Μέχρι πρόσφατα, η Τυνησία είχε τη φήμη της πιο «ομαλής» μετεπαναστατικά χώρας. Η ανατροπή του Μπεν Άλι, αλλά και διαδοχικών «καθεστωτικών» κυβερνήσεων, οδήγησε στην εκλογική νίκη του ισλαμικού Ενάντα και το σχηματισμό κυβέρνησης από έναν συνασπισμό των ισλαμιστών με τα σοσιαλδημοκρατικά CPR και Ettakatol.
Καθώς δεν υπήρξαν οι μεγάλες πολιτικές αναμετρήσεις που χαρακτήρισαν την Αίγυπτο μετά τον Μουμπάρακ, η Τυνησία θεωρήθηκε υπόδειγμα μετάβασης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως, οι μεγάλες κοινωνικές αντιφάσεις που «γέννησαν» την τυνησιακή εξέγερση, παρέμεναν άλυτες. Δύο χρόνια μετά την ανατροπή του δικτάτορα, τίποτα δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο στις ζωές των εργαζομένων, των ανέργων, των φτωχών. Στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων, υπήρξαν τοπικοί αγώνες (διαδηλώσεις ανέργων, κλαδικές απεργίες, κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών), που θυμίζουν όσα έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη Ρωσία στο βιβλίο της «Μαζική απεργία»:
«Όταν τα τηλεγραφήματα δεν περιείχαν κανένα συνταρακτικό νέο από τη Ρωσία και όταν ο Δυτικο-Ευρωπαίος παραμέριζε την εφημερίδα του με την απογοητευτική δήλωση “δεν συμβαίνει τίποτα στη Ρωσία”, η σπουδαία υπόγεια δουλειά της επανάστασης συνεχιζόταν ακατάπαυστα...».
Η ένταση και η πόλωση είχε εκφραστεί πολλές φορές τους τελευταίους μήνες. Επιθέσεις Σαλαφιστών σε αγωνίστριες, συνδικαλιστές, αριστερές οργανώσεις, συγκρούσεις των πολιτοφυλακών του Ενάντα με διαδηλωτές. Το Δεκέμβρη, η εργατική συνομοσπονδία UGTT κάλεσε γενική απεργία (ενάντια σε επιθέσεις ενάντια σε μέλη της απεργούς), την οποία ανέστειλε τελευταία στιγμή. Το πιο συμβολικό περιστατικό συνέβη στις 17 Δεκέμβρη:
Ήταν η επέτειος της τυνησιακής επανάστασης και ο πρόεδρος Μαρζούκι (του CPR)με τον πρόεδρο της βουλής Μπεν Τζααφάρ (Ettakatol) επισκέφτηκαν την Σίντι Μπουζίντ, την πόλη-λίκνο της επανάστασης, εκεί όπου αυτοπυρπολήθηκε ο νεαρός Μπουαζίζι. Οι κάτοικοι αποδοκίμασαν τους πολιτικούς ηγέτες και τους επιτέθηκαν με πέτρες. Η γαλλόφωνη τυνησιακή La Presse, λίγες μέρες πριν το περιστατικό περιέγραφε την ακραία φτώχεια και την αυξανόμενη ανεργία στην πόλη, σε άρθρο με τίτλο-προειδοποίηση: «Σίντι Μπουζίντ, η αέναη σπίθα».
Εν τω μεταξύ, η κεντρική πολιτική σκηνή κυριαρχούνταν από δύο «πόλους»: Από την μία η συμμαχία του Ενάντα με τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και απέναντί της ένας συνασπισμός κομμάτων που δημιούργησαν οι πρώην καθεστωτικοί μετά τη διάλυση του κυβερνητικού κόμματος του Μπεν Άλι, με τη συμμετοχή και κάποιων φιλελεύθερων και κεντροαριστερών δυνάμεων. Απέναντι σε αυτήν την αδιέξοδη πόλωση, 12 κόμματα και οργανώσεις δημιούργησαν το «Λαϊκό Μέτωπο για την Εκπλήρωση των Στόχων της Επανάστασης», στο οποίο συμμετέχουν δυνάμεις από ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα: Μαοϊκοί, τροτσκιστές, δημοκράτες σοσιαλιστές, οπαδοί του παναραβικού μαρξισμού, ρεύματα του αραβικού εθνικισμού (νασερικοί, μπααθιστές), οικολόγοι, η Attac, η CADTM (Επιτροπή για τη Κατάργηση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου), ανένταχτοι αγωνιστές. Κάποιες πρώτες δημοσκοπήσεις, οι αναφορές στον τυνησιακό Τύπο και η δυναμική αυτού του χώρου (είχε ξαναβρεθεί ενωμένος στο «Μέτωπο της 14 Γενάρη», που καθοδήγησε πολιτικά την ανατροπή διαδοχικών μεταβατικών κυβερνήσεων μετά τον Μπεν Άλι) έδειχναν πως είχε όλες τις προϋποθέσεις να δημιουργήσει έναν «τρίτο πόλο».
Σε αυτό το υπόβαθρο ξέσπασαν τα τελευταία γεγονότα. Στις 6 Φλεβάρη, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ έξω από το σπίτι του ο Τσόκρι Μπελαΐντ, γενικός γραμματέας του Κόμματος Ενωμένων Δημοκρατών Πατριωτών (ένωση δύο ιστορικών μαοϊκών οργανώσεων) και αντιπρόεδρος του Λαϊκού Μετώπου. Ο Μπελαΐντ, βετεράνος του φοιτητικού κινήματος, δικηγόρος με πλούσια δράση υπέρ αντικαθεστωτικών (και σαλαφιστών) επί Μπεν Άλι, ενεργό μέλος της εξέγερσης ενάντια στο δικτάτορα, είχε στοχοποιηθεί από το Ενάντα ως υποκινητής ταραχών, είχε δεχτεί επίθεση από Σαλαφιστές στις 2 Φλεβάρη και μια μέρα πριν τη δολοφονία του είχε καταγγείλει στην τηλεόραση τις βίαιες πολιτικές επιθέσεις και τις ευθύνες του Ενάντα.
Η δολοφονία του, είτε από σαλαφιστές είτε με εντολή του Ενάντα, ήταν μια προειδοποίηση στην Αριστερά. Όμως, στο υπόβαθρο που περιγράφηκε παραπάνω, γύρισε μπούμερανγκ. Την ίδια τη μέρα της δολοφονίας, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν σε διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις. Την επομένη, πολλοί περισσότεροι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των οργανώσεων της Αριστεράς και πλημμύρισαν την λεωφόρο Μπουργκίμπα, έξω από το υπουργείο Εσωτερικών (το αντίστοιχο της αιγυπτιακής «Ταχρίρ» στην Τυνησία). Ένα πλήθος που συγκρινόταν μόνο με τις μέρες του ξεσηκωμού ενάντια στον Μπεν Άλι, απαίτησε «δεύτερη επανάσταση» και «ανατροπή του καθεστώτος». Ξέσπασαν εκτεταμένες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα καθώς σε πολλές πόλεις είτε η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές, είτε αστυνομικά τμήματα και γραφεία του Ενάντα δέχθηκαν επιθέσεις.
Την Παρασκευή 8 Φλεβάρη, ημέρα κηδείας του Μπελαΐντ, η UGTT ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Λαϊκού Μετώπου και προκήρυξε πανεθνική γενική απεργία. Ήταν η τρίτη στην ιστορία της χώρας και η πρώτη μετά από δεκαετίες. Η κηδεία μετατράπηκε σε παλλαϊκή, απεργιακή, πολιτική διαδήλωση που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο: Οι εκτιμήσεις μιλούν για 1-1,5 εκατομμύριο διαδηλωτές! Την επόμενη μέρα, έγινε φιλοκυβερνητική διαδήλωση που κατήγγειλε την «αντεπανάσταση» και φώναζε «ο λαός θέλει και πάλι το Ενάντα». Συγκεντρώθηκαν μόλις 6.000 διαδηλωτές…
Το ξέσπασμα του λαϊκού κινήματος έχει βυθίσει την κυβέρνηση σε βαθιά πολιτική κρίση. Ο ισλαμιστής πρωθυπουργός Τζεμπαλί, ανακοίνωσε ότι θα διαλύσει την κυβέρνηση και θα συγκροτήσει κυβέρνηση τεχνοκρατών που θα οδηγήσει την Τυνησία σε νέες εκλογές. Το Ενάντα αντέδρασε στην απόφαση, κατηγορώντας τον πως δεν συμβουλεύτηκε το κόμμα. Ο Τζεμπαλί επιμένει στην απόφασή του, δύο υπουργοί έχουν παραιτηθεί, το CPRέχει «παγώσει» τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση και κρατά στάση αναμονής, και καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές η τρικομματική κυβέρνηση σπαράσσεται από διαμάχες για τη σύνθεση και τους σκοπούς της νέας κυβέρνησης. Οι δυνάμεις που συμμετέχουν στο Λαϊκό Μέτωπο αποσύρθηκαν από την πρώτη στιγμή από τη Συντακτική Συνέλευση (ακολούθησαν άλλες 3 οργανώσεις της αντιπολίτευσης) και καλούν σε ανατροπή της τρικομματικής.
Πρόκειται για γεγονότα με τεράστια σημασία για τις εξελίξεις στην Τυνησία. Ανέδειξαν την αδυναμία της κυβέρνησης απέναντι στη λαϊκή οργή, τη δυνατότητα του λαϊκού παράγοντα να προκαλεί πολιτική αποσταθεροποίηση στους «από πάνω». Έβαλαν στην πολιτική αντιπαράθεση, τον «κοιμώμενο γίγαντα», την UGTT. Η γενική συνομοσπονδία, με τα 500.000 μέλη, με νέα πιο αγωνιστική ηγεσία, και κυρίως με πλήθος αριστερών στελεχών και αγωνιστών στη βάση, δίκαια χαρακτηρίζεται από αρκετά δυτικά ΜΜΕ ως το μεγάλο αντίπαλο δέος των ισλαμιστών στην πάλη για την εξουσία. Έφεραν τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου στην πολιτική ηγεσία ενός μαζικού κινήματος, στο ρόλο του πρωταγωνιστή στη σύγκρουση με την κυβέρνηση. Όλα αυτά είναι πολύτιμες παρακαταθήκες για την συνέχεια της τυνησιακής επανάστασης και την ανάπτυξη της τυνησιακής Αριστεράς μέσα σε αυτήν…