Η νέα κοινωνική πραγματικότητα έχει ορισθεί και προσδιορισθεί από την ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΗΝ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΉ ΚΡIΣΗ και τις συνέπειες που αυτές επέφεραν στις αξίες, στους θεσμούς, στους ανθρώπους, στις ομάδες και στα λαϊκά και ανθρώπινα δικαιώματα.

(Το πρώτο κείμενο για τη συστημική διαλεκτική προσέγγιση εδώ: https://rproject.gr/article/gia-tin-systimiki-dialektiki-proseggisi)

Τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας δομήθηκε ένας τρόπος ζωής που ανέδειξε ως κυρίαρχη αξία το χρήμα και την υπερκατανάλωση αγαθών.  Η οικονομική επιφάνεια (σαν αξία ζωής) προσδιόρισε την καλή ή κακή εικόνα μας, την ταυτότητά μας.  Η όλο και περισσότερη απόκτηση υλικών αγαθών  αποτέλεσε ασφαλή οδηγό χαράς, ευτυχίας, αλλά και αντιμετώπισης του ψυχικού πόνου.

Όμως πολύ γρήγορα όλο αυτό το όνειρο άρχισε να ξεθωριάζει. Η καταπίεση, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, η αλλοτρίωση ή απομόνωση και η μοναξιά ήταν και είναι το αποτέλεσμα.

Πάνω σε αυτή τη συνεχώς αυξανόμενη προσωπική αναστάτωση και σύγχυση ήρθε σιγά σιγά η αποκορύφωση των κρισιακών φαινομένων με δεσπόζουσα την οικονομική κρίση, την ύφεση και τον στασιμοπληθωρισμό..

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αρνητική, με ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας και μείωση όχι μόνο του εισοδήματος, αλλά και του επιπέδου ζωής.

Οι ομάδες που πλήττονται περισσότερο είναι οι ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες, οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι άνθρωποι με προβλήματα τοξικοεξάρτησης και ψυχικής υγείας, οι οποίοι βέβαια αυξάνονται ραγδαία, καθώς καθημερινά όλο και περισσότεροι άνθρωποι φτωχοποιούνται, χάνοντας όχι μόνο την κοινωνική τους θέση, αλλά και τον αυτοσεβασμό τους και τα βασικά σημεία αναφοράς για έναν άνθρωπο, την εργασία και το σπίτι.

Έτσι η Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση βασίζεται στην θέση ότι μπορούν οι άνθρωποι να αποφασίζουν και να επιλέγουν για τη ζωή τους,  μπορούν να νιώθουν ελεύθεροι και  να χρησιμοποιούν τις δημιουργικές τους δυνατότητες. Επίσης με εξαιρετικά διαλεκτικό τρόπο μελετά ζητήματα που έχουν βάθος και ύψος και δεν βασίζονται μόνο στην τυπική λογική και στον ορθολογισμό. Τα δύο αυτά στοιχεία συνδυάζονται απόλυτα στο χώρο της συστημικής παιδαγωγικής, συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας.

Η μέθοδος  της στηρίζεται στο προσωπικό και συλλογικό νόημα, και στην επικέντρωση στην προσωπική και κοινωνική αλήθεια και επιθυμία του ανθρώπου και των ομάδων του. Όταν οι άνθρωποι βρίσκουν τον τρόπο να ανακαλύψουν τις πραγματικές τους αρχές, αξίες, ανάγκες και να ζήσουν σύμφωνα με αυτές , τότε είναι υγιείς, λειτουργικοί και απαρτιωμένοι  σωματικά και ψυχικά.

Επίσης αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μια Βιο-Ψυχο-Κοινωνική  Ολότητα και έχει τα εργαλεία να ανοίξει έναν δρόμο στους ανθρώπους μέσα από την αλήθεια και το βίωμα, καθώς τους απελευθερώνει  από τα γνωστικά τους σχήματα και το παρελθόν, τα οποία συχνά είναι αυτά που τους εγκλωβίζουν και δημιουργούν τις δυσλειτουργίες, τα συμπτώματα  και την παθολογία τους στη συνέχεια. Η αρχή αυτή αποδεικνύεται υψηλής παιδαγωγικής και συμβουλευτικής αξίας καθώς μαθαίνει στους ανθρώπους να στηρίζονται πραγματικά στα πόδια τους και να συνδέονται με τους άλλους σε πλαίσιο ισοτιμίας.

Βασίζεται επίσης στην αξία της πρόληψης:  Καλύτερο το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν! Τίποτα δεν λύνεται στον ψυχισμό των ανθρώπων αφήνοντας τον καιρό να περνάει. Όλα όσα βαραίνουν, πληγώνουν, φοβίζουν δεν εξατμίζονται, αλλά στοιβάζονται μέσα μας.

 Όποτε γιατί να αφήσουμε μια στοίβα να μεγαλώσει τόσο πολύ ώστε να μας πλακώνει με το βάρος της και τον όγκο της, ενώ μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό πριν να φτάσουμε σε κατάσταση κρίσης και έκτακτης ανάγκης; 

Από την άλλη η συμβουλευτική και η θεραπεία σύμφωνα με την δική μας οπτική και θεραπευτική πρακτική δεν είναι μια τυπική διαδικασία βελτίωσης, αλλά μια επαναστατική πράξη. Θεραπεία είναι η ριζική αλλαγή, ο μετασχηματισμός των στάσεων, πεποιθήσεων και τρόπου ζωής.

Με αυτό σαν γνώμονα η θεραπευτική διεργασία οδηγεί τους ανθρώπους από την πολεμική κατάσταση στην οποία βρίσκονται στην αρχή σε μια απολύτως ειρηνική και εναρμονισμένη  κατάσταση στο τέλος της διεργασίας. Στον σημερινό κυρίαρχο (δυτικό) πολιτισμό οι άνθρωποι μαθαίνουν να κομματιάζουν τα πράγματα και να τα αντιμετωπίζουν ξεκομμένα το ένα από το άλλο και επίσης διδάσκονται τον δυισμό. Τα πράγματα χωρίζονται σε καλά και κακά. Υπάρχει ένα σωστό και ένα λάθος. Με αυτήν την αντίληψη αντιμετωπίζουν και τον εαυτό τους. Έτσι υπάρχουν καλά και κακά συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες.

Συναισθήματα που τα αναγνωρίζουν και τα θέλουν και συναισθήματα που αποφεύγουν να τα παραδεχθούν, τα πολεμούν, τα αρνούνται. Αυτό τους οδηγεί στο να επιζητούν μόνο την «φωτεινή πλευρά του φεγγαριού» και να τρέχουν να ξεφύγουν από την «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού». Υπάρχει μια διαλεκτική δυναμική μεταξύ φωτός και σκοταδιού που αγνοείται. Πώς να απολαύσουμε το φως αν δεν εξερευνήσουμε το σκοτάδι; Αυτή η δυναμική τους βάζει σε έναν ειρηνικό δρόμο με ότι έχει ο ψυχισμός τους να τους δείξει και να τους ζητήσει. Τίποτα δεν είναι ανείπωτο και αξεπέραστο αρκεί να σταθούμε να το ακούσουμε και να του δώσουμε το χώρο που χρειάζεται.

Στην Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση ο σύμβουλος, θεραπευτής δεν γνωρίζει το καλύτερο για τον συμβουλευόμενο (βλ. αρχή μη κατευθυντικότητας) .

Ο σύμβουλος  ονομάζεται συνοδοιπόρος, συνοδεύει, προτείνει, υποστηρίζει την πορεία του συμβουλευόμενου προς την αλήθεια του και την υγεία του, αλλά δεν υποδεικνύει. Ο συμβουλευόμενος έχει την ελευθερία να αποφασίσει για τον εαυτό του.

Η συμβουλευτική διεργασία του προσφέρει τον τρόπο να ανακαλύψει τον εαυτό του και να ορίσει τον δρόμο που θέλει να πάρει, αλλά ποτέ δεν του λέει, μέσα από την εξουσία της θέσης του συμβούλου, ποιος είναι και τι πρέπει να κάνει.

Με άλλα λόγια το Συστημικό-Διαλεκτικό Μοντέλο:

1. Αναγνωρίζει το παγκόσμιο πλαίσιο της εποχής μας

2. Προτείνει δυο σημαντικούς στόχους για την αντιμετώπιση των αλλαγών:   Κριτική Αυτογνωσία και Κοινωνιογνωσία.

3. Έχει μεθοδολογία  στηριγμένη σε συστημική, ολιστική, βιωματική και διεπιστημονική προσέγγιση.

4. Προτείνει τρόπους για τη γνωστική & συναισθηματική ανάπτυξη μέσα από: την Έρευνα, την Επικοινωνία, τη Συμβουλευτική και την Πρόληψη.

5. Αναγνωρίζει ως προϋπόθεση την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου. 

Έτσι το  Συστημικό Διαλεκτικό Μοντέλο βασίζεται στη θεωρία για την οικολογία της ανθρώπινης εξέλιξης τόσο των Βασιλείου Γ., (1966), Berry (1975)  Γεώργα(1999), όσο και του Bronfenbrenner (1979).

Σύμφωνα με αυτά τα συστημικά, οικολογικά μοντέλα και ιδιαίτερα του Bronfenbrenner, τα φαινόμενα και προβλήματα μπορούν να γίνουν κατανοητά μέσω της επιρροής του μικροσυστήματος, του εξωσυστήματος και του μακροσυστήματος, που τα διαπερνά το χρονοσύστημα, ένας τρόπος για να κατανοηθούν στα συστήματα οι μεταβάσεις από την μια κατάσταση στην άλλη καθώς η εξέλιξη των καταστάσεων στο χρόνο είναι απροβλεπτη (βλ. σχήμα).

Το μικροσύστημα αφορά οτιδήποτε λαμβάνει χώρα στο οικογενειακό πλαίσιο, όπως η διαμάχη μεταξύ των γονέων ή η χρήση ουσιών ή αλκοόλ, ενώ το εξωσύστημα σχετίζεται με το κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο επηρεάζεται η οικογένεια, όπως οι οικονομικές δυσκολίες.

Το μακροσύστημα αφορά τις κοινωνικές αξίες για ένα θέμα, όπως τους ρόλους που έχουν τα δύο φύλα στην κοινωνία και την οικογένεια, την αποδοχή ή όχι της σωματικής τιμωρίας ως μεθόδου συμμόρφωσης κτλ.

Την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων υποσυστημάτων, από το άτομο μέχρι τα οικολογικά στοιχεία του περιβάλλοντος, έχει αναδείξει το οικολογικό μοντέλο του Brofenbrenner (1979), που εστιάζει στο άτομο και τους ομόκεντρους κύκλους γύρω από αυτό που αντιπροσωπεύουν τα υποσυστήματα στα οποία αυτό ανήκει.

Η διερεύνηση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών θεμάτων, μέσα από το πρίσμα της Συστημικής Διαλεκτικής Προσέγγισης, εμπίπτει σε τέσσερις μεγαλύτερες κατηγορίες: τη φτώχια, την καταπίεση, τις συγκρούσεις (πόλεμοι) και το περιβάλλον.

Το συστημικό πλαίσιο, ιδιαίτερα στο εκπαιδευτικό σύστημα, έχει αναπτύξει τέσσερις διαστάσεις της καθολικότητας, που συνιστούν τον «πυρήνα» ή την «εσωτερική διάσταση» του ανθρώπου και των ομάδων του: η διάσταση του χώρου, η διάσταση του χρόνου, η θεματική διάσταση, καθώς και αυτή του ανθρώπινου υποκειμένου, το οποίο αποτελεί σημαντική συνιστώσα της «εσωτερικής διάστασης», ενώ διατυπώνονται πέντε σκοποί, ως το «ελάχιστο δυνατό όριο» (Hicks, 2003).

Οι σκοποί αυτοί είναι:

1. Η Συστημική συνείδηση: Οι μαθητές θα πρέπει να εξοικειωθούν με το συστημικό τρόπο σκέψης όσον αφορά στην κατανόηση της συστημικής φύσης του κόσμου και την πρόσκτηση μιας ολιστικής θεώρησης των δυνατοτήτων και των ικανοτήτων τους.

2. Συνείδηση προοπτικής: Οι μαθητές θα πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζουν ότι η οπτική του κόσμου δεν μπορεί να είναι ενιαία για όλους τους ανθρώπους και να αναπτύσσουν το αίσθημα της αποδοχής διαφορετικών θεωρήσεων.

3. Συνείδηση για ένα υγιές περιβάλλον: Οι μαθητές θα πρέπει να αφυπνιστούν και να κατανοήσουν τις συνθήκες ανάπτυξης και τις τάσεις που διαμορφώνονται σε οικουμενικό επίπεδο, να αναπτύξουν κατανόηση, η οποία βασίζεται στην πληροφόρηση για τις ιδέες της δικαιοσύνης, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ευθύνη καθώς και ένα μελλοντικό προσανατολισμό όσον αφορά στις επιπτώσεις των πράξεων που αναφέρονται στην αειφορία του πλανήτη.

4. Συνείδηση εμπλοκής και ετοιμότητας: Οι μαθητές θα πρέπει να αφυπνιστούν στο γεγονός ότι οι επιλογές και οι ενέργειές τους σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έχουν επιπτώσεις στο οικουμενικό παρόν και το μέλλον. Επίσης χρειάζεται να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες κοινωνικής και πολιτικής δράσης ώστε να καταστούν ενεργοί δημοκρατικοί πολίτες, ικανοί να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

5. Ευρύτητα σκέψης: Οι μαθητές θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η διαδικασία μάθησης είναι ένα συνεχές ταξίδι γνώσης χωρίς προκαθορισμένο ή τελικό προορισμό και ότι οι νέοι τρόποι θέασης του κόσμου αναζωογονούν την ίδια την σκέψη (Hicks 2003).

Η ανάγκη για σύνδεση φαίνεται πιο σημαντική από ποτέ, καθώς η μοναξιά ταυτίζεται με τη μειωμένη ποιότητα ζωής στο σύγχρονο άνθρωπο. Εξάλλου, στη ζωή, οι σχέσεις είναι αυτές που μας προσδίδουν υπαρξιακό νόημα και είτε εμψυχώνουν και ενισχύουν είτε απαξιώνουν και καταβαραθρώνουν την αυτοεικόνα μας. Πλέον, γνωρίζουμε καλά ότι βρέφη που στερούνται την αγκαλιά, το χάδι και τη σωματική επαφή έχουν αρκετά λιγότερες πιθανότητες μιας ομαλής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης.

Από την άλλη το blamegame βρίσκει αληθινούς ή ψεύτικους ενόχους σε ένα πρόβλημα. Λύση όμως δεν βρίσκει. Ούτε η διαμάχη ισχύος βρίσκει λύση. Απλά προσθέτει ένταση στο ήδη υπάρχον πρόβλημα. Και οι δύο αυτές θέσεις μας καθιστούν  μέρος του προβλήματος.  Για να βρούμε λύση ας δούμε πως συμμετέχουμε στο πρόβλημα και ας αναλάβουμε την ευθύνη για τη συμμετοχή μας για την επίλυση του.

Στις τωρινές κοινωνικές και εκπαιδευτικές πρακτικές επιβραβεύεται ο ανταγωνισμός αντίθετα όμως στη μάθηση για την από κοινού συν-εξέλιξη μετατοπιζόμαστε στη συνεργατικότητα … !

Στα παραδοσιακά μας εκπαιδευτικά συστήματα μαθαίνουμε μέσα από κουτιά εξειδίκευσης που ταξινομούνται μέσα από θέματα, ενώ η μάθηση είναι αναλυτική και αναγωγική.

Αντίθετα όμως η  εξελικτική μάθηση είναι συστημικού και συνδετικού τύπου.… Μια μετατόπιση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους, απαιτεί τη δημιουργία μιας εικόνας του μέλλοντος του ανθρώπου και του πλανήτη και ταυτόχρονα οφείλει να συντηρεί και να σέβεται τη διαφορετικότητα και την πολλαπλότητα των πολιτισμών μας και των κοινωνικών μας συστημάτων.

Η εκπαίδευση πιστεύουμε ότι  μπορεί να λειτουργήσει «θεραπευτικά», αν θεωρηθεί θεραπευτική κάθε διαδικασία η οποία προκαλεί αλλαγή στην κατεύθυνση της κάλυψης των ανθρώπινων συναισθημάτων και πνευματικών αναγκών και στοχεύει στο να κάνει τους ανθρώπους πιο ολοκληρωμένους και ευτυχισμένους.

Στη λογική αυτή οι Φοίβος Ζαφειρίδης, η Ζιώγου-Καραστεργίου και η Χαρίτου-Φατούρου προτείνουν ένα σχολείο σαν το Σχολείο Εργασίας ως «θεραπεία» αλλά και πρόληψη στην εξάπλωση των ναρκωτικών και άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.

Υποστηρίζουν, επίσης, το μετασχηματισμό του σύγχρονου σχολείου ως προϋπόθεση για τη ριζική αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων. Για να γίνει αυτό χρειάζεται αλλαγή των στάσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων της σχολικής κοινότητας, μαθητών, γονιών και δασκάλων με τα δοκιμασμένα εργαλεία του Σχολείου εργασίας, όπως για παράδειγμα η κριτική έρευνα δράσης, αλλά και των ομάδων επικοινωνίας και επεξεργασίας των ανθρώπινων σχέσεων, ανθρωποκεντρικού τύπου, που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία στην εκπαίδευση  (Φ.Ζαφειρίδης, Ρ. Ζιώγου-Καραστεργίου και Μ. Χαρίτου-Φατούρου, 1995).

Οι έρευνες μας έχουν σαν ζητούμενο να επαναπροσδιορίσουν την «επίσημη παιδαγωγική και ψυχολογία», μέσα από το πρίσμα της ιστορίας και των αγώνων [του παρελθόντος] και επικεντρώνονται ιδιαίτερα στα κενά της επίσημης ιστορίας, με σκοπό να την συνδέσουν με το σήμερα και τους καθημερινούς αγώνες του τώρα.

 Για μας ο επαναπροσδιορισμός της ψυχολογίας και παιδαγωγικής  έχει σαν προυπόθεση να επανσυνδεθούν με κοινωνικά, πολιτιστικά  και πολιτικά περιεχόμενα, και να σταματήσουν να είναι ένα μάθημα του πανεπιστημίου ή κάτι που αφορά τους επαγγελματίες Ψ, /τους δασκάλους/ες.

Για μας η ιστορία της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας δεν μπορεί να εξετάζονται απογυμνωμένα, αλλά σε συνάρτηση με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της κάθε εποχής, αλλά και σε συνεχόμενη αλληλεπίδραση με τα προσωπικά βιώματα του εκάστοτε παιδαγωγού και ψυχολόγου.

Για μας η παιδαγωγική και η ψυχολογία είναι βίωμα και εμπειρίες που γεφυρώνουν το χάσμα από την θεωρία στην πράξη και κάνουν τις ουτοπίες να φαντάζουν αληθινές στο εδώ και στο τώρα.

«Μόνο μια επιστημολογική ρήξη με τον τρόπο που τα άτομα αντιλαμβάνονται αυθόρμητα τον εαυτό τους επιτρέπει να περιγραφούν, μέσω της αναπαράστασης ολόκληρου του συστήματος, οι μηχανισμοί αναπαραγωγής της τάξης πραγμάτων στην κοινωνία, και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο οι κυριαρχούμενοι επικυρώνουν την κυριαρχία (…). Η δύναμη και το ενδιαφέρον μιας θεωρίας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν αρκείται ποτέ να καταγράψει τον λόγο των ‘’δρώντων’’ για τις ‘’πράξεις’’ τους, αλλά ότι, αντιθέτως, θέτει ως στόχο της να δώσει στα άτομα και στις ομάδες τη δυνατότητα να δουν και να σκεφτούν διαφορετικά αυτό που είναι και αυτό που κάνουν -και ίσως έτσι ν’ αλλάξουν αυτό που κάνουν και αυτό που είναιι» (Ντ. Εριμπόν, 2020).

Οφείλουμε, λοιπόν, να δημιουργήσουμε’ ένα ολιστικό συστημικό και διαλεκτικό  παράδειγμα-πρόταγμα. Ολιστικό παράδειγμα με δύο έννοιες: α) Εναρμονίζει το ατομικό/υπαρξιακό-μοριακό με το συλλογικό και το κοινωνικό, και  β) ενώνει όλα τα επιμέρους προτάγματα (τις μερικότητες) σ’ ένα συνεκτικό σύνολο και σ’ ένα ενιαίο σχέδιο συγκρότησης ιστορικού-κοινωνικού μακριά  από αλλοτριώσεις και φετιχισμούς.

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει μόνο σε ένα επίπεδο: Η βαθιά συστημική αλλαγή, η αλλαγή σε δομές και θεσμούς ,η αλλαγή στις σχέσεις μας  και η αλλαγή μέσα μας, χρειάζεται να γίνεται σε όλα τα επίπεδα για να είναι βιώσιμη.

Η Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση πρεσβεύει ότι οι ώριμοι και βαθιά ικανοποιημένοι άνθρωποι αντιστέκονται στην μονότονη και ανιαρή εργασία, δεν ανέχονται τις αντιδημοκρατικές και αυταρχικές δομές εξουσίας και δεν επιθυμούν την αντιπροσώπευση τους από άλλους (Λεχουρίτης,2018).

Γιατί όπως λέει και ο ποιητής μας Τάσος Λειβαδίτης : Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή μας....

Ο Ηράκλειτος  όμως ως φιλόσοφος μας λέει: Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση(…), και αυτό για μας αποτελεί την πλήρη αντίθεση και αντιστροφή της αρχής της εντροπίας….!

Για την διαμόρφωση μιας νέας στάσης και πρότασης ζωής έτσι ώστε: Να Ζούμε χωρίς να προσποιούμαστε…. Να Αγαπάμε χωρίς να εξαρτώμαστε ….Να Ακούμε χωρίς να επικρίνουμε ..και να Εκφραζόμαστε χωρίς να προσβάλλουμε!

Η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου, δεν είναι ναρκισσιστική εκούσια στόχευση, δεν είναι ιδιοτελής εγωκεντρική «επένδυση» στον εαυτό του, προς αυτοπροβολή και κατίσχυση στον ανταγωνισμό, δεν επέρχεται με αδιαφορία προς τον άλλο ή/και με εργαλειακή χρήση (εκμετάλλευση, καταπίεση) του άλλου.

Επέρχεται ως συνέπεια και ως αποτέλεσμα της συνεισφοράς του ανθρώπου και των ομάδων του στη σχεδιοποίηση και στο μετασχηματισμό-υπέρβαση/άρση των εμπράγματων και προσωπικών, υλικών και ιδεατών όρων και ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης, της δραστηριότητας, των σχέσεων και της επικοινωνίας που ανταποκρίνεται με το βέλτιστο τρόπο στην ικανοποίηση των βαθύτερων (πραγματικών και όχι επίπλαστων) αναγκών της ανθρωπότητας. Αποτέλεσμα, το οποίο, στο βαθμό της ανάπτυξής του, μετατρέπεται σε όρο της καθολικής ανάπτυξης των ανθρώπων...

Βιωματική μάθηση: Τα  Βιώματα και οι εμπειρίες οδηγούν σε γνώση όταν υποβάλλονται σε οργανωμένη διεργασία αναστοχασμού.

Διεπιστημονική προσέγγιση: Αλληλοσυμπλήρωση της γνώσης μέσω συνέργειας διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, χωρίς την οποία η μάθηση θα ήταν αποσπασματική, αντί ολιστική, απομονώνοντας το σχολείο τέλεια από την πραγματική ζωή.

Το υπαρκτό πλαίσιο αναφοράς του ανθρώπου και των ομάδων του που χρειάζεται αλλαγή, συνθέτεται από γνώσεις, συναισθήματα, αντιλήψεις, παραδοχές, πεποιθήσεις, στάσεις, αξίες, συμπεριφορές, τρόπους «σκέπτεσθαι», «αισθάνεσθαι» και «πράττειν».  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βασιλείου Γ., (1966), Διερευνήσεις μεταβλητών υπεισερχομένων εις την ψυχοδυναμικήν της ελληνικής οικογένειας, Αθήνα, ΑθηναϊκόνΙνστιτούτον του Ανθρώπου.

Berry J. W.,(1975), «An ecological approach to cross-cultural psychology», Netherlands Journal of Psychology, 30, σ. 51-84.

Bronfenbrenner Urie, (1989), Ecological systems theory. In R.Vasta (Ed.), Annals of child development.

Bronfenbrenner Urie,(1979,) The Ecology of Human Development. Experiments by Nature and Design, Cambridge, MA, Harvard University Press.

Γεώργας Δημήτριος,(1999), Ψυχολογικές διαστάσεις της σύγχρονης οικογένειας, στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τόμος 98-99 Α'-Β' Ειδικό τεύχος: Σύγχρονη οικογένεια: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις.

Freire, P. (1977). Η αγωγή του καταπιεζόμενου (Γ. Κρητικός, Μετ.). Αθήνα: Ράππα.

Hicks, D. (2003). Thirty Years of Global Education: a reminder of key principles and precedents. Educational Review, 55(3), σ.265-275.

Ζαφειρίδης, Φ., Ζιώγου-Καραστεργίου, Ρ. & Χαρίτου-Φατούρου, Μ. (1995). Ένα σχολείο πρόληψης των ναρκωτικών αλλά και άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο: «Η Ευρώπη κατά της χρήσης ουσιών», Θεσσαλονίκη.

Λεχουρίτης Γιώργος,(2018), Κρίση και καθημερινή ζωή. Η ανάγκη ενός νέου παραδείγματος», δημοσιευμένο στο τεύχος 07, του περιοδικού «Τετράδια Μαρξισμού».

Ντ. Εριμπόν, (2020),Επιστροφή στη Ρενς, Αθήνα, εκδ. Νήσος.

Παπαδοπούλου Ε (1997), Β. Σουχομλίνσκι: Το  «Σχολείο της χαράς», Εκδ. Αδερφών Κυριαζίδη.

Rogers, R. C. (1991). Ομάδες Συνάντησης. Αυτογνωσία – Ψυχολογία των Ομάδων – Επικοινωνία (Α. Ντούγια, Μετ.). Αθήνα: Δίοδος.

Yalom, I. D. (2006). Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Άγρα.