Μετά από μια συγκλονιστική εβδομάδα διαδηλώσεων μαζικής ανυπακοής σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης υποχρεώθηκε στις 22 Οκτώβρη να ακυρώσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που απαγόρευε κάθε συγκέντρωση άνω των 5 ατόμων.
Ήταν ένα σημαντικό ρήγμα στο προσωπείο ενός στρατιωτικού καθεστώτος που έχει παράδοση να εκτελεί δημοκρατικούς αγωνιστές, να τους εξωθεί στην εξορία ή και να στέλνει τάγματα θανάτου να τους δολοφονήσουν εκτός συνόρων. Προς το παρόν, το δημοκρατικό κίνημα αμφισβητεί ισχυρά τους στρατηγούς και το έχει κάνει με συγκλονιστικό τρόπο.
Τις τελευταίες 10 μέρες (ΣτΜ: το άρθρο γράφτηκε στις 25 Οκτώβρη) υπήρξαν καθημερινές μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, με κινητήρια δύναμη τους φοιτητές και τη συμμετοχή κάποιων μεγάλων μπλοκ οργανωμένων χειρώνακτων εργατών. Τα συγκεντρωμένα πλήθη βρίζουν ενωμένα τον πρωθυπουργό Prayut Chan-o-cha και διατυπώνουν αιτήματα ενάντια στη μοναρχία -σκηνές που θα ήταν αδιανότητες μόλις ένα χρόνο πριν.
Το καθεστώς μια βδομάδα νωρίτερα είχε διατάξει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, απαγορεύοντας πολλά επικριτικά ΜΜΕ και αυξάνοντας δραματικά τον αριθμό των συλλήψεων. Αυτό είχε ως πρόθεση να περιορίσει το κύμα δημοκρατικών διαδηλώσεων που έχει ξεκινήσει από τον Φλεβάρη και που έχει φτάσει σε επίπεδα αυθεντικής μαζικής εξέγερσης από τον Αύγουστο. Η κυβέρνηση ήλπιζε τουλάχιστον να τρομοκρατήσει αρκετούς ανθρώπους ώστε οι επόμενες διαδηλώσεις να ήταν αρκετά μικρότερες ώστε να μπορέσουν οι μπάτσοι και οι στρατιώτες να τις καταστείλουν. Οι μπάτσοι το επιχείρησαν, εκτοξεύοντας χημικά μέσα από αντλίες νερού ενάντια στους νεαρούς φοιτητές που αγνόησαν πρώτοι το διάταγμα.
Αλλά οι φοιτητές άντεξαν στις θέσεις τους. Μάλιστα αντεπιτέθηκαν ενάντια στα ΜΑΤ. Όταν οι εικόνες από αυτές τις σκηνές κατέκλυσαν τα κοινωνικά δίκτυα, τροφοδότησαν τον προϋπάρχοντα βαθύ θυμό του λαού και κατέβηκαν στους δρόμους περισσότεροι διαδηλωτές από κάθε άλλη φορά. Καθώς άρχισαν να φτάνουν στα νοσοκομεία τραυματίες φοιτητές, την άλλη μέρα εκατοντάδες γιατροί από όλη την Μπανγκόγκ υπέγραψαν μια ανοιχτή επιστολή καταδίκης της κυβέρνησης. Από την κήρυξη έκτακτης ανάγκης και μετά, κάθε μέρα εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές παραλύουν την Μπανγκόγκ και άλλες πόλεις. Όταν τελικά το διάταγμα αποσύρθηκε, οι μαζικές διαδηλώσεις συνέχισαν. Πρόκειται αναμφίβολα για τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει το καθεστώς από όταν ανέλαβε την εξουσία με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2014 και για το κορυφαίο σημείο στο οποίο έχει φτάσει ο αγώνας για δημοκρατία μετά την εξέγερση των Κόκκινων Πουκαμίσων το 2010.
Η δραματική κλιμάκωση των διαδηλώσεων στις 14 Οκτώβρη συνέπιπτε με την επέτειο της μαζικής εξέγερσης του 1973 που είχε ανατρέψει μια παλιότερη γενιά στρατηγών. Είναι συνηθισμένο για τους σχολιαστές των μεγάλων ΜΜΕ να κάνουν ανάλαφρα υποτιμητικά σχόλια για τον αριθμό των πραξικοπημάτων που έγιναν τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Μετά το πραξικόπημα του 2014, ένα άρθρο του περιοδικού Time ήταν ενδεικτικό αυτού του μοτίβου, περιγράφοντας την Ταϊλάνδη ως «γη των πραξικοπημάτων» και «την πιο ευεπίφορη σε πραξικοπήματα χώρα στον πλανήτη». Οι περισσότεροι από αυτούς τους απολογισμούς διέγραφαν από την ιστορία τους απλούς ανθρώπους και αγνοούσαν τον υποκείμενο μαζικό αγώνα που είναι μόνιμο χαρακτηριστικό αυτής της χώρας -συγκεκριμένα, τις μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις του 1973, του 1992, του 2010 και τώρα του 2020. Μεταξύ αυτών των εκρήξεων, γενιές Ταϊλανδών οργανώνουν τη δράση τους πότε ανοιχτά και πότε στην παρανομία, ενάντια σε απίστευτες δυσκολίες. Δεν νικήθηκαν ποτέ πραγματικά, παρά τα διαδοχικά πραξικοπήματα. Στην πραγματικότητα, αυτό που διαμορφώνει την πολιτική σκηνή στην Ταϊλάνδη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι ο αδιάκοπος αγώνας για δημοκρατία.
Η πολιτική κρίση που πυροδότησε το πραξικόπημα του 2006 εξελίχθηκε τα επόμενα 3 χρόνια με τη μορφή μιας σύγκρουσης που έγινε διάσημη από τα χρώματά της: Κόκκινα Πουκάμισα εναντίον Κίτρινων. Πολλοί εκτός Ταϊλάνδης αρνήθηκαν να πάρουν θέση σε αυτή τη μάχη, επιμένοντας ότι όλη η ιστορία ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δύο πτερυγών της ταϊλανδέζικης ελίτ. Αλλά η εξέγερση των Κόκκινων Πουκαμίσων ήταν ένα μαζικό λαϊκό κίνημα για δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ τα Κίτρινα Πουκάμισα αποτελούσαν στην ουσία φασιστικό όχλο. Φιλελεύθεροι παρατηρητές συχνά αρνούνταν να παραδεχτούν τον πρωτεύοντα ρόλο που έπαιζε η συνειδητή παρέμβαση των μαζών καθώς προσπαθούσαν να διαμορφώσουν το μέλλον τους, να αγωνιστούν για να ακουστούν οι φωνές τους και να γίνει σεβαστή η ψήφος τους. Αντίθετα, θεωρούσαν ότι όλο αυτό ήταν «συμπληρωματικό θέαμα» στις τάχα «πραγματικές» πολιτικές μάχες που κρίνονταν μέσα στους διαδρόμους της εξουσίας και σε παλατιανές ίντριγκες. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη μαζική δημοκρατική εξέγερση του 2010, πόσο μάλλον να σταθούν αλληλέγγυοι με τα Κόκκινα Πουκάμισα όταν στρατιώτες δολοφόνησαν πάνω από 100 μέλη τους στο κέντρο της Μπανγκόγκ.
Όταν τελικά η χούντα επέτρεψε να γίνουν εκλογές το 2011, το δημοφιλές Κόμμα Pheu Thai κέρδισε με έναν αναμενόμενο θρίαμβο. Για άλλη μια φορά, ο φασιστικός όχλος των Κίτρινων Πουκαμίσων κατέβηκε στους δρόμους για να προκαλέσει μια παρατεταμένη κρίση. Κάποια στιγμή έφτασαν να καταλάβουν το διεθνές αεροδρόμιο χωρίς καμία αντίδραση από τον στρατό, την αστυνομία ή τα δικαστήρια. Ο στόχος τους ήταν να ανοίξουν το δρόμο για το πραξικόπημα που έγινε το 2014, το οποίο ανέτρεψε άλλη μια δημοκρατικά εκλεγμένη και δημοφιλή κυβέρνηση. Οι εκλογές του 2019 ήταν μια απάτη, στημένη εξαρχής από την χούντα για να αποκτήσει ένα προκάλυμμα δημοκρατίας η στρατιωτική δικτατορία. Άλλωστε, ο «εκλεγμένος» πρωθυπουργός Prayut είναι ο στρατηγός που καθοδήγησε το πραξικόπημα του 2014. Σε αυτό το υπόβαθρο προέκυψε η επανεμφάνιση του δημοκρατικού κινήματος το 2020.
Το νέο κίνημα άρχισε το Φλεβάρη, όταν οι Ταϊλανδέζικες Αρχές διέλυσαν το αντιπολιτευόμενο κόμμα «Το Μέλλον Μπροστά». Πρόκειται για ένα βασικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο: εμφανίζεται ένα αντιπολιτευτικό κόμμα το οποίο κερδίζει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού κι έπειτα ο στρατός ή τα δικαστήρια το θέτουν εκτός νόμου και το διαλύουν. Συνέβη τόσες φορές μετά το πραξικόπημα του 2006 που εύκολα χάνεται το μέτρημα. Αλλά αυτήν τη φορά υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Αν και το Κόμμα «Το Μέλλον Μπροστά» είναι ασφαλώς ένα αστικό κόμμα, εμφανίζεται ως ριζοσπαστικό, προοδευτικό και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων. Αν και αρνήθηκε να αμφισβητήσει τους κανόνες που έχει ορίσει η χούντα, τουλάχιστον διακηρύσσει την εναντίωσή του στα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αξιοσημείωτα, το κόμμα αυτό κέρδισε 80 έδρες στις εκλογές του 2019 (παρά τους νοθευμένους εκλογικούς κανόνες). Μέσα σε 12 μήνες μετά την ίδρυσή του, το κόμμα έχει αποκτήσει μια μαζική εκλογική βάση, ιδιαίτερα στη νεολαία. Οπότε όταν ο στρατός το έθεσε εκτός νόμου, αυτό πυροδότησε άμεση αντίσταση και μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις.
Οι διαδηλώσεις που αρχικά δήλωναν τη στήριξή τους στο κόμμα, γρήγορα μετεξελίχθηκαν σε ευρύτερο κίνημα ενάντια στο καθεστώς συνολικά. Ήταν εμφανές ότι ερχόταν καταιγίδα. Η πανδημία και νέες απαγορεύσεις στις συναθροίσεις επιβράδυναν το κίνημα για ένα διάστημα. Αλλά στις 18 Ιούλη, η μαζική δράση επανέκαμψε, με μια μεγάλη παράνομη διαδήλωση στο Μνημείο Δημοκρατίας της Μπανγκόγκ. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση μετά το πραξικόπημα του 2014 ως τότε. Και για πρώτη φορά, οι διαδηλωτές διατύπωσαν τα τρία αιτήματά τους: διάλυση της Βουλής, τερματισμός της τρομοκράτησης του λαού και νέο σύνταγμα.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το κίνημα εξερράγη. Οι φοιτητές και οι μαθητές σε όλη τη χώρα έχουν περάσει τους τελευταίους 4 μήνες να οργανώνουν κινητοποιήσεις. Σε ένα τρομερό περιστατικό τον Αύγουστο, 400 μαθητές που αυτοαποκαλούνται «οι Κακοί Μαθητές» πολιόρκησαν το γραφείο του υπουργού Παιδείας. Όταν βγήκε για να τους απευθύνει το λόγο, ξέσπασε ένα μπαράζ αποδοκιμασιών, κατηγορώντας τον ότι είναι θλιβερός λακές του στρατού. Σε μια χώρα όπου οι μαθητές ακόμα υπόκεινται σε φυσική βίαιη τιμωρία στο σχολείο και πρέπει να υποκύπτουν σιωπηλά στην εξουσία, ήταν μια στιγμή που σου έκοβε την ανάσα! Οι «Κακοί Μαθητές» συνέχισαν να λειτουργούν ως καρδιά της εξέγερσης, περιοδεύοντας από σχολείο σε σχολείο με ένα φορτηγάκι βαμμένο με γκράφιτι, δίνοντας αυτοσχέδιες επιτόπιες ομιλίες σε πύλες σχολείων όπου καλούσαν τους άλλους μαθητές να αφήσουν τις τάξεις και να ενωθούν μαζί τους.
Ο νεανικός χαρακτήρας αυτού του κινήματος έχει προσελκύσει και μια σειρά άλλων κοινωνικών αγώνων κάτω από την ομπρέλα του. Για παράδειγμα, σε μια μαζική διαδήλωση στις 25 Ιούλη, χιλιάδες ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές οργάνωσαν μια διαμαρτυρία υπέρ της δημοκρατίας υπό την σημαία του ουράνιου τόξου. Έκτοτε, είναι παρόντες και παρούσες με δικά τους μπλοκ σε κάθε διαδήλωση. Είναι μια σημαντική εξέλιξη γιατί τα πρώτα χρόνια μετά το πραξικόπημα του 2006 και ξανά μετά το 2014, η χούντα έκανε κάποιες επιφανειακές κινήσεις «ροζ ξεπλύματος» του καθεστώτος. Καθώς χιλιάδες ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές-στριες ζητούν την πτώση της κυβέρνησης, είναι ασφαλές να πούμε ότι αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν. Αντίστοιχα, οι δημοκρατικές διαδηλώσεις έχουν προσελκύσει στις γραμμές τους ακτιβίστριες υπέρ της επιλογής που ζητούν δικαιώματα έκτρωσης. Και φυσικά, είναι παρόντες ξανά στους δρόμους οι βετεράνοι της εξέγερσης των Κόκκινων Πουκαμίσων του 2010, αρκετοί από αυτούς με σφαίρες και θραύσματα ακόμα μέσα στις σάρκες τους, από την καταστολή της προηγούμενης εξέγερσής τους.
Από τον Αύγουστο και μετά, το κίνημα έχει υιοθετήσει μια πιο καθαρή εναντίωση στη μοναρχία, που εκφράζεται μέσα από τα 10 αιτήματα που περιλαμβάνουν το τέλος κάθε παρέμβασης του μονάρχη στην πολιτική, την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, το τέλος των νόμων που κάνουν παράνομη την προσβολή της βασιλικής οικογένειας, τον τερματισμό της βασιλικής ασυλίας από κάθε δίωξη κ.ά.
Με την ανοιχτή επίθεση στα δικαιώματα και τις εξουσίες της μοναρχίας, το κίνημα προχωρά σε μια βαθιά αμφισβήτηση ενός βασικού ιδεολογικού πυλώνα της ταϊλανδέζικης άρχουσας τάξης. Ο στρατός είναι αυτός που παραμένει το βασικό εμπόδιο για τη δημοκρατία στην Ταϊλάνδη, αλλά ο στρατός χρησιμοποιεί τη μοναρχία ως όπλο: Αφενός για να καλλιεργεί τον εθνικισμό και την παθητικότητα και αφετέρου για να φιμώνει, φυλακίζει και δολοφονεί τους αγωνιστές-στριες της αντιπολίτευσης -καθώς κάθε κριτική στο καθεστώς μπορεί να παρουσιαστεί ως προσβολή του βασιλιά.
Στις 19 Σεπτέμβρη, στην επέτειο του πραξικοπήματος του 2006, πάνω από 100.000 δημοκρατικοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο Sanam Luang της Μπανγκόγκ, το μεγάλο δημόσιο πάρκο δίπλα στο Βασιλικό Παλάτι. Όρμησαν πάνω στις αστυνομικές γραμμές, τις πέρασαν και πορεύτηκαν ως τις πύλες του παλατιού. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι παρέμειναν στο χώρο διαδηλώνοντας όλη τη νύχτα. Ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε δει η Ταϊλάνδη εδώ και πάνω από μια δεκαετία και αποτέλεσε μια αποφασιστική κλιμάκωση του δημοκρατικού κινήματος. Ήταν τόσο μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση που, το επόμενο πρωί, αστυνομικοί και στρατιώτες υποχρεώθηκαν να στέκονται αμήχανοι καθώς οι διαδηλωτές οργάνωσαν μια τελετή όπου εγκατέστησαν μια μπρούτζινη πινακίδα στο μονοπάτι έξω από το παλάτι. Η επιγραφή έλεγε: «Σε αυτό το μέρος, ο λαός εξέφρασε τη θέλησή του: ότι αυτή η χώρα ανήκει στο λαό και δεν είναι ιδιοκτησία του μονάρχη που μας εξαπάτησε». Οι Αρχές αφαίρεσαν την επιγραφή μετά από 24 ώρες, αφότου τα πλήθη είχαν απομακρυνθεί οριστικά. Έπειτα συνέλαβαν κάποιους από τους νεαρούς ακτιβιστές που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ενέργεια. Αλλά η επιγραφή έχει πλέον ενταχθεί στην «εικονογραφία» του κινήματος, κι εμφανίζεται σε μπλουζάκια και σε αφίσες παντού.
Αλλά αυτή η στιγμή επίσης οδήγησε στην αφετηρία μιας κατασταλτικής αντεπίθεσης, με 81 συλλήψεις αγωνιστών-στριών τον ερχόμενο μήνα. Μαζί με φοιτητές-τριες, οι συλλήψεις περιλάμβαναν μια σειρά από παλιότερες προσωπικότητες του δημοκρατικού κινήματος, όπως ο Somyot Pruksakasemsuk, συνδικαλιστής και δημοσιογράφος που πέρασε 7 χρόνια στη φυλακή για προσβολή της μοναρχίας το 2011-18. Η αστυνομία πλέον διώκει τον Somyot για «στάση» και του αρνούνται αναστολή ή εγγύηση.
Αν και οι συλλήψεις είναι ένα ανησυχητικό σημάδι, ισχύει εξίσου ότι το κίνημα κατακτά μικρές αλλά σημαντικές νίκες. Την ίδια μέρα που άρθηκε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα δικαστήρια διέταξαν την απελευθέρωση της διάσημης φοιτήτριας αγωνίστριας Patsaravalee «Μυαλό» Tanakitvibulpon, δηλώνοντας ότι θα έπρεπε να είναι ελεύθερη να παρακολουθήσει τις εξετάσεις της αντί να κάθεται σε ένα κελί. Είναι μια αξιοσημείωτη εξέλιξη, που δείχνει για άλλη μια φορά ότι η κατάσταση της κυβέρνησης είναι δυνητικά επισφαλής. Αναφορές στα κοινωνικά δίκτυα ισχυρίζονται ότι τουλάχιστον 78 από τους 81 συλληφθέντες έχουν πλέον αφεθεί με αναστολή.
Εν τη απουσία κάποιου τρόπου να εκτραπεί το κίνημα ή να ενσωματωθεί η ηγεσία του, το βασικό εργαλείο του καθεστώτος παραμένουν τα όπλα του. Σε αυτή τη φάση, η μεγαλύτερη αδυναμία του δημοκρατικού κινήματος είναι το γεγονός ότι η εργατική τάξη της Ταϊλάνδης είναι ανοργάνωτη. Πέρα από τις συγκλονιστικές συνεχιζόμενες μαζικές διαδηλώσεις, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι φοιτητές έβγαλαν έκκληση για γενική απεργία στις 14 Οκτώβρη η οποία δεν συνέβη. Το φοιτητικό κίνημα δεν είναι σε θέση να οργανώσει μια απεργία, όσο πολύ κι αν θέλει να την δει να συμβαίνει. Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι μέσα στην μακρά πολιτική κρίση από το 2006 και μετά, κάποια από τα πια οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης είναι σε υπηρεσίες (λευκά κολάρα) των οποίων τα συνδικάτα είναι –ντροπιαστικά– υποστηρικτικά στα πραξικοπήματα και εχθρικά προς τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Τα μικρά δείγματα οργανωμένης εργατικής συμμετοχής στο δημοκρατικό κίνημα την τελευταία εβδομάδα χρειάζεται να αποτελέσουν αφετηρία για διεύρυνση. Το σοσιαλιστικό κίνημα υπέφερε βαριά από την φονική καταστολή των ριζοσπαστικών φοιτητικών κύκλων το 1976 και έκτοτε είτε αντιμετωπίζει εμπόδια από την στρατιωτική εξουσία είτε το «καταπίνουν» μαζικά κινήματα που ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητά του να ασκήσει επιρροή. Παραμένει η πιεστική η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος.
Όσον αφορά το ευρύτερο κίνημα, οι αγωνίστριες-ες για δημοκρατία έχουν δώσουν προθεσμία στο καθεστώς να ανταποκριθεί στα αιτήματά τους. Απίστευτος τσαμπουκάς! Αλλά φαίνεται ότι ξεδιπλώνονται τρεις πιθανότητες. Το κίνημα να κερδίσει κάποιες μεταρρυθμίσεις, ελπίζουμε σημαντικές και ριζοσπαστικές. Το καθεστώς να παραμείνει ακλόνητο και το κίνημα να χάσει την ενέργειά του. Ή το καθεστώς να κλιμακώσει την καταστολή. Αν και ο αγώνας έχει μακρύ δρόμο μπροστά του και το καθεστώς δε δείχνει πρόθεση να κάνει βήμα πίσω, η εξέγερση του 2020 διασφάλισε ότι τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια.
*Φωτό: Όταν προβλήθηκε το δεύτερο μέρος της τριλογίας Hunger Games, στο οποίο ξεκινά η αντίσταση ενάντια στο καθεστώς, οι νέοι στην Ταϊλάνδη υιοθέτησαν το χαιρετισμό με τα 3 δάχτυλα ως "σιωπηλό" σύμβολο ανυπακοής -χρησιμοποιώντας τον ατομικά σε εμπορικά κέντρα, σε πλατείες, σε προαύλια σχολών και σχολείων. Σήμερα δεκάδες χιλιάδες υψώνουν τα 3 δάχτυλα στις αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις.