O Νιλ Ντέιβιντσον, στέλεχος της επαναστατικής Αριστεράς στη Βρετανία, που συμμετείχε στην καμπάνια του Lexit, μιλά το απόγευμα της Παρασκευής 4 Νοέμβρη, στην πρώτη μέρα του διεθνούς τριημέρου που οργανώνει το Rproject στην ΑΣΟΕΕ, στη συζήτηση "Η Ευρώπη σε κρίση". Δημοσιεύουμε εδώ σχετική συνέντευξη που έδωσε στο τεύχος 5 της Σοσιαλιστικής Διεθνιστικής Επιθεώρησης "Κόκκινο" που κυκλοφορεί, όπου απαντά σε µια σειρά ερωτήµατα για το χαρακτήρα του Brexit, τον αντίκτυπό του στις πολιτικές εξελίξεις στη Βρετανία, τις επιπτώσεις στην ΕΕ και τα καθήκοντα της Αριστεράς. Τη συνέντευξη πήρε ο Πάνος Πέτρου.
Η ψήφος υπέρ της εξόδου από την ΕΕ είτε κατηγορήθηκε ως µια εθνικιστική, ρατσιστική αντίδραση είτε πανηγυρίστηκε άκριτα ως µια εργατική εξέγερση. Ανάλογη σύγχυση υπήρξε και µε την ψήφο υπέρ της παραµονής (και αν ήταν µια προοδευτική αντιρατσιστική ψήφος ή µια ψήφος των πιο εύπορων στρωµάτων της κοινωνίας υπέρ του υπάρχοντος καθεστώτος). Φαίνεται πως το αποτέλεσµα και οι συµπεριφορές του εκλογικού σώµατος ήταν πολύ πιο σύνθετες από αυτές τις ερµηνείες. Μπορείς να πεις κάποια πράγµατα παραπάνω για το χαρακτήρα της ψήφου και στα δύο στρατόπεδα;
Ο ταξικός χαρακτήρας και της «Εξόδου» και της «Παραµονής» είναι πολύ σύνθετος, µε µία εξαίρεση: η συντριπτική πλειοψηφία της βρετανικής αστικής τάξης θέλει να παραµείνει στην ΕΕ. Μια έρευνα έδειξε πως το 85% των µελών της Συνοµοσπονδίας της Βρετανικής Βιοµηχανίας (CBI) υποστήριξαν την Παραµονή και µόλις το 5% υποστήριξε την Έξοδο. Οι αιτίες είναι προφανείς. Οι βρετανικές τράπεζες και οι άλλοι χρηµατοπιστωτικοί θεσµοί είναι σήµερα τµήµα του λεγόµενου passporting («διαβατηριακού» συστήµατος). Σύµφωνα µε αυτό, αν θεωρηθεί ότι ανταποκρίνονται στα ρυθµιστικά στάνταρ της ΕΕ, τους επιτρέπεται να δραστηριοποιηθούν σε άλλο κράτος-µέλος της ΕΕ ή του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου (που αποτελείται από την ΕΕ συν τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν) και συνεπώς, µέσου αυτού, τους επιτρέπεται να δραστηριοποιηθούν και σε οποιοδήποτε άλλο κράτος.
Αντίστοιχα, η Βρετανία έχει σήµερα ένα απόθεµα πάνω από 1 τρισ. δολάρια από άµεσες ξένες επενδύσεις και φιλοξενεί τις έδρες περίπου 500 πολυεθνικών εταιριών, κυρίως στο Λονδίνο και την νοτιοανατολική Αγγλία: Σε µεγάλο βαθµό αυτό συµβαίνει εξαιτίας της εύκολης πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά. Όλα αυτά τα «προνόµια» είναι πιθανό να σταµατήσουν να υπάρχουν, ανάλογα µε τη συγκεκριµένη µορφή που θα πάρει το Brexit.
Η µόνη πτέρυγα της άρχουσας τάξης που υποστήριξε συµπαγώς το Brexit είναι οι διοικήσεις των hedge-funds, που τείνουν να κινούνται ελεύθερα, χωρίς δεσµούς µε ένα συγκεκριµένο κράτος, και συνεπώς δεν χρειάζονται ένα εδαφικό «σηµείο εισόδου» στην ΕΕ, όπως τα περισσότερα άλλα τµήµατα του κεφαλαίου.
Πέρα από αυτά τα συγκεκριµένα οικονοµικά συµφέροντα, νοµίζω ότι υπάρχουν δύο επικαλυπτόµενες τάσεις µέσα σε εκείνη την πολιτική πτέρυγα της άρχουσας τάξης που υποστήριξε την Έξοδο.
Η µία τάση, που περιλαµβάνει τον Μάικλ Γκόουβ, επιδιώκει ειλικρινά µια διαφορετική στρατηγική για το βρετανικό κεφάλαιο, στρατηγική που περιλαµβάνει την αποµάκρυνση από την Ευρώπη και τη στροφή προς την Κίνα, την Ανατολική Ασία και τις ΗΠΑ. Ακόµα κι αν αφήσουµε στην άκρη µια λαθεµένη υπερεκτίµηση της σηµασίας που έχει το Ηνωµένο Βασίλειο για τις ΗΠΑ, νοµίζω ότι αυτή η στρατηγική δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Η άλλη τάση, που εκπροσωπείται από τον Μπόρις Τζόνσον και τον Νάιτζελ Φάρατζ, δεν έχει µια συγκροτηµένη στρατηγική για το ίδιο το βρετανικό κεφάλαιο, αλλά χρησιµοποιεί το ζήτηµα της ΕΕ ως «διαχωριστική γραµµή» για να κερδίσει πολιτική υποστήριξη για τον εαυτό της και τα κόµµατα της, στη βάση µιας αντι-µεταναστευτικής και ανοιχτά ρατσιστικής ρητορικής περί «Βρετανικότητας». Το ενδιαφέρον σε αυτήν την δεύτερη τάση είναι ότι, όπως ο Τραµπ στις ΗΠΑ, υποστηρίζει στρατηγικές, όπως οι περιορισµοί στη µετανάστευση, που βρίσκουν αντίθετα πολλά τµήµατα του κεφαλαίου. Και ότι, επίσης όπως ο Τραµπ, εκφράζει µια από τα δεξιά αµφισβήτηση προς το νεοφιλελευθερισµό.
Όταν προχωρήσουµε πέρα από την άρχουσα τάξη, αρχίζουν οι πολυπλοκότητες. Κάποια πράγµατα είναι καθαρά µέσα από τα σχετικά περιορισµένα δεδοµένα που είναι προς το παρόν διαθέσιµα: όσο πιο µεγάλος ηλικιακά, όσο λιγότερο µορφωµένος (µε την έννοια ότι δεν είναι φοιτητής ή πτυχιούχος), όσο φτωχότερος, σε όσο χειρότερο σπίτι, τόσο πιο πιθανό ήταν κάποιος να ψηφίσει Έξοδο. Και ίσχυσε και το αντίστροφο. Πάνω σε αυτήν τη βάση, είναι εύκολο να φτιαχτεί µια καρικατούρα του αποτελέσµατος ως ψήφος των γηραιότερων και πιο «καθυστερηµένων» µελών της εργατικής τάξης, ως ψήφος που κινείται ενάντια στα συµφέροντα µιας νεότερης, πιο µορφωµένης γενιάς, που αισθάνεται κοντά στις κοσµοπολίτικες αξίες της µεσαίας τάξης. Είναι εύκολο, αλλά είναι λάθος.
Γιατί αν και δόθηκε πολύ προσοχή στις εργατικές ψήφους υπέρ της Εξόδου στο Βορρά της Αγγλίας, εξίσου µεγάλη προσοχή θα έπρεπε να δοθεί και στις ψήφους της µεσαίας τάξης υπέρ της Εξόδου, στο Νότο της χώρας. Τα µεσοστρώµατα –η παραδοσιακή µικροαστική τάξη, οι επαγγελµατίες και η νέα µεσαία τάξη (ΝΜΤ)– ήταν φυσικά, επίσης, διαιρεµένα.
Ανάµεσα σε αυτά τα στρώµατα, η κεντρική βάση υποστήριξης της Εξόδου προήλθε από την πρώτη συνιστώσα, και ιδιαίτερα τους αυτοαπασχολούµενους που δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις ντιρεκτίβες της ΕΕ, καθώς σε αντίθεση µε τις µεγάλες εταιρίες, αυτοί δεν µπορούν να καλύψουν το κόστος που απαιτούν τα υγειονοµικά στάνταρ, τα στάνταρ ασφαλείας στον εργασιακό χώρο ή οι ρυθµίσεις για γονικές άδειες. Είναι αυτά τα στρώµατα, και όχι η «λευκή εργατική τάξη» που αποτελούν το προνοµιακό ακροατήριο του UKIP.
Οι (πολιτικά) φιλελεύθερες πτέρυγες στο δηµόσιο τοµέα, τον τοµέα των τεχνών και τα πανεπιστήµια ήταν, σε γενικές γραµµές, υπέρ της Παραµονής, ενώ αντιµετώπισαν το αποτέλεσµα ως µια απόρριψη των θεµελιωδών αξιών τους που απειλεί να οδηγήσει στην Αποκάλυψη. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρόκειται για µια ειλικρινή και απολύτως δικαιολογηµένη απέχθεια προς το ρατσισµό της επίσηµης καµπάνιας της Εξόδου –αν και τείνει να υποτιµά τον πιο καλυµµένο ρατσισµό της επίσηµης καµπάνιας για Παραµονή, η οποία αποδεχόταν την θέση ότι «υπάρχει υπερβολική µετανάστευση», αλλά ισχυριζόταν ότι αυτή θα µπορούσε να ελεγχθεί καλύτερα µέσα από την παραµονή στην ΕΕ. Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο, ήταν περισσότερο το αίσθηµα ότι θίχτηκαν κάποια προνόµια που αυτά τα στρώµατα δικαιούνταν –ήταν ένα αίσθηµα προσβολής αυτού που ο Κρεγκ Κάλχουν αποκάλεσε παλιότερα «κοσµοπολιτισµό των πολυταξιδεµένων».
Από κάποιους η µετανάστευση αντιµετωπίζεται ως το «πραγµατικό» ζήτηµα του δηµοψηφίσµατος. Συγκεκριµένα, η ψήφος υπέρ της Εξόδου ερµηνεύεται ως µια άµεση απάντηση στην υποτιθέµενη «ξένη» παρουσία, στην παρουσία των µεταναστών που έχουν αλλάξει κι έχουν κάνει αγνώριστες τις παραδοσιακές εργατικές περιοχές. Όµως είναι ξεκάθαρο ότι πολλές περιοχές που συγκέντρωσαν µεγάλα ποσοστά υπέρ της Εξόδου έχουν ελάχιστη παρουσία µεταναστών –και το αντίστροφο. Το προάστιο Λάµπεθ του Λονδίνου, που δέχτηκε 4.598 µετανάστες το 2015, ψήφισε 78% Παραµονή, ενώ το Καστλ Πόιντ στο Έσσεξ, που δέχτηκε 81 µετανάστες το 2015, ψήφισε 72% Έξοδο. Φυσικά το Λάµπεθ είναι µεγαλύτερη περιοχή, αλλά η γενικότερη τάση είναι σαφής. Το Blaenau Gwent στην Ουαλία, έχει το χαµηλότερο ποσοστό κατοίκων γεννηµένων εκτός Ηνωµένου Βασιλείου σε όλη τη χώρα (2,15%), αλλά ψήφισε 62,3% υπέρ της Εξόδου.
Το συµπέρασµα που βγαίνει είναι ότι δεν ήταν αναγκαστικά οι άµεσες προσωπικές εµπειρίες που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στο να θεωρηθεί η µετανάστευση ως η αιτία για να ψηφίσει κανείς Έξοδο. Μάλλον η «µετανάστευση» λειτούργησε ως συνώνυµο για µια σειρά άλλα ζητήµατα, που αφορούν ανεπιθύµητες αλλαγές που συνέβησαν στην κοινωνία µέχρι και την ίδια την αποσύνθεσή της. Αυτοί οι ψηφοφόροι αισθάνονταν πως αυτά τα ζητήµατα δεν αντιµετωπίζονται ή απαξιώνονται πολύ εύκολα από τους πολιτικούς.
Όσον αφορά την εργατική τάξη, υπήρξε ένα ευρύ φάσµα λόγων για να ψηφίσει Έξοδο, συχνά επικαλυπτόµενων. Ξεκινώντας από τα αριστερά και πηγαίνοντας προς τα δεξιά: Υπήρχαν άνθρωποι –όχι µόνο στην επαναστατική Αριστερά, καθώς είναι πολύ περισσότερα τα µέλη ή οι υποστηρικτικές του Εργατικού Κόµµατος- που ψήφισαν συνειδητά υπέρ της εξόδου εξαιτίας των ανισοτήτων που σχετίζονται µε την ΕΕ. Έπειτα, υπήρχαν άνθρωποι που ίσως δεν θα µπορούσαν να εξηγήσουν επαρκώς τη σχέση της ΕΕ µε το νεοφιλελευθερισµό, αλλά καταλάβαιναν ότι τους ζητούσαν να ψηφίσουν υπέρ της ΕΕ ο Ντέιβιντ Κάµερον, ο Τζορτζ Όσµπορν και οι άλλοι πολιτικοί που επιβάλουν τη λιτότητα από το 2008: Οπότε ψήφισαν το αντίθετο από αυτό που ήθελαν αυτοί οι τύποι.
Μετά υπάρχουν άνθρωποι που µπορεί να µην έχουν κανέναν απολύτως ιδεολογικό προβληµατισµό, αλλά έχουν θιχτεί µε σκληρό τρόπο οικονοµικά από τους κανονισµούς και τις πολιτικές της ΕΕ –όπως οι εργαζόµενοι στις αλιευτικές κοινότητες στην βορειοανατολική Αγγλία και την βορειοανατολική Σκοτία.
Πλάι σε αυτούς βρίσκουµε ανθρώπους που πίστευαν ότι η µετανάστευση ασκεί πιέσεις στους µισθούς, στο Εθνικό Σύστηµα Υγείας και στις διαθέσιµες κατοικίες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι απαραίτητα ρατσιστές –πραγµατικά, όταν κάποιοι από τους ανθρώπους που επικαλούνται αυτά τα επιχειρήµατα είναι γιοί Πακιστανών µαγαζατόρων ή κόρες οδηγών λεωφορείων από την Καραϊβική, είναι δύσκολο να µπορούσαν να είναι ρατσιστές -εκτός αν προεκτείνουµε την έννοια του ρατσισµού τόσο πολύ που θα καταντήσει να µην έχει κανένα συγκεκριµένο νόηµα.
Έχουν άδικο στη στάση τους απέναντι στους µετανάστες, αλλά αυτό δεν τους καθιστά ανίκανους να µετατοπιστούν και να κερδηθούν σε µια εναντίωση στην ΕΕ πάνω σε αριστερή βάση.
Πλάι σε αυτούς είναι οι πραγµατικοί ρατσιστές «λάιτ», οι οποίοι αν και τείνουν επίσης να επιχειρηµατολογούν ότι οι µετανάστες «κλέβουν τις δουλειές και τα σπίτια µας», η βασική τους διαφορά µε την προηγούµενη οµάδα είναι η αντίληψη ότι απειλείται ο (λευκός) Βρετανικός πολιτισµός.
Τέλος, υπάρχουν οι σκληροί ρατσιστές και οι φασίστες, οι οποίοι ήταν οι υπεύθυνοι για τις επιθέσεις που έγιναν κυρίως στις εβδοµάδες πριν και µετά το δηµοψήφισµα. Αυτοί σίγουρα απέκτησαν αυτοπεποίθηση από το κλίµα που διαµόρφωσε η καµπάνια της Εξόδου, αλλά θα ήταν λάθος να µιλήσουµε για µια γενικώς δεξιά «κινητοποίηση» -δεν υπήρξαν παρελάσεις, ούτε συγκεντρώσεις, και τα φασιστικά κόµµατα δεν κέρδισαν σε υποστήριξη. Αυτό που εκδηλώθηκε ήταν ένα οργισµένο ουρλιαχτό κι όχι ένα σχέδιο για το µέλλον. Ο κίνδυνος είναι να µετατραπεί σε τέτοιο στο µέλλον.
Οι εργαζόµενοι που ψήφισαν Παραµονή επίσης κινούνται σε ένα πλατύ φάσµα απόψεων. Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ειλικρινά ότι η ΕΕ είναι ένας βασικά επωφελής θεσµός («αν και φυσικά δεν είναι τέλεια»), που υπάρχει για να εγγυάται τα συνδικαλιστικά και τα ανθρώπινα δικαιώµατα, να εφαρµόζει µέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και να επιτρέπει στους φοιτητές να σπουδάζουν στο εξωτερικό. Έπειτα υπάρχουν εκείνοι που έχουν συναίσθηση ότι επωφελούνται άµεσα από την ευρωπαϊκή χρηµατοδότηση, κυρίως οι εργαζόµενοι στα πανεπιστήµια και σε τοµείς της οικονοµίας που δέχονται συστηµατικά ευρωπαϊκούς πόρους. Υπάρχουν και κάποιοι πιο «ιδεαλιστές», ιδιαίτερα ανάµεσα στη νεολαία, που δεν είναι σίγουροι τι είναι και τι κάνει η ΕΕ, αλλά αισθάνονται ότι η υποστήριξη στην ιδέα της «Ευρώπης» συνδέεται µε το διεθνισµό, µε τη συνεργασία πέρα από τα σύνορα και µε µια οµιχλώδη αριστερή αντίληψη –µια ιδέα που έγινε πιο πιστευτή από τον τρόπο µε τον οποίο µονοπώλησε η Δεξιά την εναντίωση στην ΕΕ. Τέλος, υπάρχουν εκείνοι που ξέρουν πολύ καλά τη φύση της ΕΕ, αλλά πίστευαν ότι υπερτερούσε η ανάγκη να εναντιωθούµε στη ρατσιστική, αντιµεταναστευτική αφήγηση της καµπάνιας της Εξόδου, ακόµα κι αν αυτό σήµαινε να αγνοήσουµε το πραγµατικό ερώτηµα που ετίθετο στο ψηφοδέλτιο.
Με δεδοµένο εκ των προτέρων ότι θα ήταν µια άθλια εκστρατεία και από τις δυο πλευρές, µπορείς να εξηγήσεις τη σηµασία του να προβληθεί η εναλλακτική της «Αριστερής Εξόδου» (Lexit); Είχε αυτή κάποιο αντίκτυπο (µεγάλο ή µικρό) στην πολιτική συζήτηση στη Βρετανία, ιδιαίτερα µετά το δηµοψήφισµα;
Η καµπάνια για το Lexit περιλάµβανε τις περισσότερες οργανωµένες δυνάµεις της επαναστατικής και της ριζοσπαστικής Αριστεράς (το SWP, το SP, το CPB κλπ). Αυτές οι δυνάµεις, µαζί µε άλλους που υποστήριξαν την ίδια άποψη ως άτοµα, είχαν δίκιο όταν ανέδειξαν τις αιτίες για το ότι πρέπει να φύγουµε από την ΕΕ, από σοσιαλιστική σκοπιά. Πάνω από όλα, είχαν δίκιο που δεν υπέκυψαν στους µεταµοντέρνους ισχυρισµούς ότι επειδή «η κυρίαρχη αφήγηση των µίντια» παρουσίαζε την Έξοδο ως δεξιά άποψη, ή επειδή έτσι «γινόταν αντιληπτή», θα έπρεπε να εγκαταλείψουµε κάθε προσπάθεια για να επιχειρηµατολογήσουµε διαφορετικά, θα έπρεπε να κάτσουµε στην άκρη µε σταυρωµένα τα χέρια και να απέχουµε από τη συζήτηση. Ή ακόµα χειρότερα, όπως κάποιοι πρότειναν να υιοθετήσουµε µια στάση του «µικρότερου κακού», η οποία πάντοτε έχει την τάση να γυρίζει µπούµερανγκ αργότερα.
Είναι δύσκολο να πω τι αντίκτυπο είχε το Lexit, επειδή οι συγκεντρώσεις της Αριστεράς συνήθως δεν αναφέρονται στα πρωτοσέλιδα της Daily Mail ή στα δελτία ειδήσεων του Sky, αλλά αν δεν είχε γίνει αυτή η προσπάθεια είµαι σίγουρος ότι η πολιτική ατµόσφαιρα θα ήταν σήµερα πολύ πιο δηλητηριώδης. Συµµετείχα σε 8 δηµόσια ντιµπέιτ και σε µια συζήτηση στο ραδιόφωνο (απέναντι σε έναν βουλευτή των Εργατικών) στη διάρκεια της καµπάνιας και πάντοτε στο τέλος ερχόταν κόσµος και µου έλεγε ότι πάντα δεν έβλεπε µε πολύ καλό µάτι την ΕΕ, αλλά δεν είχε ξανακούσει ποτέ τα αριστερά επιχειρήµατα εναντίον της.
Το ελάχιστο λοιπόν που κατάφερε η εναλλακτική καµπάνια του Lexit ήταν να σπάσει κάπως την αποµόνωση που ένιωθαν κάποιοι άνθρωποι και να εκφράσει την εναντίωση στην ΕΕ µε τρόπο που αλλιώς δεν θα ήταν εφικτός.
Έχοντας πει αυτό, πρέπει να συµπληρώσουµε ότι το ίδιο το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκπλήσσονταν όταν άκουγαν τα αριστερά επιχειρήµατα ενάντια στην ΕΕ, µας δείχνει την ανάγκη για µια πιο σοβαρή κριτική: η Αριστερά –και συµπεριλαµβάνω και τον εαυτό µου- θα έπρεπε να είχε ιεραρχήσει το ζήτηµα και να είχε αρχίσει να επιχειρηµατολογεί πολύ νωρίτερα και πολύ πιο σταθερά. Αλλά το ότι ξεκίνησε αργοπορηµένα δεν σηµαίνει ότι ήταν λάθος να ξεκινήσει γενικά. Αν δεχτούµε αυτή τη λογική, πότε ακριβώς θα ξεκινήσει κανείς;
Αυτό που πρέπει να κάνει τώρα η Αριστερά στη Βρετανία είναι να σταθεί µε σθένος ενάντια σε κάθε απόπειρα να ακυρωθεί το αποτέλεσµα, να τονίσει τις δυσκολίες που προκαλεί το Brexit στη βρετανική άρχουσα τάξη και στην γραφειοκρατία της ΕΕ, και να παλέψει για ένα Brexit που θα βάζει πρώτα τα εργατικά συµφέροντα. Το γεγονός ότι ο Κόρµπιν αρνείται να δεχτεί περιορισµούς στη µετανάστευση είναι ένα εξαιρετικό σηµείο αφετηρίας, γιατί δείχνει τον τρόπο µε τον οποίο η έξοδος από την ΕΕ δεν θα σηµαίνει και υποταγή στον αντιµεταναστευτικό ρατσισµό.
Ποια είναι η κατάσταση στο κόµµα των Τόρηδων µετά τη συσπείρωσή τους γύρω από την Τερέζα Μέι; Τελείωσε η κρίση τους; Ποια πορεία ακολουθεί η νέα κυβέρνηση που σχηµάτισαν µετά το δηµοψήφισµα (και όσον αφορά την υλοποίηση του Brexit και γενικότερα πολιτικά);
Κάνουµε αυτήν την συνέντευξη αρχές Οκτώβρη, δηλαδή πάνω από 3 µήνες µετά το δηµοψήφισµα, αλλά η Συντηρητική κυβέρνηση δεν έχει ακόµα επικαλεστεί το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας, που είναι αναγκαίο για να ενεργοποιηθεί η διετής διαδικασία διαπραγµατεύσεων για το Brexit, παρότι της το έχουν ζητήσει επανειληµµένα πολιτικοί και γραφειοκράτες της ΕΕ. Μια δήλωση της Μέι στο Συνέδριο του Συντηρητικού Κόµµατος (που συµβαίνει αυτές τις µέρες) ισχυρίζεται ότι σκοπεύει να επικαλεστεί το Άρθρο 50 τον ερχόµενο Απρίλη. Θα δούµε.
Το δίληµµα που αντιµετωπίζει η Συντηρητική κυβέρνηση έχει δύο πτυχές, οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις καθυστερήσεις για την ενεργοποίηση της διαδικασίας. Το Συντηρητικό Κόµµα, που υπάρχει βασικά για να εκπροσωπεί τα γενικά συµφέροντα της Βρετανικής αστικής τάξης (και το οποίο συνήθως είναι το πιο αξιόπιστο σε αυτό το έργο), είναι τώρα δεσµευµένο να υλοποιήσει µια πολιτική στην οποία εναντιώνεται η πλειοψηφία αυτής της τάξης.
Ένας τρόπος για να επιλυθεί αυτό το ζήτηµα θα ήταν να επιχειρήσουν να διαπραγµατευτούν µε βάση αυτό που αποκαλείται «µαλακό» Brexit. Με άλλα λόγια, ένα Brexit στο οποίο η σχέση του Ηνωµένου Βασιλείου µε την ΕΕ θα είναι η πλησιέστερη δυνατή σε αυτήν του κράτους-µέλους, κυρίως όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινή αγορά. Αλλά δεν γίνεται να αποδειχθεί ότι η Βρετανία απολαµβάνει το ίδιο καλές ή και καλύτερες συνθήκες όντας έξω από την ΕΕ, από αυτές που είχε όταν ήταν µέσα –αυτό θα απειλούσε την συνοχή συνολικά του ευρωπαϊκού σχεδίου. Οπότε η Κοµισιόν και το Συµβούλιο δεν θα κάνουν παραχωρήσεις στη Βρετανία ως προς την πρόσβαση στην κοινή αγορά, και θα αποδεχτούν µια τέτοια διευθέτηση µόνο αν το ΗΒ αποδεχτεί την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, συµβάλει οικονοµικά στο ταµείο «αλληλεγγύης» της ΕΕ (που σηµαίνει να πληρώνει το 85% του ποσού που πληρώνουν τα κράτη-µέλη), και δεχτεί ότι πλέον θα τηρεί κανόνες τους οποίους δεν θα συνδιαµορφώνει –κάτι αντίστοιχο µε τη θέση της Νορβηγίας σήµερα.
Το βρετανικό κεφάλαιο σε γενικές γραµµές θα µπορούσε να δεχτεί αυτήν την λύση, αν και το Σίτι δεν θα χαρεί ιδιαίτερα µε το να τηρεί κανόνες της ΕΕ τους οποίους δεν θα µπορεί να διαπραγµατευτεί. Όµως αυτή η εξέλιξη θα εξέθετε την κυβέρνηση απέναντι στην δεύτερη πτυχή του διλήµµατός της -µια τέτοια συµφωνία θα σήµαινε την διάψευση όλων των υποσχέσεων που έδωσε η καµπάνια της Εξόδου πριν το δηµοψήφισµα: το σταµάτηµα ή έστω τον περιορισµό της µετανάστευσης, την ροή κονδυλίων που υποτίθεται ότι πήγαιναν στην ΕΕ προς τις βρετανικές δηµόσιες υπηρεσίες, και την «ανάκτηση του ελέγχου» των πολιτικών αποφάσεων. Με άλλα λόγια µια τέτοια εξέλιξη θα απειλούσε µε εξέγερση της βάσης των Συντηρητικών και άλλων ψηφοφόρων της Εξόδου.
Με βάση τα όσα λέγονται αυτή τη βδοµάδα στο Συνέδριο των Συντηρητικών, φαίνεται ότι η Μέι πρόκειται να δεσµευτεί σε ένα «σκληρό» Brexit, µε το οποίο το ΗΒ θα αποσύρεται από την κοινή αγορά και θα διατηρεί την δυνατότητα να περιορίζει την µετανάστευση. Όπως ήταν αναµενόµενο, η Συνοµοσπονδία Βρετανικής Βιοµηχανίας διαφώνησε –ιδιαίτερα πάνω στο τι θα σηµαίνει αυτό για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε εργασία µεταναστών. Η Μέι επιχειρεί να τοποθετηθεί µε δύο τρόπους, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα συµβατοί ο ένας µε τον άλλο. Από τη µία, επιχειρεί να διατηρήσει την υποστήριξη µέσα στο Συντηρητικό Κόµµα (και στα δεξιά ΜΜΕ) υποκλινόµενη στο ρατσισµό. Από την άλλη, επιχειρεί να αλλάξει την εικόνα του Συντηρητικού Κόµµατος και να το παρουσιάσει ως έναν οργανισµό που νοιάζεται για την ανισότητα, την φτώχεια των εργατών, ακόµα και στο ότι δεν λογοδότησαν οι πλούσιοι για την κρίση του 2007.
Με µια έννοια, πρόκειται για την αντίδραση στο ότι η ψήφος υπέρ της Εξόδου δεν ήταν µόνο έκφραση ρατσισµού, αλλά και έκφραση ταξικής οργής (η Μέι σίγουρα καταλαβαίνει ότι το δηµοψήφισµα δεν ήταν «µόνο» για τη µετανάστευση). Με µια άλλη έννοια, είναι µια προσπάθεια να διευρύνει την επιρροή του κόµµατός της, απέναντι στην πρόκληση που αποτελεί ο Κόρµπιν. Φυσικά οι Τόρηδες δεν πρόκειται να ασχοληθούν στην πράξη µε οποιοδήποτε ζήτηµα ταξικής ανισότητας, αλλά το σηµαντικό είναι ότι αισθάνονται την υποχρέωση να παραδεχτούν ότι αυτά υπάρχουν.
Ένα από τα προβλήµατα που έχει η Αριστερά όταν ερµηνεύει τις στρατηγικές του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης είναι ότι αποδίδει σ’ αυτούς πολύ µεγαλύτερη συγκρότηση και ευφυία από ότι έχουν στην πραγµατικότητα. Για αρκετούς από τους ηγέτες του Brexit, η καµπάνια αφορούσε περισσότερο στο να κερδίσουν πολιτικά οφέλη και να διευθετήσουν εσωκοµµατικές διαµάχες, και λιγότερο σε µια πραγµατική έξοδο από την ΕΕ. Τώρα που η έξοδος από την ΕΕ πρόκειται να συµβεί, είναι εµφανές ότι δεν έχουν καµία σοβαρή ιδέα για το πώς ακριβώς θα λύσουν το δίληµµα που ανέφερα νωρίτερα.
Είναι µεγάλος ο πειρασµός να επιµείνουµε στην παρατήρηση ότι η ποιότητα των πολιτικών ηγετών της άρχουσας τάξης έχει µειωθεί τροµακτικά στη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων (ένα γεγονός που τονίζεται γλαφυρά µε τους παλιάτσους που υποχρεώθηκε να τοποθετήσει η Μέι στην κυβέρνηση που θα υλοποιήσει το Brexit –ιδιαίτερα τον Μπόρις Τζόνσον και τον Λίαµ Φοξ). Αλλά υπάρχει µια σοβαρότερη διάσταση: Ο νεοφιλελευθερισµός έχει διαβρώσει πολλά από τα πολιτικά εργαλεία και τις πολιτικές επιλογές που είχαν κάποτε οι πολιτικοί στη διάθεσή τους, και κυρίως, δεν έχει προκαλέσει σοβαρή αντίθεση από διαφορετικό στρατηγικό προσανατολισµό µέσα στην ίδια την άρχουσα τάξη –µια κατάσταση που περιγράφηκε αρκετά καλά στον ισχυρισµό της Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Μια θετική πλευρά του Brexit είναι ότι δεν είναι πια αδιανόητη µια πιθανή αλλαγή στην υπαρκτή κατάσταση. Ακόµα δεν έχει αναπτυχθεί στα σοβαρά η συζήτηση για µια «βιοµηχανική στρατηγική» που θα παίρνει υπόψη τις ευρύτερες ανάγκες του Βρετανικού κεφαλαίου και όχι µόνο της χρηµατοπιστωτικής πτέρυγας. Αλλά το ότι αυτή η συζήτηση έχει ξεκινήσει, δείχνει πως έχουν αρχίσει οι πρώτες σκέψεις σχετικά µε τα όρια του νεοφιλελευθερισµού. Ο βασικός στόχος της Αριστεράς είναι να δείξει ότι υπάρχουν αριστερές εναλλακτικές στο νεοφιλελευθερισµό, πιο ελκυστικές από αυτές της λαϊκιστικής Δεξιάς.
Ένα πράγµα που δυσκολεύοµαι να εξηγήσω είναι η παραίτηση του Φάρατζ. Έχεις κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό και γενικότερα στις προοπτικές του UKIP µετά το δηµοψήφισµα; Αληθεύει ότι κεφαλαιοποιούν την νίκη του Brexit για να καλλιεργήσουν το ρατσισµό, ή τα σχετικά ρεπορτάζ είναι υπερβολικά;
Το UKIP βιώνει απρόσµενες δυσκολίες –ή έστω απρόσµενες για εκείνους που προέβλεπαν ότι τώρα ο Φάρατζ θα είχε γίνει αναπληρωτής πρωθυπουργός και το κόµµα του θα είχε σχηµατίσει κυβέρνηση συνεργασίας µε τους Συντηρητικούς. Η επικεφαλής που εκλέχτηκε µετά την παραίτηση του Φάρατζ, η Νταϊάν Τζέιµς, παραιτήθηκε κι αυτή µε τη σειρά της µετά από µόλις 18 µέρες, επικαλούµενη την έλλειψη στήριξης από τα στελέχη του κόµµατος. Όποια κι αν είναι η πραγµατική αιτία, αποκαλύπτει ένα βαθύ έλλειµµα προσανατολισµού µέσα στην ηγεσία και αναδεικνύει ένα υπόβαθρο όπου τα µέλη του UKIP το εγκαταλείπουν για να µπουν (ή να επιστρέψουν) στους Συντηρητικούς. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι Συντηρητικοί έχουν υιοθετήσει το µεγαλύτερο µέρος του προγράµµατος του UKIP για τη µετανάστευση και είναι και σε πολύ ισχυρότερη θέση για να το εφαρµόσουν. Ένα µέρος του προβλήµατος είναι ότι τα επίπεδα υποστήριξης του UKIP για χρόνια φουσκώνονταν συστηµατικά από τα πρόθυµα ΜΜΕ, που έβρισκαν τον Φάρατζ χρήσιµα αµφιλεγόµενο. Δεδοµένου του µεγέθους της δωρεάν δηµοσιότητας που απολαµβάνει –ιδιαίτερα στο BBC- µάλλον είναι δικαιολογηµένο ότι ξεχνάτε ότι το UKIP έχει µόλις ένα βουλευτή στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (τον πρώην Συντηρητικό Ντάγκλας Κάρσγουελ) και 7 βουλευτές στην «αποκεντρωµένη» Συνέλευση της Ουαλίας.
Ο Φάρατζ έχει αποτύχει να εκλεγεί βουλευτής 5 φορές, µε πιο πρόσφατες τις εκλογές του 2015. Η πραγµατική τους βάση στήριξης αφορά το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όπου, µε 24 ευρωβουλευτές, αποτελούν τη µεγαλύτερη βρετανική κοινοβουλευτική οµάδα. Αλλά µόλις συµβεί το Brexit θα πρέπει φυσικά να παραδώσουν αυτές τις έδρες τους.
Έχουν ειπωθεί πολλά για την υποτιθέµενη βάση τους στην εργατική τάξη και το πώς προσελκύουν ψήφους από το Εργατικό Κόµµα, αλλά πρόκειται για τεράστιες υπερβολές. Στο βαθµό που έχουν υποστήριξη από εργαζόµενους, αυτή αφορά κυρίως πρώην ψηφοφόρους των Συντηρητικών (γύρω στο 1/3 της βρετανικής εργατικής τάξης πάντα ψήφιζε τους Συντηρητικούς), οι οποίοι είναι πολύ πιθανό να επιστρέψουν στο πρώην κόµµα τους, τώρα που κερδήθηκε το δηµοψήφισµα. Η πραγµατική βάση στήριξης του UKIP βρίσκεται στους αυτοαπασχολούµενους και τους µικρούς εργοδότες, περισσότερο στους πιο ηλικιωµένους και στους λιγότερο µορφωµένους. Όσο για τα προσωπικά κίνητρα του Φάρατζ, είναι αδύνατο να τα εντοπίσουµε µε βεβαιότητα. Ίσως αντιλήφθηκε ότι το UKIP ήταν εξαρχής καταδικασµένο να παραµείνει µια µονοθεµατική οργάνωση, η οποία θα ήταν αδύνατο να συνεχίσει να υπάρχει µετά την επίτευξη του στόχου της. Ιδιαίτερα από τη στιγµή που οι Συντηρητικοί έχουν πλέον προσεταιριστεί το µεγαλύτερο τµήµα της ρητορικής και του προγράµµατός του σε σχέση µε την ΕΕ. Περιµένω ότι ο Φάρατζ θα παραµείνει ενεργός πολιτικός παίχτης, αλλά είναι πολύ πιθανό η δραστηριοποίησή του στην πολιτική να διαρκέσει πολύ περισσότερο από τη ζωή του σηµερινού κόµµατός του.
Ποιο είναι το επίδικο της µπλερικής ανταρσίας ενάντια στον Κόρµπιν και έχει καµιά σχέση µε το αποτέλεσµα του δηµοψηφίσµατος; Σε περίπτωση επικράτησης του Κόρµπιν, µπορεί να υπάρξει µια δεξιά διάσπαση όπως το 1981; Τη στάση πιστεύεις πως πρέπει να κρατήσει η αντικαπιταλιστική Αριστερά απέναντι στις εξελίξεις στο Εργατικό Κόµµα; (σσ: οι ερωτήσεις στάλθηκαν στον N.D. πριν τις εκλογές στο Εργατικό Κόµµα)
Ο Κόρµπιν έχει πλέον κερδίσει την δεύτερη εσωκοµµατική εκλογική αναµέτρηση, και µε µεγαλύτερη διαφορά σε σχέση µε την πρώτη –και µάλιστα παρότι η γραµµατεία του Εργατικού Κόµµατος εµπόδισε πολλά νέα µέλη να ψηφίσουν επικαλούµενη απολύτως ψευδεπίγραφους λόγους. Ο έλεγχός του πάνω στο κόµµα είναι λοιπόν σχεδόν πλήρης, και ακόµα και κάποιοι εχθρικοί βουλευτές αποδέχονται ότι θα υποχρεωθούν να συνεργαστούν µε την οµάδα του Κόρµπιν για το ορατό µέλλον –δηλαδή τουλάχιστον µέχρι τις επόµενες εθνικές εκλογές.
Αυτό δεν σηµαίνει ότι οι πιο σκληροπυρηνικοί µπλερικοί δεν θα επιχειρήσουν να τον υποσκάψουν. Σε µια κίνηση που είναι ξεδιάντροπη ακόµα και για το δικό τους επίπεδο, δίνουν πλέον έµφαση στις «αυθεντικές ανησυχίες» των Βρετανών εργατών για τη συνεχιζόµενη µετανάστευση –ένα θέµα πάνω στο οποίο ο Κόρµπιν έχει διατηρήσει µια αξιοθαύµαστη στάση αρχών- µε την ελπίδα ότι σπεκουλάροντας πάνω σε αυτό θα τον καταστήσουν µη-εκλόγιµο, και άρα ξανά αµφισβητήσιµο στο µέλλον.
Με άλλα λόγια, αντί να αντιπαλεύουν τον ρατσισµό µέσα στην εργατική τάξη, αυτοί οι άνθρωποι υποκλίνονται σε αυτόν και τον υποθάλπτουν. Προφανώς δεν είναι δική µου δουλειά να συµβουλέψω τα µέλη στο Εργατικό Κόµµα για το τι να κάνουν, αλλά µου φαίνεται δύσκολο να µην βλέπει κανείς την ανάκληση αυτών των βουλευτών ως την πιο κατάλληλη απάντηση σε µια τόσο ντροπιαστική συµπεριφορά. Στην παρούσα φάση δεν περιµένω να συµβεί διάσπαση, καθώς οι βουλευτές που θα αποχωρούσαν θα ήταν αποµονωµένοι και χωρίς καµιά σοβαρή κοινωνική βάση. Αλλά η κατάσταση µπορεί να αλλάξει αν γίνουν αρκετές απόπειρες για ανακλήσεις βουλευτών από τη βάση, κάτι που στην πράξη δεν θα τους αφήνει καµιά άλλη επιλογή από το να φύγουν.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να παρέµβει σε αυτές τις εξελίξεις στο Εργατικό Κόµµα, κυρίως µε την εµπλοκή της στο Momentum, την οργάνωση που υποστηρίζει τον Κόρµπιν και το πρόγραµµά του, αλλά η οποία δεν αποτελείται αποκλειστικά από µέλη του Εργατικού Κόµµατος. Προφανώς, µια τέτοια εµπλοκή µπορεί να γίνει µόνο υπό τον όρο ότι οι σύντροφοι θα έχουν την ελευθερία να εκφράζουν ανοιχτά τις πολιτικές τους απόψεις.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν το Εργατικό Κόµµα µπορεί να µετασχηµατιστεί ριζικά προς την κατεύθυνση µιας οργάνωσης που θα θυµίζει περισσότερο αυτές που αναδύονται στο Νότο της Ευρώπης –δηλαδή στην ουσία την µετατροπή του σε έναν απολύτως νέο σχηµατισµό. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό δεν θα σήµαινε ότι το πρόβληµα της κοµµατικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης θα έχει λυθεί θαυµατωδώς –η εµπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει µε τον πλέον επώδυνο τρόπο τις δυσκολίες που θα υπάρχουν στη διαδροµή. Αλλά µια τέτοια εξέλιξη θα απαιτούσε νέους τρόπους σκέψης και την προθυµία να αναγνωρίσουµε ότι το να επαναλαµβάνουµε απλώς τις παρατηρήσεις του Λένιν για τη φύση του Εργατικού Κόµµατος στον «Αριστερισµό», ίσως δεν είναι πια αρκετό.
Η κατάσταση στη Σκοτία είναι διαφορετική από ότι στην Αγγλία για δύο λόγους.
Ο ένας είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που κανονικά θα έµπαιναν στο Εργατικό Κόµµα µε το «κορµπινικό» ρεύµα, είχαν ήδη µπει στο SNP, τους Πράσινους της Σκοτίας και σε οργανώσεις της άκρας Αριστεράς –ή απλά συνέχισαν να δραστηριοποιούνται µε την Καµπάνια για Ριζοσπαστική Ανεξαρτησία (RIC). Ως αποτέλεσµα, αν και µεγάλωσε και το Σκοτσέζικο Εργατικό Κόµµα, αυτό συνέβη σε πολύ µικρότερο βαθµό, και µεγάλο κοµµάτι αυτής της µεγέθυνσης αφορούσε την επιστροφή πρώην µελών που είχαν φύγει εξαιτίας του Πολέµου στο Ιράκ ή εξαιτίας της συµπεριφοράς των Νέων Εργατικών γενικότερα.
Ο άλλος λόγος είναι ότι η Σκοτία έχει µάλλον το πιο αδιόρθωτα δεξιό Εργατικό Κόµµα σε όλη τη Βρετανία. Το Momentum υπάρχει και στη Σκοτία, αλλά είναι σχετικά αδύναµο. Η RIC υποστηρίζει τις προσπάθειες του Κόρµπιν στην Αγγλία και κάλεσε ένα στέλεχος του Momentum ως οµιλητή στη πρόσφατη Συνδιάσκεψή της. Αλλά η άρνηση της ηγεσίας των Εργατικών να σκεφτεί το ζήτηµα της ανεξαρτησίας της Σκοτίας, ή έστω να συµµαχήσει µε το SNP στο Γουέστµινστερ, σηµαίνει ότι η σκοτσέζικη και η αγγλική Αριστερά εργάζονται όλο και περισσότερο πάνω σε παράλληλα, αλλά διαφορετικά σχέδια.
Υπάρχει µια επιπλέον πτυχή του φαινοµένου Κόρµπιν που είναι σηµαντική για την εντεινόµενη κρίση του βρετανικού κράτους. Αυτήν τη στιγµή, κανένα κόµµα δεν έχει από µόνο του τον πολιτικό έλεγχο σε όλο το Ηνωµένο Βασίλειο –µια κατάσταση άνευ προηγουµένου στην ιστορία του Βρετανικού κράτους. Πράγµατι, διαφορετικά κόµµατα κυριαρχούν στο καθένα από τα έθνη που απαρτίζουν το ΗΒ.
Ξεκινώντας από αυτό µε την µεγαλύτερη ισχύ µέσα στο αντίστοιχο έθνος, και πηγαίνοντας προς τα κάτω, κυβερνούν: Το SNP στη Σκοτία, το Εργατικό Κόµµα στην Ουαλία, το Συντηρητικό Κόµµα στην Αγγλία και το Δηµοκρατικό Ενωτικό Κόµµα στη Βόρεια Ιρλανδία.
Αυτή η πραγµατικότητα µπορεί να αλλάξει φυσικά, αλλά το ζήτηµα είναι ότι από όλα αυτά τα κόµµατα, το Εργατικό Κόµµα είναι το µόνο ικανό να λειτουργήσει ως εναλλακτική απέναντι στους Συντηρητικούς στην Αγγλία και -συνεπώς- σε όλο το Ηνωµένο Βασίλειο. Το κεφάλαιο έχει ανάγκη από ένα τέτοιο εναλλακτικό κόµµα, έναν ουσιωδώς ασφαλή αντικαταστάτη για όταν το «φυσικό» κόµµα τους στην κυβέρνηση υποχρεωθεί να περάσει στην αντιπολίτευση ή όταν –όπως συµβαίνει σήµερα- αυτό δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων.
Οι Νέοι Εργατικοί έπαιξαν µε επιτυχία αυτόν τον ρόλο για δύο δεκαετίες περίπου. Αλλά τουλάχιστον προς το παρόν, το σηµερινό Εργατικό Κόµµα δεν µπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο, όχι επειδή είναι ανίκανο να κερδίσει εκλογές, αλλά γιατί δεν µπορεί η άρχουσα τάξη να το εµπιστευτεί για την συνέχεια του νεοφιλελεύθερου προγράµµατος. Η αχαλίνωτη εχθρότητα της πλειοψηφίας του Κοινοβουλευτικού Εργατικού Κόµµατος (PLP) απέναντι στον Κόρµπιν λοιπόν δεν οφείλεται στο ότι φοβούνται ότι θα χάσει τις εθνικές εκλογές, αλλά, αντίθετα, στο ότι φοβούνται ότι µπορεί να τις κερδίσει, και να απειλήσει δυνητικά το σύστηµα το οποίο θέλουν να προστατέψουν.
Μπορείς να σχολιάσεις τον αντίκτυπο του δηµοψηφίσµατος στη Σκοτία; Πώς µπορούµε να εξηγήσουµε την επικράτηση της Παραµονής εκεί και ποιες είναι οι προοπτικές µετά από το αποτέλεσµα; Είναι περίεργο πως η διάλυση του Ηνωµένου Βασιλείου (που σε εµένα δείχνει καλοδεχούµενη εξέλιξη) συνδέεται µε το στόχο της διατήρησης της σχέσης µε την ΕΕ (σε καµία περίπτωση προοδευτικό όραµα). Πώς πρέπει να σταθεί η Αριστερά απέναντι σε αυτήν την κατάσταση;
Το σκοτσέζικο δηµοψήφισµα του 2014 κατέληξε σε µια οριακή νίκη του βρετανικού κράτους -άλλη µια τακτική γκάφα του Κάµερον- αλλά το Brexit έβαλε στην ατζέντα την πιθανότητα για ένα δεύτερο δηµοψήφισµα, πολύ πιο σύντοµα από ότι εγώ και οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαµε πιθανό το 2014.
Η απώλεια της Σκοτίας θα είναι απείρως πιο σηµαντική για το Βρετανικό Κράτος από ότι η απώλεια της Ιρλανδίας το 1922. Η Ιρλανδία ήταν µια αποικία, ενώ η Σκοτία έχει κεντρική σηµασία σε όλο το αποικιοκρατικό σχέδιο και, συγκριτικά µε τον πληθυσµό της, έπαιξε δυσανάλογα µεγάλο ρόλο στην κατάκτηση και τη διοίκηση εδαφών για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Οπότε, αν αποσχιστεί η Σκοτία τότε το Ηνωµένο Βασίλειο τελειώνει, µε ό,τι συνεπάγεται αυτό ως προς την αποµάκρυνση των πυρηνικών όπλων και το τέλος του ρόλου της Βρετανίας ως του βασικού στηρίγµατος της αµερικανικής ιµπεριαλιστικής στρατηγικής.
Προς το παρόν φαίνεται ότι το SNP σκοπεύει να διεκδικήσει ένα δεύτερο δηµοψήφισµα για ανεξαρτησία, βασισµένο στο επιχείρηµα ότι η πλειοψηφία των Σκοτσέζων ψήφισαν Παραµονή στην ΕΕ. Το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι στη Σκοτία έχουν αυταπάτες για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα µεγάλο πρόβληµα, αλλά όπως έχω ισχυριστεί και αλλού (βλέπε https://www.jacobinmag.com/2016/07/scotland-independence-referendum-brex...), το 38% που κέρδισε η Έξοδος στη Σκοτία υποβαθµίζει την έκταση των αντι-ΕΕ διαθέσεων, καθώς υπήρξε µια µεγάλη πτώση της συµµετοχής στις πιο φτωχές και πιο υποβαθµισµένες εργατικές περιοχές, όπως η ανατολική Γλασκώβη –ο ίδιος ακριβός τύπος περιοχών µε αυτές που έτειναν να ψηφίσουν Έξοδο στην Αγγλία.
Ο πραγµατικός συσχετισµός στην κοινή γνώµη συνεπώς είναι µάλλον πιο ισορροπηµένος από ότι δείχνει το επίσηµο αποτέλεσµα. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, είναι καθήκον των σοσιαλιστών να επιχειρηµατολογούν από θέσεις αρχής, και όχι µε βάση το τι µπορεί να δώσει στιγµιαία ώθηση σε έναν από τους στόχους µας. Άρα λοιπόν, ένα από τα κεντρικά ζητήµατα που αντιµετωπίζει η Αριστερά στη Σκοτία είναι να ισχυριστεί –ενάντια στο SNP (και τους Πράσινους της Σκοτίας)- ότι το ζήτηµα της ανεξαρτησίας της Σκοτίας από το ΗΒ και της παραµονής της Σκοτίας στην ΕΕ είναι δύο τελείως διαφορετικά ερωτήµατα που απαιτούν ξεχωριστά δηµοψηφίσµατα, στα οποία θα στηρίξουµε το «Ναι» στο πρώτο και το «Όχι» στο δεύτερο.
Το ζήτηµα της παραµονής της Σκοτίας στην ΕΕ είναι απολύτως κρίσιµο, γιατί δεν θα συζητηθεί µε όρους φυλής και µετανάστευσης, αλλά γύρω από την ίδια την ΕΕ. Με άλλα λόγια, το επιχείρηµα του «µικρότερου κακού» θα είναι πλέον άσχετο, στο βαθµό που υπήρξε ποτέ σχετικό, και θα έχουµε να αντιµετωπίσουµε την ίδια την πραγµατικότητα της ΕΕ.
Πέρα από τη σχέση της µε την Βρετανία, ποιος νοµίζεις ότι είναι ο αντίκτυπος του Brexit στην ΕΕ και τις προοπτικές της γενικότερα;
Υπάρχουν πολλά σηµεία. Ένα σηµείο είναι ο τρόπος µε τον οποίο η σκληρή Δεξιά, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ολλανδία, αξιοποίησαν το Brexit ως µήνυµα για να απαιτήσουν δικά τους δηµοψηφίσµατα, απειλώντας συνεπώς την συνοχή όλου του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η ΕΕ είναι πιθανό να επιβιώσει µετά την αποχώρηση της Βρετανίας. Αλλά µια αποχώρηση της Γαλλίας θα είναι θανατηφόρο πλήγµα.
Ένα άλλο σηµείο είναι ότι το Brexit ενθαρρύνει τα κράτη-µέλη να υψώσουν τα δικά τους αιτήµατα για εξαίρεση από κάποιους κανόνες ή για τη δυνατότητα προαιρετικής εφαρµογής και να απειλούν µε δηµοψήφισµα αν δεν γίνουν δεκτοί οι όροι τους.
Στην περίπτωση κάποιων κρατών της ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη λεγόµενη «οµάδα του Βίζεγκραντ», οι απειλές για αποχώρηση µάλλον δεν πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, δεδοµένου του βαθµού στον οποίο στηρίζονται στην ευρωπαϊκή χρηµατοδότηση. Αλλά η στάση τους θα µπορούσε να συµβάλει στην αναίρεση της διαδικασίας «ολοκλήρωσης», µέσα από την επιστροφή σε µια διαδικασία «συνεννόησης µεταξύ κυβερνήσεων». Αυτού του είδους οι πιέσεις πιθανότατα θα υποβαθµιστούν σε αυτήν την φάση, µε δεδοµένο και το φιάσκο του πρόσφατου ουγγρικού δηµοψηφίσµατος σχετικά µε την αποδοχή των ποσοστώσεων προσφύγων που προτείνει η ΕΕ. Αλλά είναι απίθανο να εξαφανιστούν µόνιµα.
Το Brexit πρόκειται να συµβεί σε µια συγκυρία όπου η ΕΕ ήδη αντιµετωπίζει την δική της δίδυµη κρίση: µια εξωτερική, όσον αφορά τους πρόσφυγες, και µια εσωτερική, όσον αφορά τις αντιφάσεις του ευρώ. Η πρώτη µπορεί ίσως να χαλαρώσει σε κάποιο βαθµό, ιδιαίτερα αν εµποδιστούν οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις (που φυσικά περιλαµβάνουν και τη Ρωσία) από την έναρξη ή διασπορά νέων πολέµων στον Παγκόσµιο Νότο. Η δεύτερη πλευρά της κρίσης είναι πιο ουσιαστική και αναπόφευκτη. Όλα τα κράτη –εκτός από τη Γερµανία και τη Γαλλία πρακτικά- είναι υποχρεωµένα να συµµορφωθούν σε ένα πακέτο όρων τους οποίους, τα περισσότερα, δεν µπορούν να τηρήσουν στην πραγµατικότητα. Μέσα στην Ευρωζώνη, είναι προφανώς αδύνατο για κάθε κράτος-µέλος να αυξήσει µόνο του την ρευστότητα (ποσοτική χαλάρωση), αλλά ούτε και µπορεί να αλλάξει τα επιτόκια ή να υποτιµήσει το νόµισµά του. Οι µόνοι τρόποι για να τονώσει την ανταγωνιστικότητά του είναι η ανεργία, οι περικοπές µισθών ή η µετανάστευση.
Σαν συνέπεια έχουν µόνιµα χαµηλά επίπεδα ανάπτυξης, τεράστια ανεργία –ιδιαίτερα στους νέους όπου σε κάποιες περιοχές φτάνει το 50%- και την άνοδο της ακροδεξιάς ως λαϊκιστική απάντηση στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς της ΕΕ. Η εγκατάλειψη του ευρώ, ωστόσο, θα σήµαινε το τέλος του ευρωπαϊκού σχεδίου και άρα τα βάσανα θα συνεχίζονταν µέχρις ότου να διαλυθεί η ίδια η ΕΕ –µια κατάληξη προς την οποία θα πρέπει να εργάζεται η Αριστερά.
Τα µεγάλα κόµµατα στην Ελλάδα ισχυρίζονται ότι µια έξοδος από την ΕΕ ή την ευρωζώνη θα ήταν «µια τεράστια καταστροφή». Παράλληλη, η «Έξοδος» έχει βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά. Κάποια τµήµατά της δείχνουν να κατανοούν µια έξοδο από την ΕΕ ως «απελευθερωτική» πράξη από µόνη της. Έζησες πρόσφατα µια «έξοδο», ποια είναι η εµπειρία σου µετά το αποτέλεσµα; Σίγουρα δεν ήταν «το τέλος του πολιτισµού» στη Βρετανία. Αλλά άλλαξε τα πράγµατα –προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Με βάση τη πρόσφατη εµπειρία σου, τι συµβουλή δίνεις στην ευρωπαϊκή Αριστερά ως προς τη διαχείριση του θέµατος της «εξόδου»; Τι κάνει το Lexit ριζικά αντίθετο και όχι συµπληρωµατικό στα σχέδια διαφόρων Φάρατζ, Γκρίλο ή Λεπέν;
Η «καταστροφή» συµβαίνει ήδη στην Ελλάδα, µέσα στην ΕΕ και ως αποτέλεσµα των ενεργειών της Κοµισιόν και της ΕΚΤ. Το µεγαλύτερο µάθηµα που µπορούν να πάρουν η ελληνική και γενικότερα η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά από τη βρετανική εµπειρία είναι αυτό: πρέπει να κάνουν το ζήτηµα της εξόδου από την ΕΕ ένα αίτηµα σοσιαλιστικό, προτού φτάσουµε στην πιθανότητα του δηµοψηφίσµατος. Αν δεν το κάνουν αυτό, θα παραµείνει ως τµήµα ενός πιθανού φασιστικού ή του ακροδεξιού προγράµµατος, και αν προκύψουν δηµοψηφίσµατα σε τέτοιες συνθήκες, θα υποστούν τον ίδιο «στηρίξτε το µικρότερο κακό» εκβιασµό που υποστήκαµε εδώ στη Βρετανία.
Ο Τζορτζ Όργουελ συνήθιζε να επιχειρηµατολογεί ενάντια σε αυτό που αποκαλούσε σύνδροµο του «ρίχνω νερό στο µύλο του…»: Με άλλα λόγια, την άποψη ότι κάθε άβολη αλήθεια που ίσως να είναι προσωρινά επιβλαβής για την δική µας µεριά, πρέπει να κρύβεται. Οπότε, το να αποκαλύπτεις τον αντεπαναστατικό ρόλο του σταλινισµού στον Ισπανικό Εµφύλιο Πόλεµο υποτίθεται πως «έριχνε νερό στο µύλο» του Φράνκο και των φασιστών. Το να ζητάς την αποχώρηση από την ΕΕ µε βάση το ότι είναι µια νεοφιλελεύθερη µηχανή που επιβάλει λιτότητα και προκαλεί τους θανάτους χιλιάδων προσφύγων και µεταναστών στη Μεσόγειο υποτίθεται ότι «ρίχνει νερό στο µύλο» του Φάρατζ και της Συντηρητικής Δεξιάς. (ο παραλληλισµός είναι πιο ακριβής από ότι δείχνει εκ πρώτης όψεως, δεδοµένου ότι οι φαντασιώσεις για τον προοδευτικό χαρακτήρα της ΕΕ σήµερα δείχνουν εξίσου διαδεδοµένες µε αυτές που υπήρχαν για την ΕΣΣΔ τη δεκαετία του ’30). Φυσικά, αν η Αριστερά που στήριζε την Έξοδο το έκανε χρησιµοποιώντας παρόµοια επιχειρήµατα µε της άκρας Δεξιάς, ή αν εµφανιζόταν στο πλευρό της άκρας Δεξιάς σε συζητήσεις ή σε κινητοποιήσεις, τότε θα µπορούσε να δεχτεί δίκαια κριτική για «φαιο-κόκκινη» συµµαχία, όπως αυτή που έκανε το KPD στο Πρωσικό δηµοψήφισµα του 1931. Αλλά στη Βρετανία δεν έκανε τίποτε από τα δύο.
Υπάρχει διαφορά ανάµεσα στα αριστερά επιχειρήµατα εξόδου από την ΕΕ και τα επιχειρήµατα που σχετίζονται µε τον Φάρατζ και τους οµοϊδεάτες του. Είναι απολύτως εφικτό δύο οµάδες ανθρώπων να υποστηρίζουν την ίδια πολιτική θέση προσδοκώντας όχι απλά διαφορετικά, αλλά διαµετρικά αντίθετα αποτελέσµατα. Όταν συµβαίνει κάτι τέτοιο, συνήθως συντρέχει ένας από τους δύο λόγους: είτε η µία οµάδα έχει παρανοήσει την κατάσταση –µε άλλα λόγια δεν γίνεται να έχουν δίκιο και οι δύο αντιτιθέµενες οµάδες και η σηµασία του αποτελέσµατος θα είναι διαφορετική από αυτήν που προσδοκά η µία από αυτές. Είτε η κατάσταση είναι πραγµατικά ακαθόριστη -µε άλλα λόγια, η φύση του αποτελέσµατος θα κριθεί από το τι θα πράξουν οι διαφορετικές οµάδες κατά τη διαδικασία που θα οδηγήσει σε αυτό. Στην περίπτωση της Βρετανίας, υπήρξε και κακός υπολογισµός από τη µεριά της Δεξιάς –η θέση που στήριζαν δεν επρόκειτο να αποκαταστήσει τη ζωτικότητα του βρετανικού καπιταλισµού- και απροσδιοριστία όσον αφορά το αποτέλεσµα: θα µπορούσε να εξελιχθεί σε ενίσχυση του ρατσισµού και της ξενοφοβίας, αλλά όχι αναγκαστικά. Και το αν θα εξελιχθεί ή όχι σε αυτήν την κατεύθυνση θα εξαρτηθεί κυρίως από το αν η Αριστερά θα βρει έναν τρόπο να διατυπώσει µια δική της εναλλακτική που δεν θα περιορίζεται στο να περιµένει από την ΕΕ να παίξει το ρόλο του σωτήρα.