Σε πρόσφατη συζήτηση, με αφορμή διαδικτυακά σχόλια για το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο και την καταναλωτική φρενίτιδα που προκάλεσε η περίφημη «Black Friday», φίλος και σύντροφος υποστήριξε πως ένας από τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά δεν έχει καταφέρει να ριζοσπαστικοποιήσει τα μεσαία και λαϊκά στρώματα που πλήττονται βάναυσα από την δομική καπιταλιστική κρίση και την βίαιη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης, είναι ότι χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό συναισθηματικά φορτισμένο, ειρωνικό και υποτιμητικό για τα στρώματα αυτά λόγο, ο οποίος τα απωθεί και τα οδηγεί να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους μέσω του καλπάζοντος ακροδεξιού λαϊκισμού. Εξέφρασε δε την προσδοκία ότι η τάση αυτή μπορεί και πρέπει να αναστραφεί, εφόσον η Αριστερά απευθυνθεί στις υποτελείς τάξεις με λόγο επιστημονικό, «σοβαρό» και απαλλαγμένο από τέτοιου τύπου συναισθηματικές εξάρσεις.

Κατ’ αρχάς ο αυστηρός διαχωρισμός της επιστήμης από την επίκληση στο συναίσθημα και σε ηθικές αρχές, για τον οποίο έχω μιλήσει εκτενέστερα σε προηγούμενο κείμενο, εκτός του ότι είναι πρακτικά αδύνατος και ανιστόρητος, αποτελεί το ισχυρότερο ιδεολογικό υπόβαθρο του νεοφιλελευθερισμού. Ο τεχνοκρατικός επιστημονισμός της δήθεν «ουδετερότητας» και αποστασιοποίησης από τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις δεν είναι επιστήμη, αλλά χυδαία διαστρέβλωσή της. Η αποκοπή της επιστήμης από την πρόσδεση σε αρχές και αξίες, τις οποίες μόνο μια σταθερή κι ευθέως διακηρυγμένη ιδεολογική τοποθέτηση μπορεί να παράσχει, μακράν του να σηματοδοτεί το «τέλος της ιστορίας και της ιδεολογίας» που κοντόφθαλμα βιάστηκαν να επικαλεστούν οι απολογητές του συστήματος μετά τα γεγονότα του 1989-91, είναι απολύτως ιδεολογικά στρατευμένη στην εδραίωση της αντίληψης ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» πέραν του καπιταλισμού(του γνωστού Θατσερικού ακρωνυμίου TINA). Το να εγκλωβίζεται λοιπόν  η Αριστερά στην αυταπάτη της αποιδεολογικοποίησης και της «συναινετικής κουλτούρας» που καλλιεργεί η κυρίαρχη ιδεολογία, απλώς επιτείνει τα αδιέξοδά της και ενισχύει την αστική εξουσία.

Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι ο πολιτικός λόγος της αριστεράς πρέπει να καταφύγει στο άλλο άκρο του επίσης αδιέξοδου ηθικισμού και των απλών καταγγελτικών κηρυγμάτων. Κάθε άλλο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και συγκριτικό πλεονέκτημα της επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής σε σχέση με τη συντηρητική, αστική και ρεφορμιστική παράδοση, και του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού ως πυρήνα της, οφείλει να είναι η συστηματική εμπειρική μελέτη και ερμηνεία των τάσεων εξέλιξης της κοινωνίας, με στόχο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της. Κατά συνέπεια, η επαναστατική θεωρία είναι πρωταρχικά επιστημονική και αντικειμενική. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο στρατηγικός στόχος είναι η κοινωνική αλλαγή με αυτενέργεια και άμεσα πρωταγωνιστικό ρόλο των ίδιων των εργαζόμενων τάξεων ως συνόλου, εξίσου κρίσιμη με την επιστημονική θεμελίωση είναι και η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στις τάξεις αυτές. Και ως γνωστόν, όπως έδειξε ο Γκράμσι, αυτή η ηγεμονία δεν επιτυγχάνεται χωρίς την άμεση έκφραση και ενοποίηση των καθημερινών αναγκών, πεποιθήσεων και διεκδικήσεων των υποτελών τάξεων με τρόπο προσιτό και κατανοητό, ώστε, αναγνωρίζοντας την ηθική και πνευματική υπεροχή της Αριστεράς ως «επαναστατικής πρωτοπορίας», να συστρατευθούν μαζί της ως κοινωνική πλειοψηφία, σχηματίζοντας αυτό που ο σπουδαίος μαρξιστής ονόμασε «ιστορικό μπλοκ» ή «εθνική λαϊκή βούληση» απέναντι στην αστική ηγεμονία. Αυτή η διαδικασία δεν σημαίνει καθόλου την ακύρωση του αντικειμενικού-καθολικού χαρακτήρα της επαναστατικής θεωρίας και τον υποβιβασμό της στα ιδιαίτερα συμφέροντα των επιμέρους τάξεων που διεκδικεί να εκπροσωπήσει. Αντίθετα, τον συμπληρώνει και τον ισχυροποιεί, καθώς αποσκοπεί στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου και στη διεύρυνση της κοσμοαντίληψης των εν λόγω τάξεων, που πραγματοποιείται μέσα από την εξοικείωσή τους με τη θεωρία και την εμπειρία της πολιτικής κινητοποίησης. Η αναβάθμιση αυτή, δεδομένου ότι λειτουργεί και ως «σχολείο» για να μάθουν οι κυριαρχούμενες τάξεις βιωματικά τη συλλογική αυτοδιεύθυνση και διαχείριση του κοινωνικού πλούτου, είναι ακόμα σημαντικότερη σε συνθήκες κρίσης και ρηγμάτων στην αστική κυριαρχία, όπως οι σημερινές. Και αυτό ανεξάρτητα από την προοδευτική ή αντιδραστική κατάληξη των κρίσεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, εκτός από τον Γκράμσι, στην αναγκαιότητα της ιδεολογικής-ηθικής ηγεμονίας αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, όλοι οι θεμελιωτές του μαρξισμού, είτε οι επαναστατικές καταστάσεις στις οποίες πρωταγωνίστησαν είχαν επιτυχή κατάληξη (αναφορά του Λένιν στην απαραίτητη ενότητα θεωρίας και πράξης), είτε όχι (τονισμός από τον Μαρξ της σημασίας του ηρωισμού των Παριζιάνων κομμουνάρων στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία», επισήμανση από την Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην μπροσούρα της «Τι ζητά ο Σπάρτακος», του «επαναστατικού ιδεαλισμού» ως αγωνιστικού μοχλού του γερμανικού προλεταριάτου με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου).

Πέραν όλων αυτών, που καταδεικνύουν τη θεωρητική ασυνέπεια και την ιστορική άγνοια αυτού του ιδιότυπου «αριστερού επιστημονισμού», είναι να απορεί κανείς πως είναι δυνατόν, την ώρα που επιφανείς εκπρόσωποι της αστικής τάξης, παρότι ακόμη ηγεμονικής, εγκαταλείπουν κάθε πρόσχημα «πολιτικά ορθής» συμπεριφοράς προς την υπόλοιπη χειμαζόμενη κοινωνία, μετατοπιζόμενοι από τη γραφικότητα και τη γελοιοποίηση στον κυνισμό και τούμπαλιν (τα παραδείγματα αφθονούν, από τις δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΕ τις παραμονές του ελληνικού δημοψηφίσματος, μέχρι την περίπτωση του «αντισυστημικού» Ν. Φάρατζ στην Αγγλία, ο οποίος παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματός του μετά την επικράτηση του Brexit που ο ίδιος είχε αναφανδόν στηρίξει, και τις θεατρινίστικες ρατσιστικές ανοησίες του νέου πλανητάρχη-κλόουν), να ζητείται από την Αριστερά να υιοθετήσει το «πολιτικά ορθό», που οι αντίπαλοί της πετούν στον κάλαθο των αχρήστων, όπου και ανήκει, κάθε φορά που τα συμφέροντά τους απειλούνται άμεσα. Όταν η κρίση αποκαλύπτει το αστικό κράτος ως αυτό που πραγματικά είναι, ως πεδίο «ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων»(για να επικαλεστώ και πάλι τους Έγκελς-Λένιν), η απάντηση στον ταξικό κυνισμό των από πάνω δεν είναι η σοβαροφάνεια ενός απονευρωμένου, πατερναλιστικού ύφους, επιστημονικού λόγου, που εξ’ ορισμού αφορά μόνο σε μια μειοψηφία ήδη καταρτισμένη με τα σχετικά θέματα, αλλά, ας το επαναλάβουμε, η «προσγείωση», μέσα πάντα από το ερμηνευτικό φίλτρο του επιστημονικού σοσιαλισμού, στην «πεζή» πραγματικότητα, τις ανάγκες και τα αισθήματα των από κάτω, ώστε αυτοί να κάνουν κτήμα τους την αντικαπιταλιστική εναλλακτική.

Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι, αν και το φαινόμενο της στείρας ηθικής καταγγελίας είναι ήδη παρών σε πολλά τμήματα της Αριστεράς, η αντιμετώπιση της αστικής κυριαρχίας και του φασιστικού κινδύνου με την απογύμνωση της επαναστατικής θεωρίας από κάθε συναισθηματική-ηθική αναφορά, τη στερεί από το απαραίτητο ανθρωπιστικό της θεμέλιο, συνιστώντας φάρμακο χειρότερο από την ίδια την ασθένεια. Για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, που δεν ήταν μαρξιστής, «επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία εστί».

Ετικέτες