Κινηματογραφική κριτική για το logan lucky (2017) του Στήβεν Σόντεμπεργκ

Κάποιες φορές για να μπορέσεις να πεις τα πιο σοβαρά πράγματα, χρειάζεται να τα διατυπώσεις με έναν ασόβαρο τρόπο.

Πώς να εξηγήσεις ότι η εργατική τάξη, που τρώει τη μία ήττα μετά την άλλη, είναι η τάξη που μπορεί να διευθύνει τον κόσμο και να μοιράσει πολύ πιο δίκαια το κοινωνικό προϊόν; Πώς να πείσεις πως οι εργάτες και οι εργάτριες που κάνουν τις πιο περιφρονημένες και χαμάλικες δουλειές, που ζουν στην απειλή της επισφάλειας, που η καθημερινότητά τους είναι μουντίλα και καθήλωση και βουβή απελπισία είναι ικανοί και ικανές να οργανώσουν και να διευθύνουν; Πως είναι σε θέση να κάνουν σχέδια με πνοή και να πάρουν την πρωτοβουλία να τα υλοποιήσουν;

Ο Στήβεν Σόντεμπεργκ, ο σκηνοθέτης του logan lucky, διαλέγει να μας μιλήσει για τις ικανότητες και τα ταλέντα της εργατικής τάξης μέσα από την κωμική αφήγηση μιας ληστείας, όπου συμβαίνουν πολλές αναποδιές!

Ο Σόντεμπεργκ ξέρει καλά να αφηγείται ληστείες. Έγινε διάσημος ακριβώς γι’ αυτές τις ταινίες του: Οι «Συμμορία των 11», «των 12» και «των 13» είναι κινηματογραφικά έργα που όλοι και όλες έχουμε δει ή έστω ακούσει. Καλοκουρδισμένες περιπέτειες, όπου ομάδες αριστοτεχνών της διάρρηξης και βιρτουόζων της κομπίνας εκτελούν άψογα σχέδια κλοπής, περίπλοκα σχεδιασμένα. Αυτές οι ταινίες του Σόντεμπεργκ, αν και δεν διαθέτουν ιδιαίτερο βάθος, σου τραβούν το ενδιαφέρον για την τελειότητα της εκτέλεσης και το δυνατό τους ρυθμό.

Βέβαια, ο Σόντεμπεργκ είναι ικανός για πολύ σημαντικότερα πράγματα από ταινίες εκτόνωσης. Νέος σκηνοθέτης είχε κάνει το ντεμπούτο του με ένα εντελώς διαφορετικό φιλμ, χαμηλόφωνο και ουσιαστικό, το «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες», που αναφερόταν σε πραγματικούς, καθημερινούς ανθρώπους και τους προσέγγιζε με στοργή και κατανόηση.

Για τους περισσότερους κριτικούς των ελληνικών μέσων, ο Σόντεμπεργκ στο logan lucky απλώς επαναλαμβάνεται, αφηγούμενος ακόμη μια φορά μια άψογα κινηματογραφημένη ληστεία. Οι κριτικοί μας προσπερνούν στα γρήγορα την ταινία θεωρώντας την χλωμή ηχώ των «Συμμοριών των 11, 12» κλπ. χωρίς να ασχολούνται ιδιαίτερα. Αλλά οι αστοχίες είναι συνηθισμένο φαινόμενο σ΄ αυτό το άτυχο συνάφι. Είναι σχεδόν αναμενόμενο να ενθουσιάζονται με τον τσίγκο και να μην αντιλαμβάνονται το μέταλλο αξίας. Είναι εντελώς αναμενόμενο το να πηγαίνουν και να εύχονται «και του χρόνου» στους γάμους ή «και στα δικά σας» στις κηδείες!

Μοναδική εξαίρεση η κριτική στο περιοδικό flix που έγραψε η Λήδα Γαλανού και που δείχνει πως όχι μόνο ενθουσιάστηκε, αλλά και μαγεύτηκε ολοκληρωτικά με την ταινία που την θεωρεί ορόσημο και για το έργο του σκηνοθέτη, αλλά και για την καλλιτεχνική αποτύπωση της εποχής μας. Γράφει η κ. Γαλανού: «Το Logan Lucky είναι ακριβώς η γεμάτη σιγουριά και στιλ, διασκεδαστική, έξυπνη και πολιτική ταινία με ανατροπές στο σενάριο και στην κατασκευή της, που περιμένει κανείς, από έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς δημιουργούς της εποχής μας».

Και συνεχίζει: «Αλλά, ταυτόχρονα και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, το ‘Logan Lucky’ είναι μια ταινία πολιτική, βγαλμένη από την απογοήτευση της Αμερικής με την ίδια της την εκλογή του Προέδρου Τραμπ («όταν κάνεις μια φορά λάθος, μαθαίνεις και δεν το ξανακάνεις, έτσι δεν είναι;»), από την απλή, παραδοσιακή ηθική της καλοσύνης και της γενναιοδωρίας, από την ευκολία με την οποία το αμερικανικό κράτος διαγράφει τους πολίτες του, σαν ένα πολυχρησιμοποιημένο τηλεφωνικό νούμερο, από το πώς ένας γκαντέμης (Λόγκαν ή ό,τι άλλο) σχεδόν νομιμοποιείται να ληστέψει την ίδια την κοιλιά της χώρας του, την ώρα που πάνω από το έδαφος ανταλλάσσονται εκατομμύρια δολάρια».

 

Και γιατί το Λόγκαν Λάκυ είναι τόσο σημαντικό;

Επειδή ο σκηνοθέτης δεν κινηματογραφεί εδώ δεξιοτέχνες διαρρήκτες που παίρνουν πόζες και εκφωνούν ατάκες, αλλά ηττημένους ανθρώπους που ετοιμάζονται για την αντεπίθεσή τους. Οι ήρωές του διεκδικούν πολύ περισσότερα από τη λεία της ληστείας: απαιτούν την αξιοπρέπειά τους, ανταποδίδοντας τα χτυπήματα στους κατόχους του πλούτου…

Ο ήρωας της ταινίας του, ο Τζίμυ Λόγκαν, είναι ένας τυπικός redneck, ένας εργάτης στη Δυτική Βιρτζίνια, ένας χειρώνακτας σε εταιρεία κατασκευών που χάνει τη δουλειά του, επειδή ο προϊστάμενός του τον τσάκωσε να κουτσαίνει. Η εταιρεία δεν χρειάζεται εργαζόμενους που ενδέχεται να παρουσιάσουν στο μέλλον προβλήματα υγείας. Έτσι τον απολύουν άμεσα, για να μην χρειαστεί να πληρωθούν περισσότερα χρήματα για τυχόν περίθαλψή του. Όμως ο Λόγκαν, που ζει χωρισμένος, χρειάζεται άμεσα χρήματα για να μετακομίσει κοντά στη μικρή του κόρη για να μπορεί να τη βλέπει τα Σαββατοκύριακα. Και η μόνη δυνατή διέξοδος είναι μια καλή ληστεία. Θα την οργανώσει μαζί με τα αδέλφια του, τον Κλάϊντ, που έχει χάσει το χέρι του στο Ιράκ και την Μέλι, που τρώει τη ζωή της σε ένα κομμωτήριο. Θα χρειαστεί φυσικά να στρατολογήσουν κι άλλους, ανάμεσά τους κι έναν μάστορα των διαρρήξεων, ρόλο στον οποίο δίνει τον απολαυστικότερο εαυτό του και τον καλύτερο ρόλο του με διαφορά ο Ντάνιελ Κρεγκ, πρωταγωνιστής των ταινιών Τζέϊμς Μποντ.

Και τι θα επιχειρήσουν να ληστέψουν; Είναι οι εισπράξεις μιας τεραστίων διαστάσεων γιορτής, των αγώνων ταχύτητας Coca Cola 600 στη διπλανή πολιτεία της Νότιας Καρολίνα. Οι αγώνες διεξάγονται τη μέρα των Πεσόντων, στις 28 Μαΐου, όταν λόγοι πατριωτικοί εκφωνούνται και τιμητικά αποσπάσματα παρουσιάζουν όπλα για να ξεκινήσει αμέσως μετά το μεγάλο πανηγύρι των αγώνων πίστας με αυτοκίνητα και με τρελές εισπράξεις εισιτηρίων και κατανάλωσης κόκα κόλας, μπύρας και junk food. Μέσα σε μια μόλις μέρα, οι εταιρείες κολοσσοί θα εισπράξουν πολλά εκατομμύρια - στο όνομα των νεκρών και των σακατεμένων του αμερικανικού στρατού. Εκτός αν καταφέρουν οι ήρωές μας να πετύχουν μια πρόσκαιρη αναδιανομή του πλούτου.

«Συντονισμός, αντοχή, πειθαρχία»

Ο σκηνοθέτης βάζει τους ήρωές του να οργανώνουν τη ληστεία σε τέσσερις εβδομάδες. Και κινηματογραφικά συντονίζει τα βήματα της οργάνωσης της επιχείρησης με ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα για τους οδηγούς ταχύτητας, που πρόκειται να διεκδικήσουν το πρώτο βραβείο των αγώνων. Οι αθλητικοί ρεπόρτερ και σχολιαστές χρησιμοποιούν συνεχώς εκφράσεις και διατυπώσεις για τους διάσημους οδηγούς που ταιριάζουν πολύ καλύτερα με τους αφανείς ήρωες που ετοιμάζουν την εκδίκησή τους. «Συντονισμός, αντοχή και πειθαρχία είναι οι ιδιότητες που ξεχωρίζουν την ομάδα που νικάει», δηλώνει ένας από αυτούς τους κουστουμαρισμένους στο γυαλί. Όμως ο συντονισμός, η αντοχή και η πειθαρχία είναι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν την τάξη που παράγει τον πλούτο χωρίς να τον απολαμβάνει. Ενώ ο Τζίμυ και ο Κλάϊντ οργανώνουν με αποφασιστικότητα και προσοχή τις λεπτομέρειες, η Μέλι εκτρέφει με άπειρη υπομονή τις κατσαρίδες που θα θέσουν εκτός μάχης το καλύτερο σύστημα ασφαλείας χρηματοκιβωτίων: δίπλα στον συντονισμό, την αντοχή και την πειθαρχία η εργατική τάξη χρησιμοποιεί το βαρύ πυροβολικό της – την ευρηματικότητα.

Η πραγματική κινηματογραφική συγκίνηση στην ταινία μας φτάνει στην κορύφωσή της σε εκείνη σκηνή που δεν το περιμένεις καθόλου, εκεί που λογικά ένας άλλος σκηνοθέτης θα έκανε ένα διάλειμμα στην ένταση του έργου. Η μικρή κόρη του κεντρικού ήρωα παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς, όπου ανάμεσα στις άλλες δοκιμασίες θα πρέπει και να τραγουδήσει. Η μικρή έχει προετοιμαστεί για έναν εντελώς “πλαστικό” διαγωνισμό, και φυσικά έχει επιλέξει ένα ολοκληρωτικά φτηνό και ψεύτικο τραγούδι, την «Ομπρέλα» της Ριάννα. Στο τέλος όμως άλλο θα είναι το τραγούδι που θα παρασύρει όλο το κοινό που ήρθε να δει τα μικρά κορίτσια. Θα παρασύρει τους μπαμπάδες αυτών των κοριτσιών, που μέσα σε μια εκδήλωση ανούσια και ψεύτικη, καταλήγουν να τραγουδούν μαζί της με ενθουσιασμό ένα τραγούδι πικρό, μελαγχολικό, που φέρνει θύμησες και νοσταλγία και τους αντιπροσωπεύει πραγματικά.

Και μας φέρνει στο νου αυτή η σκηνή αναπόφευκτα το «Paths of Glory» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όπου στην αντίστοιχη σκηνή του τραγουδιού της Γερμανίδας αιχμάλωτης οι Γάλλοι φαντάροι ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, τις ρίζες τους και την ίδια την ουσία της ύπαρξής τους και ανακαλύπτουν/διαισθάνονται το παράλογο του πολέμου.

Και ακόμη, στα πιο “δικά μας”, το ελληνόφωνο κοινό είναι λογικό να θυμηθεί ένα ανάλογο τραγούδι, το «Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, όπου οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι «τρώνε βρώμικο ψωμί, και οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή».

Διότι η εργατική τάξη και στην ταινία μας και στο τραγούδι με την Μπέλλου είναι πατημένη, ηττημένη ξανά και ξανά, αλλά πάντα έτοιμη και ικανή να φέρει τον κόσμο ανάποδα. Αρκεί να καταφέρεις να μιλήσεις στην ψυχή της και στις βαθύτερες ανάγκες της: «Δεν μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές, ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές».

Οι ήρωες της ταινίας κλέβουν για να ξελασπώσουν, αλλά και για να χρηματοδοτήσουν τους γιατρούς που προσφέρουν ιατρική φροντίδα, ορούς και εμβόλια στους άπορους των φτωχογειτονιών. Και επειδή η ληστεία ούτε αρκεί ούτε μένει χωρίς συνέπειες, για μια τάξη παραγνωρισμένη αλλά με τόσες ικανότητες, μυαλό και κότσια, η πρόταση δεν μπορεί να είναι η ατομική λύση αλλά η συλλογική απαλλοτρίωση όλου του πλούτου.

Δείτε την ταινία, απολαύστε την κι ανοίξτε την κουβέντα για την τάξη που μπορεί να χαλάσει το πανηγυράκι του καπιταλισμού και να φτιάξει από την αρχή τον κόσμο.

Ετικέτες