Απηχώντας τον αποτροπιασμό της διεθνούς κοινής γνώμης για τις πλαστικές σφαίρες και τα συρματοπλέγματα, τα μέσα δηλαδή με τα οποία η Ουγγαρία απωθεί τους χιλιάδες πρόσφυγες που φτάνουν στο κατώφλι της, το χτεσινό πρωτοσέλιδο της Libération αποκαλούσε τη χώρα του Βικτόρ Ορμπάν «ντροπή της Ευρώπης», θέτοντας μάλιστα ζήτημα αν μπορεί να παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον απόηχο, ωστόσο, της Συνόδου Κορυφής για το προσφυγικό, η ανάδειξη του ακροδεξιού πρωτογονισμού της Ουγγαρίας είναι η εύκολη δουλειά, αν όχι μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη μείζονα βαρβαρότητα: την άρνηση των «28» της Ε.Ε. να οργανώσουν επιτέλους την νόμιμη μετακίνηση και τον δίκαιο επιμερισμό των προσφύγων.
Το αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής ήταν, επιεικώς, μια συμφωνία της ντροπής: 10 χώρες της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Σουηδία, όσες δηλαδή έχουν πληγεί λιγότερο από την παγκόσμια κρίση, θα μοιραστούν όλους κι όλους 66.000 πρόσφυγες –και άλλους 54.000, σε βάθος …διετίας. Κι αυτά, ενώ μόνο για την Ουγγαρία η αρχική πρόβλεψη της Κομισιόν αφορούσε 54.000, τη στιγμή που επί ευρωπαϊκού εδάφους βρίσκονται σήμερα 500.000 πρόσφυγες, με προοπτική ως το τέλος της χρονιάς να διπλασιαστούν.
Από μια ορισμένη σκοπιά, η απαράδεκτη συμφωνία συνιστά …πρόοδο. Στον καταμερισμό που κατέληξαν προχθές οι ευρωπαίοι ηγέτες, η Γαλλία για παράδειγμα προβλέπεται να υποδεχτεί 12.962 πρόσφυγες, όταν τον Απρίλιο, μετά δηλαδή το πολύνεκρο ναυάγιο στ’ ανοιχτά της Λιβύης, ο Ολάντ δήλωνε πρόθυμος να αναλάβει «500 με 700 Σύρους», από τους 12 εκατομμύρια που είχαν ανάγκη από βοήθεια για να παραμείνουν ζωντανοί, βάσει εκτιμήσεων του ΟΗΕ. Η ουσία όμως δεν αλλάζει: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διατεθειμένη
α) να αναβαθμίσει τη φύλαξη των συνόρων της (ο σχετικός προϋπολογισμός για την περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος διαχείρισης των συνόρων φτάνει τα 4.64 δις για την επόμενη εξαετία)•
β) να αφήσει ανοιχτά τα σενάρια περαιτέρω στρατιωτικοποίησης των συνόρων (με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά των διακινητών να έχει τεθεί στο τραπέζι από τον Απρίλιο)
γ) να κάνει τα στραβά μάτια όταν τα ισχυρά κράτη-μελη ανακαλούν μονομερώς ευρωπαϊκούς κανονισμούς (Δουβλίνο ΙΙ-ΙΙΙ, Συνθήκη Σένγκεν), παραμένοντας στις ανέξοδες διαπιστώσεις όταν η ευρωπαϊκή «περιφέρεια» δέχεται ισχυρές πιέσεις – ή χρηματοδοτώντας το «κρύψιμο» των προσφύγων σε στρατόπεδα χωρών όπως η Ελλάδα, για να μην αναλάβουν ευθύνες οι πλουσιότεροι.
Όλα αυτά, αρκεί να μην αποκτήσει διαφορετικό περιεχόμενο η (αναγκαία) ευρωπαϊκή συνεργασία στο προσφυγικό: να μην περάσουμε από τη σύγκλιση στα της «ασφάλειας», ακόμα και με στρατιωτικούς όρους, στη συνεργασία για την αναδιανομή πόρων και τον προσανατολισμό τους στη σίτιση, τη στέγαση, την εκπαίδευση και την απασχόληση των ανθρώπων που σήμερα κατακλύζουν τη Νότια και Κεντρική Ευρώπη.
Aυτό είναι που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί στο προσφυγικό: η νόμιμη μετακίνηση, που σημαίνει οργάνωση της υποδοχής, άρα μια μεγάλη μεταφορά πόρων για να καλυφθούν οι άμεσες και μεσοπρόθεσμες ανάγκες των προσφύγων – ανάγκες που, παρεμπιπτόντως, είναι πολύ κοινές με αυτές των εκατομμυρίων ευρωπαίων φτωχών.
Αν όμως το ζήτημα είναι η αναδιανομή των πόρων, και όχι γενικώς η επιβεβαίωση των ευρωπαϊκών ανθρωπιστικών αξιών, θα ήταν τύφλωση να διαχωρίζει κανείς τη «συνταγή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο προσφυγικό, από αυτήν που υλοποιείται την τελευταία πενταετία για τη διαχείριση της κρίσης. Η μέθοδος είναι πανομοιότυπη:
Στο προσφυγικό: συνεργασία στον κοινό στόχο της αποτροπής, μετατόπιση του βάρους των ροών προς τις χώρες πρώτης υποδοχής («περιφέρεια»), αναγνώριση του δικαιώματος για μονομερείς ενέργειες στα ισχυρότερα κράτη του «κέντρου», λήψη αποφάσεων και εκτέλεση από «ουδέτερα» όργανα, όπως οι Σύνοδοι Κορυφής και η Frontex αντίστοιχα, πάντως πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο ή νομιμοποίηση.
Στη διαχείριση της κρίσης: συνεργασία στη μνημονιακή επιτήρηση του δημόσιου χρέους, την έκθεση των κεφαλαίων στο διεθνή ανταγωνισμό και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (συνεργασία, εντέλει, στις πολιτικές-μοχλούς για τη διαρκή αναδιάρθρωση της εργασίας), υπερέκθεση των χωρών της «περιφέρειας» στους κινδύνους του δημόσιου χρέους προς όφελος των τραπεζών του «κέντρου», μονομερείς ενέργειες από τα κράτη του «κέντρου», λήψη αποφάσεων και εκτέλεση από «ουδέτερα» όργανα, όπως το Εurogroup και η ΕΚΤ, πέρα από κάθε έλεγχο ή νομιμοποίηση.
Η διαχείριση των προσφυγικών ροών, όπως νωρίτερα η διαχείριση της ελληνικής κρίσης, είναι η υπενθύμιση ότι η Ευρώπη μπορεί να αλλάζει –όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως διακρατικός συνασπισμός και μαζί γραφειοκρατία-εργαλείο, όχι. Αντίθετα, συνεχίζει να «στεγανοποιεί» το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τα κράτη-μέλη μπροστά σε κάθε πίεση για αλλαγές, σε κάθε εναλλακτικό υπόδειγμα που φέρνουν στο προσκήνιο τα κινήματα αλληλεγγύης. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, που «διαπρέπει» στην διατήρηση της ευρωπαϊκής «αλυσίδας» ως καπιταλιστικής, επιβάλλοντας την υπερλιτότητα ως κοινή ευρωπαϊκή συνταγή, αντίστοιχα με την πολιτική της «ασφάλειας» σε βάρος των προσφύγων, δείχνει πόσο άτοπη είναι η πρόσληψή της ως «λίκνο των δικαιωμάτων». Το να ισχυρίζεται κανείς στα σοβαρά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (και όχι γενικώς η Ευρώπη…) «αλλάζει», είναι, τούτων δοθέντων, ο ορισμός του Συνδρόμου της Στοκχόλμης.