Οι ενωτικές τακτικές ταλανίζουν επαναστατικές οργανώσεις και κόμματα εδώ και δεκαετίες, πολύ περισσότερο σε περιόδους αγωνιστικής ύφεσης, τόσο πιο πολύ όσο πιο ανεπίκαιρη μοιάζει η επαναστατική ανατροπή.

Όλες οι τα­κτι­κές που έχουν υιο­θε­τη­θεί κατά και­ρούς από με­γά­λα κόμ­μα­τα ή μι­κρές ομά­δες, το ενιαίο μέ­τω­πο ως η πιο κα­τα­ξιω­μέ­νη, ο ει­σο­δι­σμός ή τα πλα­τιά κόμ­μα­τα, πάντα συ­νο­δεύ­ο­νταν από έντο­νες δια­μά­χες μέσα στην Αρι­στε­ρά, όπου η ξερή το­πο­θέ­τη­ση, υπέρ ή κατά, όχι μόνο δεν αρ­κού­σε αλλά συχνά συ­γκά­λυ­πτε βα­θύ­τε­ρες δια­φω­νί­ες. Είναι λο­γι­κό. Η ανά­γκη για ενό­τη­τα αφορά κυ­ρί­ως ενό­τη­τα δια­φο­ρε­τι­κών πραγ­μά­των, δια­φο­ρε­τι­κών στρα­τη­γι­κών και ορα­μά­των και φέρ­νει σε επαφή ορ­γα­νώ­σεις με δια­φο­ρε­τι­κές ανα­λύ­σεις, συ­νή­θειες και συ­μπε­ρι­φο­ρές. Αυτό προ­κα­λεί πάντα εντά­σεις και ερω­τη­μα­τι­κά που κα­τα­λή­γουν συ­νή­θως σε σύγ­χυ­ση όταν δεν συ­νυ­πάρ­χουν με αυ­στη­ρά κρι­τή­ρια και απο­λο­γι­σμούς, με επαφή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την ερ­γα­τι­κή τάξη. Ενώ η από­λυ­τη απο­μό­νω­ση φαί­νε­ται πιο εύ­κο­λη (απαι­τεί μόνο τον δογ­μα­τι­σμό), από την άλλη είναι επί­σης εύ­κο­λο και συ­νη­θι­σμέ­νο η ενω­τι­κή τα­κτι­κή να οδη­γή­σει σε διά­λυ­ση και δια­ψεύ­σεις. Τε­λι­κά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δο­κι­μά­ζει σκλη­ρά τόσο τους «σε­χτα­ρι­στές» όσο και τους «υπε­ρε­νω­τι­κούς». Το παρόν άρθρο επι­χει­ρεί να ανα­κα­λέ­σει την σχε­τι­κή ιστο­ρι­κή πείρα, κυ­ρί­ως για το ενιαίο μέ­τω­πο (ΕΜ, για λό­γους συ­ντο­μί­ας). Για αυτό το σκοπό βάζει να μι­λή­σουν οι πιο κα­τα­ξιω­μέ­νοι επα­να­στά­τες ηγέ­τες των δε­κα­ε­τιών του ’20 και του ’30. Έτσι, ο ανα­γνώ­στης πρέ­πει να συγ­χω­ρή­σει την επι­βα­ρυ­ντι­κή αλλά ανα­γκα­στι­κή χρήση εκτε­τα­μέ­νων απο­σπα­σμά­των από κεί­με­να των κλα­σι­κών.

Γέν­νη­ση και εκ­φυ­λι­σμός

Το ΕΜ σαν όρος κα­τα­ξιώ­θη­κε επει­δή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από τους πρω­το­στά­τες του 1917, τους Λένιν και Τρό­τσκι, είτε αυ­το­προ­σώ­πως είτε μέσω των απο­φά­σε­ων της Κο­μι­ντέρν στο 3ο και 4ο Συ­νέ­δριό της. Μετά τον θά­να­το του Λένιν (1924) και τον εκ­φυ­λι­σμό της Κο­μι­ντέρν, ο Τρό­τσκι εξα­κο­λού­θη­σε να υπε­ρα­σπί­ζε­ται την τα­κτι­κή κατά τη δε­κα­ε­τία του ’30 ως απο­φα­σι­στι­κό ερ­γα­λείο στην αντι­να­ζι­στι­κή πάλη.

Εκεί­νοι οι επα­να­στά­τες ηγέ­τες, μι­λώ­ντας μετά το 1920  σε συν­θή­κες προ­σω­ρι­νής επα­να­στα­τι­κής υπο­χώ­ρη­σης, έφερ­ναν σαν προ­δρο­μι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα του ΕΜ, τα­κτι­κές που είχαν υιο­θε­τή­σει οι μπολ­σε­βί­κοι στον αγώνα κατά του Τσά­ρου και κατά της Προ­σω­ρι­νής Κυ­βέρ­νη­σης Κε­ρέν­σκι. Πρώ­τον, ανα­κα­λού­σαν τα Σο­βιέτ. Ήταν υπερ­κομ­μα­τι­κοί θε­σμοί που για πολ­λούς μήνες δεν υιο­θε­τού­σαν το μπολ­σε­βί­κι­κο πρό­γραμ­μα. Όμως, για χάρη της αγω­νι­στι­κής ενό­τη­τας όλων των ερ­γα­τών, κομ­μα­τι­κών και ακομ­μά­τι­στων, οι μπολ­σε­βί­κοι συμ­με­τεί­χαν μαζί με αντί­πα­λα ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα (εσέ­ροι, μεν­σε­βί­κοι) και διεκ­δι­κού­σαν την ηγε­μο­νία. Δεύ­τε­ρο, η πε­ρί­πτω­ση του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος Κορ­νί­λοφ. Για την απο­τρο­πή του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος, που ήθελε να σφα­γιά­σει την επα­νά­στα­ση, οι μπολ­σε­βί­κοι δεν δί­στα­σαν να συ­νερ­γα­στούν με την Προ­σω­ρι­νή Κυ­βέρ­νη­ση και τα ρε­φορ­μι­στι­κά κόμ­μα­τα που τη στή­ρι­ζαν, συ­στή­νο­ντας με τα τε­λευ­ταία κοι­νές επι­τρο­πές επα­να­στα­τι­κής άμυ­νας. Ήταν η ίδια Κυ­βέρ­νη­ση που είχε εξα­πο­λύ­σει άγριο διωγ­μό ενα­ντί­ον τους, με την ανοχή των «συμ­φι­λιω­τών». Το κόμμα του Λένιν δή­λω­νε ρητά ότι δεν στή­ρι­ζε την Κυ­βέρ­νη­ση και εξα­κο­λου­θού­σε να την κα­ταγ­γέλ­λει. Όμως, πρό­τει­νε τη συ­νερ­γα­σία ως επεί­γου­σα αντι­κει­με­νι­κή ανά­γκη απέ­να­ντι στην αντε­πα­νά­στα­ση, καθώς η Κυ­βέρ­νη­ση και η ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία των Σο­βιέτ ανα­γνω­ρί­ζο­νταν από τα πιο κα­θυ­στε­ρη­μέ­να –και μα­ζι­κά- τμή­μα­τα του λαού και του στρα­τού (αγρό­τες). Με αυτήν την ευ­ρεία έν­νοια, το ΕΜ μπο­ρού­σε να αφορά όχι μόνο πε­ριό­δους επα­να­στα­τι­κής ύφε­σης, αλλά και πε­ριό­δους που η επα­νά­στα­ση απο­τε­λού­σε το σύν­θη­μα των ημε­ρών. Το ίδιο μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με και σε το­πο­θε­τή­σεις του Λένιν κατά την επα­να­στα­τι­κή άνοδο του 1905, στην οποία θα ανα­φερ­θού­με πα­ρα­κά­τω[1].

Όμως, χρειά­ζε­ται προ­σο­χή στη χρήση του όρου «ΕΜ». Πρέ­πει να έχου­με κατά νου ότι έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για να νο­μι­μο­ποι­ή­σει και αντι­δια­με­τρι­κές τα­κτι­κές, όπως έκανε ο Στά­λιν ήδη από τα 1925-27. Το ΕΜ ήταν ως το 1923 μια τα­κτι­κή ενό­τη­τας με­τα­ξύ ερ­γα­τι­κών κομ­μά­των, με διπλό σκοπό την προ­ώ­θη­ση των άμε­σων ερ­γα­τι­κών αι­τη­μά­των και των επα­να­στα­τι­κών θέ­σε­ων εις βάρος του ερ­γα­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού. Προ­ϋ­πέ­θε­τε την απεύ­θυν­ση και στις ρε­φορ­μι­στι­κές ηγε­σί­ες που οι ερ­γα­τι­κές μάζες ακο­λου­θού­σαν. Αλλά ήδη στο Πέμ­πτο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν (1924), ο πρό­ε­δρός της Ζι­νό­βιεφ και οι διε­θνείς σύμ­μα­χοί του, προ­πα­γάν­δι­ζαν ένα «ενιαίο μέ­τω­πο» μόνο με τη ρε­φορ­μι­στι­κή βάση, υπο­τι­μώ­ντας τη σχέση της με όσους ανα­γνώ­ρι­ζε ως ηγε­σία. Έτσι ο Ζι­νό­βιεφ κα­θι­στού­σε την τα­κτι­κή ανε­φάρ­μο­στη και την με­τέ­τρε­πε στο αντί­θε­τό της: έφτα­νε να απαι­τεί την διά­λυ­ση όλων των μη-κομ­μου­νι­στι­κών αντι­φα­σι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και την υπο­τα­γή τους α πριό­ρι στα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα (ΚΚ), δια­λύ­ο­ντας κάθε πι­θα­νό­τη­τα συμ­μα­χί­ας[2].

Αυτή η πο­λι­τι­κή απέ­τυ­χε και σύ­ντο­μα οδή­γη­σε στο αντί­θε­το. Στην εξι­δα­νί­κευ­ση δε­ξιών συμ­μα­χιών, στην αρχή, το '24, με μη ερ­γα­τι­κά, μι­κρο­α­στι­κά κόμ­μα­τα (Διε­θνής των Χω­ρι­κών, Ερ­γα­το­α­γρο­τι­κό Κόμμα ΗΠΑ). Μετά, στην υπο­τα­γή σε ρε­φορ­μι­στι­κές συν­δι­κα­λι­στι­κές ηγε­σί­ες (αγ­γλο­ρω­σι­κή επι­τρο­πή, 1926). Τε­λι­κά, στην υπο­τα­γή στην ίδια την αστι­κή τάξη, μά­λι­στα στο όνομα του «ΕΜ»[3]. Έτσι, με­τα­ξύ 1924-27 η νέα ηγε­σία της Κο­μι­ντέρν (Ζι­νό­βιεφ-Μπου­χά­ριν-Στά­λιν) επέ­βαλ­λε στο άπει­ρο ΚΚ της Κίνας ένα «ΕΜ» με την αστι­κή τάξη και το εθνι­κι­στι­κό κόμμα της, το Κουό­μι­τανγκ[4[.  Ώσπου να εκ­διώ­κο­νταν από τη χώρα οι ιμπε­ρια­λι­στές, τα άμεσα ερ­γα­τι­κά και αγρο­τι­κά αι­τή­μα­τα έπρε­πε να κα­τα­στέλ­λο­νται, για να δια­σω­θεί αυτή η «αντι-ιμπε­ρια­λι­στι­κή» συμ­μα­χία[5]. Ακόμη πιο προ­κλη­τι­κά, το ΚΚ θα εντασ­σό­ταν στο αστι­κό Κουό­μι­τανγκ πα­ρα­δί­δο­ντας τους κα­τα­λό­γους των μελών του και απαρ­νού­με­νο στοι­χειώ­δη δι­καιώ­μα­τα κρι­τι­κής, όπως η έκ­δο­ση εφη­με­ρί­δας. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν η ήττα της κι­νέ­ζι­κης επα­νά­στα­σης, η ωμή σφαγή των κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων κομ­μου­νι­στών από τους «συμ­μά­χους» τους και η συ­νερ­γα­σία των «αντι-ιμπε­ρια­λι­στών» εθνι­κι­στών με τον ιμπε­ρια­λι­σμό, μπρο­στά στο φόβο του ανερ­χό­με­νου ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος[6]. Εξάλ­λου, ο Στά­λιν συ­κο­φα­ντού­σε ήδη από το ‘25 τον Τρό­τσκι ότι έκανε «ΕΜ» με τον βρε­τα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό. Βλέ­που­με ότι μόλις δυο χρό­νια μετά το 4ο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν (1922) ο όρος είχε ήδη δια­στρε­βλω­θεί. Έτσι θα πα­ρέ­με­νε για δε­κα­ε­τί­ες. Το 1931 το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας είχε φτά­σει σε ση­μείο να κάνει «ΕΜ από τα κάτω» ενά­ντια στους σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες, ακόμη και συ­νερ­γα­ζό­με­νο κατά τό­πους με τα τάγ­μα­τα εφό­δου των Ναζί[7]! Η δια­κή­ρυ­ξη των αντι­φα­σι­στι­κών «Λαϊ­κών Με­τώ­πων» των ΚΚ με αστι­κά κόμ­μα­τα θα απο­τε­λεί­ω­νε την εγκα­τά­λει­ψη της ενιαιο­με­τω­πι­κής τα­κτι­κής μετά το ’34. Τότε θα γι­νό­ταν λόγος μέχρι και για «ενιαίο μέ­τω­πο των δη­μο­κρα­τι­κών χωρών»[8] ως συ­νώ­νυ­μο της επι­διω­κό­με­νης συμ­μα­χί­ας με­τα­ξύ ΕΣΣΔ και δυ­τι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού κό­ντρα στον Χί­τλερ.

Πα­ρα­κά­τω θα δούμε τι πραγ­μα­τι­κά εν­νο­ού­σαν ως ΕΜ οι κα­τε­ξο­χήν επα­να­στα­τι­κές ηγε­σί­ες της Ιστο­ρί­ας.

Λένιν

Ο Λένιν πρό­λα­βε να ζήσει μόνο λίγα από τα χρό­νια που ανα­πτύ­χθη­κε η συ­ζή­τη­ση για το ΕΜ, μετά το 1921. Ωστό­σο, χωρίς να χρη­σι­μο­ποιεί αυ­το­λε­ξεί τον όρο, είχε εγκρί­νει την τα­κτι­κή ήδη από την επα­νά­στα­ση του 1905. Τότε πρω­το­δη­μιουρ­γή­θη­καν, ερή­μην των κομ­μα­τι­κών ηγε­σιών, τα Σο­βιέτ. Αρ­χι­κά, τα μπολ­σε­βί­κι­κα στε­λέ­χη δεν ήθε­λαν να συμ­με­τέ­χουν σε όρ­γα­να χωρίς ξε­κά­θα­ρο σο­σια­λι­στι­κό πρό­γραμ­μα. Ο Λένιν πα­ρό­τρυ­νε από την εξο­ρία να αλ­λά­ξουν στάση, κα­τα­νο­ώ­ντας ότι τα Σο­βιέτ ήταν ανα­ντι­κα­τά­στα­τα ερ­γα­λεία επα­να­στα­τι­κής πάλης. Δεν έμει­νε όμως εκεί.

Το Φλε­βά­ρη του 1905 οι εσέ­ροι και ο πα­ρά­δο­ξος λαϊ­κός ηγέ­της πα­πα-Γκα­πόν κά­νουν εκ­κλή­σεις για ενό­τη­τα κατά του Τσά­ρου προς όλα τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα. Ο Λένιν απα­ντού­σε σε άρθρο του:

«...για όσους μι­λά­νε για ενό­τη­τα: πρέ­πει να ξέ­ρου­με πού και σε ποιο βαθμό μπο­ρού­με να εί­μα­στε ενω­μέ­νοι για να μην σπα­τα­λά­με δυ­νά­μεις σε άγο­νες προ­σπά­θειες αθροί­σμα­τος ετε­ρο­γε­νών στοι­χεί­ων… η ιστο­ρία των επα­να­στα­τι­κών επο­χών είναι γε­μά­τη με βια­στι­κά, μι­σο­ψη­μέ­να πει­ρά­μα­τα “ενό­τη­τας στη μάχη” που προ­σπα­θού­σαν να αθροί­σουν τα πιο ετε­ρο­γε­νή στοι­χεία… αλλά κα­τά­φερ­ναν έτσι να πε­τυ­χαί­νουν αμοι­βαί­ες τρι­βές και πι­κρές απο­γοη­τεύ­σεις… Κά­νε­τε λάθος αν νο­μί­ζε­τε ότι τα πα­ρα­πά­νω απο­κλεί­ουν την ενό­τη­τα στη μάχη… ο κοι­νός αγώ­νας [των σο­σια­λι­στι­κών κομ­μά­των] την εποχή της πτώ­σης της αυ­ταρ­χί­ας είναι ανα­πό­φευ­κτος και απα­ραί­τη­τος… πρέ­πει να δια­τη­ρή­σου­με τους δε­σμούς με­τα­ξύ Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και τα­ξι­κής πάλης του προ­λε­τα­ριά­του… Η ενό­τη­τα στη μάχη…. μπο­ρεί να είναι ένας τρό­πος βο­ή­θειας [στο πώς η πρω­το­πο­ρία θα εμ­βα­πτι­στεί στο μα­ζι­κό κί­νη­μα στην πράξη κι όχι στα λόγια]… και θα είναι τόσο πιο υλο­ποι­ή­σι­μη όσο πιο γρή­γο­ρα οι γραμ­μές των εξε­γερ­μέ­νων μαζών κα­τα­πιούν τους πρω­το­πό­ρους της ένο­πλης πάλης …μια “συμ­φω­νία”, μόνο μέσα από τη δια­τή­ρη­ση πλή­ρους ανε­ξαρ­τη­σί­ας κάθε κόμ­μα­τος σε ζη­τή­μα­τα αρχών και ορ­γά­νω­σης μπο­ρεί να έχει ελ­πί­δα η μα­χη­τι­κή ενό­τη­τα αυτών των κομ­μά­των. Πρέ­πει να εί­μα­στε πολύ προ­σε­κτι­κοί με αυτά τα εγ­χει­ρή­μα­τα, για να μην κα­τα­στρέ­ψου­με τα πράγ­μα­τα με μά­ταιες προ­σπά­θειες αθροί­σμα­τος ετε­ρο­γε­νών στοι­χεί­ων. Ανα­πό­φευ­κτα θα πρέ­πει να βα­δί­ζου­με ξε­χω­ρι­στά, αλλά μπο­ρού­με να χτυ­πά­με μαζί πάνω από μια φορά και ιδιαί­τε­ρα τώρα… σε μια προ­σω­ρι­νή συμ­φω­νία είναι απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τη η σα­φή­νεια και ο πλή­ρης προσ­διο­ρι­σμός των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ κομ­μά­των, τά­σε­ων και απο­χρώ­σε­ων… [επει­δή] είναι όροι για την σα­φή­νεια και την απου­σία τα­λα­ντεύ­σε­ων στην πραγ­μα­τι­κή, πρα­κτι­κή δου­λειά… σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν πρέ­πει όλα τα κόμ­μα­τα, όλες οι τά­σεις και οι απο­χρώ­σεις να συ­νε­νω­θούν σε ένα επα­να­στα­τι­κό χάος… Μόνο η πλή­ρης σα­φή­νεια στις αμοι­βαί­ες τους σχέ­σεις και στη στάση τους απέ­να­ντι στο επα­να­στα­τη­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το μπο­ρεί να εγ­γυ­η­θεί τη μέ­γι­στη επι­τυ­χία του επα­να­στα­τι­κού κι­νή­μα­τος… την επι­τυ­χία μιας συμ­φω­νί­ας για έναν κοινό, άμεσο στόχο. Αυτός ο άμε­σος στό­χος πε­ρι­γρά­φε­ται στο πλαί­σιό του σωστά [με αι­τή­μα­τα όπως] η ανα­τρο­πή της αυ­ταρ­χί­ας, μια προ­σω­ρι­νή επα­να­στα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση, η άμεση αμνη­στία, ο άμε­σος εξο­πλι­σμός του λαού, η άμεση σύ­γκλι­ση μιας Παν­ρω­σι­κής Συ­ντα­κτι­κής Συ­νέ­λευ­σης…»[9]

Εδώ η ενιαιο­με­τω­πι­κή ενό­τη­τα δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται σε αμυ­ντι­κές αλλά και σε επα­να­στα­τι­κές πε­ριό­δους. Δεύ­τε­ρο, αφορά μια προ­σω­ρι­νή συμ­φω­νία για άμε­σους, πρα­κτι­κούς στό­χους: ο Λένιν συμ­φω­νεί με τον Γκα­πόν στο «ένα και μο­να­δι­κό τε­χνι­κό σχέ­διο» με­τα­ξύ των ορ­γα­νώ­σε­ων, αλλά ζητά να εκ­φρα­στεί πιο συ­γκε­κρι­μέ­να σε «απο­λύ­τως ξε­κά­θα­ρες πρα­κτι­κές απο­φά­σεις». Τρίτο, ας ση­μειώ­σου­με ότι γί­νε­ται λόγος για συμ­φω­νία με­τα­ξύ της ρώ­σι­κης σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας (του κόμ­μα­τος του Λένιν) και των σο­σια­λε­πα­να­στα­τών (εσέ­ρων), δη­λα­δή με­τα­ξύ δυο -τό­τε- επα­να­στα­τι­κών κομ­μά­των, σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νων στην πα­ρα­νο­μία. Παρά το ρι­ζο­σπα­στι­σμό των εσέ­ρων, ο Λένιν υπο­γραμ­μί­ζει πολ­λές φορές τον κίν­δυ­νο «επα­να­στα­τι­κού χάους», μιας επα­να­στα­τι­κής Βαβέλ, που θα δια­κιν­δύ­νευε το κί­νη­μα. Γι­'αυ­τό επι­μέ­νει στο συ­γκε­κρι­μέ­νο και προ­σω­ρι­νό χα­ρα­κτή­ρα  των συμ­φω­νιών. Επο­μέ­νως, τέ­ταρ­το, η ενό­τη­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει την δια­κρι­τό­τη­τα των κομ­μά­των, ορ­γα­νω­τι­κά και πο­λι­τι­κά. Πέμ­πτο, η ύπαρ­ξη του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος (που ήταν τότε σε φάση κο­ρύ­φω­σης, όχι ύφε­σης) είναι κα­θο­ρι­στι­κή για τη δυ­να­τό­τη­τα και το χα­ρα­κτή­ρα της συμ­φω­νί­ας-ενό­τη­τας. Οι αγω­νι­στές δια­φο­ρε­τι­κών στρα­τη­γι­κών πρέ­πει να «βυ­θι­στούν» στο κί­νη­μα και αυτό θα βοη­θή­σει να ενο­ποι­η­θούν με­τα­ξύ τους για τους πρα­κτι­κούς στό­χους του. Είναι η πίεση που βάζει το κί­νη­μα στους αγω­νι­στές, όχι απλά η καλή τους θέ­λη­ση, που μπο­ρεί να φέρει την ενό­τη­τα. Ο κυ­ρί­αρ­χα ερ­γα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του κι­νή­μα­τος είναι κα­θο­ρι­στι­κός για την τα­κτι­κή του επα­να­στα­τι­κού ερ­γα­τι­κού κόμ­μα­τος του Λένιν: κάνει τη συ­νερ­γα­σία επω­φε­λή για τους ερ­γα­τι­κούς και όχι μόνο τους μι­κρο­α­στι­κούς σκο­πούς των εσέ­ρων.

Τα συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ΕΜ εξαρ­τιό­νταν από τις συν­θή­κες εφαρ­μο­γής. Ωστό­σο, για τους θε­ω­ρη­τι­κούς του, υπάρ­χουν κά­ποιες στα­θε­ρές. Που ίσχυαν τόσο σε πε­ριό­δους εξέ­γερ­σης (το 1905 και το 1917 στη Ρωσία, τα πρώτα χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας ’20 στη Γερ­μα­νία) όσο και σε πε­ριό­δους άμυ­νας, όπως τα χρόνια ανό­δου των Ναζί (1928-1933). Τα ση­μεία που έβαζε ο Λένιν το 1905 για το ΕΜ τα ξα­να­συ­να­ντά­με τόσο στο εφαρ­μο­σμέ­νο ΕΜ του γερ­μα­νι­κού κι­νή­μα­τος το '20, όσο και στη θε­ω­ρη­τι­κή συ­νει­σφο­ρά του Τρό­τσκι το '30.

Εφαρ­μο­σμέ­νο ΕΜ

Τη δε­κα­ε­τία του ‘20 η Κο­μι­ντέρν προ­ω­θού­σε το ΕΜ σε όλα τα ΚΚ. Με τέ­τοιες τα­κτι­κές ορ­γα­νώ­θη­κε μια πε­τυ­χη­μέ­νη κα­μπά­νια απο­κλει­σμού της Πο­λω­νί­ας που είχε ει­σβάλ­λει στη σο­βιε­τι­κή Ρωσία την άνοι­ξη του '20∙ εμπο­δί­στη­κε ένα λευκό πρα­ξι­κό­πη­μα στη Βουλ­γα­ρία το '22[10] ∙ οι κομ­μου­νι­στές κα­τέ­κτη­σαν την πλειο­ψη­φία στα γαλ­λι­κά συν­δι­κά­τα το '20-'22.

Όμως, χώρα κλει­δί για το πε­πρω­μέ­νο της διε­θνούς επα­νά­στα­σης τις δε­κα­ε­τί­ες του '20 και του '30 υπήρ­ξε η Γερ­μα­νία. Η ητ­τη­μέ­νη του Α’ Πα­γκο­σμί­ου, με το πιο με­γά­λο και ορ­γα­νω­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το της Ευ­ρώ­πης, με την οξύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή και οι­κο­νο­μι­κή κρίση. Από την επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή του Αυ­το­κρά­το­ρα το 1918 και ως το 1923, η χώρα συ­ντα­ρα­ζό­ταν από αλ­λε­πάλ­λη­λα κύ­μα­τα με­γά­λων απερ­γιών και ερ­γα­τι­κών εξε­γέρ­σε­ων που δια­δε­χό­ταν η αι­μα­τη­ρή κα­τα­στο­λή. Το ΚΚ (KPD) είχε ιδρυ­θεί μόλις το 1919, χά­νο­ντας τους πιο εμ­βλη­μα­τι­κούς ηγέ­τες του (Λού­ξε­μπουργκ, Λί­μπ­κνε­χτ) τον πρώτο μήνα της ύπαρ­ξής του. Είχε να αντι­με­τω­πί­σει το πιο κρα­ταιό ρε­φορ­μι­στι­κό κόμμα του κό­σμου (το σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό SPD), μέσα στην πιο τα­ραγ­μέ­νη και αβέ­βαιη πε­ρί­ο­δο, έχο­ντας προ­βλή­μα­τα εσω­τε­ρι­κής συ­νο­χής ως νέο κόμμα, με ηγε­σία συχνά δι­χα­σμέ­νη και εξαρ­τη­μέ­νη από τη Μόσχα. Αυτά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά θα κα­τέ­λη­γαν στην ήττα του ΚPD και της γερ­μα­νι­κής επα­νά­στα­σης, κάτι που όμως δεν ήταν ανα­πό­φευ­κτο. Το ΕΜ ήταν η πρό­τα­ση της Κο­μι­ντέρν για να κα­τά­φερ­ναν κόμμα και κί­νη­μα να αντα­πε­ξέλ­θουν στις ιστο­ρι­κές προ­κλή­σεις. Όταν το κόμμα όντως κι­νού­ταν σε ενιαιο­με­τω­πι­κή κα­τεύ­θυν­ση, κα­τέ­γρα­φε σο­βα­ρά κέρδη.

Το 1920, στην κυ­βέρ­νη­ση βρί­σκο­νται οι ρε­φορ­μι­στές του SPD. Δη­λα­δή η ίδια ηγε­σία που είχε εξο­ντώ­σει τους Λού­ξε­μπουργκ και Λί­μπ­κνε­χτ, αλλά έχαι­ρε συ­ντρι­πτι­κής στή­ρι­ξης στην ερ­γα­τι­κή τάξη, κυ­ρί­ως μέσα απ'το μη­χα­νι­σμό των συν­δι­κά­των. Τον Μάρτη η κυ­βέρ­νη­ση απο­δει­κνύ­ε­ται ανί­κα­νη να απο­τρέ­ψει με θε­σμι­κό τρόπο ένα δεξιό πρα­ξι­κό­πη­μα «έμπι­στων» στρα­τη­γών. Το πρα­ξι­κό­πη­μα του Καπ κα­τα­φέρ­νει να κα­τα­λά­βει το Βε­ρο­λί­νο χωρίς αντί­στα­ση και η εκλεγ­μέ­νη κυ­βέρ­νη­ση δια­φεύ­γει στη Στουτ­γάρ­δη. Η απά­ντη­ση έρ­χε­ται από τα συν­δι­κά­τα. Οι δε­ξιοί συν­δι­κα­λι­στές του SPD, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να χά­σουν τα κε­φά­λια τους απ'τους στρα­τη­γούς, παίρ­νουν την πρω­το­βου­λία μιας γε­νι­κής απερ­γί­ας διαρ­κεί­ας που πα­ρα­λύ­ει τη χώρα. Υιο­θε­τού­νται αι­τή­μα­τα όπως: αφο­πλι­σμός στρα­τευ­μά­των και αστι­κών πο­λι­το­φυ­λα­κών, εξο­πλι­σμός των ερ­γα­τών, παύση του στρα­τιω­τι­κού νόμου και της λο­γο­κρι­σί­ας, απε­λευ­θέ­ρω­ση πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων[11]. Στην απερ­γία συμ­με­τέ­χουν ερ­γά­τες από τους Ανε­ξάρ­τη­τους του USPD (αρι­στε­ρή διά­σπα­ση του SPD, δεύ­τε­ρη δύ­να­μη στα συν­δι­κά­τα) και το KPD, αλλά και υπάλ­λη­λοι και με­σαία στρώ­μα­τα. Με πρω­το­βου­λία Ανε­ξάρ­τη­των ηγε­τών ορ­γα­νώ­νο­νται ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια και ένο­πλα απο­σπά­σμα­τα (οι “Κόκ­κι­νοι Στρα­τοί”) στην πε­ριο­χή του Ρουρ, για την από­κρου­ση της στρα­τιω­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας. Σε πολ­λές πε­ριο­χές ούτε οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες συν­δι­κα­λι­στές δεν μπο­ρούν να αρ­νη­θούν ένα τέ­τοιο πρό­γραμ­μα το­πι­κής ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας. Η βάση τους κα­τα­νο­εί πλή­ρως την ανά­γκη αυ­το­ά­μυ­νας, έχο­ντας βιώ­σει πριν λί­γους μήνες την στρα­τιω­τι­κή κα­τα­στο­λή με­γά­λων οι­κο­νο­μι­κών απερ­γιών. Αλλού, είναι το ΚΚ που παίρ­νει τέ­τοιες πρω­το­βου­λί­ες. Στην Έσση, όπου είχε δυ­νά­μεις, πρό­τει­νε ένα πα­ρό­μοιο πρό­γραμ­μα, που απο­δέ­χτη­καν οι Ανε­ξάρ­τη­τοι αν και όχι οι το­πι­κοί ηγέ­τες του SPD. Στο Κέ­μνιτζ, κομ­μου­νι­στι­κό «κά­στρο», συ­γκρό­τη­σε ερ­γα­τι­κό σο­βιέτ μαζί με τους ρε­φορ­μι­στές, όπου το ίδιο κα­τέ­κτη­σε την πλειο­ψη­φία. Ο στρα­τός αφο­πλί­στη­κε σε ακτί­να 50 χι­λιο­μέ­τρων, συ­γκρο­τή­θη­κε ερ­γα­τι­κός στρα­τός και κα­λέ­στη­κε συν­διά­σκε­ψη ερ­γα­τι­κών σο­βιέτ από άλλες πε­ριο­χές[12]...

Όλες αυτές ήταν ενιαιο­με­τω­πι­κές εφαρ­μο­γές, που ξε­κι­νώ­ντας είτε απ'τους επα­να­στά­τες είτε από πτέ­ρυ­γες του ρε­φορ­μι­σμού, κα­τέ­λη­γαν στην ενί­σχυ­ση της πάλης. Όπου το ΚΚ είχε αρι­στε­ρί­στι­κη ηγε­σία και αρ­νιό­ταν κάθε συ­νερ­γα­σία (Δρέσ­δη) έμενε στο πε­ρι­θώ­ριο. Οι κομ­μου­νι­στές είχαν πα­ντού την ευ­και­ρία να απο­δεί­ξουν στην πράξη ότι ήταν είτε πιο πρό­θυ­μοι απ'τους ρε­φορ­μι­στές για την κοινή πάλη, είτε πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κοί μέσα σε αυτήν. Η Κλάρα Τσέτ­κιν συ­νό­ψι­ζε:

«οι προ­λε­τα­ρια­κές μάζες σχη­μά­τι­σαν ένα κοινό μα­χη­τι­κό μέ­τω­πο· δεν ενώ­θη­καν με απο­φά­σεις του χαρ­τιού ή φόρ­μου­λες επι­νοη­μέ­νες απ'τους ηγέ­τες, αλλά... με τη δια­δι­κα­σία της επα­να­στα­τι­κής δρά­σης... Οι σο­σιαλ­πα­τριώ­τες ηγέ­τες συ­νει­δη­τά προ­σπά­θη­σαν να απο­κρύ­ψουν τη σπου­δαιό­τη­τα του ενιαί­ου με­τώ­που. Αλλά... οι προ­λε­τα­ρια­κές μάζες.... εν μέρει δια­νοη­τι­κά εν μέρει διαι­σθη­τι­κά κα­τα­λά­βαι­ναν όλη τη σπου­δαιό­τη­τά του.» [13]

Έτσι το πρα­ξι­κό­πη­μα του Καπ ητ­τή­θη­κε σε τέσ­σε­ρις μέρες.

Το ‘20 υπήρ­ξαν και άλλες ενω­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες, όχι κα­τ'α­νά­γκηε­νιαιο­με­τω­πι­κές. Το Νο­έμ­βρη οι κομ­μου­νι­στές ερ­γά­τες της Στουτ­γάρ­δης συμ­φώ­νη­σαν με τα το­πι­κά σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά συν­δι­κά­τα για έναν κοινό κα­τά­λο­γο αι­τη­μά­των (μεί­ω­ση τιμών, μεί­ω­ση φόρων για τους ερ­γά­τες, ερ­γα­τι­κός έλεγ­χος, αφο­πλι­σμός πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών κλπ) που είχε πολύ πλα­τιά απή­χη­ση. Ωστό­σο, επει­δή δεν επρό­κει­το για συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα δρά­σης, οι εθνι­κές ηγε­σί­ες του SPD και του USPD εύ­κο­λα τα απέρ­ρι­ψαν ως ανέ­φι­κτα και έλη­ξαν άδοξα την υπό­θε­ση [14].

Τη συ­νέ­χεια έδωσε δυο μήνες μετά η ηγε­σία του KPD. Έστει­λε στα δυο άλλα ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα «Ανοι­χτή Επι­στο­λή» που κα­λού­σε σε συν­δια­μόρ­φω­ση­κοι­νών πα­νε­θνι­κών δρά­σε­ων για μια λίστα πα­ρό­μοιων αι­τη­μά­των (επί­τα­ξη κα­τοι­κιών κλπ). [15] Μέ­τω­πο δεν επι­τεύ­χθη­κε στην πράξη, αφού η άλλη πλευ­ρά απέρ­ρι­ψε και την «Ανοι­χτή Επι­στο­λή». Αλλά οι απορ­ρί­ψεις τής στοί­χι­ζαν. Πάνω στην πείρα του Καπ και της Στουτ­γάρ­δης, το ΚΚ έγινε μα­ζι­κό κόμμα για πρώτη φορά, ξε­περ­νώ­ντας τις 300.000 μέλη: το Δε­κέμ­βρη του 1920 «έκλε­ψε» την πλειο­ψη­φία των μελών του USPD, όταν αυτό δια­σπά­στη­κε.

Το 1921-23 το SPD μοι­ρα­ζό­ταν συχνά τα υπουρ­γεία με διά­φο­ρα αστι­κά κόμ­μα­τα. Η πο­λι­τι­κή του γι­νό­ταν όλο και πιο δεξιά, ώστε κά­ποια στιγ­μή (Νο­έμ­βρης 1922) θα οδη­γού­σε στην άρ­νη­ση ακόμη και των βου­λευ­τών του να ξα­να­σχη­μα­τί­σουν κυ­βέρ­νη­ση με αστούς[16]. Από την άλλη, η με­τω­πι­κή πο­λι­τι­κή του ΚΚ δια­κό­πη­κε το Μάρτη του ‘21. Με την «δράση του Μάρτη», μια αρι­στε­ρί­στι­κη μο­νο­με­ρή απερ­για­κή εξέ­γερ­ση που απο­ξέ­νω­σε το κόμμα από την ερ­γα­τι­κή πλειο­ψη­φία και σχε­δόν το κα­τέ­στρε­ψε. Το ΕΜ ήταν ανα­γκαίο, σε συν­θή­κες που «δεν είχε φτά­σει ακόμα η στιγ­μή η ορατή [αντι­κυ­βερ­νη­τι­κή] δυ­σφο­ρία να γίνει μα­ζι­κή δράση, αλλά όπως συχνά συμ­βαί­νει εκ­φρα­ζό­ταν με εντει­νό­με­νη  πα­ραί­τη­ση». [17] Σε αυτό θα επι­στρέ­ψει γρή­γο­ρα το Κόμμα. Στη­ρί­ζο­ντας απερ­γί­ες συν­δι­κά­των που δεν ελέγ­χει, ενώ το SPD τις πο­λε­μά. Ορ­γα­νώ­νο­ντας κοι­νές αντι­πο­λε­μι­κές δια­δη­λώ­σεις με τους Ανε­ξάρ­τη­τους, με αφορ­μή την Συν­διά­σκε­ψη των Τριών Διε­θνών. [18] Κά­νο­ντας συ­νε­χείς εκ­κλή­σεις στην ηγε­σία του SPD για κοινή δράση απέ­να­ντι στις πα­ρα­στρα­τιω­τι­κές επι­θέ­σεις. Όταν ακρο­δε­ξιοί δο­λο­φο­νούν τον αστό πο­λι­τι­κό Έρτσ­μπερ­γκερ, το ΚΚ μοιά­ζει να επι­βε­βαιώ­νε­ται. Καλεί αμέ­σως μέχρι και τα χρι­στια­νι­κά συν­δι­κά­τα σε κοι­νές δια­δη­λώ­σεις, τα τρία ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα σχη­μα­τί­ζουν αντι­φα­σι­στι­κή επι­τρο­πή (αν και το SPD απο­χω­ρεί σύ­ντο­μα) και οι απερ­για­κοί δια­δη­λω­τές φτά­νουν τα πέντε εκα­τομ­μύ­ρια σε όλη τη χώρα.[19]

Το ίδιο γί­νε­ται με τον φόνο του αστού Υπ.Εξ.Ρα­τε­νά­ου από φα­σί­στες (24/6/1922). Η βάση του SPD συμ­με­τέ­χει αυ­θόρ­μη­τα σε κοι­νές αντι­φα­σι­στι­κές δια­δη­λώ­σεις με τους κομ­μου­νι­στές και ανα­γκά­ζει την ηγε­σία της να μπει σε δια­πραγ­μά­τευ­ση. Συ­να­ντώ­νται εκ­πρό­σω­ποι των τριών ερ­γα­τι­κών κομ­μά­των, επι­δί­δουν δια­μαρ­τυ­ρία στην κυ­βέρ­νη­ση και συμ­φω­νούν σε ενιαί­ες δια­δη­λώ­σεις που συ­σπει­ρώ­νουν εκα­τομ­μύ­ρια. [20] Μετά από λίγες μέρες, η πίεση της βάσης υπο­χω­ρεί οπότε το SPD δεν δίνει συ­νέ­χεια. Αλλά το ΚΚ επι­μέ­νει όλη αυτήν την πε­ρί­ο­δο σε προ­τά­σεις για κοι­νές δρά­σεις απέ­να­ντι στους φα­σί­στες (δια­δη­λώ­σεις, ένο­πλη αυ­το­ά­μυ­να κλπ) και τον πλη­θω­ρι­σμό (επι­τρο­πές τιμών, απερ­γί­ες κλπ). Με αυτόν τον τρόπο κα­τά­φερ­νε να αυ­ξά­νει επιρ­ροή και μέλη, ακόμη κι αν σπά­νια κα­τά­φερ­νε να ανα­γκά­σει σε ενιαίο μέ­τω­πο τους το­πι­κούς ή εθνι­κούς ηγέ­τες του SPD.

Ενώ μετά τη Δράση του Μάρτη το Κόμμα βρέ­θη­κε πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νο, ως το 1922 είχε ανα­νή­ψει, αυ­ξά­νο­ντας κατά 38.000 τα μέλη του [21], διορ­γα­νώ­νο­ντας μια πλα­τιά συν­διά­σκε­ψη ερ­γο­στα­σια­κών συμ­βου­λί­ων από όλη τη χώρα και φέρ­νο­ντας σε αυτή μια μειο­ψη­φία σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών συν­δι­κα­λι­στών. Τα ερ­γο­στα­σια­κά συμ­βού­λια της πε­ριό­δου ήταν όρ­γα­να ΕΜ με δράση κυ­ρί­ως οι­κο­νο­μι­κή (προ­στα­σία από εξώ­σεις, επι­τρο­πές ελέγ­χου των τιμών) και αντι­φα­σι­στι­κή (προ­λε­τα­ρια­κές εκα­το­νταρ­χί­ες, διά­λυ­ση φα­σι­στι­κών συ­γκε­ντρώ­σε­ων). Σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις έφτα­ναν να ανα­λά­βουν την το­πι­κή εξου­σία. [22] Το Κόμμα συ­νέ­χι­σε έτσι και το ‘23. Για πα­ρά­δειγ­μα, εν μέσω διαρ­κών προ­κλή­σε­ων από την κα­τα­στο­λή και το πα­ρα­κρά­τος, οι εκ­κλή­σεις του ΚΚ για αντι­φα­σι­στι­κές δρά­σεις πα­ρέ­συ­ραν το­πι­κές ηγε­σί­ες του SPD στην Αντι­φα­σι­στι­κή Μέρα (29/7/1923) και στην κοινή δια­δή­λω­ση KPD-SPD στη Φραγ­κφούρ­τη (23/7/1923). [23]

Μετά την ήττα της γερ­μα­νι­κής επα­νά­στα­σης το φθι­νό­πω­ρο του '23 και τον εκ­φυ­λι­σμό της Κο­μι­ντέρν, το ΕΜ δεν ξα­να­ε­πι­διώ­χτη­κε σχε­δόν ποτέ, ενώ η επα­νά­στα­ση έφευ­γε από την ευ­ρω­παϊ­κή ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Με την στα­λι­νι­κή κα­θο­δή­γη­ση, τα ΚΚ εφάρ­μο­ζαν μια πο­λι­τι­κή απο­μό­νω­σης από τους ρε­φορ­μι­στές ερ­γά­τες, κα­ταγ­γέλ­λο­ντάς τους το ίδιο σκλη­ρά με τους ηγέ­τες. Οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ήδη από το '24 σαν «με­τριο­πα­θής πτέ­ρυ­γα του φα­σι­σμού» [24] και πια σαν «σο­σιαλ­φα­σί­στες». Η εφη­με­ρί­δα του KPD, η RoteFahne, έγρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το ’30: «Αυτός που ανή­κει στο SPD είναι σά­πιος και πρέ­πει να φύγει [από τα συν­δι­κά­τα!]»[25]. Ο γραμ­μα­τέ­ας του, ο Τέλ­μαν, δια­τυ­μπά­νι­ζε: «Οι χει­ρό­τε­ροι σο­σιαλ­φα­σί­στες ήταν αυτοί που έσπα­γαν από το SPD προς τα αρι­στε­ρά». [26] Εκεί­να τα χρό­νια, ο Τρό­τσκι απεύ­θυ­νε πολ­λές ανα­λύ­σεις στους κομ­μου­νι­στές, προ­σπα­θώ­ντας να απο­δεί­ξει την ανα­γκαιό­τη­τα του ΕΜ. Δυ­στυ­χώς οι εκ­κλή­σεις του δεν ει­σα­κού­ο­νταν, οι αντι­πο­λι­τευό­με­νοι μέσα στα ΚΚ ήταν λίγοι, όλο και πιο απο­μο­νω­μέ­νοι απ'τις συ­κο­φα­ντι­κές εκ­στρα­τεί­ες του στα­λι­νι­σμού. Υπήρ­ξαν ελά­χι­στα και με­μο­νω­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα κοι­νής αντι­φα­σι­στι­κής πάλης. Η τε­λι­κή νίκη των Ναζί το 1933 δεν απο­τρά­πη­κε. Ωστό­σο, οι ανα­λύ­σεις του Τρό­τσκι από το ’22 ως το ’33 φω­τί­ζουν πολύ καλά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ΕΜ, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας την ιστο­ρι­κή πείρα του ‘20-'23.

Στη δράση με τις μάζες

Ένα ντο­κου­μέ­ντο που συ­μπυ­κνώ­νει πολ­λές πλευ­ρές του ΕΜ είναι οι Θέ­σεις που έγρα­ψε ο Τρό­τσκι για μια Ολο­μέ­λειά της ΕΕΚΔ (Φλε­βά­ρης-Μάρ­της 1922), όταν το ζή­τη­μα ήταν στο επί­κε­ντρο των συ­ζη­τή­σε­ων και των πρα­κτι­κών διε­θνώς. [27] Τόσο στα γε­γο­νό­τα της δε­κα­ε­τί­ας του ‘20 όσο και στις Θέ­σεις, βλέ­που­με ότι το ΕΜ, ακόμη και για πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα (φα­σι­σμός, κα­τα­στο­λή), ήταν μια τα­κτι­κή ενό­τη­τας στη δράση, γύρω από αι­τή­μα­τα που απο­δε­χό­ταν η ερ­γα­τι­κή τάξη.

«Αφού εξα­σφα­λί­σει την πλήρη ανε­ξαρ­τη­σία και την ιδε­ο­λο­γι­κή του ομοιο­γέ­νεια, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα πα­λεύ­ει για την επιρ­ροή στην πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής τάξης… Σε αυτές τις μάχες [κατά της αστι­κής τάξης]… οι ερ­γα­τι­κές μάζες διαι­σθά­νο­νται την ανά­γκη ενό­τη­τας στη δράση, ενό­τη­τας στην αντί­στα­ση… ή ενό­τη­τας στην επί­θε­ση κατά του κα­πι­τα­λι­σμού. Όποιο κόμμα αντι­τί­θε­ται μη­χα­νι­κά σε αυτήν την ανά­γκη… κα­τα­δι­κά­ζε­ται οπωσ­δή­πο­τε στα μυαλά των ερ­γα­τών.» [28]

Το '31, σε συν­θή­κες άμυ­νας, ο ίδιος επα­να­λάμ­βα­νε:

«Το προ­λε­τα­ριά­το κάνει βή­μα­τα προς την επα­να­στα­τι­κή συ­νεί­δη­ση... μέσα από την πάλη των τά­ξε­ων... για να πα­λέ­ψει χρειά­ζε­ται την ενό­τη­τα... η ενό­τη­τα χρειά­ζε­ται, τόσο για τους οι­κο­νο­μι­κούς αγώ­νες στα πλαί­σια ενός με­μο­νω­μέ­νου ερ­γο­στα­σί­ου, όσο και για "εθνι­κούς" πο­λι­τι­κούς αγώ­νες, όπως η απο­τρο­πή του φα­σι­σμού.» [29]

Έτσι το ΕΜ δεν ήταν μια αυ­θαί­ρε­τη “πο­νη­ρή μα­νού­βρα” των κομ­μου­νι­στών, αλλά πή­γα­ζε από πραγ­μα­τι­κές ανά­γκες: αυτές του έδι­ναν πι­θα­νό­τη­τες απή­χη­σης.

Το ΕΜ ήταν επί­σης τα­κτι­κή που αφο­ρού­σε μάζες. Από τον ενερ­γη­τι­κό ρόλο των μαζών πή­γα­ζε η δυ­να­τό­τη­τα οι ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες να ανα­γκα­στούν να συμ­φω­νή­σουν σε ένα πρό­γραμ­μα αγώνα με τους αντί­πα­λους κομ­μου­νι­στές. Από τα Σο­βιέτ του 1905 και του 1917 ως τη Στουτ­γάρ­δη του ’20, εί­δα­με ήδη τις προ­δρο­μι­κές ενω­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες των κομ­μα­τι­κών βά­σε­ων που πί­ε­ζαν ρε­φορ­μι­στι­κές κι επα­να­στα­τι­κές ηγε­σί­ες. Ακόμη κι έτσι εί­δα­με ότι συχνά οι ρε­φορ­μι­στές δεν υπο­χω­ρού­σαν ούτε στις μα­ζι­κές πιέ­σεις. Προ­τι­μού­σαν να χά­νουν κά­ποια μέλη προς το ΚΚ, παρά να συμ­βάλ­λουν στην ανα­τρο­πή του συ­στή­μα­τος και να εξα­φα­νι­στούν πο­λι­τι­κά μαζί του.

Η μα­ζι­κή φύση του ΕΜ ση­μαί­νει ότι αυτό δεν υπο­κα­θί­στα­ται από συμ­μα­χί­ες κο­ρυ­φής χωρίς τις μάζες, χωρίς βάση.

«Κατά συ­νέ­πεια το ζή­τη­μα του ενιαί­ου με­τώ­που δεν είναι κα­θό­λου, ούτε στην προ­έ­λευ­ση ούτε στην ουσία του, ζή­τη­μα αμοι­βαί­ων σχέ­σε­ων με­τα­ξύ κοι­νο­βου­λευ­τι­κών ομά­δων κομ­μου­νι­στών και σο­σια­λι­στών ούτε με­τα­ξύ των κε­ντρι­κών επι­τρο­πών των δυο κομ­μά­των… [αλλά] ανα­πτύσ­σε­ται από την επεί­γου­σα ανά­γκη δια­σφά­λι­σης ενός ενιαί­ου με­τώ­που στην πάλη» [30]

Με ή χωρίς ΕΜ, η ενί­σχυ­ση των αγώ­νων ήταν όρος για την ενί­σχυ­ση των επα­να­στα­τών.

«Το κόμμα πρέ­πει να πάρει την πρω­το­βου­λία να εξα­σφα­λί­σει ενό­τη­τα στους υφι­στά­με­νους αγώ­νες... η μα­ζι­κο­ποί­η­ση του κι­νή­μα­τος τεί­νει να το ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποιεί και δη­μιουρ­γεί πολύ πιο ευ­νοϊ­κές συν­θή­κες για τα συν­θή­μα­τα, τις με­θό­δους πάλης και γε­νι­κά τον ηγε­τι­κό ρόλο του ΚΚ.» [31]

Δομές και πει­θαρ­χία

Όπου το ΕΜ κα­τά­φερ­νε να κρα­τή­σει για πα­ρα­πά­νω από μια κοινή δια­δή­λω­ση, ανέ­πτυσ­σε ιδιαί­τε­ρες δομές, δια­κομ­μα­τι­κές ή υπερ­κομ­μα­τι­κές, ώστε να πε­ρι­λάμ­βα­νε όλους τους ερ­γά­τες. Ανα­φέ­ρα­με ήδη τα ρώ­σι­κα­Σο­βιέτ, όταν η τάξη πά­λευε για την εξου­σία και τις επι­τρο­πές επα­να­στα­τι­κής άμυ­νας κό­ντρα στο πρα­ξι­κό­πη­μα Κορ­νί­λοφ. [32]

Οι ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές και οι επι­τρο­πές αυ­το­ά­μυ­νας της Γερ­μα­νί­ας του ‘22-’23 επί­σης ήταν τέ­τοιες δομές. Το 1931 ο Τρό­τσκι ανέ­φε­ρε ως σπά­νιο πα­ρά­δειγ­μα προς μί­μη­ση τους κομ­μου­νι­στές ερ­γά­τες του Κλί­γκε­νταλ. Είχαν συ­γκρο­τή­σει, παρά το σα­μπο­τάζ όλων των ηγε­σιών, μια ορ­γά­νω­ση αντι­φα­σι­στι­κής άμυ­νας με τα συν­δι­κά­τα και με μια αρι­στε­ρή διά­σπα­ση του SPD, το SAP. [33] Το 1933 προ­κρί­νει τους ερ­γα­τι­κούς αμυ­ντι­κούς συν­δέ­σμους που θα συ­ντο­νί­ζο­νταν από ένα παγ­γερ­μα­νι­κό ερ­γα­τι­κό αντι­φα­σι­στι­κό συ­νέ­δριο. [34]

Επι­χει­ρη­μα­το­λο­γώ­ντας κατά της αρι­στε­ρί­στι­κης απο­χώ­ρη­σης των κομ­μου­νι­στών από τα συν­δι­κά­τα, ο Τρό­τσκι τα κα­τέ­τασ­σε πάντα ως μορ­φές ΕΜ στην οι­κο­νο­μι­κή πάλη. «Ποτέ δεν έχου­με στη­ρί­ξει την απο­χώ­ρη­ση από τα συν­δι­κά­τα ή την διά­σπα­σή τους... όπως κά­ποιες σε­κτα­ρι­στι­κές ομά­δες» [35] Το ‘33 ζη­τού­σε από τα κομ­μου­νι­στι­κά συν­δι­κά­τα να προ­σχω­ρή­σουν στα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά, που συ­σπεί­ρω­ναν την τε­ρά­στια πλειο­ψη­φία των ερ­γα­τών. [36]

Απέ­να­ντι στην άνοδο της φα­σι­στι­κής απει­λής εν μέσω κρί­σης στη Γαλ­λία του ‘34, πρό­τει­νε σειρά ερ­γα­τι­κών δομών που θα μπο­ρού­σαν να υλο­ποι­ή­σουν πολλά αι­τή­μα­τα:

«Η ερ­γα­τι­κή συμ­μα­χία κομ­μά­των και συν­δι­κά­των πρέ­πει να ορ­γα­νω­θεί... Πρέ­πει να ορ­γα­νω­θούν μια εθνι­κή επι­τρο­πή της ερ­γα­τι­κής συμ­μα­χί­ας, πε­ρι­φε­ρεια­κές επι­τρο­πές, το­πι­κές επι­τρο­πές. Δη­μιουρ­γία επι­τρο­πών ερ­γα­τι­κών χώρων εκλεγ­μέ­νων από τους ερ­γά­τες... Στον αγώνα κατά του φα­σι­σμού, της αντί­δρα­σης και του πο­λέ­μου... πάνω απ’ό­λα στό­χος είναι να εξα­σφα­λι­στεί η ενιαία δράση της ίδιας της ερ­γα­τι­κής τάξης σε ερ­γο­στά­σια και ερ­γα­το­γει­το­νιές... Η συμ­μα­χία ση­μα­ντι­κών ερ­γα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων (Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα, Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα, GCT, CGTU, Κομ­μου­νι­στι­κή Λίγκα) δεν θα έχει καμία επα­να­στα­τι­κή αξία αν δεν προ­σα­να­το­λι­στεί στη δη­μιουρ­γία: επι­τρο­πών αγώνα που εκ­προ­σω­πούν την ίδια τη μάζα (έμ­βρυα σο­βιέτ), ερ­γα­τι­κών πο­λι­το­φυ­λα­κών, πάντα ενω­μέ­νων στη δράση, αν και ορ­γα­νω­μέ­νων από δια­φο­ρε­τι­κά κόμ­μα­τα και ορ­γα­νώ­σεις.» [37]

Είναι κα­θα­ρό ότι στό­χος και νόημα όλων των μορ­φών ΕΜ είναι πάντα η ενιαία δράση της ερ­γα­τι­κής μάζας (απερ­για­κά σχέ­δια, αντι­φα­σι­στι­κές πο­λι­το­φυ­λα­κές κλπ) και όχι μια συμ­μα­χία από τα πάνω, πο­λι­τι­κή ή εκλο­γι­κή.

Ανά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση, οι κομ­μου­νι­στές θα έπρε­πε να σέ­βο­νται την αντί­στοι­χη πει­θαρ­χία του με­τώ­που. Μέσα στα κοινά συν­δι­κά­τα, έπρε­πε να σέ­βο­νται τα κα­τα­στα­τι­κά των συν­δι­κά­των. [38] Το ‘17, οι μειο­ψη­φού­ντες Μπολ­σε­βί­κοι λάμ­βα­ναν υπόψη τις απο­φά­σεις των Σο­βιέτ. Κά­ποιες φορές το Κόμμα υπο­χω­ρού­σε για να μην απο­ξε­νω­θεί από τους επα­να­στα­τη­μέ­νους ερ­γά­τες. Έτσι, χρειά­στη­κε να στα­μα­τή­σει τις αντι­κυ­βερ­νη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις που είχε κα­λέ­σει, όταν το Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης τά­χθη­κε κατά, τον Απρί­λη και τον Ιούνη του ’17. [39] Όμως, η πει­θαρ­χία μέχρι και στα Σο­βιέτ λο­γο­δο­τού­σε στο στόχο να υπη­ρε­τη­θεί η επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία. Όταν τον Ιούλη του ’17 η ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία των Σο­βιέτ, μεν­σε­βί­κοι κι εσέ­ροι, κα­τά­ντη­σε να υπο­στη­ρί­ζει έμ­με­σα την αντε­πα­νά­στα­ση, οι μπολ­σε­βί­κοι απο­μά­κρυ­ναν το σύν­θη­μα «όλη η εξου­σία στα Σο­βιέτ» και πε­ριό­ρι­σαν τη δου­λειά τους, υπό το βάρος της κα­τα­στο­λής, στις ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές και τα σω­μα­τεία, έξω από τα βα­σι­κά Σο­βιέτ. Η πει­θαρ­χία του ΕΜ ήταν πει­θαρ­χία στη συμ­φω­νη­μέ­νη δράση, στο συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων αλλά και στα συμ­φέ­ρο­ντα της επα­νά­στα­σης.

«Η με­τω­πι­κή ενό­τη­τα, κατά συ­νέ­πεια, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ετοι­μό­τη­τά μας, εντός ορι­σμέ­νων ορίων και για συ­γκε­κρι­μέ­να ζη­τή­μα­τα, να σχε­τί­ζου­με στην πράξη τις ενέρ­γειές μας με εκεί­νες των ρε­φορ­μι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, στο βαθμό που οι δεύ­τε­ρες εξα­κο­λου­θούν να εκ­φρά­ζουν τη θέ­λη­ση ση­μα­ντι­κών τμη­μά­των του μα­χό­με­νου προ­λε­τα­ριά­του.» [40]

Το ΕΜ δεν ήταν πει­θαρ­χία στην αφη­ρη­μέ­νη ενό­τη­τα, ούτε στην προ­πα­γάν­δα: πά­ντο­τε ασκού­ταν η ίδια δρι­μεία κρι­τι­κή στους «εταί­ρους» των συν­δι­κά­των, των Σο­βιέτ ή των με­τω­πι­κών δρά­σε­ων.

«Κλεί­νο­ντας συμ­φω­νία με άλλες ορ­γα­νώ­σεις, επι­βάλ­λου­με στον εαυτό μας μια ορι­σμέ­νη πει­θαρ­χία δρά­σης. Αλλά αυτή η πει­θαρ­χία δεν μπο­ρεί να έχει από­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα. Εάν οι ρε­φορ­μι­στές βά­ζουν φρένο στον αγώνα αντι­δρώ­ντας στις δια­θέ­σεις των μαζών, εμείς σαν ανε­ξάρ­τη­τη ορ­γά­νω­ση δια­τη­ρού­με το δι­καί­ω­μα να υπο­στη­ρί­ξου­με τη δράση ως το τέλος χωρίς τους προ­σω­ρι­νούς μι­σο­συμ­μά­χους. Αυτό μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε νέα όξυν­ση της πάλης με­τα­ξύ ημών και των ρε­φορ­μι­στών.»

Αυτό γρά­φε­ται στην Από­φα­ση της ΕΕΚΔ (3/1922) [41], αλλά επα­να­λαμ­βά­νε­ται αυ­τού­σιο και το 1932 από τον Τρό­τσκι. [42] Ο Τρό­τσκι όχι μόνο δεν φο­βό­ταν την όξυν­ση της πάλης με το ρε­φορ­μι­σμό, αλλά την επε­δί­ω­κε κιό­λας ως «ση­μα­το­δό­τη­ση της επέ­κτα­σης της επιρ­ρο­ής μας». [43]

Στα τέλη του ‘32, λί­γους μήνες πριν την άνοδο του Χί­τλερ στην εξου­σία, ο Τρό­τσκι εξα­κο­λου­θεί να θέτει όρια στην πει­θαρ­χία μιας αντι­φα­σι­στι­κής συμ­μα­χί­ας με το ρε­φορ­μι­σμό:

«οι Κομ­μου­νι­στές δε­σμεύ­ο­νται εκ των προ­τέ­ρων να μην χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν βί­αιες με­θό­δους ενά­ντια σε μια σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση στο βαθμό που αυτή θα βα­σί­ζε­ται στην πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής τάξης και θα εγ­γυά­ται την ελευ­θε­ρία προ­πα­γάν­δας και ορ­γά­νω­σης του ΚΚ». [44]

Συμ­μα­χία και κομ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρον

Για να έχει πι­θα­νό­τη­τες επι­τυ­χί­ας, το ΕΜ ενέ­χει πάντα την απεύ­θυν­ση στις ηγε­σί­ες, το­πι­κές ή κε­ντρι­κές, πο­λι­τι­κές ή συν­δι­κα­λι­στι­κές, στις οποί­ες προ­σβλέ­πει η ερ­γα­τι­κή πλειο­ψη­φία.

«Αν ήμα­στε ικα­νοί απλά να ενώ­σου­με τις ερ­γα­ζό­με­νες μάζες γύρω από το δικό μας λά­βα­ρο... να πη­δή­ξου­με πάνω από τις ρε­φορ­μι­στι­κές ηγε­σί­ες... θα ήταν το κα­λύ­τε­ρο... αλλά τότε δεν θα έμπαι­νε το ίδιο το ζή­τη­μα του ΕΜ...» [45]

Ταυ­τό­χρο­να, δεν υπάρ­χει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο υπο­τί­μη­σης των κομ­μα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Σκο­πός του ΕΜ είναι να δια­χω­ρι­στεί επι­τυ­χη­μέ­να η ηγε­σία του ρε­φορ­μι­σμού από τη βάση της. Το πέ­ρα­σμα της δεύ­τε­ρης στον κομ­μου­νι­σμό είναι ανά­γκη και του κι­νή­μα­τος. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που το ίδιο το ΕΜ, ως απο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος πάλης, εμπο­δί­ζε­ται από αυ­τούς που κα­θο­δη­γούν την πλειο­ψη­φία της τάξης.

«Οι ρε­φορ­μι­στές τρέ­μουν την επα­να­στα­τι­κή δύ­να­μη του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος. Το αγα­πη­μέ­νο τους πεδίο είναι το κοι­νο­βου­λευ­τι­κό βήμα, το γρα­φείο του συν­δι­κά­του, ο προ­θά­λα­μος του υπουρ­γι­κού γρα­φεί­ου.» [46]

«Τα συμ­φέ­ρο­ντα της τάξης, όταν έχουν κα­τα­νοη­θεί σωστά, ταυ­τί­ζο­νται με τους στό­χους του [επα­να­στα­τι­κού] κόμ­μα­τος... Το κα­θή­κον του κόμ­μα­τος είναι, μέσα από την εμπει­ρία του αγώνα, να πεί­σει το προ­λε­τα­ριά­το για το δι­καί­ω­μα του κόμ­μα­τος να είναι η ηγε­σία του.» [47]

Το ‘32, απέ­να­ντι σε κά­ποιους κε­ντρι­στές που «ασκούν κρι­τι­κή στους “κομ­μα­τι­κούς εγω­ι­σμούς”... [και λένε] ότι “το συμ­φέ­ρον της τάξης είναι πάνω από το συμ­φέ­ρον του κόμ­μα­τος”», ο Τρό­τσκι απα­ντά ότι αυτή η αντί­λη­ψη είναι «ρηχή», «λα­θε­μέ­νη και αντι­δρα­στι­κή». [48] Μήνες μετά επα­να­λαμ­βά­νει:

 «Η πο­λι­τι­κή του ΕΜ έχει στόχο να δια­χω­ρί­σει αυ­τούς που θέ­λουν να πα­λέ­ψουν από αυ­τούς που δεν θέ­λουν... να ξε­φτι­λί­σει τους ητ­το­πα­θείς ηγέ­τες στα μάτια των ερ­γα­τών για να αυ­ξή­σει τη μα­χη­τι­κό­τη­τα των τε­λευ­ταί­ων.» [49]

Το ίδιο ισχύ­ει για τη συν­δι­κα­λι­στι­κή ενιαιο­με­τω­πι­κή δου­λειά.

«Η συμ­με­το­χή των κομ­μου­νι­στών στα αντι­δρα­στι­κά συν­δι­κά­τα δεν υπα­γο­ρεύ­ε­ται από μια αφη­ρη­μέ­νη αρχή ενό­τη­τας, αλλά από την ανά­γκη πάλης για την απο­μά­κρυν­ση των πρα­κτό­ρων του κε­φα­λαί­ου από τα συν­δι­κά­τα [δη­λα­δή των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών]. Για το SAP [τους κε­ντρι­στές] αυτό το ενερ­γη­τι­κό, επα­να­στα­τι­κό, επι­θε­τι­κό στοι­χείο της πο­λι­τι­κής υπο­τάσ­σε­ται μπρο­στά στην αφη­ρη­μέ­νη αρχή της ενό­τη­τας.» [50]

Μέσα από την ενό­τη­τα στον αγώνα, οι επα­να­στά­τες θέ­λουν να συ­γκρι­θούν με τη ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία, να κερ­δί­σουν την προ­σο­χή της βάσης της και τε­λι­κά την ίδια τη βάση. Αυτό δεν γι­νό­ταν με τις τε­λε­σι­γρα­φι­κές κα­ταγ­γε­λί­ες του στα­λι­νι­κού KPD που με τη θε­ω­ρία του «σο­σιαλ­φα­σι­σμού» τσου­βά­λια­ζε την ηγε­σία μαζί με τη βάση. Το Κόμμα έπρε­πε «να προ­τεί­νει ένα κα­θο­ρι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα για κοινή δράση» στην ηγε­σία του SPD. [51]

«Με­τα­ξύ των λόγων και των έργων τους υπάρ­χει άβυσ­σος... αλλά πρέ­πει να κα­τα­λά­βου­με πώς να τους δε­σμεύ­σου­με [τους σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες] από τα ίδια τους τα λόγια... να ανα­πτυ­χθεί ένα σύ­στη­μα κοι­νών μέ­τρων αγώνα ενά­ντια στο κα­θε­στώς έκτα­κτων δια­ταγ­μά­των [της κυ­βέρ­νη­σης]»

Απευ­θύ­νο­ντας την πρό­σκλη­ση και πρό­κλη­ση του ΕΜ, οι επα­να­στά­τες, έλεγε ο Τρό­τσκι, θέ­λου­με να «βγά­λου­με τους ρε­φορ­μι­στές από τα κα­τα­φύ­γιά τους και να τους βά­λου­με πλάι μας μπρο­στά στα μάτια των αγω­νι­ζό­με­νων μαζών».[52]

Αυτή η μέ­θο­δος είχε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί πε­τυ­χη­μέ­να στο πιο κε­ντρι­κό επί­πε­δο. Στο 2ο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν, το 1920, πα­ρε­νέ­βη­σαν, ως κα­λε­σμέ­νοι, κε­ντρι­στές ηγέ­τες από διά­φο­ρες χώρες, προ­κα­λώ­ντας δυ­σφο­ρία σε πολ­λούς κομ­μου­νι­στές. Ο Λένιν απα­ντού­σε στους τε­λευ­ταί­ους: «οι σύ­ντρο­φοι Βιν­τζ­κούπ και Μίν­τσεν­μπεργκ κά­νουν λάθος... καθώς το [γερ­μα­νι­κό, κε­ντρί­στι­κο] USPD έχει με­γα­λώ­σει από επα­να­στά­τες ερ­γά­τες που συρ­ρέ­ουν, οφεί­λου­με να συ­ζη­τή­σου­με με τους εκ­προ­σώ­πους του»[53]. Στην ίδια ομι­λία ο Λένιν δε δι­στά­ζει να χα­ρα­κτη­ρί­σει (μπρο­στά τους!) «τε­λεί­ως αστι­κές τις ομι­λί­ες των [κα­λε­σμέ­νων κε­ντρι­στών] Συ­ντρό­φων Κρί­σπιεν και Ντί­τμαν» και να επι­ση­μά­νει  ότι δεν μπο­ρεί να προ­κύ­ψει άμεσα συμ­φω­νία με αυ­τούς. Η δη­μό­σια δια­πραγ­μά­τευ­ση και αντι­πα­ρά­θε­ση με τους πο­λι­τι­κούς αντα­γω­νι­στές θα βοη­θού­σε την Κο­μι­ντέρν να κερ­δί­σει τε­λι­κά τη βάση τους. [54]

Έτσι, το ΕΜ ήταν νοητό μόνο μαζί και ταυ­τό­χρο­να­σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τις ακα­τάλ­λη­λες για αγώνα ρε­φορ­μι­στι­κές ηγε­σί­ες. Αυτό μας φέρ­νει στο ζή­τη­μα της πο­λι­τι­κής και ορ­γα­νω­τι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας των επα­να­στα­τών.

Πο­λι­τι­κή Ανε­ξαρ­τη­σία

Η ενό­τη­τα με τους ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες δεν έπρε­πε να κα­λύ­πτει τους λό­γους που υπήρ­χαν τα δια­φο­ρε­τι­κά κόμ­μα­τα εξαρ­χής. Αυτό ήταν ανέ­κα­θεν κα­θα­ρό στην μπολ­σε­βί­κι­κη πα­ρά­δο­ση, όπως και στις δια­κη­ρύ­ξεις της Κο­μι­ντέρν το '20-'22.

«... η τα­κτι­κή του ερ­γα­τι­κού ΕΜ με κα­νέ­να τρόπο δεν μοιά­ζει με συν­θη­κο­λό­γη­ση ή συμ­φι­λί­ω­ση με τους ρε­φορ­μι­στές... απαι­τεί από το κόμμα πλήρη ελευ­θε­ρία ελιγ­μών, ευ­λυ­γι­σία και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Για να είναι αυτό δυ­να­τό, το κόμμα πρέ­πει ανά πάσα στιγ­μή να δια­κη­ρύσ­σει κα­θα­ρά και συ­γκε­κρι­μέ­να το τι θέλει, για τι πα­λεύ­ει και πρέ­πει να σχο­λιά­ζει με αξιο­πι­στία μπρο­στά στα μάτια των μαζών τα δικά του βή­μα­τα και τις δικές του προ­τά­σεις»[55]

Οι επα­να­στά­τες έπρε­πε να δια­τη­ρούν την πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία τους, να εξη­γούν συ­γκε­κρι­μέ­να γιατί το πο­λι­τι­κό σχέ­διο και οι ηγε­σί­ες του ρε­φορ­μι­σμού δεν μπο­ρού­σαν να υπη­ρε­τή­σουν την ερ­γα­τι­κή τάξη.

«Η γαλ­λι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη μπο­ρεί κερ­δη­θεί... μόνο αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας την επα­να­στα­τι­κή άποψη και τις επα­να­στα­τι­κές με­θό­δους σε αυτές των ρε­φορ­μι­στών, ενώ δια­τη­ρού­με ταυ­τό­χρο­να τον υψη­λό­τε­ρο δυ­να­τό βαθμό ενό­τη­τας στη δράση» [56]

Όταν πα­ρα­βια­ζό­ταν ο κα­νό­νας της πο­λι­τι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας, προ­έ­κυ­πταν κα­τα­στρο­φές. Ενώ βρι­σκό­ταν ήδη στην εξο­ρία, στο πλαί­σιο μιας κρι­τι­κής στο πρό­γραμ­μα του 6ου Συ­νε­δρί­ου της Κο­μι­ντέρν (1928), ο Τρό­τσκι ανέ­λυε τις στα­λι­νι­κές στρε­βλώ­σεις πάνω στις συμ­μα­χί­ες. Με δύο βα­σι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Πρώτο, η υπο­τα­γή του ΚΚ Κίνας στην πει­θαρ­χία του αστι­κού Κουό­μι­τανγκ. Είχε προη­γη­θεί η εξι­δα­νί­κευ­ση αυτού του εθνι­κι­στι­κού μορ­φώ­μα­τος όταν η Κο­μι­ντέρν το βά­πτι­σε πα­ρα­τη­ρη­τή της το 1926. Δεύ­τε­ρο, η υπο­τα­γή του αδύ­να­μου αγ­γλι­κού ΚΚ στους άγ­γλους ρε­φορ­μι­στές συν­δι­κα­λι­στές, που επί­σης είχαν εξι­δα­νι­κευ­τεί ως δήθεν επα­να­στα­τι­κός πα­ρά­γο­ντας και υπο­κα­τά­στα­το του κόμ­μα­τος.

«Η αδυ­να­μία του αγ­γλι­κού ΚΚ» το έκανε να ρέπει προς μια εύ­κο­λη «λύση», την υπο­κα­τά­στα­ση της πάλης να κα­τα­κτη­θεί η βάση των ρε­φορ­μι­στών (εδώ στα συν­δι­κά­τα) με την «ελ­πί­δα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τον ολο­έ­τοι­μο μη­χα­νι­σμό των συν­δι­κά­των για σκο­πούς επα­να­στα­τι­κούς». [57] Αυτό είχε ως απο­τέ­λε­σμα το μικρό ΚΚ να μην δια­φο­ρο­ποιεί­ται από τους συν­δι­κα­λι­στές, εκεί­νοι να προ­δώ­σουν τη με­γά­λη απερ­γία του '26 και το κόμμα να μεί­νει στά­σι­μο και αμή­χα­νο μπρο­στά στη δια­γω­γή των πρώην «συμ­μά­χων» του.

«Το ΚΚ ανα­πτύ­χθη­κε ελά­χι­στα, ενώ το Γε­νι­κό Συμ­βού­λιο [των ρε­φορ­μι­στών συν­δι­κα­λι­στών] εδραιώ­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο από όσο πριν την απερ­γία [την οποία είχε προ­δώ­σει]... το ερώ­τη­μα τι πε­ρί­με­νε κα­νείς και τι πέ­τυ­χε είναι το βα­σι­κό κρι­τή­ριο για τη στρα­τη­γι­κή»[58]

Το γε­νι­κό συ­μπέ­ρα­σμα ήταν:

«Ένας ελιγ­μός δεν μπο­ρεί να απο­φα­σί­ζει ποτέ για μια με­γά­λη υπό­θε­ση… Δεν είναι δυ­να­τό να απο­φευ­χθούν οι βα­σι­κές δυ­σκο­λί­ες με έναν ελιγ­μό... Στους ελιγ­μούς όμως που έκα­ναν γύρω από το Κουό­μι­ταγκ και την Αγ­γλο­ρω­σι­κή Επι­τρο­πή... αυτό που δεν έπρε­πε να είναι παρά ένα επει­σό­διο τα­κτι­κής φού­σκω­σε και έγινε στρα­τη­γι­κή γραμ­μή, κομ­μα­τιά­ζο­ντας... την πάλη ενά­ντια στη μπουρ­ζουα­ζία και τους ρε­φορ­μι­στές σε μια σειρά πε­ριο­ρι­σμέ­να και επου­σιώ­δη επει­σό­δια τα­κτι­κής... Κά­νο­ντας έναν ελιγ­μό πρέ­πει πάντα να έχου­με σαν αφε­τη­ρία τις χει­ρό­τε­ρες όχι τις κα­λύ­τε­ρες προ­βλέ­ψεις σχε­τι­κά με την πλευ­ρά στην οποία κά­νου­με πα­ρα­χω­ρή­σεις...

Να ο κα­νό­νας ο πιο αδιά­σει­στος και αναλ­λοί­ω­τος για κάθε ελιγ­μό:μην επι­τρέ­πεις ποτέ στον εαυτό σου να δια­λύ­ει, να ανα­κα­τεύ­ει ή να εξο­μοιώ­νει την κομ­μα­τι­κή σου ορ­γά­νω­ση με μια άλλη ορ­γά­νω­ση, όσο φι­λι­κή κι αν είναι αυτή σή­με­ρα… να κα­τα­φεύ­γει σε πρά­ξεις που... ανοι­χτά ή σκε­πα­σμέ­να, υπο­τάσ­σουν το κόμμα σου σε άλλα κόμ­μα­τα... [σε πρά­ξεις] που πε­ρι­στέλ­λουν την ελευ­θε­ρία της αγκι­τά­τσιας σου ή σε κά­νουν υπεύ­θυ­νο, έστω εν μέρει, για την πο­λι­τι­κή γραμ­μή άλλων κομ­μά­των. Μην επι­τρέ­πεις ποτέ στον εαυτό σου να μπερ­δεύ­ει τα λά­βα­ρά σου με τα δικά τους…» [59]

Το 1931, ο Τρό­τσκι επέ­με­νε ακόμα στην κα­θο­δη­γη­τι­κή ση­μα­σία των ίδιων πα­ρα­δειγ­μά­των.

«Τα λάθη στην πο­λι­τι­κή του ΕΜ υπήρ­ξαν δύο ειδών... τα κα­θο­δη­γη­τι­κά όρ­γα­να του ΚΚ απευ­θύν­θη­καν στους ρε­φορ­μι­στές με την πρό­τα­ση να πα­λέ­ψουν για ρι­ζο­σπα­στι­κά συν­θή­μα­τα... που δεν αντα­πο­κρί­νο­νταν στη συ­νεί­δη­ση των μαζών... με μια συχνή και κακή χρήση έφθει­ραν το όπλο των “ανοι­χτών επι­στο­λών”... Το δεύ­τε­ρο είδος... είχε πολύ πιο μοι­ραίο χα­ρα­κτή­ρα. Η πο­λι­τι­κή του ΕΜ κα­τά­ντη­σε για την στα­λι­νι­κή ηγε­σία μια συ­νε­χής έκ­κλη­ση για την εξα­σφά­λι­ση συμ­μα­χιών, θυ­σιά­ζο­ντας την ανε­ξαρ­τη­σία του ΚΚ.» [60]

Ομοί­ως και το ’32, όταν δια­χώ­ρι­ζε το ΕΜ από το θε­μι­τό εν­δε­χό­με­νο το μικρό ΚΚ των ΗΠΑ να εντα­χτεί σε ένα πλατύ Ερ­γα­τι­κό Κόμμα, στην πε­ρί­ο­δο που το δεύ­τε­ρο δεν ήταν ακόμη «κόμμα, αλλά ένα άμορ­φο πο­λι­τι­κό μα­ζι­κό κί­νη­μα»:

«Μια με­γά­λη πε­ρί­ο­δος σύγ­χυ­σης στην Κο­μι­ντέρν οδή­γη­σε πολ­λούς αν­θρώ­πους να ξε­χά­σουν μια πολύ απλή και απο­λύ­τως αμε­τά­κλη­τη αρχή. Ότι ένας Μαρ­ξι­στής, ένας προ­λε­τα­ρια­κός επα­να­στά­της, δεν μπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζε­ται στην ερ­γα­τι­κή τάξη με δυο λά­βα­ρα. Δεν μπο­ρεί να λέει σε μια ερ­γα­τι­κή συ­νά­ντη­ση: έχω ει­σι­τή­ρια για ένα πρώ­της κα­τη­γο­ρί­ας πάρτι και άλλα ει­σι­τή­ρια πιο φτηνά για τους ηλί­θιους. Αν είμαι Κομ­μου­νι­στής πρέ­πει να πα­λεύω για το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα…

Να υπο­λο­γί­ζεις ένα Ερ­γα­τι­κό Κόμμα σαν μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη σειρά ενιαί­ων με­τώ­πων δη­λώ­νει πα­ρερ­μη­νεία των εν­νοιών τόσο των ΕΜ όσο και του κόμ­μα­τος. Το ΕΜ προσ­διο­ρί­ζε­ται από χει­ρο­πια­στές πε­ρι­στά­σεις και για χει­ρο­πια­στούς σκο­πούς. Το Κόμμα είναι μό­νι­μο. Με το ΕΜ δια­τη­ρού­με για τους εαυ­τούς μας την ελευ­θε­ρία να σπά­σου­με από τους προ­σω­ρι­νούς συμ­μά­χους μας. Μέσα σε ένα κοινό κόμμα με αυ­τούς τους συμ­μά­χους, δε­σμευό­μα­στε από πει­θαρ­χία κι ακόμη από το ίδιο το γε­γο­νός του κόμ­μα­τος. Η πείρα του Κουό­μι­ταγκ και της Αγ­γλο­ρω­σι­κής Επι­τρο­πής πρέ­πει να γί­νουν κα­τα­νοη­τές καλά. Η στρα­τη­γι­κή γραμ­μή που υπα­γό­ρε­ψε η έλ­λει­ψη πνεύ­μα­τος ανε­ξαρ­τη­σί­ας του ΚΚ και η επι­θυ­μία να μπεις σε ένα “με­γά­λο” κόμμα (Κουό­μι­ταγκ, Ερ­γα­τι­κό Κόμμα) πα­ρή­γα­γαν ανα­πό­φευ­κτα όλες τις συ­νέ­πειες της οπορ­του­νι­στι­κής προ­σαρ­μο­γής στη θέ­λη­ση των συμ­μά­χων και μέσα από αυτήν στη θέ­λη­ση των εχθρών. Πρέ­πει να εκ­παι­δεύ­σου­με τους συ­ντρό­φους μας στην πίστη για το ανί­κη­το της κομ­μου­νι­στι­κής ιδέας και το μέλ­λον του ΚΚ. Η πα­ράλ­λη­λη πάλη για ένα άλλο κόμμα πα­ρά­γει ανα­πό­φευ­κτα έναν δυι­σμό στο μυαλό τους και τους οδη­γεί στο δρόμο του οπορ­του­νι­σμού.

Η τα­κτι­κή του ΕΜ δεν έχει μόνο με­γά­λα μειο­νε­κτή­μα­τα, αλλά και όρια και κιν­δύ­νους. Το ΕΜ ακόμη και στη μορφή προ­σω­ρι­νών μπλοκ συχνά ωθεί σε οπορ­του­νι­στι­κές απο­κλί­σεις, συχνά θα­νά­σι­μες όπως π.χ. στην πε­ρί­πτω­ση του Μπρά­ντλερ το 1923.Αυτός ο κίν­δυ­νος γί­νε­ται απο­λύ­τως κα­τα­βλη­τι­κός και αφό­ρη­τος σε μια κα­τά­στα­ση που το απο­κα­λού­με­νο ΚΚ γί­νε­ται μέρος ενός “Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος” που έχει δη­μιουρ­γη­θεί χάρη στην προ­πα­γάν­δα και την δράση του ίδιου του ΚΚ… είναι σωστό ότι το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα μπο­ρεί να γίνει στί­βος της δικής μας πε­τυ­χη­μέ­νης πάλης κι ότι το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα που δη­μιουρ­γεί­ται ως φραγ­μός στο Κομ­μου­νι­στι­κό μπο­ρεί, υπό ορι­σμέ­νες συν­θή­κες, να δυ­να­μώ­σει το ΚΚ, αλλά μόνο με τον όρο ότι θε­ω­ρού­με το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα όχι σαν “δικό μας” κόμμα αλλά σαν στίβο όπου δρού­με ως απο­λύ­τως ανε­ξάρ­τη­το ΚΚ.» [61]

Τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις πα­ρά­καμ­ψης της δύ­σκο­λης κομ­μα­τι­κής οι­κο­δό­μη­σης, ελ­πί­ζο­ντας σε ανα­συν­θέ­σεις και υπο­κα­τα­στά­σεις του επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος με έτοι­μους ρε­φορ­μι­στι­κούς μη­χα­νι­σμούς, υπήρ­ξαν κι άλλες. «Στην Αυ­στρία προ­σπά­θη­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν τε­χνη­τά, από τα πάνω, μια “αρι­στε­ρή” σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία που να χρη­σι­μεύ­ει σαν γέ­φυ­ρα προς τον κομ­μου­νι­σμό. Κι από αυτή τη μα­σκα­ρά­τα δεν βγήκε τί­πο­τα πέρα από απο­τυ­χί­ες.» [62]

Η πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία από το ρε­φορ­μι­σμό ήταν λυδία λίθος του με­τώ­που και κάθε ενω­τι­κής τα­κτι­κής όπου οι επα­να­στά­τες σέ­βο­νται τον εαυτό τους. Ούτε οι επι­κλή­σεις στην ενό­τη­τα γε­νι­κώς, ούτε οι εξι­δα­νι­κεύ­σεις των συμ­μά­χων μπο­ρού­σαν να την πα­ρα­κάμ­ψουν. Αρ­γό­τε­ρα στη χρο­νιά εξη­γού­σε και πάλι:

«Το πρα­κτι­κό πρό­γραμ­μα του ΕΜ προσ­διο­ρί­ζε­ται ανά­με­σα στις ορ­γα­νώ­σεις με συμ­φω­νί­ες που συ­νά­πτο­νται μπρο­στά στα μάτια των μαζών. Κάθε ορ­γά­νω­ση πα­ρα­μέ­νει κάτω από τη ση­μαία της και κάτω από την ηγε­σία της. Κάθε ορ­γά­νω­ση υπα­κού­ει μέσα στη δράση στην πει­θαρ­χία του ΕΜ... Πλή­ρης ανε­ξαρ­τη­σία, ορ­γα­νω­τι­κή και πο­λι­τι­κή, του ΚΚ, πάντα και κάτω από όλες τις συν­θή­κες. Κα­νέ­νας συν­δυα­σμός προ­γραμ­μά­των και ση­μαιών. Καμιά συ­ναλ­λα­γή χωρίς αρχές. Πλή­ρης ελευ­θε­ρία κρι­τι­κής απέ­να­ντι στους προ­σω­ρι­νούς συμ­μά­χους.... [απέ­να­ντι στους κε­ντρι­στές] αδιάλ­λα­κτη κρι­τι­κή (αλλά τίμια, πάνω σε πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα) για τους δι­σταγ­μούς στις ηγε­σί­ες, στάση προ­σε­κτι­κή, φι­λι­κή, προ­σέγ­γι­σης στην αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα, κι ακόμη ετοι­μό­τη­τα για το κλεί­σι­μο πρα­κτι­κών συμ­φω­νιών με το [κε­ντρί­στι­κο] SAP και για τη δη­μιουρ­γία στε­νό­τε­ρων δε­σμών με την αρι­στε­ρή του πτέ­ρυ­γα... [στα συν­δι­κά­τα] αγώ­νας ενά­ντια στη ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία στη βάση της συν­δι­κα­λι­στι­κής ενό­τη­τας... συ­στη­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή ΕΜ στο εσω­τε­ρι­κό των επι­χει­ρή­σε­ων... με τις ρε­φορ­μι­στι­κές ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές... στη βάση συ­γκε­κρι­μέ­νων διεκ­δι­κή­σε­ων... για τη μεί­ω­ση των τιμών... ενά­ντια στην πε­ρι­κο­πή των μι­σθών...» [63]

Το Δε­κέμ­βρη του ‘31 ο Τρό­τσκι γρά­φει ένα κρί­σι­μο ντο­κου­μέ­ντο. Την «επι­στο­λή στον γερ­μα­νό κομ­μου­νι­στή ερ­γά­τη». Εκεί εκτι­μά ότι ο Χί­τλερ μπο­ρεί να ανέ­βει στην εξου­σία σε πέντε μήνες.[64] Η επι­στο­λή ξα­να­κα­λεί το ΚΚ να προ­τεί­νει στο ρε­φορ­μι­σμό ένα ενιαίο αντι­φα­σι­στι­κό μέ­τω­πο με προσ­διο­ρι­σμέ­να μέτρα δρά­σης (ορ­γα­νώ­σεις αυ­το­ά­μυ­νας, κα­τά­σχε­ση φα­σι­στι­κών οπλο­στα­σί­ων κλπ). Ακόμη και εκεί­νες τις ιστο­ρι­κές ώρες, όταν κρι­νό­ταν «η μοίρα της Ευ­ρώ­πης και... η μοίρα όλης της αν­θρω­πό­τη­τας για τις επό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες», ο Τρό­τσκι πρό­βαλ­λε τον πε­ριο­ρι­σμό που είχε επι­βε­βαιώ­σει πολ­λά­κις η ιστο­ρι­κή πείρα.

«Οι εκλο­γι­κές συμ­φω­νί­ες και οι κοι­νο­βου­λευ­τι­κοί συμ­βι­βα­σμοί με­τα­ξύ του επα­να­στα­τι­κού και του σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού κόμ­μα­τος είναι, κατά κα­νό­να, προς το συμ­φέ­ρον της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Πρα­κτι­κές συμ­φω­νί­ες για μα­ζι­κή δράση, για αγω­νι­στι­κούς σκο­πούς, είναι πάντα χρή­σι­μες στο επα­να­στα­τι­κό κόμμα. Η Αγ­γλο­ρω­σι­κή Επι­τρο­πή [βλ. πα­ρα­πά­νω] υπήρ­ξε ένα απα­ρά­δε­κτο είδος συμ­μα­χί­ας δυο ηγε­σιών σε μια κοινή πο­λι­τι­κή πλατ­φόρ­μα, θολή, απα­τη­λή, που δεν δέ­σμευε κα­νέ­ναν σε καμία δράση...Καμία κοινή πλατ­φόρ­μα με τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία ή τους ηγέ­τες των γερ­μα­νι­κών συν­δι­κά­των, κα­νέ­να κοινό έντυ­πο υλικό, ούτε λά­βα­ρα και πλα­κάτ! Βα­δί­στε χώρια, αλλά χτυ­πή­στε μαζί! Συμ­φω­νεί­στε μόνο πώς θα χτυ­πή­σε­τε, ποιον θα χτυ­πή­σε­τε και πότε θα χτυ­πή­σε­τε!» [65]

Θυ­μί­ζο­ντας τη θέση του Λένιν για τον Κε­ρέν­σκι και τον Κορ­νί­λοφ, ξε­κα­θά­ρι­ζε ότι το μέ­τω­πο στη δράση κατά του κοι­νού εχθρού δεν ση­μαί­νει στή­ρι­ξη στον ρε­φορ­μι­σμό («δεν παίρ­νου­με πίσω τί­πο­τα από την κρι­τι­κή μας»), αλλά πλα­τιά απο­κά­λυ­ψη των πο­λι­τι­κών αδυ­να­μιών του. Ήταν ανε­πί­τρε­πτη η συ­γκά­λυ­ψη των πο­λι­τι­κών δια­φο­ρών και η σύ­ντη­ξη των πο­λι­τι­κών προ­γραμ­μά­των, η συμ­φω­νία επί πα­ντός επι­στη­τού. Πρό­κει­ται για μο­τί­βο που δια­περ­νά τα χρό­νια από το 1920 ως και μετά το '33, επο­χές κρί­σης και ανά­πτυ­ξης, επα­να­στα­τι­κών εξάρ­σε­ων, κι­νη­μα­τι­κών υφέ­σε­ων και φα­σι­στι­κής ανό­δου.

Η «ανοι­χτή επι­στο­λή προς τον σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τη ερ­γά­τη» γρά­φε­ται μά­λι­στα αμέ­σως μετά την άνοδο του Χί­τλερ στην εξου­σία! Ο Τρό­τσκι επι­μέ­νει:

«..μπο­ρού­με άραγε να πάμε πα­ρα­πέ­ρα και να σχη­μα­τί­σου­με μια αυ­θε­ντι­κή συμ­μα­χία των δυο κομ­μά­των για όλα τα ζη­τή­μα­τα; Τότε η πο­λε­μι­κή με­τα­ξύ των δύο θα έπαιρ­νε έναν εσω­τε­ρι­κό, ει­ρη­νι­κό και καρ­δια­κό χα­ρα­κτή­ρα… Όλα αυτά είναι μά­ταια όνει­ρα! Κομ­μου­νι­στές και Σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες τούς χω­ρί­ζουν αντα­γω­νι­σμοί σε θε­με­λιώ­δη θέ­μα­τα.» [66]

Δεν είναι τυ­χαίο που στην ίδια επι­στο­λή χρη­σι­μο­ποιεί τον όρο «προ­δο­σία» για να εξη­γή­σει ότι οι πο­λι­τι­κές κα­ταγ­γε­λί­ες με­τα­ξύ των «συμ­μά­χων» είναι φυ­σιο­λο­γι­κές και δεν πρέ­πει να θε­ω­ρού­νται ασύμ­βα­τες με τη σύ­μπη­ξη με­τώ­που.

«“Για όσο” λέει ο κομ­μου­νι­στής [στον σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τη], “δεν σε έχω πεί­σει και δεν με έχεις πεί­σει, θα ασκού­με κρι­τι­κή ο ένας στον άλλο με πλήρη ελευ­θε­ρία, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας επι­χει­ρή­μα­τα και εκ­φρά­σεις που κα­θέ­νας θε­ω­ρεί ανα­γκαία. Αλλά όταν ο φα­σί­στας θε­λή­σει να μας φι­μώ­σει θα τον απο­κρού­σου­με μαζί!” Μπο­ρεί ένας έξυ­πνος σο­σιαλ­δη­μο­κρά­της να αρ­νη­θεί μια τέ­τοια πρό­τα­ση;»

Η ανε­ξαρ­τη­σία προ­ϋ­πο­θέ­τει τη δη­μό­σια κρι­τι­κή στο ρε­φορ­μι­σμό. Αυτή με τη σειρά της ενέ­χει το δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων με την ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία, ώστε η βάση να μπο­ρεί να κρί­νει τι συμ­φω­νεί­ται και ποιος ευ­θύ­νε­ται για την κακή υλο­ποί­η­ση ή τη διά­σπα­ση της συμ­φω­νί­ας.

«Θα χρεια­στεί ανα­πό­φευ­κτα να κλεί­σου­με συμ­φω­νί­ες ενά­ντια στο φα­σι­σμό με τις διά­φο­ρες σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις και τις φρά­ξιές τους, βά­ζο­ντας στους ηγέ­τες τους συ­γκε­κρι­μέ­νους όρους μπρο­στά στις μάζες.» [67]

Αυτό έλεγε ο Τρό­τσκι στους Γερ­μα­νούς κομ­μου­νι­στές το 1930, κα­τη­γο­ρώ­ντας τις στα­λι­νι­κές θε­ω­ρί­ες του «σο­σιαλ­φα­σι­σμού» ότι δεν έμπαι­ναν καν στη δια­δι­κα­σία της συ­νεν­νό­η­σης. Αλλά ακόμη και μπρο­στά στον ύψι­στο κίν­δυ­νο του να­ζι­σμού, το ’32, η συ­νεν­νό­η­ση είχε όρους που έπρε­πε να τε­θούν σε δη­μό­σια θέα.

«Θα έπρε­πε κα­νείς να αρ­πά­ξει αμέ­σως και με τα δυο χέρια τη δι­φο­ρού­με­νη πρό­τα­ση [για αντι­φα­σι­στι­κή ενό­τη­τα] του Μπράι­τσχάιντ [ηγέτη του SPD]. Να προ­βάλ­λει από τη δική του πλευ­ρά ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πρα­κτι­κό πρό­γραμ­μα πάλης ενά­ντια στο φα­σι­σμό και να ζη­τή­σει κοινή συ­νε­δρί­α­ση των ηγε­σιών των δυο κομ­μά­των με συμ­με­το­χή της ηγε­σί­ας των ελεύ­θε­ρων συν­δι­κά­των. Να ενερ­γή­σει δρα­στή­ρια να φτά­σει αυτό το πρό­γραμ­μα στη βάση, σε όλα τα επί­πε­δα των δυο κομ­μά­των και στις μάζες. Οι δια­πραγ­μα­τεύ­σεις πρέ­πει να γί­νουν μπρο­στά στα μάτια όλου του κό­σμου: ο τύπος να δη­μο­σιεύ­ει κα­θη­με­ρι­νά τα πρα­κτι­κά των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων χωρίς δια­στρε­βλώ­σεις...» [68]

Μα­ζι­κό Κόμμα

Η πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία εξαρ­τά­ται από την ορ­γα­νω­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία του κόμ­μα­τος και την αυ­το­νο­μία της πα­ρέμ­βα­σής του στην κοι­νω­νία. Χωρίς αυτά το ΕΜ ήταν αδια­νό­η­το.[69]

«Δεν χρειά­ζε­ται συ­ζή­τη­ση ότι το ΚΚ δεν πρέ­πει ούτε στιγ­μή να εγκα­τα­λεί­ψει την ανε­ξάρ­τη­τη πάλη για να κερ­δί­σει την ηγε­σία σε απερ­γί­ες, δια­δη­λώ­σεις, πο­λι­τι­κές κα­μπά­νιες. Δια­τη­ρεί πλήρη ελευ­θε­ρία δρά­σης. Δεν πε­ρι­μέ­νει κα­νέ­ναν. Αλλά πάνω στην βάση της δρά­σης του κάνει μια ενερ­γη­τι­κή πο­λι­τι­κή ελιγ­μών σε σχέση με τις άλλες ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις, κα­τα­στρέ­φει τα φράγ­μα­τα συ­ντη­ρη­τι­κό­τη­τας στους κόλ­πους των ερ­γα­τών, απο­γυ­μνώ­νει τις αντι­φά­σεις του ρε­φορ­μι­σμού και του κε­ντρι­σμού...» [70]

Στην πράξη, το επί­πε­δο και η ευ­ρύ­τη­τα του ΕΜ εξαρ­τιό­ταν στενά από τη μα­ζι­κό­τη­τα του επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος. Ακρι­βώς επει­δή ως μα­ζι­κό μπο­ρού­σε να ακου­μπά πολλά ση­μεία της βάσης του ρε­φορ­μι­σμού και να τον πιέ­ζει. Στο ίδιο πνεύ­μα, η Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή της Κο­μι­ντέρν (ΕΕΚΔ) ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι χωρίς ενό­τη­τα στη βάση, καμιά ου­σια­στι­κή συμ­φω­νία με­τα­ξύ ηγε­σιών δεν θα διαρ­κού­σε πάνω από τρεις βδο­μά­δες [71]. Αν δεν έχεις σο­βα­ρές δυ­νά­μεις στα συν­δι­κά­τα, τι μπο­ρείς να κά­νεις για την ενό­τη­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης εκτός από εκ­κλή­σεις που εύ­κο­λα αγνο­ού­νται ή δια­στρε­βλώ­νο­νται;

Ακόμη και επα­να­στα­τι­κά κόμ­μα­τα με χι­λιά­δες μέλη, δεν μπο­ρού­σαν επι­διώ­ξουν ΕΜ με αξιώ­σεις, αν δεν είχαν με­γά­λη επιρ­ροή στους συν­δι­κα­λι­σμέ­νους ερ­γά­τες. Τον καιρό του 4ου Συ­νε­δρί­ου της Κο­μι­ντέρν (1922) το KPD διέ­θε­τε εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες μέλη. Όμως ο Ρά­ντεκ μι­λού­σε για την αδυ­να­μία του στην ορ­γα­νω­μέ­νη ερ­γα­τι­κή τάξη:

«Αν [οι ρε­φορ­μι­στές] ήταν ικα­νοί  να σα­μπο­τά­ρουν την πρώτη από­πει­ρα δη­μιουρ­γί­ας ΕΜ, είναι επει­δή δεν ήμα­στε ικα­νοί να διε­ξά­γου­με ισχυ­ρή αγκι­τά­τσια μέσα στις μάζες για αυτήν την ιδέα. Όταν η βε­ρο­λι­νέ­ζι­κη ορ­γά­νω­σή μας δεν στά­θη­κε ικανή να φέρει στο Ράιχ­σταγκ αντι­προ­σω­πεί­ες από 500 ερ­γο­στά­σια, ήταν κα­θα­ρό ότι, όσο στε­ντό­ρειες κι αν ήταν οι δια­κη­ρύ­ξεις της εφη­με­ρί­δας μας, θα άφη­ναν τον Βελς αδιά­φο­ρο… Για να δια­τη­ρή­σου­με το ΕΜ πρέ­πει να έχου­με συ­μπα­γή κόμ­μα­τα, ακρι­βώς όπως πρέ­πει να πο­λε­μή­σου­με για το ενιαίο μέ­τω­πο για να έχου­με δυ­να­τά κόμ­μα­τα.» [72]

Αρ­γό­τε­ρα, το ‘32, η εκλο­γι­κή άνο­δος του KPD δεν ανα­πλή­ρω­νε το γε­γο­νός ότι απαρ­τι­ζό­ταν κυ­ρί­ως από ανέρ­γους. «Αυτό που θα απο­φα­σί­σει για την εξέ­λι­ξη δεν είναι [απλά] η αριθ­μη­τι­κή ανά­πτυ­ξη του κόμ­μα­τος... είναι η αμοι­βαία πο­λι­τι­κή σχέση ανά­με­σα στο κόμμα και την ερ­γα­τι­κή τάξη» [73]

Ακόμη χει­ρό­τε­ρα, όταν οι κομ­μου­νι­στές ήταν συ­νο­λι­κά πολύ αδύ­να­μοι, πρα­κτι­κά δεν έμπαι­νε θέμα ενιαί­ου με­τώ­που. Το ίδιο δεν έμπαι­νε και όταν οι κομ­μου­νι­στές ήταν υπερ­βο­λι­κά ισχυ­ροί, όταν δεν υπήρ­χε άλλη ερ­γα­τι­κή ορ­γά­νω­ση που να έπρε­πε να πιέ­σουν ποι­κι­λο­τρό­πως για να πε­τύ­χουν την ερ­γα­τι­κή ενό­τη­τα.

«Σε πε­ρι­πτώ­σεις όπου το ΚΚ πα­ρα­μέ­νει ορ­γά­νω­ση μιας αριθ­μη­τι­κά ασή­μα­ντης μειο­ψη­φί­ας, το ζή­τη­μα διε­ξα­γω­γής, μα­ζι­κής πάλης δεν απο­κτά απο­φα­σι­στι­κή πρα­κτι­κή και ορ­γα­νω­τι­κή σπου­δαιό­τη­τα… Πα­ρό­μοια, το πρό­βλη­μα του ΕΜ δεν προ­κύ­πτει σε χώρες όπου… το ΚΚ είναι η μόνη ηγε­τι­κή ορ­γά­νω­ση των ερ­γα­ζό­με­νων μαζών.» [74]

Για την κομ­μα­τι­κή πλευ­ρά του ενιαιο­με­τω­πι­κού «νο­μί­σμα­τος» ο Τρό­τσκι θα εκ­φρα­ζό­ταν  πιο κα­θα­ρά με αφορ­μή τις προ­πα­γαν­δι­στι­κές απο­μι­μή­σεις ενιαί­ου με­τώ­που από το κε­ντρί­στι­κο SAP, το '31. Το SAP, αρι­στε­ρή διά­σπα­ση του SPD, ήταν ένα μικρό κόμμα με δε­κά­δες χι­λιά­δες μέλη. Αλλά ο Τρό­τσκι ήταν σκλη­ρός:

«Στα τέλη του Δε­κέμ­βρη το SAP απευ­θύν­θη­κε σε όλες τις ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις κα­λώ­ντας τες να ορ­γα­νώ­σουν συ­γκε­ντρώ­σεις σε όλη τη χώρα, όπου οι ομι­λη­τές όλων των τά­σε­ων θα διέ­θε­ταν τον ίδιο χρόνο για να μι­λή­σουν. Είναι φα­νε­ρό ότι μ’αυ­τόν τον τρόπο δεν μπο­ρούν να πε­τύ­χουν τί­πο­τα. Πραγ­μα­τι­κά, τι νόημα θα είχε για το Κομ­μου­νι­στι­κό ή το Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα να μοι­ρα­στούν εξί­σου το βήμα... με αντι­προ­σώ­πους ορ­γα­νώ­σε­ων τόσο ασή­μα­ντων για το κί­νη­μα...; Ενιαίο μέ­τω­πο θα πει ενό­τη­τα των κομ­μου­νι­στι­κών και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών μαζών, όχι συ­ναλ­λα­γή ανά­με­σα σε ομά­δες χωρίς μάζες. Θα μας πουν: ο συ­να­σπι­σμός Μπρά­ντλερ-Ούρ­μπανς-Ρό­ζεν­φελντ [ηγε­τών «μι­κρών» αρι­στε­ρών ορ­γα­νώ­σε­ων] είναι απλά ένα μπλοκ προ­πα­γάν­δας για το ΕΜ. Αλλά ακρι­βώς στον τομέα της προ­πα­γάν­δας το ΕΜ είναι απα­ρά­δε­κτο. Η προ­πα­γάν­δα πρέ­πει να βα­σί­ζε­ται σε κα­θα­ρές αρχές, σε κα­θο­ρι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα. Να βα­δί­ζου­με χω­ρι­στά, να χτυ­πά­με μαζί. Το μπλοκ είναι μο­νά­χα για συ­γκε­κρι­μέ­νη πρα­κτι­κή δράση. Οι συμ­βι­βα­σμοί από τα πάνω χωρίς αρχές δε φέρ­νουν τί­πο­τε άλλο παρά μόνο σύγ­χυ­ση.» [75]

Κατά τον Τρό­τσκι, χωρίς δυ­νά­μεις, οι επα­να­στά­τες μπο­ρού­σαν να κά­νουν μόνο κα­ρι­κα­τού­ρες του ΕΜ π.χ. με το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα (ΣΚ) της Γαλ­λί­ας το ’34. Εκεί­νο τους κα­λού­σε μόνο όποτε το βό­λευε, ενώ οι προ­σπά­θειες των πρώ­των να στρα­το­λο­γή­σουν αγω­νι­στές του ΣΚ έμοια­ζαν πιο πολύ με «υπο­μο­νε­τι­κό και άτυχο φλερτ, παρά με πο­λι­τι­κή πάλη».[76] Οι μι­κρές ορ­γα­νώ­σεις θα μπο­ρού­σαν να υιο­θε­τή­σουν άλλες ενω­τι­κές τα­κτι­κές, που μά­λι­στα θα ει­ση­γού­νταν ο ίδιος από το ’34 κι έπει­τα. Αυτές δεν θα ονο­μά­ζο­νταν ΕΜ, αλλά «ει­σο­δι­σμός».

Το 1934, επέ­κρι­νε το κε­ντρί­στι­κο ILP (Ανε­ξάρ­τη­το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα) της Αγ­γλί­ας για την προ­σκόλ­λη­σή του στη συμ­μα­χία με το μικρό, στα­λι­νι­κό ΚΚ και για την αδια­φο­ρία του να χτί­σει δική του βάση μέσα στα συν­δι­κά­τα:

«... Κά­ποιος πρέ­πει να ανα­ζη­τά διέ­ξο­δο προς τις ρε­φορ­μι­στι­κές μάζες όχι μέσα από χάρες των ηγε­τών τους αλλά ενά­ντια στους ηγέ­τες τους, επει­δή οι οπορ­του­νι­στές ηγέ­τες δεν εκ­προ­σω­πούν τις μάζες αλλά μόνο την κα­θυ­στέ­ρη­ση των μαζών, τα υπο­τα­κτι­κά τους έν­στι­κτα και τε­λι­κά τη σύγ­χυ­σή τους... Η Λε­νι­νι­στι­κή μέ­θο­δος του ενιαί­ου με­τώ­που και η πο­λι­τι­κή αδελ­φο­ποί­η­ση με τους ρε­φορ­μι­στές αλ­λη­λο­α­πο­κλεί­ο­νται. Προ­σω­ρι­νές αγω­νι­στι­κές συμ­φω­νί­ες με μα­ζι­κές ορ­γα­νώ­σεις ακόμη κι αν έχουν επι­κε­φα­λής τους χει­ρό­τε­ρους ρε­φορ­μι­στές, είναι ανα­πό­φευ­κτες και υπο­χρε­ω­τι­κές για ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα. Πο­λι­τι­κές συμ­μα­χί­ες με διάρ­κεια με ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες χωρίς ορι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα, χωρίς συ­γκε­κρι­μέ­να κα­θή­κο­ντα, χωρίς συμ­με­το­χή των ίδιων των μαζών στις μα­χη­τι­κές δρά­σεις, είναι ο χει­ρό­τε­ρος τύπος οπορ­του­νι­σμού. Η Αγ­γλο­ρω­σι­κή Επι­τρο­πή πα­ρα­μέ­νει για πάντα κλα­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα τέ­τοιας συμ­μα­χί­ας που κα­ταρ­ρα­κώ­νει το ηθικό...» [77]

Το 1935, σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του, κα­θο­δη­γού­σε τους Άγ­γλους τρο­τσκι­στές που είχαν κάνει ει­σο­δι­σμό στο ILP κι έλεγε για το «ΕΜ» του ILP με το ΚΚ:

«Ερώ­τη­ση: Θα έπρε­πε το ILP να τερ­μα­τί­σει το ΕΜ με το ΚΚ;

Απά­ντη­ση: Απο­λύ­τως και κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά -ναι!... Οι μό­νι­μες “ενω­τι­κές επι­τρο­πές” του ILP με το ΚΚ δεν έχουν νόημα ούτως ή άλλως.Τo ILP και το ΚΚ είναι προ­πα­γαν­δι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις, όχι μα­ζι­κές ορ­γα­νώ­σεις. Ενιαία μέ­τω­πα με­τα­ξύ τους θα ήταν χωρίς νόημα αν το κα­θέ­να τους είχε δι­καί­ω­μα να προ­χω­ρά το δικό του [πο­λι­τι­κό] πρό­γραμ­μα. Αυτά τα προ­γράμ­μα­τα θα έπρε­πε να είναι δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­ξύ τους, αλ­λιώς δεν θα δι­καιο­λο­γού­νταν να είναι δια­φο­ρε­τι­κά τα κόμ­μα­τα. Και με δια­φο­ρε­τι­κά προ­γράμ­μα­τα δεν έχουν τί­πο­τα να ενώ­σουν. Ενιαία μέ­τω­πα για ορι­σμέ­νες συ­γκε­κρι­μέ­νες δρά­σεις θα είχαν κά­ποια χρη­σι­μό­τη­τα, αλλά το μόνο ση­μα­ντι­κό ΕΜ για το ILP είναι αυτό με το [μα­ζι­κό] Ερ­γα­τι­κό Κόμμα, τα συν­δι­κά­τα και τις κο­πε­ρα­τί­βες. Επί του πα­ρό­ντος, το ILP είναι πολύ αδύ­να­μο για να τα εξα­σφα­λί­σει αυτά. Πρώτα πρέ­πει να κα­τα­κτή­σει το δι­καί­ω­μα για ΕΜ, κερ­δί­ζο­ντας τη στή­ρι­ξη των μαζών. Σε αυτό το στά­διο ενιαία μέ­τω­πα με το ΚΚ μόνο ζημιά κά­νουν στο ILP. Η ρήξη με το ΚΚ είναι το πρώτο βήμα προς μια μα­ζι­κή βάση για το ILP και αυτή με τη σειρά της πρώτο βήμα για ένα σωστό ενιαίο μέ­τω­πο, δη­λα­δή ένα ενιαίο μέ­τω­πο μα­ζι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων.» [78]

Αλλού, πολύ πριν σκε­φτεί τον ει­σο­δι­σμό, ανα­φε­ρό­με­νος απο­κλει­στι­κά στο ΕΜ, φέρ­νει το πα­ρά­δειγ­μα των μπολ­σε­βί­κων για να απο­κρού­σει την «ανυ­πό­μο­νη και οπορ­του­νι­στι­κή ανά­γκη να εκ­βιά­σει κα­νείς την ανά­πτυ­ξη του ίδιου του κόμ­μα­τος» υπο­κα­θι­στώ­ντας την κομ­μα­τι­κή οι­κο­δό­μη­ση με ελιγ­μούς σε συμ­μα­χί­ες «ορ­γα­νώ­σε­ων και στοι­χεί­ων που τρα­βούν από δω κι από κει»:

«Το μπολ­σε­βί­κι­κο κόμμα δεν άρ­χι­σε κα­θό­λου με ελιγ­μούς που τους αντι­με­τώ­πι­ζε σαν πα­νά­κεια. Δεν προ­σέ­φυ­γε σε αυ­τούς παρά μόνο όταν ήταν αρ­κε­τά με­γά­λο να τους εκτε­λέ­σει, όταν είχε ρι­ζώ­σει βαθιά στην ερ­γα­τι­κή τάξη, όταν είχε στα­θε­ρο­ποι­η­θεί πο­λι­τι­κά και αν­δρω­θεί ιδε­ο­λο­γι­κά» [79]

Διάρ­κεια

Σε πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, πώς συμ­βι­βά­ζο­νται η κοινή πάλη με το ρε­φορ­μι­σμό κατά των κα­πι­τα­λι­στών με την ταυ­τό­χρο­νη πάλη για τις μάζες κατά του ρε­φορ­μι­σμού; Μόνο πα­ρο­δι­κά. Για όσο η έντο­νη πίεση του κι­νή­μα­τος και της ρε­φορ­μι­στι­κής βάσης επι­βάλ­λει στους ηγέ­τες το αγω­νι­στι­κό μέ­τω­πο. Η Κο­μι­ντέρν το πε­ρί­με­νε αυτό. Έγρα­φε το '22:

«... σε πολ­λές και ίσως τις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις θα φτά­νου­με σε ορ­γα­νω­τι­κές μι­σο-συμ­φω­νί­ες, μπο­ρεί και σε καμία συμ­φω­νία. Αλλά πρέ­πει... πάντα οι μάζες να έχουν την ευ­και­ρία να πει­στούν ότι η ευ­θύ­νη για τη μη επί­τευ­ξη ενό­τη­τας στη δράση... πέ­φτει στους ρε­φορ­μι­στές».[80]

Και συ­μπλή­ρω­νε ότι τα ΚΚ έπρε­πε να απευ­θύ­νουν πρα­κτι­κές προ­τά­σεις ακόμη κι αν ήταν τε­λεί­ως απί­θα­νο να τις απο­δε­χτούν οι ρε­φορ­μι­στές.

Όταν το ΚΚ ασκού­σε μια τέ­τοια πο­λι­τι­κή στη Γερ­μα­νία του '20-'23, υπήρ­χαν πολ­λοί ευ­νοϊ­κοί όροι. Πρώτο, το ίδιο ήταν ένα μα­ζι­κό επα­να­στα­τι­κό κόμμα. Επι­δί­ω­κε για πάνω από δύο χρό­νια το ΕΜ -αν και με σο­βα­ρές εσω­τε­ρι­κές αντι­δρά­σεις, ει­δι­κά το '21. [81] Δεύ­τε­ρο, η τα­ξι­κή πάλη μετά την γερ­μα­νι­κή επα­νά­στα­ση του '18 πα­ρέ­με­νε σε πολύ υψηλά επί­πε­δα. Οι αλ­λε­πάλ­λη­λοι απερ­για­κοί ξε­ση­κω­μοί, συχνά ένο­πλοι, με­τα­τρά­πη­καν το κα­λο­καί­ρι του ‘23 σε προ­ε­πα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Άρα, τρίτο, η βάση του SPD βρι­σκό­ταν σε κα­τά­στα­ση ακραί­ας ανα­τα­ρα­χής και ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης. Πίεζε την ηγε­σία της [82] κι έφτα­νε να απο­σπά­ται από αυτήν εν μέρει ή συ­νο­λι­κά (π.χ. η διά­σπα­ση του USPD από το SPD και έπει­τα η διά­σπα­ση του USPD και η προ­σχώ­ρη­ση στο ΚΚ).

Μο­λα­ταύ­τα, το ΚΚ­συ­νή­θως δεν πε­τύ­χαι­νε να ανα­γκά­σει τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία σε ενιαίο μέ­τω­πο. Όχι για «τρεις βδο­μά­δες», αλλά ούτε για τρεις μέρες. «Που­θε­νά [το 1922] δεν επι­τεύ­χθη­κε μια συμ­μα­χία με διάρ­κεια με το Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα και τους ηγέ­τες των συν­δι­κά­των, αλλά υπήρ­ξε χει­ρο­πια­στή πρό­ο­δος προς την ενό­τη­τα στο επί­πε­δο της βάσης, που συ­νο­δευό­ταν από αύ­ξη­ση των μελών και της εκλο­γι­κής επιρ­ρο­ής του KPD». [83] Από το ‘20 ως το ‘23 ενιαία μέ­τω­πα (π.χ. επι­τρο­πές ερ­γα­τι­κών πο­λι­το­φυ­λα­κών) γεν­νιού­νταν όλο και συ­χνό­τε­ρα. Αλλά ήταν το­πι­κά. Και βρα­χύ­βια. Τα μα­κρο­βιό­τε­ρα κρά­τη­σαν για αρ­κε­τές βδο­μά­δες μέχρι λί­γους μήνες, ακρι­βώς σε προ­ε­πα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες (άνοι­ξη-φθι­νό­πω­ρο του ’23). [84]

Αν και το ΕΜ ανα­μέ­νε­ται, στην εφαρ­μο­γή του, να μη διαρ­κεί πολύ, οι επα­να­στά­τες πρέ­πει να το επι­διώ­κουν για μια ολό­κλη­ρη πε­ρί­ο­δο, την πε­ρί­ο­δο που απο­τε­λούν μειο­ψη­φία της τάξης. Με τα λόγια του Ζι­νό­βιεφ στο 4ο Συ­νέ­δριο:

 «... [το ΕΜ είναι] το πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό μέσο για να κερ­δί­σου­με την πλειο­ψη­φία στην ερ­γα­τι­κή τάξη… είναι μια τα­κτι­κή που θα διαρ­κέ­σει  για μια ολό­κλη­ρη πε­ρί­ο­δο, ίσως μια ολό­κλη­ρη εποχή […] Δε­χό­μα­στε ότι κά­ποιες φορές πρέ­πει να κα­θί­σου­με σε ένα τρα­πέ­ζι με ηγέ­τες που είναι προ­δό­τες. Αυτό ση­μαί­νει το ΕΜ –αυτό και τί­πο­τε άλλο… γνω­ρί­ζου­με ότι μπο­ρού­με να ορ­γα­νώ­σου­με την ερ­γα­τι­κή τάξη, εάν πα­λέ­ψου­με για τα με­ρι­κά της αι­τή­μα­τα. Με αυτήν την έν­νοια αντι­με­τω­πί­ζου­με την ΕΜ τα­κτι­κή όχι απλά σαν στιγ­μιαίο πε­ρι­στα­τι­κό, σαν επει­σό­διο, αλλά σαν κάτι που υπό τις δο­σμέ­νες συν­θή­κες του κα­πι­τα­λι­σμού θα διαρ­κέ­σει για μια ολό­κλη­ρη πε­ρί­ο­δο» [85]

Ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση;

Κρι­τι­κή στή­ρι­ξη

Όταν οι δια­δι­κα­σί­ες του αστι­κού πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος εν­διέ­φε­ραν την πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής τάξης, οι επα­να­στά­τες ποτέ δεν έμε­ναν αδιά­φο­ροι και συν­δύ­α­ζαν νό­μι­μη και πα­ρά­νο­μη δου­λειά. Μόνο σε πε­ριό­δους που είχαν τη δύ­να­μη να ανα­τρέ­ψουν τα κοι­νο­βού­λια και να πα­λέ­ψουν για κά­ποια επα­να­στα­τι­κή εξου­σία έπρε­πε να μποϊ­κο­τά­ρουν τις αστι­κές εκλο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Σε επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, οι εκλο­γές ση­μαί­νουν απο­κλι­μά­κω­ση του αγώνα. Σε μη επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες μπο­ρεί να ση­μαί­νουν μια μάχη που πρέ­πει να δοθεί για τη συ­νεί­δη­ση των μαζών. Ο Λένιν επα­να­λάμ­βα­νε το 1920:

 «…πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να μά­θου­με να δου­λεύ­ου­με νό­μι­μα και στα πιο αντι­δρα­στι­κά κοι­νο­βού­λια, στα πιο αντι­δρα­στι­κά συν­δι­κά­τα […] είναι κά­πο­τε ωφέ­λι­μο και μά­λι­στα επι­βε­βλη­μέ­νο να πα­ραι­τεί­ται κα­νείς από τις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές μορ­φές. Μα είναι το με­γα­λύ­τε­ρο λάθος η τυφλή, μη­χα­νι­κή κι όχι κρι­τι­κή με­τα­φο­ρά αυτής της πεί­ρας σε άλλες συν­θή­κες…» [86]

Το 1931, όταν η Γερ­μα­νία υπέ­φε­ρε από τη με­γά­λη ανερ­γία και την οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή κρίση που ακο­λού­θη­σε το κραχ του ’29,  ο Τρό­τσκι απο­φαι­νό­ταν:

«Με­ρι­κοί υπε­ρα­ρι­στε­ροί νο­μί­ζουν ότι το ΕΜ είναι απο­δε­κτό μόνο στην οι­κο­νο­μι­κή πάλη. Η από­πει­ρα να δια­χω­ρι­στεί η οι­κο­νο­μι­κή πάλη από την πο­λι­τι­κή είναι στην εποχή μας λι­γό­τε­ρο πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μη παρά ποτέ. Το πα­ρά­δειγ­μα της Γερ­μα­νί­ας όπου οι συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις κα­ταρ­γή­θη­καν και τα με­ρο­κά­μα­τα μειώ­θη­καν με κυ­βερ­νη­τι­κά δια­τάγ­μα­τα θα έπρε­πε να κάνει ακόμα και τα μικρά παι­διά να κα­τα­λά­βουν αυτή την αλή­θεια.»[87]

Και συ­μπλή­ρω­νε ότι αντί­θε­τα με μια προη­γού­με­νη εποχή, για να πα­ρα­κι­νή­σουν έστω σε μια απερ­γία, οι αγκι­τά­το­ρες έπρε­πε συχνά να απο­σα­φη­νί­ζουν τις γε­νι­κές επα­να­στα­τι­κές και σο­σια­λι­στι­κές προ­ο­πτι­κές του αγώνα, να πα­τά­νε στην ενιαία πάλη των ερ­γα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων ενά­ντια στις μειώ­σεις μι­σθών, για το τρά­βηγ­μα των ανέρ­γων στο κί­νη­μα, για τις αντι­φα­σι­στι­κές επι­τρο­πές άμυ­νας, με άμεση προ­ο­πτι­κή την οι­κο­δό­μη­ση σο­βιέτ και τη διεκ­δί­κη­ση της εξου­σί­ας.

Κα­τ’αυ­τόν τον τρόπο, τα ζη­τή­μα­τα των εκλο­γών και της κυ­βέρ­νη­σης αφο­ρού­σαν και το ΕΜ. Κά­πο­τε ρε­φορ­μι­στι­κά ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα απευ­θύ­νο­νταν στους επα­να­στά­τες για να στη­ρί­ξουν μια «αρι­στε­ρή» κυ­βέρ­νη­ση. Τι στάση έπρε­πε να κρα­τή­σουν εκεί­νοι; Μήπως υπήρ­χαν άλλες πε­ρι­πτώ­σεις που τα αι­τή­μα­τα των ενιαιο­με­τω­πι­κών συμ­φω­νιών μπο­ρού­σαν να πε­ρά­σουν μέσα από μια κυ­βέρ­νη­ση των αντί­στοι­χων κομ­μά­των;

Ως προς τη απλή στή­ρι­ξη σε μια κυ­βέρ­νη­ση, ήταν σαφές από τον καιρό του ’17 ότι οι επα­να­στά­τες μπο­ρού­σαν να στη­ρί­ξουν κρι­τι­κά την ανά­δει­ξη ρε­φορ­μι­στι­κών κομ­μά­των στην κυ­βέρ­νη­ση ένα­ντι άλλων αστι­κών κομ­μά­των. Αλλά όχι επει­δή μια ρε­φορ­μι­στι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση θα ήταν κα­λύ­τε­ρη από μια αστι­κή. Πάντα με την έν­νοια ότι μια κυ­βέρ­νη­ση ρε­φορ­μι­στών θα απο­κά­λυ­πτε την ανι­κα­νό­τη­τά τους και θα διέ­λυε τις αυ­τα­πά­τες της βάσης. Η «κρι­τι­κή στή­ρι­ξη» ήταν ενερ­γη­τι­κή στάση, όχι πα­θη­τι­κή επι­φύ­λα­ξη. Τέ­τοιες συμ­βου­λές έδινε ο Λένιν στους αδύ­να­μους άγ­γλους κομ­μου­νι­στές το 1920, κά­νο­ντας πα­ραλ­λη­λι­σμό με τη στάση των μπολ­σε­βί­κων απέ­να­ντι στους μεν­σε­βί­κους με­τα­ξύ 1903-1917.

«…πρέ­πει πρώτο, να βοη­θή­σου­με τον [ρε­φορ­μι­στή] Χέ­ντερ­σον ή τον Σνό­ου­ντεν να νι­κή­σουν τους [αστούς] Λόιντ Τζωρτζ και Τσώρ­τσιλ… Δεύ­τε­ρο, να βοη­θή­σου­με την πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής τάξης να πει­στεί από την πείρα της ότι έχου­με δίκιο, δη­λα­δή ότι οι [ρε­φορ­μι­στές] Χέ­ντερ­σον και Σνό­ου­ντεν δεν αξί­ζουν τί­πο­τα… τρίτο, να φέ­ρου­με πιο κοντά τη στιγ­μή που η πλειο­ψη­φία των ερ­γα­τών θα έχει απο­γοη­τευ­τεί από τους Χέ­ντερ­σον… » [88]

Οι κομ­μου­νι­στές (όπου δεν μπο­ρού­σαν  να κα­τε­βά­σουν δικό τους υπο­ψή­φιο) θα στή­ρι­ζαν κρι­τι­κά τους υπο­ψή­φιους Ερ­γα­τι­κούς «όπως το σκοι­νί στη­ρί­ζει τον κρε­μα­σμέ­νο».

Αυτή η στάση ήταν ανε­ξάρ­τη­τη από το αν οι άγ­γλοι κομ­μου­νι­στές θα έκα­ναν ή όχι ει­σο­δι­σμό στο «πλατύ» Ερ­γα­τι­κό Κόμμα, πράγ­μα για το οποίο ο Λένιν δεν απο­φαί­νε­ται στον «Αρι­στε­ρι­σμό» (θα πάρει θέση λίγο μετά, στο 2ο Συ­νέ­δριο της Διε­θνούς). Οι κομ­μου­νι­στές δεν έπρε­πε να λένε στους ερ­γά­τες να ψη­φί­σουν τους Ερ­γα­τι­κούς ηγέ­τες επει­δή θα ήταν κάπως κα­λύ­τε­ροι από τη Δεξιά. Αλλά επει­δή έτσι θα έβλε­παν στην πράξη ότι οι Ερ­γα­τι­κοί είχαν άδικο κι οι κομ­μου­νι­στές δίκιο.

Συ­γκυ­βέρ­νη­ση

Ως προς την συμ­με­το­χή σε μια «ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση» η από­φα­ση του 4ου Συ­νε­δρί­ου (12/1922) έβαζε πολύ σκλη­ρούς αντι­κει­με­νι­κούς όρους [89]. Το «πιο στοι­χειώ­δες πρό­γραμ­μα» μιας ερ­γα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης έπρε­πε να έχει ορι­στεί από πριν ώστε να κα­τα­στρέ­φει την ίδια την αστι­κή κυ­ριαρ­χία, με άμεσα μέτρα όπως ο «εξο­πλι­σμός του προ­λε­τα­ριά­του», «η εφαρ­μο­γή του [ερ­γα­τι­κού] ελέγ­χου στην πα­ρα­γω­γή» και «το τσά­κι­σμα της αντί­στα­σης της αντε­πα­να­στα­τι­κής μπουρ­ζουα­ζί­ας» [90]. Οι κομ­μου­νι­στές θα συμ­με­τεί­χαν σε μια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση μόνο αν μπο­ρού­σαν με τη συμ­με­το­χή τους να δια­σφα­λί­σουν κα­λύ­τε­ρους όρους για την γρή­γο­ρη έναρ­ξη του επα­να­στα­τι­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου.

Αυτό ήταν κοι­νός τόπος ακόμη και για έν­θερ­μους υπο­στη­ρι­κτές του συν­θή­μα­τος, όπως οι Μάιερ και Ρά­ντεκ: η σωστή προ­σπά­θεια για μια ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση όπου θα συμ­με­τεί­χαν επα­να­στά­τες, θα οδη­γού­σε «απευ­θεί­ας σε εμ­φύ­λιο πό­λε­μο», ενώ είχε σαν προ­ϋ­πό­θε­ση πριν το σχη­μα­τι­σμό της την έντο­νη τα­ξι­κή πάλη και την ύπαρ­ξη ορ­γα­νώ­σε­ων της τάξης που θα την υπε­ρα­σπί­ζο­νταν και θα την πί­ε­ζαν. [91]  Δια­φο­ρε­τι­κά θα οδη­γού­νταν σε κα­τα­στρο­φή -ή προ­δο­σία.

Με τα λόγια της Από­φα­σης του ’22:

«μια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση είναι δυ­να­τή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στη­ρι­χτεί πάνω σε ερ­γα­τι­κά όρ­γα­να κα­τάλ­λη­λα για αγώνα και δη­μιουρ­γη­μέ­να από τα πιο πλα­τιά στρώ­μα­τα των κα­τα­πιε­σμέ­νων ερ­γα­τι­κών μαζών.» [92]

Μια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση θα έπρε­πε να γε­νι­κεύ­σει σε κα­νό­να τις μορ­φές «επα­να­στα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων των μαζών» (σο­βιέτ ή ερ­γο­στα­σια­κά συμ­βού­λια) που προ­ϋ­πήρ­χαν. Όλα αυτά ήταν σε από­λυ­τη σύ­μπνοια με τις πρα­κτι­κές των μπολ­σε­βί­κων στα 1917 ή με τη δια­τύ­πω­ση του Λένιν στον Αρι­στε­ρι­σμό ότι κα­νείς δεν θα έπρε­πε να δο­κι­μά­σει να πάρει την εξου­σία χωρίς η πάλη κατά του ρε­φορ­μι­σμού να έχει φτά­σει σε ορι­σμέ­νο βαθμό [93]. Πώς όμως θα μπο­ρού­σαν οι ρε­φορ­μι­στές σύμ­μα­χοι να συμ­με­τά­σχουν σε μια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση; Τα γε­γο­νό­τα του ’20-’23 στη Γερ­μα­νία διευ­κρι­νί­ζουν τους κιν­δύ­νους και τις δυ­να­τό­τη­τες κα­λύ­τε­ρα από τη θε­ω­ρία. Ου­σια­στι­κά, είτε οι πα­ρα­πά­νω όροι δεν υπήρ­χαν είτε η «ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση» θα έπρε­πε να διαρ­κέ­σει λι­γό­τε­ρο από μήνα.

Μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα του Καπ το 1920, εν μέσω απερ­για­κής ανα­τα­ρα­χής, συν­δι­κα­λι­στές του SPD πρό­τει­ναν να σχη­μα­τι­στεί κυ­βέρ­νη­ση των τριών ερ­γα­τι­κών κομ­μά­των (SPD, USPD, KPD). Το KPDδεν δέ­χτη­κε να συμ­με­τά­σχει, αλλά υπο­σχέ­θη­κε να παί­ξει ρόλο νό­μι­μης αντι­πο­λί­τευ­σης απέ­να­ντι σε μια κυ­βέρ­νη­ση SPD-USPD, δη­λα­δή να μην απο­πει­ρα­θεί βίαιη ανα­τρο­πή της. Με όρο η κυ­βέρ­νη­ση να πά­λευε κατά της αντί­δρα­σης, να μην εμπό­δι­ζε την ορ­γά­νω­ση των ερ­γα­τών και την ελεύ­θε­ρη δρα­στη­ριό­τη­τα του Κόμ­μα­τος. Ου­σια­στι­κά, το KPD προ­κα­λού­σε τους Σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες να πά­ψουν να συ­γκυ­βερ­νούν με τη Δεξιά. [94]Εκ των υστέ­ρων ο Λένιν επι­δο­κί­μα­σε αυτή τη γε­νι­κή στάση, βάσει του ότι το KPD δεν είχε την πλειο­ψη­φία στην ερ­γα­τι­κή τάξη κι έτσι δεν θα μπο­ρού­σε να δρο­μο­λο­γή­σει την προ­λε­τα­ρια­κή δι­κτα­το­ρία μπαί­νο­ντας στην κυ­βέρ­νη­ση. [95]

Στή­ρι­ξη χωρίς συμ­με­το­χή, με κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ψήφο ανο­χής, πα­ρεί­χαν οι γερ­μα­νοί κομ­μου­νι­στές σε διά­φο­ρες πε­ρι­φε­ρεια­κές κυ­βερ­νή­σεις των ρε­φορ­μι­στών (Σα­ξο­νία 11/1920, Θου­ριγ­γία 9/1921).[96] Ήταν μια τα­κτι­κή που δεν μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί εύ­κο­λα ως ενιαιο­με­τω­πι­κή αφού δεν συν­δε­ό­ταν με κά­ποια δέ­σμευ­ση σε δράση. Όμως διευ­κό­λυ­νε την επι­κοι­νω­νία με την ρε­φορ­μι­στι­κή βάση και άρα το πραγ­μα­τι­κό ΕΜ. Έστω κι έτσι ενεί­χε κιν­δύ­νους. Το 1920, ο Λένιν επέ­κρι­νε επι­μέ­ρους συν­θή­μα­τα της κατά τα άλλα σω­στής στά­σης του KPD, επει­δή ωραιο­ποιού­σε την εν­δε­χό­με­νη συ­γκυ­βέρ­νη­ση SPD-USPD ως «σο­σια­λι­στι­κή». Ο Λένιν επέ­με­νε ότι το μόνο προ­ο­δευ­τι­κό νόημα αυτής της κυ­βέρ­νη­σης ήταν ότι μέσα από την απο­τυ­χία της θα ξε­σκέ­πα­ζε ρε­φορ­μι­στές και κε­ντρι­στές. [97] Σε μια άλλη πε­ρί­πτω­ση σφάλ­μα­τος, τον Ιούλη του '21, το KPD δέ­χτη­κε να υπερ­ψη­φί­σει αντι­λαϊ­κά φο­ρο­λο­γι­κά μέτρα στο το­πι­κό κοι­νο­βού­λιο της Σα­ξο­νί­ας για να μην ανα­τρα­πεί η συ­γκυ­βέρ­νη­ση SPD-USPD από τη Δεξιά. Ενώ αντί­θε­τα στη Θου­ριγ­γία μπήκε σε κι­νη­το­ποι­ή­σεις ενα­ντί­ον των μέ­τρων, χωρίς να στη­ρί­ζει σχέ­δια ανα­τρο­πής της εκεί «αρι­στε­ρής» κυ­βέρ­νη­σης από τα δεξιά. [98]

Η συμ­με­το­χή στην κυ­βέρ­νη­ση ήταν ακόμη πιο επι­κίν­δυ­νο τόλ­μη­μα. Ο Τρό­τσκι συ­νέ­δεε αυτή τη συμ­με­το­χή με την ηγε­μο­νία των κομ­μου­νι­στών εντός της κυ­βέρ­νη­σης, όπως οι μπολ­σε­βί­κοι προ­σπά­θη­σαν να σχη­μα­τί­σουν κυ­βέρ­νη­ση με τους αρι­στε­ρούς εσέ­ρου­ςμε­τά τον Οκτώ­βρη του ’17 [99]. Το 1922 το SPD κά­λε­σε το KPDνα μπει στην κυ­βέρ­νη­ση της Σα­ξο­νί­ας. Σε συν­θή­κες πο­λι­τι­κής κρί­σης και μα­ζι­κών αγώ­νων, το KPD δέ­χτη­κε, παρά την απόρ­ρι­ψη των αρ­χι­κών όρων που είχε θέσει (εξο­πλι­σμός ερ­γα­τών, σύ­γκλη­ση συ­νε­δρί­ου ερ­γο­στα­σια­κών συμ­βου­λί­ων). Αυτή η από­φα­ση ήταν λάθος και δεν υλο­ποι­ή­θη­κε ποτέ. Ακυ­ρώ­θη­κε από την ομό­φω­νη ενα­ντί­ω­ση των Λέ­νιν-Τρό­τσκι- Ρά­ντεκ-Ζι­νό­βιεφ στην Κο­μι­ντέρν, σύμ­φω­να με την οποία το Κόμμα έπρε­πε να μπει σε κυ­βέρ­νη­ση μόνο αν κρι­νό­ταν ότι επέ­κει­το επα­νά­στα­ση και αν οι κομ­μου­νι­στές ανα­λάμ­βα­ναν μέτρα για την κα­τα­στρο­φή του αστι­κού κρά­τους. Χωρίς αυτόν τον όρο, οι υπουρ­γοί του KPD θα γί­νο­νταν συ­νερ­γοί σε μια αστι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση ρε­φορ­μι­στι­κών «ερ­γα­τι­κών» κομ­μά­των. [100]

Η χρο­νιά της επα­να­στα­τι­κής κρί­σης ήταν για τη χώρα το 1923. Μέσα σε προ­ε­πα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες το KPD ενέ­τει­νε την πίεση προς το SPD να σπά­σει τις συ­γκυ­βερ­νή­σεις με τα αστι­κά κόμ­μα­τα και να σχη­μα­τί­σει «ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση» με κομ­μου­νι­στι­κή στή­ρι­ξη και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό πρό­γραμ­μα (εξο­πλι­σμός ερ­γα­τών, εκ­κα­θά­ρι­ση δι­κα­στών και αστυ­νο­μί­ας από την ακρο­δε­ξιά, κα­τα­σχέ­σεις, επι­τρο­πές ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου σε ερ­γο­στά­σια και γει­το­νιές κλπ). Το Μάρτη αυτές οι εκ­κλή­σεις βρή­καν αντα­πό­κρι­ση στο κρα­τί­διο της Σα­ξο­νί­ας, οπότε το γε­νι­κό πρό­γραμ­μα έγινε απο­δε­κτό (με εξαί­ρε­ση την σύ­γκλη­ση συ­νε­δρί­ου των ερ­γο­στα­σια­κών συμ­βου­λί­ων). Το ΚΚ έδωσε ψήφο ανο­χής ζη­τώ­ντας ανταλ­λάγ­μα­τα (συ­γκρό­τη­ση ερ­γα­τι­κών ένο­πλων απο­σπα­σμά­των, ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο, απε­λευ­θέ­ρω­ση πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων). Αν δεν τα έπαιρ­νε, είχε τη δύ­να­μη να ρίξει την κυ­βέρ­νη­ση, όπως όντως θα απει­λού­σε τον Σε­πτέμ­βρη, σχε­τι­κά με την μη εκ­κα­θά­ρι­ση της αστυ­νο­μί­ας. [101]

Την πρώτη Οκτώ­βρη, ο Ζι­νό­βιεφ έστει­λε μια ντι­ρε­κτί­βα στην ηγε­σία των Κομ­μου­νι­στών. Έπρε­πε να προ­σχω­ρή­σουν στις σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις της Σα­ξο­νί­ας και της Θου­ριγ­γί­ας, με σκοπό τον εξο­πλι­σμό 50-60.000 ερ­γα­τών κατά των φα­σι­στών. Όχι τυ­χαία, οι πε­ριο­χές ήταν «οχυρά» του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Το KPD έβαλε από τρεις υπουρ­γούς στις κυ­βερ­νή­σεις των δυο κρα­τι­δί­ων (στις 10 και 16 Οκτώ­βρη). Όμως, παρά τη γε­νι­κή δια­κή­ρυ­ξη της κυ­βέρ­νη­σης για αντι­φα­σι­στι­κή πάλη, οι κομ­μου­νι­στές υπουρ­γοί δεν δια­τύ­πω­σαν κα­θα­ρούς όρους για την εί­σο­δό τους. Ακόμη χει­ρό­τε­ρα, οι στρα­τη­γοί αρ­νή­θη­καν να υπα­κού­σουν σε μια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση και ορ­γά­νω­σαν στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα. Οι κομ­μου­νι­στές δεν φαί­νε­ται να έκα­ναν τί­πο­τε στην κα­τεύ­θυν­ση του εξο­πλι­σμού των πο­λι­το­φυ­λα­κών ή άλλων φι­λερ­γα­τι­κών μέ­τρων, πέρα από προ­πα­γάν­δα. Η κομ­μα­τι­κή ηγε­σία (Μπρά­ντλερ) ένιω­θε τόσο δε­σμευ­μέ­νη από τη συ­νερ­γα­σία με τους ρε­φορ­μι­στές που ανα­κά­λε­σε το σχέ­διό της να απα­ντή­σει στο στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα με γε­νι­κή απερ­γία και εξέ­γερ­ση, όταν οι «σύμ­μα­χοι» δια­φώ­νη­σαν! Πα­ρό­λο που εκτι­μού­σε ότι διέ­θε­τε πια πλειο­ψη­φι­κή επιρ­ροή στην ερ­γα­τι­κή τάξη! Το απο­τέ­λε­σμα ήταν το θη­ριώ­δες ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα του '23 να απο­θαρ­ρυν­θεί, η κε­ντρι­κή ομο­σπον­δια­κή κυ­βέρ­νη­ση Δε­ξιάς-SPD να κα­θαι­ρέ­σει πα­ρά­νο­μα τις κυ­βερ­νή­σεις της Σα­ξο­νί­ας και της Θου­ριγ­γί­ας (29/10) και να ακο­λου­θή­σει σκλη­ρή κα­τα­στο­λή. [102]

Η Τσέτ­κιν τά­χτη­κε εκ των υστέ­ρων κατά του «πει­ρά­μα­τος της Σα­ξο­νί­ας». Το χα­ρα­κτή­ρι­ζε κοι­νο­βου­λευ­τι­κό διά­λειμ­μα, που συ­γκέ­ντρω­νε την προ­σο­χή στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές κο­ρυ­φές, απο­τέ­λε­σμα μιας συμ­φω­νί­ας από τα πάνω και «όχι μιας κλι­μά­κω­σης του ενιαί­ου επα­να­στα­τι­κού μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος», ένα λάθος «που δεν έπρε­πε να γίνει υπό τις πα­ρού­σες συν­θή­κες» με το φταί­ξι­μο να βα­ραί­νει και την Κο­μι­ντέρν.

«Το γερ­μα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το δεν θε­ω­ρού­σε το “πεί­ρα­μα της Σα­ξο­νί­ας” δική του τα­ξι­κή υπό­θε­ση… Το Κόμμα μας έκανε πολύ λίγα, σχε­δόν τί­πο­τα, για να συν­δέ­σει [το πεί­ρα­μα] με την ένο­πλη εξέ­γερ­ση…» [103]

Για τον απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κό ρόλο της συ­γκυ­βέρ­νη­σης, ακόμα και σε προ­ε­πα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση, συμ­φω­νού­σε ο βα­σι­κός κομ­μου­νι­στής ηγέ­της, ο Μπρά­ντλερ:

«Η εί­σο­δος των κομ­μου­νι­στών στις κυ­βερ­νή­σεις δεν θα δώσει νέα πνοή στη μα­ζι­κή δράση, αντί­θε­τα θα την αδυ­να­τί­σει: τώρα οι μάζες θα πε­ρι­μέ­νουν από τους κομ­μου­νι­στές να κά­νουν όσα μόνο οι ίδιες μπο­ρού­σαν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν.» [104]

Όπως σχο­λιά­ζει ο Χάρ­μαν, το σύν­θη­μα της ερ­γα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης προ­κά­λε­σε πολ­λές συγ­χύ­σεις στους κόλ­πους της ηγε­σί­ας της Κο­μι­ντέρν ώστε ήταν αδύ­να­το να μην μπερ­δέ­ψει και τη βάση των ευ­ρω­παϊ­κών ΚΚ. ‘Έδινε αντι­κει­με­νι­κά την εντύ­πω­ση ότι «η εναλ­λα­κτι­κή λύση βρι­σκό­ταν σε έναν δια­φο­ρε­τι­κό κυ­βερ­νη­τι­κό συν­δυα­σμό και όχι στην κα­τά­κτη­ση της εξου­σί­ας από τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια», ενι­σχύ­ο­ντας τις ρε­φορ­μι­στι­κές αυ­τα­πά­τες. [105]

Πέρα από το ΕΜ

Σε κα­θε­μία από τις πα­ρα­πά­νω πε­ρι­πτώ­σεις, κάθε ΚΚ θε­ω­ρού­σε αυ­το­νό­η­το να κα­τε­βά­ζει δικές του λί­στες στις εκλο­γές, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νο την πο­λι­τι­κή του ταυ­τό­τη­τα. Ο Τρό­τσκι το 1922, έγρα­φε στους γάλ­λους κομ­μου­νι­στές ότι η εκλο­γι­κή νίκη ενός Αρι­στε­ρού Μπλοκ ρε­φορ­μι­στών-μι­κρο­α­στών, θα συ­νι­στού­σε πο­λι­τι­κό προ­χώ­ρη­μα μόνο αν το προ­λε­τα­ριά­το και το κόμμα του δεν πα­ρα­σύ­ρο­νταν σε αυ­τα­πά­τες και δεν συμ­με­τεί­χαν στο Αρι­στε­ρό Μπλοκ. [106] Το ΚΚ κα­τέ­βα­σε δικό του ψη­φο­δέλ­τιο το ‘24. Πα­ρο­μοί­ως, η συγ­χώ­νευ­ση του ΚΚ με τους Σο­σια­λι­στές στην επα­να­στα­τη­μέ­νη Ουγ­γα­ρία του '19 θε­ω­ρή­θη­κε βα­ρύ­τα­το λάθος, που επέ­τρε­ψε στους «συμ­μά­χους» να σα­μπο­τά­ρουν το κόμμα, την κυ­βέρ­νη­ση και την επα­νά­στα­ση εκ των έσω. [107] Το '32, ο Τρό­τσκι δεν συμ­φω­νού­σε με την κοινή εκλο­γι­κή κά­θο­δο ούτε καν απέ­να­ντι στον Χί­τλερ:

«Είναι ρι­ζι­κά λα­θε­μέ­νη η ιδέα να προ­τεί­νει υπο­ψή­φιο για την προ­ε­δρία το ΕΜ. Μπο­ρού­με να προ­τεί­νου­με έναν πρό­ε­δρο μο­νά­χα στη βάση κα­θο­ρι­σμέ­νου προ­γράμ­μα­τος. Το κόμμα δεν μπο­ρεί να πα­ραι­τη­θεί από το δι­καί­ω­μά του… κατά την διάρ­κεια των εκλο­γών να με­τρή­σει τις δυ­νά­μεις του. Η υπο­ψη­φιό­τη­τα του κόμ­μα­τος, αντι­τι­θέ­με­νη στις άλλες υπο­ψη­φιό­τη­τες, δεν πρέ­πει να εμπο­δί­σει με κα­νέ­ναν τρόπο τη συμ­φω­νία με τις άλλες ορ­γα­νώ­σεις για τους άμε­σους στό­χους πάλης... δεν πρέ­πει να αμ­φι­βάλ­λου­με ότι οι γερ­μα­νοί μπολ­σε­βί­κοι-λε­νι­νι­στές θα απορ­ρί­ψουν τη θέση του ενός και μόνο ερ­γα­τι­κού υπο­ψη­φί­ου.» [108]

Γε­νι­κά λοι­πόν δεν επι­τρε­πό­ταν η εκλο­γι­κή και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η πλή­ρης ενο­ποί­η­ση με τους ρε­φορ­μι­στές για κα­νο­νι­κά επα­να­στα­τι­κά κόμ­μα­τα. Δια­φο­ρε­τι­κά ήταν τα πράγ­μα­τα για μι­κρές ορ­γα­νώ­σεις -που, ως τέ­τοιες, δεν μπο­ρού­σαν να κά­νουν ΕΜ. Αυτές εν­δε­χο­μέ­νως να έπρε­πε να προ­σχω­ρή­σουν, προ­σω­ρι­νά, σε άλλα ψη­φο­δέλ­τια ή ακόμη και συ­νο­λι­κά σε κά­ποια ρε­φορ­μι­στι­κά «πλα­τιά» κόμ­μα­τα, για να σπά­σουν την απο­μό­νω­σή τους.

Τέ­τοια ήταν η πε­ρί­πτω­ση του μι­κρού ΚΚ της Αγ­γλί­ας. Το 1920, ο Λένιν δεν απέρ­ρι­πτε τέ­τοια έντα­ξή του στο «πλατύ» Ερ­γα­τι­κό Κόμμα «που δεν μοιά­ζει με άλλα κόμ­μα­τα». Το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα είχε «αστι­κή» (ρε­φορ­μι­στι­κή) ηγε­σία και συ­γκέ­ντρω­νε όλους τους συν­δι­κα­λι­σμέ­νους ερ­γά­τες, αλλά «χωρίς να τους ζητά δή­λω­ση πο­λι­τι­κών πε­ποι­θή­σε­ων». [109]

Ο Λένιν έπει­σε το 2ο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν να απο­φα­σί­σει υπέρ της ει­σό­δου των άγ­γλων κομ­μου­νι­στών στο Ερ­γα­τι­κό Κόμμα [110]. Οι Ερ­γα­τι­κοί ήταν κόμμα με πάνω από 4.000.000 ερ­γά­τες μέλη. Ο Λένιν θε­ω­ρού­σε ότι είχε αρ­κε­τά ρευ­στή δομή και χα­μη­λή πει­θαρ­χία ώστε να δε­χτεί την ανοι­χτή, ορ­γα­νω­μέ­νη εί­σο­δο των κομ­μου­νι­στών. Υπό τον εξής όρο:

«…να ασκεί­τε ελεύ­θε­ρη κρι­τι­κή και να διε­ξά­γε­τε τη δική σας πο­λι­τι­κή... να λέτε τον Χέ­ντερ­σον προ­δό­τη και να πα­ρα­μέ­νε­τε στο Ερ­γα­τι­κό Κόμμα... ας σας δια­γρά­ψουν οι σο­σιαλ­προ­δό­τες, που θα τους έχετε απο­κα­λέ­σει με το όνομά τους. Αυτό θα έχει εξαι­ρε­τι­κή επί­δρα­ση στη μάζα των βρε­τα­νών ερ­γα­τών». [111]

Ήταν ένα πρώ­ι­μο πα­ρά­δειγ­μα ανοι­χτού «ει­σο­δι­σμού» όπου οι επα­να­στά­τες θα έπρε­πε να συ­γκρο­τή­σουν συ­νι­στώ­σα, ή αλ­λιώς φρά­ξια, με ορ­γα­νω­τι­κή και πο­λι­τι­κή αυ­το­νο­μία (εφη­με­ρί­δα, δομή κλπ). Τε­λι­κά, η αί­τη­ση του ΚΚ απορ­ρί­φθη­κε επα­νει­λημ­μέ­να από τους Ερ­γα­τι­κούς, τον μη­χα­νι­σμό των οποί­ων ο Λένιν μάλ­λον είχε υπο­τι­μή­σει. Ωστό­σο, το ΚΚ δεν υπέ­στει­λε ποτέ τον όρο της ελεύ­θε­ρης κρι­τι­κής για να μπει πάσει θυσία σε ένα πραγ­μα­τι­κά ερ­γα­τι­κό, μα­ζι­κό κόμμα.

Μετά τη νίκη του Χί­τλερ το 1933, όταν δια­πι­στώ­θη­κε ότι τα στα­λι­νι­κά ΚΚ δεν μπο­ρού­σαν να διορ­θω­θούν από εσω­κομ­μα­τι­κές αντι­πο­λι­τεύ­σεις, ο Τρό­τσκι πρό­τει­νε πιο συ­στη­μα­τι­κά στις μι­κρές τρο­τσκι­στι­κές ομά­δες ανά τον κόσμο (που συ­νή­θως διέ­θε­ταν λίγες δε­κά­δες μέλη) να κά­νουν «ει­σο­δι­σμό» σε σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα. Είναι αντι­κεί­με­νο άλλου άρ­θρου η σο­βα­ρή ανά­λυ­ση αυτής της τα­κτι­κής, που κα­τέ­γρα­ψε κά­ποιες επι­τυ­χί­ες και πολ­λές απο­τυ­χί­ες. Αλλά αξί­ζει να επι­ση­μά­νου­με ότι για τον Τρό­τσκι ούτε και στον ει­σο­δι­σμό δεν νο­ού­νταν η αυ­το­διά­λυ­ση των τρο­τσκι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων ή η επί μα­κρόν δια­μο­νή μέσα στα ΣΚ. Η έντα­ξη μπο­ρού­σε να δια­τη­ρη­θεί μόνο σε ει­δι­κές, πα­ρο­δι­κές, συν­θή­κες ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης της ρε­φορ­μι­στι­κής βάσης. Το πε­ρι­βάλ­λον της Γαλ­λί­ας του ’34, ήταν προ­ε­πα­να­στα­τι­κό και ανά­γκα­σε το ΚΚ και το ΣΚ σε μια προ­σω­ρι­νή ενιαιο­με­τω­πι­κή συμ­μα­χία. Οι τρο­τσκι­στές ήταν πολύ αδύ­να­μοι για να δια­τη­ρή­σουν ανε­ξάρ­τη­τη θέση μέσα στο μέ­τω­πο. Ο Τρό­τσκι τούς κα­λού­σε να μπουν στο ΣΚ, αλλά ακόμη και σε προ­ε­πα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, με όρους:

«Δεν τί­θε­ται ζή­τη­μα αυ­το­διά­λυ­σης. Μπαί­νου­με ως η φρά­ξια των μπολ­σε­βί­κων-λε­νι­νι­στών, οι ορ­γα­νω­τι­κοί μας δε­σμοί πα­ρα­μέ­νουν ίδιοι, τα έντυ­πά μας εξα­κο­λου­θούν.» [112]

Ο Τόνι Κλιφ ανα­φέ­ρει ότι οι γάλ­λοι τρο­τσκι­στές μπή­καν τε­λι­κά στο ΣΚ τον Σε­πτέμ­βρη του '34, μετά από πολ­λές δια­φω­νί­ες για τη διάρ­κεια και τον τρόπο. Οι ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες έδιω­ξαν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους τον Αύ­γου­στο του '35, ενώ απ’τον Ιούλη είχε ορι­στι­κο­ποι­η­θεί η στρο­φή προς το Λαϊκό Μέ­τω­πο. Κά­ποιοι «επί­μο­νοι» ει­σο­δι­στές αρ­νιό­νταν να ακο­λου­θή­σουν τους συ­ντρό­φους τους. Ο Τρό­τσκι τους κα­λού­σε να φύ­γουν από τον Ιού­νιο.

«Αν κά­ποιος από σας αρ­χί­σει να λέει ότι “έξω από το ΣΚ θα βου­λιά­ξου­με, δεν θα παί­ζου­με κα­νέ­ναν ρόλο” κλπ, θα πρέ­πει να του απα­ντή­σου­με: “Αγα­πη­τέ φίλε, τα νεύρα σου είναι σμπα­ρά­λια, πάρε άδεια ενός μήνα και μετά βλέ­που­με!”»

«να γνω­ρί­ζου­με όχι μόνο πώς να μπαί­νου­με, αλλά και πώς να φεύ­γου­με. Όταν συ­νε­χί­ζεις να είσαι προ­σκολ­λη­μέ­νος σε μια ορ­γά­νω­ση που δε μπο­ρεί να ανε­χτεί προ­λε­τα­ρια­κούς επα­να­στά­τες στις γραμ­μές της, ανα­γκα­στι­κά με­τα­τρέ­πε­σαι σε άθλιο ερ­γα­λείο του ρε­φορ­μι­σμού, του πα­τριω­τι­σμού, του κα­πι­τα­λι­σμού» [113]

Οι τρο­τσκι­στές μέσα στο ΣΚ κέρ­δι­σαν μέλη, που δεν στά­θη­καν όλα έτοι­μα να ακο­λου­θή­σουν στην διά­σπα­ση. Οι ψήφοι συ­μπά­θειας που έπαιρ­ναν στα συ­νέ­δρια απο­δεί­χτη­καν επι­φα­νεια­κή στή­ρι­ξη. Πά­ντως, από 200 που ήταν όταν μπή­καν, βγή­καν πε­ρί­που 350. [114] Τέ­τοια σχε­τι­κά πε­τυ­χη­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα υπήρ­ξαν και σε άλλες χώρες.[115]

Ο Τρό­τσκι στά­θη­κε ο θε­ω­ρη­τι­κός που πρό­λα­βε όσο ζούσε να επε­ξερ­γα­στεί όλες τις τα­κτι­κές ενό­τη­τας: κυ­ρί­ως το ΕΜ, στιγ­μιαία την ανα­σύν­θε­ση, στο τέλος τον ει­σο­δι­σμό σε μα­ζι­κά πο­λυ­τα­σι­κά κόμ­μα­τα. Σε απο­τί­μη­ση όλης της σχε­τι­κής πεί­ρας, το 1935, επέ­με­νε ότι η ανά­πτυ­ξη των επα­να­στα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων θα προ­έ­κυ­πτε «κυ­ρί­ως εις βάρος των [ρε­φορ­μι­στι­κών/κε­ντρι­στι­κών] τά­σε­ων και ορ­γα­νώ­σε­ων που σή­με­ρα επι­κρα­τούν» [116] και συ­νό­ψι­ζε:

«Οι μαρ­ξι­στές μπο­ρούν να έρ­θουν στο προ­σκή­νιο εδώ σαν ανε­ξάρ­τη­τη ορ­γά­νω­ση, εκεί ως φρά­ξια σε ένα από τα παλιά κόμ­μα­τα ή συν­δι­κά­τα… Αλλά σε οποιο­δή­πο­τε στίβο και με οποιεσ­δή­πο­τε μέ­θο­δες λει­τουρ­γί­ας… δεν κρύ­βουν τους σκο­πούς τους, δεν υπο­κα­θι­στούν μια πάλη με αρχές με τη δι­πλω­μα­τία και τους συν­δυα­σμούς. Σε όλους τους και­ρούς και υπό όλες τις συν­θή­κες λένε τα πράγ­μα­τα με το όνομά τους.» [117]

Επί­λο­γος

Το ΕΜ  θε­με­λιώ­θη­κε ως τα­κτι­κή στις ίδιες επα­να­στα­τι­κές αρχές που έφε­ραν τους μπολ­σε­βί­κους στην εξου­σία το ’17. Στην αδια­πραγ­μά­τευ­τη πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία των επα­να­στα­τών με όλες τις ορ­γα­νω­τι­κές της συ­νε­πα­γω­γές και την ακού­ρα­στη επι­δί­ω­ξη πραγ­μα­τι­κής σύν­δε­σης με την ερ­γα­τι­κή τάξη, χωρίς καμία υπο­χώ­ρη­ση απέ­να­ντι στις αυ­τα­πά­τες αυτής της τάξης, όπως καλ­λιερ­γού­νται από το ρε­φορ­μι­σμό και τον κα­πι­τα­λι­σμό. Τα πρώτα χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας του ‘20 έγινε θε­ω­ρία ενώ δο­κι­μα­ζό­ταν εκτε­τα­μέ­να στην πράξη.

Τότε, όπως και στις θε­ω­ρη­τι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες του Τρό­τσκι τα επό­με­να δέκα χρό­νια, εν­νο­ού­νταν ως τα­κτι­κή ενο­ποί­η­σης της τάξης μέσα από τη συ­νερ­γα­σία μα­ζι­κών κομ­μά­των∙ όχι μι­κρών ορ­γα­νώ­σε­ων. Τα­κτι­κή κι­νη­το­ποί­η­σης της τάξης μέσα από την ενό­τη­τα στη δράση για ζω­τι­κά της αι­τή­μα­τα∙ όχι καλ­λιέρ­γειας της «ανά­θε­σης» μέσα από κοινή εκλο­γι­κή προ­πα­γάν­δα. Τα­κτι­κή συ­νερ­γα­σί­ας με την ηγε­σία του ρε­φορ­μι­σμού και ταυ­τό­χρο­νης πάλης ενα­ντί­ον της, ώστε να κερ­δη­θεί η βάση του∙ όχι πο­λι­τι­κής ή ορ­γα­νω­τι­κής ενο­ποί­η­σης με το ρε­φορ­μι­σμό.( Ακόμη και στην δια­κρι­τή τα­κτι­κή του ει­σο­δι­σμού, η πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, το δι­καί­ω­μα να απο­κα­λείς «τους σο­σιαλ­προ­δό­τες με το όνομά τους» δεν απε­μπο­λού­νταν στο όνομα της ενό­τη­τας.)

Όταν το ΕΜ εφαρ­μο­ζό­ταν έτσι από επα­να­στά­τες που διέ­θε­ταν «κα­θα­ρό πρό­γραμ­μα και αυ­στη­ρή εσω­τε­ρι­κή πει­θαρ­χία…πλήρη ανε­ξαρ­τη­σία και ιδε­ο­λο­γι­κή ομοιο­γέ­νεια» [118] οδη­γού­σε σε πραγ­μα­τι­κή, απτή με­γέ­θυν­ση της γεί­ω­σής τους. Όταν οποιο­δή­πο­τε από τα κρι­τή­ρια πα­ρα­βια­ζό­ταν, δεν επρό­κει­το για ΕΜ αλλά για δια­στρέ­βλω­ση. Που οδη­γού­σε στη συρ­ρί­κνω­ση των επα­να­στα­τών, μέσα από τα αντι­δια­με­τρι­κά λάθη του σε­κτα­ρι­σμού και του οπορ­του­νι­σμού. Η σο­βα­ρή με­λέ­τη αυτής της ιστο­ρι­κής πα­ρά­δο­σης είναι απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τη για κάθε αγω­νι­στή που φι­λο­δο­ξεί να εφαρ­μό­σει οποια­δή­πο­τε ενω­τι­κή τα­κτι­κή στις ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες του σή­με­ρα. Όταν, φυ­σι­κά, οι έν­νοιες του κα­πι­τα­λι­σμού, του ρε­φορ­μι­σμού και της πάλης ενα­ντί­ον τους, μόνο ξε­πε­ρα­σμέ­νες δεν είναι.

Βι­βλιο­γρα­φία

(όπου δεν ανα­φέ­ρο­νται εκ­δό­σεις, δες www.​marxists.​org)

«ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ», Νο3 και Νο8, Σο­σια­λι­στι­κή Διε­θνι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση, ΔΕΑ

Κλιφ Τ., «Τρό­τσκι, 1927-1940», τόμος 4 (1993), εκ­δό­σεις Μαρ­ξι­στι­κό βι­βλιο­πω­λείο 2010

Λένιν, « Ο “Αρι­στε­ρι­σμός” παι­δι­κή αρ­ρώ­στια του κομ­μου­νι­σμού» (4-5/1920), Γνώ­σεις

Πρα­κτι­κά­Β’ Συ­νε­δρί­ου­Κο­μι­ντέρν 7-8/1920 (Minutes of the Second Congress of the Communist International)

Ρι­ντέλ Τζ., «Το ενιαίο μέ­τω­πο», Redmarks 2014

Σπαρκς Κ., «Ποτέ Ξανά», Κί­νη­ση Απε­λά­στε το Ρα­τσι­σμό, 2012

Τρό­τσκι, «Η Νέα Πο­ρεία» (1923), Αλ­λα­γή 1980.

Τρό­τσκι, «Η πάλη ενά­ντια στο φα­σι­σμό στη Γερ­μα­νία» (1930-33), Μαρ­ξι­στι­κό Βι­βλιο­πω­λείο

Τρό­τσκι, «Η Τρίτη Διε­θνής μετά τον Λένιν» (1928), Αλ­λα­γή 1979

Τρό­τσκι, «Ιστο­ρία της Ρώ­σι­κης Επα­νά­στα­σης», Πα­ρα­σκή­νιο

Χάρ­μαν­Κρ., «Η Χα­μέ­νη Επα­νά­στα­ση, Γερ­μα­νία 1918-1923» (1982), μαρ­ξι­στι­κό βι­βλιο­πω­λείο 2008

Goode P., «Karl Korsch: A Study in Western Marxism», Macmillan Press Ltd, 1979

Hallas D., «Revolutionaries and the Labour Party», 1982

Le BlancP., «Lenin and the revolutionary party», Humanity books, 1993

Lenin, «AMilitantAgreementfortheUprising», 2/1905

Lenin, «On compromises», 1-3/9/1917

Levi P., «Our Path: Against Putschism», 4/1921

Trotsky, «A Program of Action for France», 6/1934

Trotsky, «Centrism and the 4th International», 2/1934

Trotsky, «FirstFiveYearsoftheComintern», volumeΙΙ, OntheUnitedFront, Ει­σή­γη­ση­στη­νο­λο­μέ­λεια­τη­ςΕ­κτε­λε­στι­κή­ςτη­ςΚο­μι­ντέρν, 3/1922

Trotsky, «On the Labour Party Question in America», (5/1932)

Trotsky, «Open Letter for the Fourth International», 8/1935

Trotsky,«WritingsofLeonTrotsky 1933-34», pathfinder press 1975

Trotsky,«WritingsofLeonTrotsky 1934-35», pathfinder press 2002

Trotsky,«WritingsofLeonTrotsky 1935-36», pathfinder press 1977

Trotsky,«WritingsofLeonTrotsky 1939-40», pathfinder press 1973

Trotsky, «The Impending Danger of Fascism in Germany-A Letter to a German Communist Worker on the United Front Against Hitler», 12/1931

Trotsky,«The Question of the United Front»,2/1922

Trotsky, «The united front for defense, letter to a social democratic worker», 2/1933

Stalin, Questions of the Chinese Revolution, 4/1927

Zetkin, «The situation in Germany», 1920

Zetkin, «To the Congress of the German Communist Party», 1923

Ση­μειώ­σεις

1. Η από­φα­ση της Εκτε­λε­στι­κής της Κο­μι­ντέρν, 12/1921, ανα­φέ­ρει επί­σης ότι οι μπολ­σε­βί­κοι εφάρ­μο­σαν το ΕΜ και σε πε­ριό­δους άμυ­νας/ήττας και σε πε­ριό­δους επα­νά­στα­σης, με­τα­ξύ 1903-1917 (Ρι­ντέλ, σ70).

2. Για τον «ζι­νο­βιε­φι­σμό», βλ. ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ Νο3,σ133.

3. Τρό­τσκι, «Η Τρίτη Διε­θνής», τόμος Ι, σ132-136

4. Βλ. και Stalin, «Questions»

5. Τρό­τσκι «Η Τρίτη Διε­θνής», τόμος Ι, σ82,90

6. Την ίδια ορο­λο­γία με τον Στά­λιν («πα­νε­θνι­κό ενιαίο μέ­τω­πο») χρη­σι­μο­ποιού­σε και ο Μάο Τσε Τουνγκ αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πα­ρό­λο που εκεί­νος κα­τά­φε­ρε τε­λι­κά να εκ­διώ­ξει απ'τη χώρα τους απο­δυ­να­μω­μέ­νους από τον Β’ Πα­γκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στές.

7. Σπαρκς, σ82

8. Βλκαι «Writings 1939-40»,«The world situation and perspectives»,σ140

9. Lenin «AMilitant», LeBlancσ121

10. Ρι­ντέλ­σ81

11. Zetkin «Situation»

12. Χάρ­μαν­σ255, 266

13. Zetkin «Situation»

14. Ρι­ντέλ σ29-30

15. ο.π, σ31-32

16. Στις 16/11/22 σχη­μα­τί­στη­κε τε­λι­κά κυ­βέρ­νη­ση χωρίς το SPD με πρω­θυ­πουρ­γό τον με­γα­λο­α­στό Κούνο, τον Πα­πα­δή­μο της επο­χής.

17. Levi, «Ourpath»

18. Οι τρεις Διε­θνείς, η ρε­φορ­μι­στι­κή Β’, η κομ­μου­νι­στι­κή Γ’ και η κε­ντρί­στι­κη «δυό­μι­ση», συ­να­ντή­θη­καν στις 2-5/4/1922 στο Βε­ρο­λί­νο, με πρω­το­βου­λία της «δυό­μι­ση».

19. Στις 31/8/1921, Ρι­ντέλ σ42

20. ο.π, σ121

21. Φτά­νο­ντας τις 220.000, με 26.710 γυ­ναί­κες.

22. Χάρ­μαν σ375,380,389

Η συν­διά­σκε­ψη έγινε στα τέλη του ‘22. Συμ­με­τεί­χαν 846 αντι­πρό­σω­ποι, 657 του KPD και 38 του SPD. Άλλο πα­ρά­δειγ­μα ήταν η επι­τρο­πή αυ­το­ά­μυ­νας 96 ερ­γο­στα­σί­ων στη Λει­ψία (μέσα 1923), που διοι­κού­σε μια επι­τρο­πή αντι­προ­σώ­πων: 7 από SPD, 5 από KPD, 3 ανέ­ντα­χτοι (αν και οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες ήταν μόνο το 1/5 των μελών στη βάση). Για επι­πρό­σθε­τες απο­δεί­ξεις της με­γέ­θυν­σης του ΚΚ, δες Χάρ­μαν σ396.

23. Χάρ­μαν σ414

24. Βλ. και Στά­λιν, Πρά­βδα, 20/9/24, στο Τρό­τσκι «Πάλη» σ127

25. Τρό­τσκι, «Πάλη» σ20

26. ο.π ,σ67

27. Τρό­τσκι, «FirstFive»

ΕΕΚΔ, η Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς, το ανώ­τα­το όρ­γα­νο της Διε­θνούς με­τα­ξύ των Συ­νε­δρί­ων της

28. ο.π, «FirstFive»,ση­μείο 2

29. Τρό­τσκι, «Πάλη» σ103

30. Τρό­τσκι, «FirstFive», ση­μείο 2

31. ο.πση­μεία 3,5

32. Τρό­τσκι, «Πάλη» σ136 για τα σο­βιέτ και σ126. ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ Νο8 σ61 για τον Κορ­νί­λοφ

33. «... να απο­κρού­σου­με τους φα­σί­στες. Αυτό ση­μαί­νει να δη­μιουρ­γή­σου­με πα­ντού βά­σεις στή­ρι­ξης, ομά­δες κρού­σης, εφε­δρεί­ες, το­πι­κά επι­τε­λεία και κα­θο­δη­γη­τι­κά κέ­ντρα, καλή σύν­δε­ση ανά­με­σά στους, στοι­χειώ­δη σχέ­δια κι­νη­το­ποί­η­σης ...στην επαρ­χια­κή γωνιά του Μπρούχ­ζαλ και του Κλί­γκε­νταλ, όπου οι κομ­μου­νι­στές με το SAP και τα συν­δι­κά­τα, παρά το μποϊ­κο­τάζ της ρε­φορ­μι­στι­κής ηγε­σί­ας, δη­μιούρ­γη­σαν μια ορ­γά­νω­ση άμυ­νας [κατά του φα­σι­σμού]... δι­δα­χθεί­τε από τους ερ­γά­τες του Κλί­γκε­νταλ». Τρό­τσκι, «Πάλη», σ187

34. Trotsky, «The united front for defense», 2/1933

35. Τρό­τσκι, «FirstFive»,ση­μείο 14

36. Trotsky, «The united front for defense»

37. «A Program», 6/1934

38. «The united front for defense»

39. Η ΚΕ «κα­τσά­δια­σε την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα των μπολ­σε­βί­κων [που είχε κα­λέ­σει σε δια­δή­λω­ση για την πτώση της Προ­σω­ρι­νής Κυ­βέρ­νη­σης στις 21/4/1917]… και δή­λω­σε πως έπρε­πε να υπα­κού­σουν χωρίς όρους στο Σο­βιέτ». Αντί­στοι­χη δια­δή­λω­ση που είχε κα­νο­νί­σει το Κόμμα για τις 10/6/1917 με σύν­θη­μα «κάτω οι δέκα κα­πι­τα­λι­στές υπουρ­γοί», ακυ­ρώ­θη­κε μετά από πίεση της ηγε­σί­ας του Σο­βιέτ. Αν και τε­λι­κά συ­ντε­λέ­στη­κε ως σο­βιε­τι­κή δια­δή­λω­ση στις 18/6, με τα μπολ­σε­βί­κι­κα συν­θή­μα­τα να κυ­ριαρ­χούν. («Ιστο­ρία Ρώ­σι­κης», τόμος Ι, σ309, σ386) Άλλο πα­ρά­δειγ­μα ήταν η υπό­σχε­ση που έδινε ο Λένιν σε μεν­σε­βί­κους κι εσέ­ρους για νό­μι­μη αντι­πο­λί­τευ­ση και ει­ρη­νι­κή δια­πά­λη εντός των Σο­βιέτ το Σε­πτέμ­βρη του ’17, αν εκεί­νοι δέ­χο­νταν να πά­ρουν την εξου­σία. (Τρό­τσκι, «Πάλη» σ128)

40. Τρό­τσκι, «FirstFive», ση­μεία 6,7

41. ο.π, ση­μείο 7

42. «Πάλη» σ122

43. Η από­φα­ση της Εκτε­λε­στι­κής της Κο­μι­ντέρν που ει­σή­γα­γε διε­θνώς το ΕΜ (12/1921) ανέ­φε­ρε σχε­τι­κά ότι τα ΚΚ έπρε­πε «“να πα­σχί­σουν να πε­τύ­χουν την ενό­τη­τα των μαζών σε πρα­κτι­κή δράση... να απο­δε­χτούν την πει­θαρ­χία που απαι­τού­σε η δράση”, χωρίς να εγκα­τα­λεί­πουν “το δι­καί­ω­μα και την ικα­νό­τη­τα να εκ­φρά­ζουν… τη γνώμη τους για τις πο­λι­τι­κές όλων των άλλων ερ­γα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων”» (Ρι­ντέλ σ67).

44. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ247

45. «FirstFive»,ση­μείο 5. Στο ση­μείο 6: «...[δια­σπα­στή­κα­με από τους ρε­φορ­μι­στές επει­δή] δια­φω­νού­με σε θε­με­λιώ­δη ζη­τή­μα­τα του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος... [όμως ανα­ζη­τού­με συμ­φω­νί­ες μαζί τους] όπου οι μάζες που τους ακο­λου­θούν είναι έτοι­μες για κοινή πάλη με τις μάζες που ακο­λου­θούν εμάς κι όταν σε μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο βαθμό οι ρε­φορ­μι­στές είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να γί­νουν όρ­γα­νο αυτής της πάλης».

46. ο.π, ση­μείο 5

47. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ104

48. ο.π, σ101-2.

Κε­ντρι­σμός είναι η πο­λι­τι­κή που τα­λα­ντεύ­ε­ται με­τα­ξύ επα­νά­στα­σης και με­ταρ­ρύθ­μι­σης. Κατά τον Τρό­τσκι, απο­φεύ­γει τις κα­θα­ρές αρχές, τη θε­ω­ρία και τις κα­θα­ρές δια­τυ­πώ­σεις βα­φτί­ζο­ντάς τες ως σε­κτα­ρι­σμό. Μπο­ρεί να «ορ­κί­ζε­ται στο ΕΜ, αλλά το αδειά­ζει από κάθε επα­να­στα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο και το με­τα­μορ­φώ­νει από τα­κτι­κή μέ­θο­δο σε υπέρ­τα­τη αρχή.» (Τρό­τσκι, «Πάλη», σ142-3)

49. ο.π, σ235

50. ο.π, σ143

51. ο.π, σ105

52. ο.π, σ247

53. Πρα­κτι­κά Β’, 7η συ­νε­δρί­α­ση

54. Οι Κρί­σπιεν και Ντί­τμαν δεν θα ακο­λου­θού­σαν την πλειο­ψη­φία του USPD όταν αυτή θα εντασ­σό­ταν στο ΚΚ την ίδια χρο­νιά. Αντί­θε­τα, θα επέ­στρε­φαν στον κα­θα­ρό­αι­μο ρε­φορ­μι­σμό του SPD.

55. Τρό­τσκι, «FirstFive»,ση­μείο 33

56.ο.π,ση­μείο 14

57. Τρό­τσκι «Η Τρίτη Διε­θνής», τΙ, σ136

58. ο.π, σ143,146

59. ο.π, σ148-149

60. «Πάλη», σ124

61. Trotsky, «On theLabor Party», 5/1932

62. Για την Αγ­γλο­ρω­σι­κή Επι­τρο­πή «να προ­σπα­θούν [οι στα­λι­νι­κοί] να εκ­παι­δεύ­σουν τη [ρε­φορ­μι­στι­κή] γρα­φειο­κρα­τία με ένα συ­μπό­σιο στο Λον­δί­νο ή σε κά­ποια λου­τρό­πο­λη του Καυ­κά­σου». «Πάλη», σ124-5.

63. «Πάλη», σ205-7

64. Τε­λι­κά ο Χί­τλερ θα έπαιρ­νε την εξου­σία μετά από 13 μήνες, ωστό­σο η εκτί­μη­ση του επεί­γο­ντος ήταν σωστή.

65. Trotsky, «The Impending», 12/1931

66. Trotsky, «The united front for defense»

67.Τρό­τσκι, «Πάλη», σ60

68. ο.π, σ112

69. «Το κόμμα δεν μπο­ρεί να εκ­πλη­ρώ­σει την απο­στο­λή του αν δεν δια­φυ­λά­ξει πλή­ρως και χωρίς όρους την πο­λι­τι­κή και ορ­γα­νω­τι­κή του ανε­ξαρ­τη­σία». Τρό­τσκι, «Πάλη», σ102

«Μόνο αυ­ξά­νο­ντας το ΚΚ την επιρ­ροή του στα συν­δι­κά­τα και την τάξη θα μπο­ρού­σε να ασκή­σει πίεση ...για ενιαία δράση» (Ρι­ντέλ σ34)

70. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ120

71. Ρι­ντέλ σ72

72. ο.π, σ137,144

73. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ110

74. «FirstFive»,ση­μείο 3

75. «Πάλη», σ148

76. «Writings 1934-35», σ55

77. «Writings 1933-34», σ186 στο «CardinalQuestionsFacingtheILP» 5/1/1934

78 «Writings 1935-36», σ203

79. Τρό­τσκι «Η Τρίτη Διε­θνής», τΙ, σ151-152

80. «FirstFive»,ση­μεία 6,31

81. «Μετά το Γ’ Συ­νέ­δριο [1921].... άρ­χι­σε η πάλη για τις μάζες κάτω από το σύν­θη­μα του ΕΜ, συ­νο­δευό­με­νη από μα­κρές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και άλλες δια­δι­κα­σί­ες παι­δα­γω­γι­κής φύσης... αυτή η τα­κτι­κή κρά­τη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από δύο χρό­νια [στη Γερ­μα­νία] κι έφερε έξοχα απο­τε­λέ­σμα­τα» (Νέα Πο­ρεία, σ52). Η επι­δί­ω­ξη του ΕΜ εκ μέ­ρους του ΚΚ κρά­τη­σε για δυο χρό­νια, αλλά τα μέ­τω­πα που επι­τεύ­χθη­καν στην πράξη ήταν πολύ πιο βρα­χύ­βια.

82. Την ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία επί­σης πίεζε ο υπερ­πλη­θω­ρι­σμός (το ‘23) που διέ­λυ­σε το γρα­φειο­κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό του SPD.

83. Ρι­ντέλ σ68

84.Αν συμ­βου­λευ­τού­με την ιστο­ρία των ρω­σι­κών Σο­βιέτ που ένω­ναν επα­να­στά­τες και ρε­φορ­μι­στές σε επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, αυτή η ενό­τη­τα κρά­τη­σε για οχτώ μήνες, ώσπου οι δε­ξιοί μεν­σε­βί­κοι και εσέ­ροι έφυ­γαν από τα Σο­βιέτ. Η πίεση των μαζών ήταν πιο ισχυ­ρή από ποτέ, αλλά όχι αρ­κε­τά ισχυ­ρή για να διαιω­νί­σει αυτή τη συμ­μα­χία. Τα Σο­βιέτ βέ­βαια πα­ρέ­μει­ναν και μετά, αλλά ως δομή εξου­σί­ας, υπό την κυ­ριαρ­χία των μπολ­σε­βί­κων, πε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας ακομ­μά­τι­στους ερ­γά­τες, για κά­ποιους μήνες και αρι­στε­ρούς εσέ­ρους.

85. Ρι­ντέλ σ109,112,11

86. «Αρι­στε­ρι­σμός», σ331,339

86. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ183,188

88. «Αρι­στε­ρι­σμός», σ381,396-399

89. Συμ­φω­νώ­ντας με το πνεύ­μα προη­γού­με­νων απο­φά­σε­ων της ΕΕΚΔ (Ρι­ντέλ, σ41,45)

90. Ρι­ντέλ, σ45,147

91. ο.π, σ120, 141-142

92. ο.π, σ148

93. «Αρι­στε­ρι­σμός», σ358

94. Τε­λι­κά το USPD δεν απο­δέ­χτη­κε την πρό­τα­ση, η απερ­γία υπο­χώ­ρη­σε και η ερ­γα­τι­κή νίκη κατά του Καπ είχε άδοξο τέλος με την κα­τα­στο­λή του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Χάρ­μαν σ278,290

95. «Αρι­στε­ρι­σμός», σ420-421

Το Σε­πτέμ­βρη του '17 ο Λένιν είχε υιο­θε­τή­σει πα­ρό­μοια στάση απέ­να­ντι στην κυ­βέρ­νη­ση εσέ­ρων-μεν­σε­βί­κων: «είναι αδύ­να­τη η συμ­με­το­χή διε­θνι­στών στην κυ­βέρ­νη­ση χωρίς να έχει επι­κρα­τή­σει η δι­κτα­το­ρία των ερ­γα­τών και των φτω­χών αγρο­τών.»(Lenin, «On compromises»)

96. http://​www.​lzt-​thueringen.​de/​files/​eimar_​republic.​pdf

97. «Αρι­στε­ρι­σμός», σ420-421

98. Ρι­ντέλ, σ45-46

99. ο.π, σ89

100. ο.π,σ90-1 και Χάρ­μαν σ407

101. Χάρ­μαν σ405,452

102. ο.π, σ460 και Goode σ99-101

103. Zetkin «Tothecongress». Εκεί η Τσέτ­κιν τεί­νει να δι­καιο­λο­γεί την κομ­μα­τι­κή ηγε­σία απέ­να­ντι στην αρι­στε­ρί­στι­κη πτέ­ρυ­γα που την κα­τη­γο­ρού­σε, μετά το ξε­φού­σκω­μα του γερ­μα­νι­κού Οκτώ­βρη. Για αυτό ίσως ισχυ­ρί­ζε­ται ότι το Κόμμα δεν είχε πολύ με­γά­λη επιρ­ροή και επι­κα­λεί­ται ότι δεν υπήρ­ξε μα­ζι­κή ερ­γα­τι­κή αντί­δρα­ση στην στρα­τιω­τι­κή κα­τα­στο­λή και την κα­θαί­ρε­ση των αρι­στε­ρών συ­γκυ­βερ­νή­σε­ων. Όμως, σε αυτό το ση­μείο ο Τρό­τσκι δια­φω­νεί και την κα­τα­κρί­νει σκλη­ρά (βλ. «Η Τρίτη Διε­θνής», τΙΙ, Πα­ράρ­τη­μα).

104.Χάρ­μαν σ450

105. ο.π, σ407

106.Τρό­τσκι, «FirstFive»,ση­μείο 25 και «TheQuestionoftheUnitedFront»

107. Ρι­ντέλ σ23 και Τρό­τσκι, «Η Τρίτη Διε­θνής», τΙΙ, σ14

108. Τρό­τσκι, «Πάλη», σ148

109. «Αρι­στε­ρι­σμός» σ.400 και Πρα­κτι­κά Β’, 2η συ­νε­δρί­α­ση

110. 58 υπέρ, 24 κατά, 2 απο­χές

111. Πρα­κτι­κά Β’, 2η και 13η­συ­νε­δρί­α­ση

112. «Writings 1934-35», σ50,59, «Thestateoftheleagueanditstasks» (29/6/34)

113. Τρό­τσκι 21/11/35 και 16/12/35 στο Κλιφ 299-300.

114.Κλιφ σ295

115. Βλ. Κλιφ σ311-316 και Hallas 1982. Ο Hallas κα­τα­λή­γει ότι οι ει­σο­δι­στές πρέ­πει να φεύ­γουν στην κο­ρύ­φω­ση ενός κύ­μα­τος ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης και αντι­πα­ρά­θε­σης με την ηγε­σία. Όταν οι επα­να­στά­τες πι­στεύ­ουν ότι μπο­ρούν να σώ­σουν το πλατύ κόμμα που τους υπο­δέ­χτη­κε ή να ηγε­μο­νεύ­σουν μέσα του, πέ­φτουν σε σύγ­χυ­ση.

116. Trotsky,«Centrism»

117. «Openletter», 8/35

118. «FirstFive»,ση­μεία 1,2

Ετικέτες