου που διώκει «αποκλειστικά Αφρικανούς». Η προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτή τη φήμη ξεκίνησε στα τελευταία χρόνια της θητείας της Εισαγγελέα Φατού Μπενσουντά, που ξεκίνησε έρευνα σε Γάζα-Δυτική Όχθη-Αν. Ιερουσαλήμ (κατόπιν αιτήματος της Παλαιστινιακής Αρχής και αντιμετωπίζοντας σοβαρές απειλές από την Μοσάντ), αλλά και για εγκλήματα στον 20ετή πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Ο διάδοχός της, ο Καρίμ Καν, αποφάσισε να σταματήσει την έρευνα για τα εγκλήματα του αμερικανικού στρατού και της CIA στο Αφγανιστάν και να εστιάσει αποκλειστικά στους Ταλιμπάν και το Ισλαμικό Κράτος-Κορασάν, ενώ και η έρευνα για τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη βρέθηκε στο συρτάρι.
Τα εντάλματα που ζήτησε να εκδοθούν για τον πολιτικό ηγέτη της Χαμάς, τον ηγέτη της στρατιωτικής της πτέρυγας και τον επικεφαλής της οργάνωσης στη Γάζα, ανθρώπους που ήδη θεωρούνται διεθνώς «τρομοκράτες», δεν προκαλούν έκπληξη με βάση αυτήν την προϊστορία. Αντίθετα, αυτή η προϊστορία αναδεικνύει γιατί προκάλεσε τόσο «θόρυβο» η πράξη του να ζητήσει να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης για τον Νετανιάχου και τον Γκαλάντ, προκαλώντας την ιερή οργή και του σιωνιστικού κράτους και του αμερικανικού.
Όσο κι αν αυτοί οι διεθνείς θεσμοί παίζουν το παιχνίδι των πολιτικών ισορροπιών, και παρότι δεν έχουν μηχανισμούς επιβολής των αποφάσεών τους, δεν μπορεί να μην καταγραφεί -σε όσους «δύσπιστους» έχουν απομείνει στην κοινή γνώμη- η εξής σύνοψη: Ένα κράτος αντιμετωπίζει «βάσιμες» κατηγορίες για διάπραξη γενοκτονίας, έχοντας στην ηγεσία του δύο υπόπτους για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, με αποφάσεις θεσμών που δεν διακρίνονται από κάποια αντιαποικιοκρατική μεροληψία. Αυτά προστίθενται στο μακρύ κατάλογο «σεβαστών» ΜΚΟ και απολίτικων θεσμών όπως η ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, των οποίων οι καταγγελίες κάνουν θρύψαλα την σιωνιστική προπαγάνδα. Το Ισραήλ επιμένει να τους αγνοεί όλους, συνεχίζοντας να εγκληματεί «στο φως της ημέρας» και εκτοξεύοντας αλαζονικά απειλές και ύβρεις εναντίον τους.
Όλα αυτά περιγράφουν ένα κράτος που -θα έπρεπε να- είναι «παρίας». Όμως η διακοπή συνεργασίας και οι κυρώσεις παραμένουν προκλητικά εκτός συζήτησης σε επίπεδο κρατικών ηγεσιών και κυβερνήσεων, κάνοντας τις δραματικές τους εκκλήσεις και το ρητορικό ανέβασμα των τόνων να δείχνουν ταυτόχρονα θλιβερές και εξοργιστικές.
Σε αυτό το υπόβαθρο έχει ανέβει σε κάποιες δυτικές πρωτεύουσες η συζήτηση για πιθανή αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, μετά τη σχετική απόφαση από τις κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Νορβηγίας, της Ιρλανδίας και μάλλον της Σλοβενίας.
Είναι μια συμβολική κίνηση χωρίς άμεσο πρακτικό αντίκτυπο στις ζωές των Παλαιστινίων και στην κατάσταση στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (Δυτική Όχθη, Γάζα, Ανατ. Ιερουσαλήμ -αυτά τα οποία αναγνωρίζονται ως δυνητικό κράτος). Άλλωστε, 146 από τα 193 μέλη του ΟΗΕ έχουν προχωρήσει ήδη από καιρό σε αναγνώριση, (ανάμεσά τους και χώρες που σήμερα οι κυβερνήσεις τους ακολουθούν ακραιφνώς φιλο-ισραηλινή πολιτική), χωρίς να αλλάξει κάτι «στο πεδίο».
Είναι αποτέλεσμα της κινηματικής πίεσης και προσπάθεια να κρατηθούν οι ισορροπίες καθώς συνεχίζεται επί 8 μήνες η σφαγή στη Γάζα: Αντιμέτωπες με το πιεστικό αίτημα διακοπής των σχέσεων με το Ισραήλ και απέναντι στο κλίμα ολόθερμης στήριξης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση «ως τη Λευτεριά», κάποιες κυβερνήσεις «στρίβουν δια της αναγνώρισης» ενός Παλαιστινιακού κράτους, για να παρουσιάσουν κάτι στην εξοργισμένη κοινή τους γνώμη.
Ο συμβολισμός έχει μια αξία. Αποτυπώνει ρήγματα μέσα στη δυτική συναίνεση που έλεγε ότι ακόμα κι αυτή η αναγνώριση δεν μπορεί να γίνει πριν την εξέλιξη μιας «ειρηνευτικής διαδικασίας». Δηλαδή, ακόμα και μια επί της αρχής αναγνώριση -σε επίπεδο γενικών προθέσεων- του δικαιώματος του Παλαιστινιακού λαού να αποκτήσει (κάπως, κάποτε…) ένα κράτος, προϋπέθετε τη… σύμφωνη γνώμη του Ισραήλ. Με αυτή την έννοια, λειτουργούν κι αυτές οι αποφάσεις σωρευτικά στο ευρύτερο κλίμα «ενίσχυσης της απομόνωσης του Ισραήλ» και αυτό αποτελεί την βάση των οργισμένων αντιδράσεων του Νετανιάχου.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν χειροπιαστά παραδείγματα της δυνατότητας του διεθνούς κινήματος να προκαλεί ρωγμές. Αλλά ως κινήσεις παραμένουν συμβολικές όσο δεν συνοδεύονται από μέτρα και κυρώσεις κατά του Ισραήλ –αυτό θα απαιτήσει συνέχεια και κλιμάκωση της δράσης της διεθνούς αλληλεγγύης, που πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. "Μποϊκοτάζ-Αποεπένδυση-Κυρώσεις!").
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά