Με αφορμή την προβολή στους κινηματογράφους της ταινίας «Detroit»
Λέγεται συχνά πως μια ταινία που αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, μάς αποκαλύπτει περισσότερα για την εποχή που γυρίστηκε παρά για αυτήν στην οποία αναφέρεται. Το φιλμ της Μπίγκελοου επιβεβαιώνει αυτή τη ρήση. Είναι αδύνατο να δεις την ταινία και να μην κάνεις τη σύνδεση ανάμεσα στην εξέγερση του Ντητρόϊτ του 1967 και στις τωρινές μάχες του Φέργκιουσον και της Σάρλοτσβιλ. Είναι αδύνατον να δεις στο πανί την τότε κτηνωδία της αστυνομίας απέναντι στους μαύρους και να μη σχολιάσεις: «σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Η εξέγερση των μαύρων στην εργατούπολη Ντητρόιτ του Μίσιγκαν το 1967 πνίγηκε σε λουτρό αίματος από την Αστυνομία, την Εθνοφρουρά και δύο επίλεκτες μεραρχίες του αμερικανικού στρατού που μόλις είχαν επιστρέψει από το Βιετνάμ. Οι μεραρχίες που είχαν κατασφάξει τα χωριά της Ινδοκίνας, τώρα περιπολούσαν πυροβολώντας στις μαύρες γειτονιές του Ντητρόϊτ. Σε πέντε μέρες περισσότεροι από 40 μαύροι έχασαν τη ζωή τους από τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης, ενώ 1.200 τραυματίστηκαν σοβαρά από τα κρατικά πυρά και τα βασανιστήρια της αστυνομίας. Μέσα στα θύματα υπήρχαν αρκετοί μαύροι πρώην φαντάροι του αμερικανικού στρατού που είχαν επιστρέψει από το Βιετνάμ. Αυτοί βρέθηκαν να υπερασπίζουν τη ζωή τους απέναντι στο κράτος με την πέτρα ή την μολότοφ στο χέρι και αποτελούσαν συχνά την πιο μαχητική πρωτοπορία των εξεγερμένων.
Η ταινία «Ντητρόιτ» εξελίσσεται μέσα σ’ αυτό το χρονικό, επιμένοντας σε ένα ιδιαίτερο επεισόδιο: Την εν ψυχρώ εισβολή της αστυνομίας στο ξενοδοχείο «Αλγέρι» και τη δολοφονία τριών μαύρων που βρίσκονταν εκεί, μετά από πολύωρη ανάκριση.
Οι κριτικοί κινηματογράφου εκνευρίζονται με τον «διδακτισμό» της ταινίας:
«Μια χιλιοϊδωμένη ιστορία φυλετικού μίσους», ένα «εκβιαστικά διδακτικό θρίλερ», «ένα ψευδο-ντοκυμαντερίστικο στιλ» που «ξεχειλίζει πολιτικό διδακτισμό» σχολιάζει ένας κάποιος κριτικός, που φαίνεται έχει βαρεθεί να συναντά στις αίθουσες ταινίες με αντιρατσιστικό περιεχόμενο και τις θεωρεί πλέον «τρε μπανάλ»…
Από κοντά και η κριτική της Lifo που χαλιέται με τα πάντα σ’ αυτή την ταινία: είναι «παλαιομοδίτικο» που η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κόκκο στην εικόνα, οι διάλογοι «δεν ξεπερνούν τη ρηχότητα», η ταινία τελικά «δεν βρήκε τίποτε το ουσιαστικό να πει» και είναι «αναδρομικά προοδευτική», ό,τι και αν μπορεί να σημαίνει αυτή η διατύπωση. Ο κριτικός της Lifo καταλήγει να προτείνει στη Μπιγκελόου να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ και να περιοριστεί εκεί… Αλλά μια αρνητική κριτική στη “Lifo” δεν είναι παρά εύσημο και διάκριση για έναν καλλιτέχνη!
«Η Μπίγκελοου λέει την αλήθεια. Αλλά με λάθος τρόπο»
Όμως, δεν λείπουν και οι κριτικές από τα αριστερά που θεωρούν πως η σκηνοθέτης το παράκανε με το να προσπαθεί να νιώσει ο θεατής στο πετσί του τη βία της αστυνομίας και την αθλιότητα του δικαστικού συστήματος, όταν αθώωσε πανηγυρικά τους φονιάδες αστυνομικούς. Μια κριτικός για παράδειγμα, που τάσσεται σαφώς και ενθουσιωδώς υπέρ των μαύρων εξεγερμένων, εκνευρίζεται κι αυτή με τον «διδακτισμό» της ταινίας που καταλήγει, κατά τη γνώμη της, σε μελό επειδή δεν δείχνει απλώς τον ρατσισμό, αλλά προσπαθεί να μας κάνει να τον αισθανθούμε. Η φράση της «η Μπιγκελόου λέει την αλήθεια. Αλλά με λάθος τρόπο» αναγκαστικά ρίχνει το βάρος στο δεύτερο σκέλος, τον τρόπο. Αλλά είναι ποτέ δυνατόν το περιεχόμενο να έχει λιγότερη σημασία από τη μορφή;
Μια ταινία δεν γυρίζεται με σκοπό να ικανοποιήσει τα γούστα των κριτικών, ούτε καν για να συμμορφωθεί με τα κριτήρια μεγάλων δραματουργών, όπως του Μπρεχτ, που απαιτούσε να καλλιεργείται το μυαλό και η κριτική ικανότητα των θεατών, να μην εκβιάζεται το συναίσθημα αλλά να δίνεται τροφή στη σκέψη μέσω της αποστασιοποίησης.
Όμως ο Μπρεχτ ήταν δημιουργός ο ίδιος, και π.χ. στα «όπλα της κυρίας Καρράρ» δεν φοβόταν να σπάσει τους κανόνες που ο ίδιος θεσμοθετούσε. Αντίθετα οι κριτικοί μας, ακόμα κι όταν έχουν σπουδάσει στο σχολειό του Μπρεχτ, είναι στείροι και άκαμπτοι με τους κανόνες και καταλήγουν συχνά ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι.
Η ταινία «Ντητρόϊτ» δεν είναι μια ταινία που απευθύνεται σε ήδη πολιτικοποιημένους θεατές προσπαθώντας να καλλιεργήσει την κριτική τους ικανότητα. Αντίθετα, είναι ένα έργο ιστορικής μνήμης, που από τη μια μένει εξαιρετικά πιστό στα γεγονότα και από την άλλη μάς θυμίζει πως «όλα άλλαξαν για να μείνουν ακριβώς τα ίδια». Το ίδιο τέρας που προστάτεψε τους δολοφόνους των μαύρων στο Ντητρόιτ είναι σήμερα παρόν και ολοζώντανο.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία που η Μπίγκελόου επιμένει στη βία και την ατιμωρησία της αστυνομίας. Η τηλεόραση και το σινεμά κατακλύζονται από ταινίες και σειρές που παρουσιάζουν την αστυνομία θετικά, ως τους κυνηγούς του εγκλήματος. Ταυτόχρονα κάθε βδομάδα στις ΗΠΑ, κατά μέσο όρο δύο άοπλοι μαύροι δολοφονούνται εν ψυχρώ από αστυνομικούς. Η Μπίγκελόου κρατά εστιασμένο τον φακό στο πραγματικό πρόσωπο της αστυνομίας: κτηνωδία, χυδαίος ρατσισμός, άθλιος σεξισμός. Αυτή είναι πραγματικά η αστυνομία, επιμένει η σκηνοθέτης, όσο και αν κουράζονται με τον «διδακτισμό» της κάποιοι ανυπόμονοι κριτικοί.
Η ταινία της Μπίγκελόου με έναν τρόπο μάς θυμίζει παλιότερες ταινίες που κατάφεραν μαζική προσέλευση στην εποχή τους, όπως τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Η αργή ταχύτητα με την οποία κυλούσε η ταινία ενοχλούσε και τότε αρκετούς διανοούμενους, όμως ο «Θίασος» αγαπήθηκε από τον κόσμο της Αριστεράς και της νεολαίας που πηγαίνοντας στο σινεμά μάθαινε και εντύπωνε την ιστορία του.
Και για ποιο λόγο τότε o mainstream τύπος θεωρεί πολύ σημαντική ταινία το «Ντητρόϊτ»;
Πράγματι, η ταινία μας εκτός από πολλούς επικριτές διαθέτει και αρκετούς θαυμαστές στο αστικό στρατόπεδο, στο Δημοκρατικό Κόμμα και στους καλλιτέχνες του Χόλλυγουντ. Στη χώρα μας πολύ χαρακτηριστικά το «Βήμα» και η «Καθημερινή» έχουν γράψει διθυράμβους για το «Ντητρόϊτ», στους οποίους δεν σταματούν να σχολιάζουν πως τίποτε ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει στις ΗΠΑ και πως ο ρατσισμός συνεχίζει να εκπορεύεται από το κράτος – και τον Πρόεδρο Τραμπ! – την αστυνομική και τη δικαστική εξουσία. «Τραγικά επίκαιρη» βρίσκει την ταινία η «Καθημερινή». Τι έχει συμβεί; Είναι δυνατόν η ίδια ταινία να συγκίνησε και τους καθώς πρέπει αστούς, αλλά και τους στρατευμένους εχθρούς του συστήματος;
Πολλά χρόνια πριν, ένας νεαρός κωμικός στην Ιταλία, ο Ντάριο Φο, έκανε καριέρα και έφτασε να έχει εκπομπή στην κρατική τηλεόραση κάνοντας αποκλειστικά άγρια σάτιρα στην αστική τάξη. Ό,τι και αν έλεγε ενάντιά τους όχι μόνο δεν ενοχλούσε, αλλά αντίθετα κέρδιζε και αναγνωρισιμότητα, για να μπορεί να ξεσκίζει τους καπιταλιστές και τη Δεξιά στην κριτική σε πανεθνική μετάδοση.
Αυτή η ιστορία έληξε μια μέρα, όταν ο Ντάριο Φο ανέβασε στην τηλεόραση το σκετς: «Η προσευχή ενός εργάτη». Σ’ αυτό, μέσα από έναν εμπνευσμένο μονόλογο, περνούσε το μήνυμα πως οι εργάτες και οι εργάτριες μπορούν μια χαρά να κυβερνήσουν τα εργοστάσια και την κοινωνία, χωρίς να χρειάζονται τους κεφαλαιοκράτες. Το ίδιο βράδυ κιόλας ο Ντάριο Φο απολύθηκε, αφού κόπηκε η εκπομπή του στον αέρα.
Η αστική τάξη, σε κανονικές συνθήκες, δεν έχει κανένα πρόβλημα με την κριτική εναντίον της. Αντίθετα, σε έναν βαθμό την επιζητεί κιόλας, ακριβώς όπως στον μεσαίωνα ο φεουδάρχης είχε απαραίτητα μέσα στην Αυλή τον γελωτοποιό του, με δικαίωμα να ασκεί την πιο αυστηρή κριτική. Όμως, οι καπιταλιστές φοβούνται σαν το διάολο οτιδήποτε δείχνει πως η ζωή μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τους ίδιους να καρπώνονται τον πλούτο, πως μπορεί να υπάρχει κανονικότητα χωρίς εκμετάλλευση, πως το σύστημα δεν παίρνει διορθώσεις αλλά ανατροπή.
Η Μπίγκελόου είναι αποδεκτή από σημαντικό κομμάτι των αστών, κυρίως του θεάματος, επειδή δείχνει το σύμπτωμα και όχι τη λύση, επειδή παρουσιάζει τους μαύρους ως θύματα του ρατσισμού της αστυνομίας και όχι ως πραγματικούς ανατροπείς. Το κύριο μήνυμα της ταινίας, που αποδίδει τόσο σωστά ο εμετός του σεκιουριτά στη σκηνή έξω από το δικαστήριο, είναι πως τόση αδικία πια δεν υποφέρεται, πως οι εξεγέρσεις των μαύρων είναι η τιμωρία για την αυθαιρεσία της αστυνομίας και των δικαστών. Η σκηνοθέτης φωνάζει πως πρέπει να μπει φρένο πριν να είναι πολύ αργά, και γι’ αυτό το μήνυμά της εισακούεται από ένα κομμάτι του συστήματος που δυσανασχετεί με την πορεία του Τραμπ και το ξεσάλωμα των ρατσιστών.
Αλλά η ταινία «Ντητρόϊτ» αρέσει και σε μας, που θέλουμε να κάνουμε τη δουλειά του τερμίτη, να προπαγανδίσουμε ενάντια στον ρατσισμό και το σύστημα που το γεννά, και να οργανώσουμε τους πιο αποφασισμένους και αποφασισμένες για την ανατροπή του.