Η νέα κοινωνική πραγματικότητα έχει ορισθεί και προσδιορισθεί από την ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΗΝ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΉ ΚΡIΣΗ και τις συνέπειες που αυτές επέφεραν στις αξίες, στους θεσμούς, στους ανθρώπους, στις ομάδες και στα λαϊκά και ανθρώπινα δικαιώματα.

(Το πρώτο κεί­με­νο για τη συ­στη­μι­κή δια­λε­κτι­κή προ­σέγ­γι­ση εδώ: https://​rproject.​gr/​article/​gia-​tin-​systimiki-​dialektiki-​proseggisi)

Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες στη χώρα μας δο­μή­θη­κε ένας τρό­πος ζωής που ανέ­δει­ξε ως κυ­ρί­αρ­χη αξία το χρήμα και την υπερ­κα­τα­νά­λω­ση αγα­θών.  Η οι­κο­νο­μι­κή επι­φά­νεια (σαν αξία ζωής) προσ­διό­ρι­σε την καλή ή κακή ει­κό­να μας, την ταυ­τό­τη­τά μας.  Η όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρη από­κτη­ση υλι­κών αγα­θών  απο­τέ­λε­σε ασφα­λή οδηγό χαράς, ευ­τυ­χί­ας, αλλά και αντι­με­τώ­πι­σης του ψυ­χι­κού πόνου.

Όμως πολύ γρή­γο­ρα όλο αυτό το όνει­ρο άρ­χι­σε να ξε­θω­ριά­ζει. Η κα­τα­πί­ε­ση, η έλ­λει­ψη ελεύ­θε­ρου χρό­νου, η αλ­λο­τρί­ω­ση ή απο­μό­νω­ση και η μο­να­ξιά ήταν και είναι το απο­τέ­λε­σμα.

Πάνω σε αυτή τη συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νη προ­σω­πι­κή ανα­στά­τω­ση και σύγ­χυ­ση ήρθε σιγά σιγά η απο­κο­ρύ­φω­ση των κρι­σια­κών φαι­νο­μέ­νων με δε­σπό­ζου­σα την οι­κο­νο­μι­κή κρίση, την ύφεση και τον στα­σι­μο­πλη­θω­ρι­σμό..

Η κα­τά­στα­ση που δια­μορ­φώ­θη­κε και δια­μορ­φώ­νε­ται στη χώρα μας είναι ιδιαί­τε­ρα αρ­νη­τι­κή, με ρα­γδαία αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας και της ερ­γα­σια­κής ανα­σφά­λειας και μεί­ω­ση όχι μόνο του ει­σο­δή­μα­τος, αλλά και του επι­πέ­δου ζωής.

Οι ομά­δες που πλήτ­το­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο είναι οι ασθε­νέ­στε­ρες κοι­νω­νι­κά ομά­δες, οι με­τα­νά­στες, οι φτω­χοί, οι άν­θρω­ποι με προ­βλή­μα­τα το­ξι­κο­ε­ξάρ­τη­σης και ψυ­χι­κής υγεί­ας, οι οποί­οι βέ­βαια αυ­ξά­νο­νται ρα­γδαία, καθώς κα­θη­με­ρι­νά όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι φτω­χο­ποιού­νται, χά­νο­ντας όχι μόνο την κοι­νω­νι­κή τους θέση, αλλά και τον αυ­το­σε­βα­σμό τους και τα βα­σι­κά ση­μεία ανα­φο­ράς για έναν άν­θρω­πο, την ερ­γα­σία και το σπίτι.

Έτσι η Συ­στη­μι­κή Δια­λε­κτι­κή Προ­σέγ­γι­ση βα­σί­ζε­ται στην θέση ότι μπο­ρούν οι άν­θρω­ποι να απο­φα­σί­ζουν και να επι­λέ­γουν για τη ζωή τους,  μπο­ρούν να νιώ­θουν ελεύ­θε­ροι και  να χρη­σι­μο­ποιούν τις δη­μιουρ­γι­κές τους δυ­να­τό­τη­τες. Επί­σης με εξαι­ρε­τι­κά δια­λε­κτι­κό τρόπο με­λε­τά ζη­τή­μα­τα που έχουν βάθος και ύψος και δεν βα­σί­ζο­νται μόνο στην τυ­πι­κή λο­γι­κή και στον ορ­θο­λο­γι­σμό. Τα δύο αυτά στοι­χεία συν­δυά­ζο­νται από­λυ­τα στο χώρο της συ­στη­μι­κής παι­δα­γω­γι­κής, συμ­βου­λευ­τι­κής και ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας.

Η μέ­θο­δος  της στη­ρί­ζε­ται στο προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό νόημα, και στην επι­κέ­ντρω­ση στην προ­σω­πι­κή και κοι­νω­νι­κή αλή­θεια και επι­θυ­μία του αν­θρώ­που και των ομά­δων του. Όταν οι άν­θρω­ποι βρί­σκουν τον τρόπο να ανα­κα­λύ­ψουν τις πραγ­μα­τι­κές τους αρχές, αξίες, ανά­γκες και να ζή­σουν σύμ­φω­να με αυτές , τότε είναι υγιείς, λει­τουρ­γι­κοί και απαρ­τιω­μέ­νοι  σω­μα­τι­κά και ψυ­χι­κά.

Επί­σης αντι­με­τω­πί­ζει τον άν­θρω­πο ως μια Βιο-Ψυ­χο-Κοι­νω­νι­κή  Ολό­τη­τα και έχει τα ερ­γα­λεία να ανοί­ξει έναν δρόμο στους αν­θρώ­πους μέσα από την αλή­θεια και το βίωμα, καθώς τους απε­λευ­θε­ρώ­νει  από τα γνω­στι­κά τους σχή­μα­τα και το πα­ρελ­θόν, τα οποία συχνά είναι αυτά που τους εγκλω­βί­ζουν και δη­μιουρ­γούν τις δυ­σλει­τουρ­γί­ες, τα συμ­πτώ­μα­τα  και την πα­θο­λο­γία τους στη συ­νέ­χεια. Η αρχή αυτή απο­δει­κνύ­ε­ται υψη­λής παι­δα­γω­γι­κής και συμ­βου­λευ­τι­κής αξίας καθώς μα­θαί­νει στους αν­θρώ­πους να στη­ρί­ζο­νται πραγ­μα­τι­κά στα πόδια τους και να συν­δέ­ο­νται με τους άλ­λους σε πλαί­σιο ισο­τι­μί­ας.

Βα­σί­ζε­ται επί­σης στην αξία της πρό­λη­ψης:  Κα­λύ­τε­ρο το προ­λαμ­βά­νειν παρά το θε­ρα­πεύ­ειν! Τί­πο­τα δεν λύ­νε­ται στον ψυ­χι­σμό των αν­θρώ­πων αφή­νο­ντας τον καιρό να περ­νά­ει. Όλα όσα βα­ραί­νουν, πλη­γώ­νουν, φο­βί­ζουν δεν εξα­τμί­ζο­νται, αλλά στοι­βά­ζο­νται μέσα μας.

 Όποτε γιατί να αφή­σου­με μια στοί­βα να με­γα­λώ­σει τόσο πολύ ώστε να μας πλα­κώ­νει με το βάρος της και τον όγκο της, ενώ μπο­ρού­με να κά­νου­με κάτι γι’ αυτό πριν να φτά­σου­με σε κα­τά­στα­ση κρί­σης και έκτα­κτης ανά­γκης; 

Από την άλλη η συμ­βου­λευ­τι­κή και η θε­ρα­πεία σύμ­φω­να με την δική μας οπτι­κή και θε­ρα­πευ­τι­κή πρα­κτι­κή δεν είναι μια τυ­πι­κή δια­δι­κα­σία βελ­τί­ω­σης, αλλά μια επα­να­στα­τι­κή πράξη. Θε­ρα­πεία είναι η ρι­ζι­κή αλ­λα­γή, ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός των στά­σε­ων, πε­ποι­θή­σε­ων και τρό­που ζωής.

Με αυτό σαν γνώ­μο­να η θε­ρα­πευ­τι­κή διερ­γα­σία οδη­γεί τους αν­θρώ­πους από την πο­λε­μι­κή κα­τά­στα­ση στην οποία βρί­σκο­νται στην αρχή σε μια απο­λύ­τως ει­ρη­νι­κή και εναρ­μο­νι­σμέ­νη  κα­τά­στα­ση στο τέλος της διερ­γα­σί­ας. Στον ση­με­ρι­νό κυ­ρί­αρ­χο (δυ­τι­κό) πο­λι­τι­σμό οι άν­θρω­ποι μα­θαί­νουν να κομ­μα­τιά­ζουν τα πράγ­μα­τα και να τα αντι­με­τω­πί­ζουν ξε­κομ­μέ­να το ένα από το άλλο και επί­σης δι­δά­σκο­νται τον δυι­σμό. Τα πράγ­μα­τα χω­ρί­ζο­νται σε καλά και κακά. Υπάρ­χει ένα σωστό και ένα λάθος. Με αυτήν την αντί­λη­ψη αντι­με­τω­πί­ζουν και τον εαυτό τους. Έτσι υπάρ­χουν καλά και κακά συ­ναι­σθή­μα­τα, ανά­γκες και επι­θυ­μί­ες.

Συ­ναι­σθή­μα­τα που τα ανα­γνω­ρί­ζουν και τα θέ­λουν και συ­ναι­σθή­μα­τα που απο­φεύ­γουν να τα πα­ρα­δε­χθούν, τα πο­λε­μούν, τα αρ­νού­νται. Αυτό τους οδη­γεί στο να επι­ζη­τούν μόνο την «φω­τει­νή πλευ­ρά του φεγ­γα­ριού» και να τρέ­χουν να ξε­φύ­γουν από την «σκο­τει­νή πλευ­ρά του φεγ­γα­ριού». Υπάρ­χει μια δια­λε­κτι­κή δυ­να­μι­κή με­τα­ξύ φωτός και σκο­τα­διού που αγνο­εί­ται. Πώς να απο­λαύ­σου­με το φως αν δεν εξε­ρευ­νή­σου­με το σκο­τά­δι; Αυτή η δυ­να­μι­κή τους βάζει σε έναν ει­ρη­νι­κό δρόμο με ότι έχει ο ψυ­χι­σμός τους να τους δεί­ξει και να τους ζη­τή­σει. Τί­πο­τα δεν είναι ανεί­πω­το και αξε­πέ­ρα­στο αρκεί να στα­θού­με να το ακού­σου­με και να του δώ­σου­με το χώρο που χρειά­ζε­ται.

Στην Συ­στη­μι­κή Δια­λε­κτι­κή Προ­σέγ­γι­ση ο σύμ­βου­λος, θε­ρα­πευ­τής δεν γνω­ρί­ζει το κα­λύ­τε­ρο για τον συμ­βου­λευό­με­νο (βλ. αρχή μη κα­τευ­θυ­ντι­κό­τη­τας) .

Ο σύμ­βου­λος  ονο­μά­ζε­ται συ­νο­δοι­πό­ρος, συ­νο­δεύ­ει, προ­τεί­νει, υπο­στη­ρί­ζει την πο­ρεία του συμ­βου­λευό­με­νου προς την αλή­θεια του και την υγεία του, αλλά δεν υπο­δει­κνύ­ει. Ο συμ­βου­λευό­με­νος έχει την ελευ­θε­ρία να απο­φα­σί­σει για τον εαυτό του.

Η συμ­βου­λευ­τι­κή διερ­γα­σία του προ­σφέ­ρει τον τρόπο να ανα­κα­λύ­ψει τον εαυτό του και να ορί­σει τον δρόμο που θέλει να πάρει, αλλά ποτέ δεν του λέει, μέσα από την εξου­σία της θέσης του συμ­βού­λου, ποιος είναι και τι πρέ­πει να κάνει.

Με άλλα λόγια το Συ­στη­μι­κό-Δια­λε­κτι­κό Μο­ντέ­λο:

1. Ανα­γνω­ρί­ζει το πα­γκό­σμιο πλαί­σιο της επο­χής μας

2. Προ­τεί­νει δυο ση­μα­ντι­κούς στό­χους για την αντι­με­τώ­πι­ση των αλ­λα­γών:   Κρι­τι­κή Αυ­το­γνω­σία και Κοι­νω­νιο­γνω­σία.

3. Έχει με­θο­δο­λο­γία  στη­ριγ­μέ­νη σε συ­στη­μι­κή, ολι­στι­κή, βιω­μα­τι­κή και διε­πι­στη­μο­νι­κή προ­σέγ­γι­ση.

4. Προ­τεί­νει τρό­πους για τη γνω­στι­κή & συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ανά­πτυ­ξη μέσα από: την Έρευ­να, την Επι­κοι­νω­νία, τη Συμ­βου­λευ­τι­κή και την Πρό­λη­ψη.

5. Ανα­γνω­ρί­ζει ως προ­ϋ­πό­θε­ση την προ­σω­πι­κή και κοι­νω­νι­κή ανά­πτυ­ξη του αν­θρώ­που. 

Έτσι το  Συ­στη­μι­κό Δια­λε­κτι­κό Μο­ντέ­λο βα­σί­ζε­ται στη θε­ω­ρία για την οι­κο­λο­γία της αν­θρώ­πι­νης εξέ­λι­ξης τόσο των Βα­σι­λεί­ου Γ., (1966), Berry (1975)  Γε­ώρ­γα(1999), όσο και του Bronfenbrenner (1979).

Σύμ­φω­να με αυτά τα συ­στη­μι­κά, οι­κο­λο­γι­κά μο­ντέ­λα και ιδιαί­τε­ρα του Bronfenbrenner, τα φαι­νό­με­να και προ­βλή­μα­τα μπο­ρούν να γί­νουν κα­τα­νοη­τά μέσω της επιρ­ρο­ής του μι­κρο­συ­στή­μα­τος, του εξω­συ­στή­μα­τος και του μα­κρο­συ­στή­μα­τος, που τα δια­περ­νά το χρο­νο­σύ­στη­μα, ένας τρό­πος για να κα­τα­νοη­θούν στα συ­στή­μα­τα οι με­τα­βά­σεις από την μια κα­τά­στα­ση στην άλλη καθώς η εξέ­λι­ξη των κα­τα­στά­σε­ων στο χρόνο είναι απρο­βλε­πτη (βλ. σχήμα).

Το μι­κρο­σύ­στη­μα αφορά οτι­δή­πο­τε λαμ­βά­νει χώρα στο οι­κο­γε­νεια­κό πλαί­σιο, όπως η δια­μά­χη με­τα­ξύ των γο­νέ­ων ή η χρήση ου­σιών ή αλ­κο­όλ, ενώ το εξω­σύ­στη­μα σχε­τί­ζε­ται με το κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο από το οποίο επη­ρε­ά­ζε­ται η οι­κο­γέ­νεια, όπως οι οι­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες.

Το μα­κρο­σύ­στη­μα αφορά τις κοι­νω­νι­κές αξίες για ένα θέμα, όπως τους ρό­λους που έχουν τα δύο φύλα στην κοι­νω­νία και την οι­κο­γέ­νεια, την απο­δο­χή ή όχι της σω­μα­τι­κής τι­μω­ρί­ας ως με­θό­δου συμ­μόρ­φω­σης κτλ.

Την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με­τα­ξύ των δια­φό­ρων υπο­συ­στη­μά­των, από το άτομο μέχρι τα οι­κο­λο­γι­κά στοι­χεία του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, έχει ανα­δεί­ξει το οι­κο­λο­γι­κό μο­ντέ­λο του Brofenbrenner (1979), που εστιά­ζει στο άτομο και τους ομό­κε­ντρους κύ­κλους γύρω από αυτό που αντι­προ­σω­πεύ­ουν τα υπο­συ­στή­μα­τα στα οποία αυτό ανή­κει.

Η διε­ρεύ­νη­ση των κοι­νω­νι­κών και πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κών θε­μά­των, μέσα από το πρί­σμα της Συ­στη­μι­κής Δια­λε­κτι­κής Προ­σέγ­γι­σης, εμπί­πτει σε τέσ­σε­ρις με­γα­λύ­τε­ρες κα­τη­γο­ρί­ες: τη φτώ­χια, την κα­τα­πί­ε­ση, τις συ­γκρού­σεις (πό­λε­μοι) και το πε­ρι­βάλ­λον.

Το συ­στη­μι­κό πλαί­σιο, ιδιαί­τε­ρα στο εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα, έχει ανα­πτύ­ξει τέσ­σε­ρις δια­στά­σεις της κα­θο­λι­κό­τη­τας, που συ­νι­στούν τον «πυ­ρή­να» ή την «εσω­τε­ρι­κή διά­στα­ση» του αν­θρώ­που και των ομά­δων του: η διά­στα­ση του χώρου, η διά­στα­ση του χρό­νου, η θε­μα­τι­κή διά­στα­ση, καθώς και αυτή του αν­θρώ­πι­νου υπο­κει­μέ­νου, το οποίο απο­τε­λεί ση­μα­ντι­κή συ­νι­στώ­σα της «εσω­τε­ρι­κής διά­στα­σης», ενώ δια­τυ­πώ­νο­νται πέντε σκο­ποί, ως το «ελά­χι­στο δυ­να­τό όριο» (Hicks, 2003).

Οι σκο­ποί αυτοί είναι:

1. Η Συ­στη­μι­κή συ­νεί­δη­ση: Οι μα­θη­τές θα πρέ­πει να εξοι­κειω­θούν με το συ­στη­μι­κό τρόπο σκέ­ψης όσον αφορά στην κα­τα­νό­η­ση της συ­στη­μι­κής φύσης του κό­σμου και την πρό­σκτη­ση μιας ολι­στι­κής θε­ώ­ρη­σης των δυ­να­το­τή­των και των ικα­νο­τή­των τους.

2. Συ­νεί­δη­ση προ­ο­πτι­κής: Οι μα­θη­τές θα πρέ­πει να μπο­ρούν να ανα­γνω­ρί­ζουν ότι η οπτι­κή του κό­σμου δεν μπο­ρεί να είναι ενιαία για όλους τους αν­θρώ­πους και να ανα­πτύσ­σουν το αί­σθη­μα της απο­δο­χής δια­φο­ρε­τι­κών θε­ω­ρή­σε­ων.

3. Συ­νεί­δη­ση για ένα υγιές πε­ρι­βάλ­λον: Οι μα­θη­τές θα πρέ­πει να αφυ­πνι­στούν και να κα­τα­νο­ή­σουν τις συν­θή­κες ανά­πτυ­ξης και τις τά­σεις που δια­μορ­φώ­νο­νται σε οι­κου­με­νι­κό επί­πε­δο, να ανα­πτύ­ξουν κα­τα­νό­η­ση, η οποία βα­σί­ζε­ται στην πλη­ρο­φό­ρη­ση για τις ιδέες της δι­καιο­σύ­νης, τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα και την ευ­θύ­νη καθώς και ένα μελ­λο­ντι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό όσον αφορά στις επι­πτώ­σεις των πρά­ξε­ων που ανα­φέ­ρο­νται στην αει­φο­ρία του πλα­νή­τη.

4. Συ­νεί­δη­ση εμπλο­κής και ετοι­μό­τη­τας: Οι μα­θη­τές θα πρέ­πει να αφυ­πνι­στούν στο γε­γο­νός ότι οι επι­λο­γές και οι ενέρ­γειές τους σε ατο­μι­κό και συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο, έχουν επι­πτώ­σεις στο οι­κου­με­νι­κό παρόν και το μέλ­λον. Επί­σης χρειά­ζε­ται να ανα­πτύ­ξουν τις απα­ραί­τη­τες δε­ξιό­τη­τες κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής δρά­σης ώστε να κα­τα­στούν ενερ­γοί δη­μο­κρα­τι­κοί πο­λί­τες, ικα­νοί να συμ­με­τέ­χουν στις δια­δι­κα­σί­ες λήψης απο­φά­σε­ων.

5. Ευ­ρύ­τη­τα σκέ­ψης: Οι μα­θη­τές θα πρέ­πει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ότι η δια­δι­κα­σία μά­θη­σης είναι ένα συ­νε­χές τα­ξί­δι γνώ­σης χωρίς προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο ή τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό και ότι οι νέοι τρό­ποι θέ­α­σης του κό­σμου ανα­ζω­ο­γο­νούν την ίδια την σκέψη (Hicks 2003).

Η ανά­γκη για σύν­δε­ση φαί­νε­ται πιο ση­μα­ντι­κή από ποτέ, καθώς η μο­να­ξιά ταυ­τί­ζε­ται με τη μειω­μέ­νη ποιό­τη­τα ζωής στο σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο. Εξάλ­λου, στη ζωή, οι σχέ­σεις είναι αυτές που μας προσ­δί­δουν υπαρ­ξια­κό νόημα και είτε εμ­ψυ­χώ­νουν και ενι­σχύ­ουν είτε απα­ξιώ­νουν και κα­τα­βα­ρα­θρώ­νουν την αυ­τοει­κό­να μας. Πλέον, γνω­ρί­ζου­με καλά ότι βρέφη που στε­ρού­νται την αγκα­λιά, το χάδι και τη σω­μα­τι­κή επαφή έχουν αρ­κε­τά λι­γό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες μιας ομα­λής ψυ­χο­κοι­νω­νι­κής ανά­πτυ­ξης.

Από την άλλη το blamegame βρί­σκει αλη­θι­νούς ή ψεύ­τι­κους ενό­χους σε ένα πρό­βλη­μα. Λύση όμως δεν βρί­σκει. Ούτε η δια­μά­χη ισχύ­ος βρί­σκει λύση. Απλά προ­σθέ­τει έντα­ση στο ήδη υπάρ­χον πρό­βλη­μα. Και οι δύο αυτές θέ­σεις μας κα­θι­στούν  μέρος του προ­βλή­μα­τος.  Για να βρού­με λύση ας δούμε πως συμ­με­τέ­χου­με στο πρό­βλη­μα και ας ανα­λά­βου­με την ευ­θύ­νη για τη συμ­με­το­χή μας για την επί­λυ­ση του.

Στις τω­ρι­νές κοι­νω­νι­κές και εκ­παι­δευ­τι­κές πρα­κτι­κές επι­βρα­βεύ­ε­ται ο αντα­γω­νι­σμός αντί­θε­τα όμως στη μά­θη­ση για την από κοι­νού συν-εξέ­λι­ξη με­τα­το­πι­ζό­μα­στε στη συ­νερ­γα­τι­κό­τη­τα … !

Στα πα­ρα­δο­σια­κά μας εκ­παι­δευ­τι­κά συ­στή­μα­τα μα­θαί­νου­με μέσα από κου­τιά εξει­δί­κευ­σης που τα­ξι­νο­μού­νται μέσα από θέ­μα­τα, ενώ η μά­θη­ση είναι ανα­λυ­τι­κή και ανα­γω­γι­κή.

Αντί­θε­τα όμως η  εξε­λι­κτι­κή μά­θη­ση είναι συ­στη­μι­κού και συν­δε­τι­κού τύπου.… Μια με­τα­τό­πι­ση του τρό­που με τον οποίο αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τους εαυ­τούς μας και τις σχέ­σεις μας με τους άλ­λους, απαι­τεί τη δη­μιουρ­γία μιας ει­κό­νας του μέλ­λο­ντος του αν­θρώ­που και του πλα­νή­τη και ταυ­τό­χρο­να οφεί­λει να συ­ντη­ρεί και να σέ­βε­ται τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα και την πολ­λα­πλό­τη­τα των πο­λι­τι­σμών μας και των κοι­νω­νι­κών μας συ­στη­μά­των.

Η εκ­παί­δευ­ση πι­στεύ­ου­με ότι  μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει «θε­ρα­πευ­τι­κά», αν θε­ω­ρη­θεί θε­ρα­πευ­τι­κή κάθε δια­δι­κα­σία η οποία προ­κα­λεί αλ­λα­γή στην κα­τεύ­θυν­ση της κά­λυ­ψης των αν­θρώ­πι­νων συ­ναι­σθη­μά­των και πνευ­μα­τι­κών ανα­γκών και στο­χεύ­ει στο να κάνει τους αν­θρώ­πους πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νους και ευ­τυ­χι­σμέ­νους.

Στη λο­γι­κή αυτή οι Φοί­βος Ζα­φει­ρί­δης, η Ζιώ­γου-Κα­ρα­στερ­γί­ου και η Χα­ρί­του-Φα­τού­ρου προ­τεί­νουν ένα σχο­λείο σαν το Σχο­λείο Ερ­γα­σί­ας ως «θε­ρα­πεία» αλλά και πρό­λη­ψη στην εξά­πλω­ση των ναρ­κω­τι­κών και άλλων ψυ­χο­κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των.

Υπο­στη­ρί­ζουν, επί­σης, το με­τα­σχη­μα­τι­σμό του σύγ­χρο­νου σχο­λεί­ου ως προ­ϋ­πό­θε­ση για τη ρι­ζι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των. Για να γίνει αυτό χρειά­ζε­ται αλ­λα­γή των στά­σε­ων και των συ­μπε­ρι­φο­ρών των αν­θρώ­πων της σχο­λι­κής κοι­νό­τη­τας, μα­θη­τών, γο­νιών και δα­σκά­λων με τα δο­κι­μα­σμέ­να ερ­γα­λεία του Σχο­λεί­ου ερ­γα­σί­ας, όπως για πα­ρά­δειγ­μα η κρι­τι­κή έρευ­να δρά­σης, αλλά και των ομά­δων επι­κοι­νω­νί­ας και επε­ξερ­γα­σί­ας των αν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, αν­θρω­πο­κε­ντρι­κού τύπου, που έχουν εφαρ­μο­στεί με επι­τυ­χία στην εκ­παί­δευ­ση  (Φ.Ζα­φει­ρί­δης, Ρ. Ζιώ­γου-Κα­ρα­στερ­γί­ου και Μ. Χα­ρί­του-Φα­τού­ρου, 1995).

Οι έρευ­νες μας έχουν σαν ζη­τού­με­νο να επα­να­προσ­διο­ρί­σουν την «επί­ση­μη παι­δα­γω­γι­κή και ψυ­χο­λο­γία», μέσα από το πρί­σμα της ιστο­ρί­ας και των αγώ­νων [του πα­ρελ­θό­ντος] και επι­κε­ντρώ­νο­νται ιδιαί­τε­ρα στα κενά της επί­ση­μης ιστο­ρί­ας, με σκοπό να την συν­δέ­σουν με το σή­με­ρα και τους κα­θη­με­ρι­νούς αγώ­νες του τώρα.

 Για μας ο επα­να­προσ­διο­ρι­σμός της ψυ­χο­λο­γί­ας και παι­δα­γω­γι­κής  έχει σαν πρου­πό­θε­ση να επαν­συν­δε­θούν με κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­στι­κά  και πο­λι­τι­κά πε­ριε­χό­με­να, και να στα­μα­τή­σουν να είναι ένα μά­θη­μα του πα­νε­πι­στη­μί­ου ή κάτι που αφορά τους επαγ­γελ­μα­τί­ες Ψ, /τους δα­σκά­λους/ες.

Για μας η ιστο­ρία της παι­δα­γω­γι­κής και της ψυ­χο­λο­γί­ας δεν μπο­ρεί να εξε­τά­ζο­νται απο­γυ­μνω­μέ­να, αλλά σε συ­νάρ­τη­ση με την κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της κάθε επο­χής, αλλά και σε συ­νε­χό­με­νη αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με τα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα του εκά­στο­τε παι­δα­γω­γού και ψυ­χο­λό­γου.

Για μας η παι­δα­γω­γι­κή και η ψυ­χο­λο­γία είναι βίωμα και εμπει­ρί­ες που γε­φυ­ρώ­νουν το χάσμα από την θε­ω­ρία στην πράξη και κά­νουν τις ου­το­πί­ες να φα­ντά­ζουν αλη­θι­νές στο εδώ και στο τώρα.

«Μόνο μια επι­στη­μο­λο­γι­κή ρήξη με τον τρόπο που τα άτομα αντι­λαμ­βά­νο­νται αυ­θόρ­μη­τα τον εαυτό τους επι­τρέ­πει να πε­ρι­γρα­φούν, μέσω της ανα­πα­ρά­στα­σης ολό­κλη­ρου του συ­στή­μα­τος, οι μη­χα­νι­σμοί ανα­πα­ρα­γω­γής της τάξης πραγ­μά­των στην κοι­νω­νία, και, κυ­ρί­ως, ο τρό­πος με τον οποίο οι κυ­ριαρ­χού­με­νοι επι­κυ­ρώ­νουν την κυ­ριαρ­χία (…). Η δύ­να­μη και το εν­δια­φέ­ρον μιας θε­ω­ρί­ας έγκει­ται ακρι­βώς στο γε­γο­νός ότι δεν αρ­κεί­ται ποτέ να κα­τα­γρά­ψει τον λόγο των ‘’δρώ­ντω­ν’’ για τις ‘’πρά­ξει­ς’’ τους, αλλά ότι, αντι­θέ­τως, θέτει ως στόχο της να δώσει στα άτομα και στις ομά­δες τη δυ­να­τό­τη­τα να δουν και να σκε­φτούν δια­φο­ρε­τι­κά αυτό που είναι και αυτό που κά­νουν -και ίσως έτσι ν’ αλ­λά­ξουν αυτό που κά­νουν και αυτό που εί­ναιι» (Ντ. Ερι­μπόν, 2020).

Οφεί­λου­με, λοι­πόν, να δη­μιουρ­γή­σου­με’ ένα ολι­στι­κό συ­στη­μι­κό και δια­λε­κτι­κό  πα­ρά­δειγ­μα-πρό­ταγ­μα. Ολι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα με δύο έν­νοιες: α) Εναρ­μο­νί­ζει το ατο­μι­κό/υπαρ­ξια­κό-μο­ρια­κό με το συλ­λο­γι­κό και το κοι­νω­νι­κό, και  β) ενώ­νει όλα τα επι­μέ­ρους προ­τάγ­μα­τα (τις με­ρι­κό­τη­τες) σ’ ένα συ­νε­κτι­κό σύ­νο­λο και σ’ ένα ενιαίο σχέ­διο συ­γκρό­τη­σης ιστο­ρι­κού-κοι­νω­νι­κού μα­κριά  από αλ­λο­τριώ­σεις και φε­τι­χι­σμούς.

Κα­τα­λή­γου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η οποια­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή δεν μπο­ρεί να γίνει μόνο σε ένα επί­πε­δο: Η βαθιά συ­στη­μι­κή αλ­λα­γή, η αλ­λα­γή σε δομές και θε­σμούς ,η αλ­λα­γή στις σχέ­σεις μας  και η αλ­λα­γή μέσα μας, χρειά­ζε­ται να γί­νε­ται σε όλα τα επί­πε­δα για να είναι βιώ­σι­μη.

Η Συ­στη­μι­κή Δια­λε­κτι­κή Προ­σέγ­γι­ση πρε­σβεύ­ει ότι οι ώρι­μοι και βαθιά ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι άν­θρω­ποι αντι­στέ­κο­νται στην μο­νό­το­νη και ανια­ρή ερ­γα­σία, δεν ανέ­χο­νται τις αντι­δη­μο­κρα­τι­κές και αυ­ταρ­χι­κές δομές εξου­σί­ας και δεν επι­θυ­μούν την αντι­προ­σώ­πευ­ση τους από άλ­λους (Λε­χου­ρί­της,2018).

Γιατί όπως λέει και ο ποι­η­τής μας Τάσος Λει­βα­δί­της : Υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που τα πε­ρι­μέ­νεις χρό­νια κι άλλα που συμ­βαί­νουν μέσα σε μια στιγ­μή, κα­θο­ρί­ζο­ντας για πάντα τη ζωή μας....

Ο Ηρά­κλει­τος  όμως ως φι­λό­σο­φος μας λέει: Στην αλ­λα­γή βρί­σκουν τα πράγ­μα­τα ανά­παυ­ση(…), και αυτό για μας απο­τε­λεί την πλήρη αντί­θε­ση και αντι­στρο­φή της αρχής της εντρο­πί­ας….!

Για την δια­μόρ­φω­ση μιας νέας στά­σης και πρό­τα­σης ζωής έτσι ώστε: Να Ζούμε χωρίς να προ­σποιού­μα­στε…. Να Αγα­πά­με χωρίς να εξαρ­τώ­μα­στε ….Να Ακού­με χωρίς να επι­κρί­νου­με ..και να Εκ­φρα­ζό­μα­στε χωρίς να προ­σβάλ­λου­με!

Η ολό­πλευ­ρη ανά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας του αν­θρώ­που, δεν είναι ναρ­κισ­σι­στι­κή εκού­σια στό­χευ­ση, δεν είναι ιδιο­τε­λής εγω­κε­ντρι­κή «επέν­δυ­ση» στον εαυτό του, προς αυ­το­προ­βο­λή και κα­τί­σχυ­ση στον αντα­γω­νι­σμό, δεν επέρ­χε­ται με αδια­φο­ρία προς τον άλλο ή/και με ερ­γα­λεια­κή χρήση (εκ­με­τάλ­λευ­ση, κα­τα­πί­ε­ση) του άλλου.

Επέρ­χε­ται ως συ­νέ­πεια και ως απο­τέ­λε­σμα της συ­νει­σφο­ράς του αν­θρώ­που και των ομά­δων του στη σχε­διο­ποί­η­ση και στο με­τα­σχη­μα­τι­σμό-υπέρ­βα­ση/άρση των εμπράγ­μα­των και προ­σω­πι­κών, υλι­κών και ιδε­α­τών όρων και ορίων της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, της δρα­στη­ριό­τη­τας, των σχέ­σε­ων και της επι­κοι­νω­νί­ας που αντα­πο­κρί­νε­ται με το βέλ­τι­στο τρόπο στην ικα­νο­ποί­η­ση των βα­θύ­τε­ρων (πραγ­μα­τι­κών και όχι επί­πλα­στων) ανα­γκών της αν­θρω­πό­τη­τας. Απο­τέ­λε­σμα, το οποίο, στο βαθμό της ανά­πτυ­ξής του, με­τα­τρέ­πε­ται σε όρο της κα­θο­λι­κής ανά­πτυ­ξης των αν­θρώ­πων...

Βιω­μα­τι­κή μά­θη­ση: Τα  Βιώ­μα­τα και οι εμπει­ρί­ες οδη­γούν σε γνώση όταν υπο­βάλ­λο­νται σε ορ­γα­νω­μέ­νη διερ­γα­σία ανα­στο­χα­σμού.

Διε­πι­στη­μο­νι­κή προ­σέγ­γι­ση: Αλ­λη­λο­συ­μπλή­ρω­ση της γνώ­σης μέσω συ­νέρ­γειας δια­φο­ρε­τι­κών επι­στη­μο­νι­κών κλά­δων, χωρίς την οποία η μά­θη­ση θα ήταν απο­σπα­σμα­τι­κή, αντί ολι­στι­κή, απο­μο­νώ­νο­ντας το σχο­λείο τέ­λεια από την πραγ­μα­τι­κή ζωή.

Το υπαρ­κτό πλαί­σιο ανα­φο­ράς του αν­θρώ­που και των ομά­δων του που χρειά­ζε­ται αλ­λα­γή, συν­θέ­τε­ται από γνώ­σεις, συ­ναι­σθή­μα­τα, αντι­λή­ψεις, πα­ρα­δο­χές, πε­ποι­θή­σεις, στά­σεις, αξίες, συ­μπε­ρι­φο­ρές, τρό­πους «σκέ­πτε­σθαι», «αι­σθά­νε­σθαι» και «πράτ­τειν».  

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙ­ΚΕΣ ΑΝΑ­ΦΟ­ΡΕΣ

Βα­σι­λεί­ου Γ., (1966), Διε­ρευ­νή­σεις με­τα­βλη­τών υπει­σερ­χο­μέ­νων εις την ψυ­χο­δυ­να­μι­κήν της ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας, Αθήνα, Αθη­ναϊ­κό­νΙν­στι­τού­τον του Αν­θρώ­που.

Berry J. W.,(1975), «An ecological approach to cross-cultural psychology», Netherlands Journal of Psychology, 30, σ. 51-84.

Bronfenbrenner Urie, (1989), Ecological systems theory. In R.​Vasta (Ed.), Annals of child development.

Bronfenbrenner Urie,(1979,) The Ecology of Human Development. Experiments by Nature and Design, Cambridge, MA, Harvard University Press.

Γε­ώρ­γας Δη­μή­τριος,(1999), Ψυ­χο­λο­γι­κές δια­στά­σεις της σύγ­χρο­νης οι­κο­γέ­νειας, στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Κοι­νω­νι­κών Ερευ­νών, τόμος 98-99 Α'-Β' Ει­δι­κό τεύ­χος: Σύγ­χρο­νη οι­κο­γέ­νεια: Διε­πι­στη­μο­νι­κές προ­σεγ­γί­σεις.

Freire, P. (1977). Η αγωγή του κα­τα­πιε­ζό­με­νου (Γ. Κρη­τι­κός, Μετ.). Αθήνα: Ράππα.

Hicks, D. (2003). Thirty Years of Global Education: a reminder of key principles and precedents. Educational Review, 55(3), σ.265-275.

Ζα­φει­ρί­δης, Φ., Ζιώ­γου-Κα­ρα­στερ­γί­ου, Ρ. & Χα­ρί­του-Φα­τού­ρου, Μ. (1995). Ένα σχο­λείο πρό­λη­ψης των ναρ­κω­τι­κών αλλά και άλλων ψυ­χο­κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των. Αρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, 2ο Ευ­ρω­παϊ­κό Συ­νέ­δριο: «Η Ευ­ρώ­πη κατά της χρή­σης ου­σιών», Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Λε­χου­ρί­της Γιώρ­γος,(2018), Κρίση και κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Η ανά­γκη ενός νέου πα­ρα­δείγ­μα­τος», δη­μο­σιευ­μέ­νο στο τεύ­χος 07, του πε­ριο­δι­κού «Τε­τρά­δια Μαρ­ξι­σμού».

Ντ. Ερι­μπόν, (2020),Επι­στρο­φή στη Ρενς, Αθήνα, εκδ. Νήσος.

Πα­πα­δο­πού­λου Ε (1997), Β. Σου­χομ­λίν­σκι: Το  «Σχο­λείο της χαράς», Εκδ. Αδερ­φών Κυ­ρια­ζί­δη.

Rogers, R. C. (1991). Ομά­δες Συ­νά­ντη­σης. Αυ­το­γνω­σία – Ψυ­χο­λο­γία των Ομά­δων – Επι­κοι­νω­νία (Α. Ντού­για, Μετ.). Αθήνα: Δί­ο­δος.

Yalom, I. D. (2006). Θε­ω­ρία και πράξη της ομα­δι­κής ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας. Αθήνα: Άγρα.