Το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού καθώς και επιτελείου σημαντικών υπουργών της κυβέρνησης στην Μόσχα έχει ανοίξει έναν εκτεταμένο διάλογο για τις ελληνο-ρωσικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, ο οποίος συνδέεται και με τα ζητήματα στρατηγικής της νέας ελληνικής κυβέρνησης στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου εκ των πραγμάτων κινείται.

Αυτό που φαίνεται αυτή τη στιγμή ως αδιαμφισβήτητο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση αποκομίζει οφέλη από αυτήν την κίνηση και ότι η ρητορική της αντιπολίτευσης περί «άδειων χεριών» είναι άδικη και υποβολιμαία.

Τα οικονομικά οφέλη, πιθανόν και άμεσα, από τη διέλευση του Τurkish Stream από το ελληνικό έδαφος προκύπτουν ως σημαντικά, ενόψει μάλιστα και της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι η περίπτωση του αγωγού μπορεί να λειτουργήσει ως προανάκρουσμα και σημαντικών ρωσικών επενδύσεων στην Ελλάδα, πράγμα που θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Επιπλέον, οι κινήσεις για την άμεση ή έμμεση άρση του εξαγωγικού εμπάργκο ελληνικών αγροτικών προϊόντων προς τη Ρωσία είναι αναμφίβολα θετικές για τον ελληνικό πρωτογενή τομέα.

Ως εδώ, τα πράγματα μοιάζουν να είναι πολύ καλά. Από εδώ και πέρα, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα. Τα δύσκολα όχι όσον αφορά τις άμεσες οικονομικές συνέπειες της προσέγγισης αλλά όσον αφορά τις επιπτώσεις της στο συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στo συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής Αριστεράς. Τι σημαίνει μια τέτοια προσέγγιση για την ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κυβερνητικό κόμμα;

  1. Η προσέγγιση με τη Ρωσία θέτει στην Ελλάδα στρατηγικά διλήμματα

Θυμίζουμε εδώ ότι και πριν από μερικά χρόνια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επεχείρησε την κατασκευή και διέλευση του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης με στρατηγικό εταίρο και πάλι τη Ρωσία του Πούτιν. Η πολιτική αυτή αντικατόπτριζε ορισμένες τάσεις ανεξαρτητοποίησης της κυβέρνησης Καραμανλή και της ελληνικής αστικής τάξης από το ευρωενωσιακό και το ατλαντικό πλαίσιο. Θυμόμαστε όλοι ότι αυτή η προσπάθεια δέχτηκε εξαιρετικά έντονα πλήγματα από την ΕΕ και τις ΗΠΑ και τελικά ναυάγησε. Θυμόμαστε ακόμη ότι αυτή η πολιτική οδήγησε εκ μέρους των αντιπάλων της σε εξωφρενικές συνέπειες, όπως ακόμη και η παρακολούθηση των συνομιλιών του πρωθυπουργού από τον αμερικανικό παράγοντα. Τα παραπάνω μπορεί να επαναληφθούν πιθανότατα και στο παρόν.   

Επιπλέον, από τη σκοπιά της Ρωσίας ως ιδιαίτερης καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής δύναμης μια τέτοια πολυδιάστατη πολιτική μπορεί μεν αρχικά να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της παραμονής της Ελλάδας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, θέτει όμως ζητήματα εκ των πραγμάτων μιας μεγαλύτερης αυτονόμησης της Ελλάδας από το ευρωενωσιακό και ατλαντικό πλαίσιο: θέτει ζητήματα μιας πολύ πιο ανεξάρτητης πολιτικής της Ελλάδας απέναντι στο ουκρανικό ζήτημα (κάτι που πολύ εν μέρει ή σχεδόν καθόλου δεν έχει γίνει μέχρι τώρα), θέτει ζητήματα μηδενικής  εμπλοκής της Ελλάδας σε πιθανή στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία καθώς και ζητήματα μιας πολύ πιο αδέσμευτης διπλωματίας και οικονομικής πολιτικής. Ουσιαστικά, δηλαδή, ζητήματα απομάκρυνσης από τη στρατηγική του ευρωατλαντικού άξονα και ήπιας τουλάχιστον προσέγγισης της στρατηγικής της Ευρασιατικής Ένωσης. Προφανώς, τα γεωπολιτικά ζητήματα, τα οποία πολύ ρηχά προσεγγίζει η ελληνική και η ευρωπαϊκή Αριστερά, άπτονται άμεσα και των οικονομικών και πολιτικών κρατικών στρατηγικών. Η μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια στην ελληνο-ρωσική προσέγγιση προσκρούει σε δομικά όρια και συνθήκες της ένταξης στον ευρωατλαντικό άξονα και στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική στρατηγική , όπου είναι σχετικά προφανές ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, παρά τις σημαντικές οικονομικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις τους, συγκλίνουν σε ένα μέτωπο ανάσχεσης και περικύκλωσης σε σημαντικό βαθμό της Ρωσίας και ανάσχεσης της Ευρασιατικής Ένωσης. Πόσο μπορεί να αυτονομηθεί μια ελληνική εξωτερική πολιτική από αυτά τα δομικά όρια, παραμένοντας προσηλωμένη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ;

Υπάρχει, βεβαίως, και η ηπιότερη στρατηγική του πολυδιάστατου «ερεθισμού» ή «κατευνασμού» του στρατηγικού συμμάχου. Είναι αυτή που εφάρμοζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη δεκαετία του 1970 και ο Ανδρέας Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980. Προσέγγιση στην τότε Σοβιετική Ένωση υπό το πρίσμα της σχετικής αυτονόμησης από τον ατλαντικό παράγοντα και μάλιστα όταν ακριβώς υπήρχαν εμπλοκές και κρίσεις στις ελληνο-ατλαντικές σχέσεις. Ταξίδια στη Μόσχα, υποσχέσεις συν κάποιες επιμέρους οικονομικές συμφωνίες. Θυμίζουμε εδώ ότι ο Παπανδρέου έφτασε στο σημείο να χειριστεί πολύ διαφορετικά από τους λοιπούς του ΝΑΤΟ την πολωνική κρίση του 1981 και την κατάρριψη του κορεατικού τζάμπο από τους Σοβιετικούς το φθινόπωρο του 1983. Υπάρχουν, λοιπόν, σημαντικά προηγούμενα όχι στην κατεύθυνση της ρήξης με τον ατλαντισμό, αλλά στην κατεύθυνση της κατάκτησης μιας σχετικής αυτονομίας εντός αυτού. Πράγμα που ήταν ούτως ή άλλως θετικό. Επισημαίνουμε, εδώ, ότι μετά την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου και τη μονοπολική οργάνωση της μεταψυχροπολεμικής εποχής κατ’ αρχήν με ηγεμόνα τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα, είναι σχετικά πιο δυσχερής μια τέτοια στρατηγική σχετικής αυτονόμησης εντός του ευρωενωσιακού και ατλαντικού πλαισίου. Πρέπει, ακόμη, να διευκρινισθεί αν μια τέτοια αυτονόμηση έχει ως ορίζοντα τη δομική ρήξη με τον ευρωατλαντισμό ή αν σέβεται τα όριά του και κατατείνει στην απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν εξαρτάται μονοσήμαντα από τους στρατηγικούς της εταίρους, την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ (στρατηγική «ερεθισμού» του στρατηγικού συμμάχου). Το δεύτερο μοιάζει αυτή τη στιγμή πιθανότερο από το πρώτο.          

  1. Η Ρωσία, συνέχεια της Σοβιετικής Ένωσης;

Ορισμένες φορές, ο υπερενθουσιασμός από την ελληνο-ρωσική προσέγγιση και η μη επαρκής επιφυλακτικότητα απέναντι στις λογικές της συνέπειες βασίζεται σε μια πολιτικά λανθασμένη αλλά κατανοητή ροπή του φαντασιακού της ελληνικής Αριστεράς. Η ελληνική Αριστερά, όπως άλλωστε και η παγκόσμια, υπήρξε πλειοψηφικά μια φιλοσοβιετική Αριστερά, με εξαίρεση κάποια μειοψηφικά ρεύματα όπως ο τροτσκισμός, ο μαοϊσμός και εν μέρει τα ευρωκομμουνιστικά εγχειρήματα. Ο επίσημος μαρξισμός της ήταν ένας μαρξισμός σοβιετικής κοπής. Η στάση απέναντι στο σοσιαλισμό καθοριζόταν, όπως εύστοχα το είχε διατυπώσει ο Στάλιν στην εποχή του, από τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο σοβιετικό παράγοντα. Η προστασία της Σοβιετικής Ένωσης λογιζόταν ως βασικό κριτήριο μιας γνήσια κομμουνιστικής στάσης και τοποθέτησης.

Αυτή η στάση είχε δύο βασικά προβλήματα: το πρώτο αφορούσε το αν όντως η Σοβιετική Ένωση ήταν το φρούριο του διεθνούς σοσιαλισμού και το δεύτερο αφορούσε το αν όντως η Σοβιετική Ένωση προάσπιζε τα δικαιώματα των δυτικών λαών και των δυτικών εργατικών τάξεων.

Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση πρέπει να είναι ανεπιφύλακτα αρνητική. Παρά την ένδοξη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 και την πρωτοφανή συγκρότηση της εξουσίας των σοβιέτ σε συνθήκες διεθνούς αλληλεγγύης, η Σοβιετική Ένωση μετά την πρώτη χονδρικά δεκαετία της δεν υπήρξε η χώρα των σοβιέτ (που μετατράπηκαν σε νεκρά κύτταρα) αλλά η χώρα μιας ιδιόμορφης ταξικής παλινόρθωσης υπέρ της γραφειοκρατίας ως τάξης. Το αν θα ονομάσουμε αυτό το καθεστώς κρατικό καπιταλισμό ή ως νέα ταξική μορφή κυριαρχίας, είναι δευτερεύον. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι χωρίς εργατική δημοκρατία, χωρίς εργατικό έλεγχο, με μια παντοδύναμη ανελεύθερη κρατική εξουσία και χωρίς αμφισβήτηση του ρόλου της αστικής τεχνικής και επιστήμης, δεν μπορεί να οικοδομηθεί κανένας σοσιαλισμός, παρά μόνο ένας σφετερισμός της έννοιας για ίδια συμφέροντα. Εδώ, μπορεί να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η Σ.Ε. νίκησε το ναζισμό και γλίτωσε όλη την ανθρωπότητα από αυτό το όνειδος, ότι πέτυχε μια πρωτοφανή βιομηχανική επανάσταση με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ περίπου 6 % κατ’ έτος για μεγάλο διάστημα  και πολλά άλλα. Το επιχείρημα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου είναι ορθό ως προς τις συνέπειες, αλλά δεν αποδεικνύει στο ελάχιστο τη σοσιαλιστική φύση της Σ.Ε. Οι Σοβιετικοί αγρότες και εργάτες υπερασπίστηκαν ηρωικά  τον μη αφανισμό τους και το πάτριον σοβιετικό έδαφος, αλλά σε καμία περίπτωση κάποιες σοσιαλιστικές ή ορθότερα κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - δεν είναι τυχαίο που ο Στάλιν έβαλε μπροστά την Εκκλησία και τον εθνικό ύμνο του Αλεξαντρόφ. Επίσης, οι Σοβιετικοί  έσωσαν την Ευρώπη και με τον αγώνα τους οικοδόμησαν όντως μια γνήσια σχέση φιλίας με τον ελληνικό και με άλλους λαούς.

Όσον αφορά πάλι τη βιομηχανική ανάπτυξη, από πότε μια ταχύρρυθμη και αποτελεσματική βιομηχανική ανάπτυξη -που παρά το σχεδιασμό της στηρίχτηκε και σε τεράστιες και περιττές ανθρωποθυσίες, ιδίως των αγροτών αλλά και μεγάλου τμήματος της σοβιετικής πρωτοπορίας- εγγυάται την ύπαρξη σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή μεταβατικών σχέσεων όπου η τάση προς τον κομμουνισμό ηγεμονεύει πάνω στην τάση ταξικής παλινόρθωσης;

Ως προς το δεύτερο ερώτημα: ναι όντως η ύπαρξη του δήθεν  «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» βοήθησε σημαντικά τις κοινωνικές κατακτήσεις και το εργατικό κίνημα στη Δύση. Χωρίς αυτό και την «απειλή» του, τα πράγματα θα ήσαν πολύ πιο δύσκολα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά στη Δύση. Αυτό το έχουν υποστηρίξει μείζονες ιστορικοί όπως λ.χ. ο Έρικ Χομπσμπάουμ και πολλοί άλλοι. Όμως, άλλο τόσο είναι σωστό το ότι ο εγγενής συντηρητισμός της σοβιετικής γραφειοκρατίας και η πολιτική σφαιρών επιρροής -που βεβαίως ξεκίνησε με τον Στάλιν και όχι με τον Κρούστσεφ- λειτούργησαν στο Μεσοπόλεμο αλλά και μετά τον Β’ ΠΠ ως αναχώματα κατά των όποιων επαναστατικών/αντικαπιταλιστικών εγχειρημάτων εμφανίστηκαν τελικά σαν αντεπαναστατικά και αντικειμενικά φιλοκαπιταλιστικά δεδομένα και φαινόμενα.

Ο συναισθηματικός φιλοσοβιετισμός είναι ιστορικά και πολιτικά  κατανοητός, αλλά ο λογικός φιλοσοβιετισμός του 2015 δεν αντέχει πολύ στην κριτική ιστορική  ανάλυση. Ιδίως η εμπειρία του ελληνικού ΚΚ δείχνει ότι ο φανατικός και άκριτος φιλοσοβιετισμός υπήρξε βασικά επιζήμιος για το κίνημα και συνδέεται με αρνητικές στιγμές του (όπως ο Λίβανος, η Βάρκιζα, ορισμένες καμπές του Εμφυλίου κ.α.). Αλλά και όσοι σημαντικοί  ηγέτες σφραγίστηκαν από το φιλοσοβιετισμό (όπως λ.χ. ο Ζαχαριάδης) πλήρωσαν πικρά στη ζωή τους τη φιλοσοβιετική τους -και όχι εν γένει την κομμουνιστική τους- προσήλωση.    

Ανεξάρτητα, όμως, από όλα αυτά, η σημερινή Ρωσία μπορεί να μην είναι η πατρίδα των «τσάρων του Κρεμλίνου» (όπως θα ήθελε ένα παλιό σύνθημα του ΕΚΚΕ) αλλά δεν είναι και η συνέχεια της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη και αυτής της γραφειοκρατικής και χωλής ή λειψής ως προς το σοσιαλισμό που παρήγαγε. Η σημερινή Ρωσία, ανεξάρτητα από τα υπαρκτά οφέλη μιας ελληνο-ρωσικής προσέγγισης, είναι το προϊόν της σαφούς και πλήρους ιδιωτικής καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της νίκης του παγκόσμιου καπιταλισμού το 1989. Είναι μια σημαντική οικονομικά και γεωπολιτικά καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική μεγάλη δύναμη, προϊόν της νίκης της Δύσης. Από αυτήντη φύση της απορρέουν τόσο η οικονομική της πολιτική και διπλωματία όσο και οι πολύ επιτυχημένες από το 2005 και εξής στρατιωτικές της παρεμβάσεις (στην Οσσετία, στην Ουκρανία πρόσφατα). Αυτό που διαχωρίζει τη Ρωσία από τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν είναι ο ταξικός της χαρακτήρας, αλλά η μεγάλη διάσταση οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων στην Ευρασία, το μεγάλο παιχνίδι/σκακιέρα κατά τον Μπρεζίνσκι. Πρόκειται για μια νέα και ιδιόμορφη μορφή του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, όπως τον έχει σε βασικές γραμμές περιγράψει ο Λένιν και οι επίγονοί του. Αυτό δεν συνεπάγεται μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Όπως συνέβη στον Β’ ΠΠ, που ήταν ταυτόχρονα αντιφασιστικός αλλά και ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος, μπορεί ένα ιμπεριαλιστικό κέντρο να είναι λιγότερο επιθετικό από το άλλο και, επίσης, μπορεί να υφίσταται μια αντίθεση αστικής δημοκρατίας και φασισμού μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, όπως συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην Ουκρανία. Το γεγονός ότι τα λαϊκά κινήματα συνήργησαν με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ στον Β’ ΠΠ δεν ήρε τον ταξικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα αυτών των χωρών.

Στο βαθμό που αποδεχόμαστε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της σύγχρονης Ρωσίας, αυτό έχει συνέπειες και στην εξωτερική και γεωπολιτική της στρατηγική. Ακόμη και αν υποθετικά μια απολύτως ανεξάρτητη από τα δυτικά κέντρα Ελλάδα με ηγεμονία της Αριστεράς συνεργαζόταν πληρέστερα με τη Ρωσία ή με την Ευρασιατική Ένωση, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι η Ρωσία (και ακόμη χειρότερα η Κίνα), πέρα από την ιμπεριαλιστική της φύση, μοιράζεται τα γνωρίσματα του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου και ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της κρίσης του, παρά κάποιες ιδιόμορφες και δευτερεύουσες κρατικοκαπιταλιστικές της όψεις. Ότι, ακόμη, η Ευρασιατική ένωση είναι και αυτή μια ιμπεριαλιστική συμμαχία όπως και η Ε.Ε. Συνεπώς, μια στρατηγική ρωσικών επενδύσεων στην Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί προσεκτικά και όσον αφορά τους στρατηγικούς της όρους: θα δεχόταν μια τέτοια στρατηγική τον κυρίαρχα δημόσιο στρατηγικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης και πολύ περισσότερο μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου; Θα ζητούσε ιδιωτικοποιήσεις τομέων και δικτύων; θα σεβόταν τις εργασιακές σχέσεις και το περιβάλλον; Θα επανεπένδυε τα κέρδη της ή θα φερόταν με αποικιακό χαρακτήρα και θα διεκδικούσε Ειδικές Οικονομικές Ζώνες;

Βεβαίως, η σύγχρονη Ρωσία δεν είναι το ξέφρενο πάρτι των ολιγαρχών επί Γιέλτσιν. Όμως, ο εξορθολογισμός που ακολούθησε έβαλε κανόνες και μορφές καρτελοποίησης στους ολιγάρχες χωρίς να αμφισβητήσει καίρια την ταξική τους ισχύ.

Οι παραπάνω σκέψεις δεν αναιρούν μια δυνατότητα μεταβατικής ταλάντευσης ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα με κριτήριο του να πάρεις πολλά και να δώσεις λιγότερα, όμως είναι απολύτως βέβαιο ότι μια αταλάντευτη αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική στρατηγική δυσαρεστεί και αποθαρρύνει όλα τα καπιταλιστικά/ιμπεριαλιστικά κέντρα, ανεξάρτητα από τις στρατηγικές τους αντιπαραθέσεις. Δεν μπορείς επ’ άπειρον ατιμωρητί να «παίζεις» με τον ένα ιμπεριαλιστή ενάντια στον άλλον.             

Συνεπώς, η στάση μας απέναντι στη σύγχρονη Ρωσία δεν μπορεί να καθορίζεται συναισθηματικά από την ορθή ή λαθεμένη αφοσίωση στη Σοβιετική Ένωση. Στους προσεκτικούς μας χειρισμούς απέναντι σε αυτήν πρέπει να εκκινούμε από την πραγματική και όχι τη φαντασιακή της φύση.

  1. Η Ρωσία, φύσει φιλελληνικό κράτος;

Μια επιπλέον διάσταση του ιστορικού φιλοσοβιετισμού είναι και η παλαιότερη φαντασιακή ανάκληση μιας «στέρεης ιστορικής συμμαχίας ανάμεσα στον ελληνικό και το ρωσικό λαό, στηριγμένης στην ορθοδοξία και στα κοινά ιστορικά πεπρωμένα των δύο λαών». Ελλάδα, Βυζάντιο και Τρίτη Ρώμη. Παρά το πραγματικό γεγονός της σταθερότερης υποστήριξης της Ρωσίας στην ελληνική επανάσταση του 1821 σε σχέση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, της εντονότερης ρωσικής διεκδίκησης για διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρά τη συμμαχία Ελλάδας/ελληνικού λαού και Ρωσίας και σε άλλες συγκυρίες όπως λ.χ. ο Κριμαϊκός πόλεμος ή ο Α’ ΠΠ ή ο Β’ ΠΠ, μια ιδεολογική υποστήριξη της θέσης ότι η Ρωσία πάντοτε υποστήριζε τα «συμφέροντά μας ως έθνους», πέραν του ότι βάζει δήθεν συγγενικά και χριστιανικά συναισθήματα ως υπέρτερα από τα κρατικά συμφέροντα και έτσι καλλιεργεί μια μορφή συμμαχικού εθνικισμού, προσκρούει και σε σημαντικές ιστορικές διαψεύσεις. Η συμμαχία του Κριμαϊκού πολέμου επέφερε συμφορές στην Ελλάδα, τα Ορλοφικά επέφεραν συμφορές, στο συνέδριο του Αγίου Στεφάνου η Ρωσία έπαιξε στη Μεγάλη Βουλγαρία και όχι στην επέκταση της Ελλάδας, στον Α’ ΠΠ έπαιξε βασικά στη Σερβία, η προσήλωση πάλι των αριστερών Ελλήνων στη φετιχοποιημένη Σοβιετική Ρωσία δεν υπήρξε και αυτή άμοιρη σημαντικών συμφορών για τον ελληνικό λαό. Το «ξανθό γένος», μεταμορφωμένο σε αυτοκρατορία και μετά σε εθνικό κράτος, ποτέ δεν έβαλε τα κρατικά του συμφέροντα πίσω από εθνικές ιδεολογίες και συγγένειες, πολιτικές, ιδεολογίες ή κοινές θρησκευτικές ευαισθησίες, όσο και αν η ρητορική του ρωσικού κράτους υποστήριζε κάτι τέτοιο. Όμως, όπως θα έλεγε και ο Λένιν, δεν πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς τα όσα λέει ο καθένας για τον εαυτό του.

Ανακεφαλαιώνοντας: Η θετική οικονομική και γεωπολιτική προσέγγιση με τη Ρωσία οφείλει να αναμετρηθεί με τα στρατηγικά διλήμματα της παραμονής στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, ως μιας πολιτικής που ακόμη κυρίαρχα  υποστηρίζεται στην Ελλάδα. Επίσης, οφείλει να αποστασιοποιηθεί κριτικά από τις εξιστορήσεις είτε της «συνέχειας της Σοβιετικής Ένωσης» είτε της δήθεν «συνέχειας ενός οργανικού δεσμού μεταξύ των δύο λαών». Η τελευταία μάλιστα εξιστόρηση ταιριάζει περισσότερο στους ΑΝΕΛΛ παρά στον ΣΥΡΙΖΑ.

Λαμβάνοντας ως κριτήριο ένα φιλολαϊκά προσανατολισμένο ελληνικό κρατικό συμφέρον, οφείλουμε να συναλλαγούμε με τη Ρωσία ψυχρά ως κρατική δύναμη με κρατική δύναμη. Η κρατική ψυχρότητα του Πούτιν οφείλει να συναντήσει το ανάλογό της. Κάθε άλλη σκέψη, είναι απολύτως αποπροσανατολιστική.   

Ετικέτες