Σε πολλές κρίσιμες στιγμές στην Ιστορία, η Αριστερά βασισμένη πάντοτε στα προοδευτικά αντανακλαστικά της ιδίως σε ό,τι αφορά έννοιες όπως δικαιώματα, ανεξαρτησία, πάλη γι’ αυτοδιάθεση των λαών, βιάσθηκε να πάρει το μέρος, να διατρανώσει συνθήματα, να στηρίξει αγώνες, που αργότερα είτε στάθηκαν επιζήμιοι για όλους (βλέπε Περσία), είτε οδήγησαν στη διάψευση των δικών της προσδοκιών και ίσως σε ορισμένες περιστάσεις και στην συρρίκνωση της ίδιας της της δύναμης και καταρράκωσαν την αξιοπιστία της. Η περίπτωση της Καταλωνίας υπάρχει κίνδυνος ν’ αντιπροσωπεύσει έναν τέτοιον κίνδυνο για την Αριστερά της περιοχής άμα δεν προλάβει να ορθοτομήσει προσεκτικά την κατάσταση που ξανοίγεται μπροστά της και να προλάβει στρατηγικά λάθη.
Μια από τις μεγάλες παγίδες για την Αριστερά είναι, λαμβάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις απομονωμένα (δηλ. αφηρημένα) το θέμα της ανεξαρτησίας να παραγνωρίσει, σφαλερά, μία βασική διακρίνουσα που πρέπει να διέπει τη θεωρητική επένδυση του αγώνα και δανειζόμενοι την ορολογία του Λούτσο Κολέτι ας μας επιτραπεί να την ορίσουμε ως «καθορισμένο αφηρημένο». Η έννοια της ανεξαρτησίας, της αυτοδιάθεσης κλπ θα πρέπει να επιδιώκεται όχι σαν μία αδιαμόρφωτη μελλοντική πραγματικότητα, όπως προτάσσει συνήθως η δεξιά λαϊκιστική και ‘ρομαντική’ (à la Carl Schmit, θεοκρατική) πρακτική, αλλά σαν ένα πλήρως εξειδικευμένο πρόγραμμα δράσης, σύνθεσης δυνάμεων, θεμελίωσης κοινωνικών και κρατικών προγραμματικών δομών. Το σύνθημα που πρόταξε η δεξιά-κεντροαριστερή κυβερνητική συμμαχία «Πρώτα ανεξαρτησία και μετά βλέπουμε», υπάρχει κίνδυνος να συμπαρασύρει και να ακυρώσει την όποια κινηματική δράση από τα κάτω πασχίζει να φέρει στο προσκήνιο η CUP.
Μολαταύτα, και στην παρούσα, αλλά και σε κάθε ανάλογη περίσταση θα πρέπει ο αγώνας να γίνει ορατός πέρα κι έξω από τη μεταφυσική εντύπωση των εννοιών που συμπεριλαμβάνονται στην προσδοκία της ανεξαρτησίας.
Γιατί με τον τρόπο που δρομολογήθηκε, προβλήθηκε και προσπαθεί να παγιωθεί—υπό την καθοδήγηση μίας δεξιάς πλειοψηφίας, που όψιμα προσήλθε στον αγώνα για την ανεξαρτησία—στην Καταλωνία, η απόσχιση λειτουργεί, είτε με κίνδυνο να μεταβληθεί υπό το βάρος της άμεσης οικονομικής εξάρτησης άμα τη ανεξαρτησία, σε μία ανεξαρτησία ‘για τη σημαία’, ενός κράτους εντελώς υποτελούς, είτε στη διατήρηση της υπάρχουσας καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Δηλ. με τους όρους που πάει να επιτελεστεί, «στο πόδι», η όλη διαδικασία (το Procés) και στο οποίο κινδυνεύει να εγκλωβισθεί και η αριστερά, υπάρχει κι επιβάλλεται μία οριζόντια, χωρική ανεξαρτησία, όπου όλοι δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα. Είναι αναμφίρρητο πως στην Ιστορία πολλά κράτη δεν δημιουργήθηκαν μόνον όταν υπήρχε σαφώς διαμορφωμένη και αναβράζουσα εθνική συνείδηση και ταυτότητα, αλλά όταν και παράλληλα, τα οικονομικά συμφέροντα, ή οι τοπικές ελίτ συνέκλιναν με την ανάγκη για διεκδίκηση της ανεξαρτησίας. Και πάντοτε με γνώμονα, είτε να αυξήσουν, είτε να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και το υπάρχον status quo. Άλλωστε και στην Καταλωνία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη (επίσης και τη Φλάνδρα) οι ταυτοτικές διαφορές οξύνθηκαν όταν η οικονομική κρίση έπληξε με σφοδρότητα τους πληθυσμούς, και ίσως κάποια από τα συμφέροντα (η Μαδρίτη μας κλέβει, ή γιατί να τους πληρώνουμε;).
Ιδίως στην Καταλωνία, η όψιμη μεταστροφή της δεξιάς σε μοχλό καθοδήγησης προς την ανεξαρτησία συμπίπτει με τις αντιδράσεις και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, που κορυφώθηκαν το 2011, για την πολιτική λιτότητας και τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, που σε αγαστή σύμπλευση με την ισπανική κυβέρνηση και τις επιταγές τη ΕΕ, είχε δεχθεί πρόθυμα να εφαρμόσει. Παράλληλα, τα οικονομικά σκάνδαλα μίας τέτοιας ελίτ και δεξιάς καθηγεμονίας, σε συνδυασμό με το στρεβλό οικονομικό μοντέλο (που σαν κατασκευαστική-τουριστική βιομηχανία βασιζόταν από τις κρατικές –αυτοδιοικητικές επιχορηγήσεις και προγράμματα), είχαν οδηγήσει την δεξιά, που μέχρι τότε όχι μόνον δε μιλούσε για ανεξαρτησία, αλλά στήριζε και τις μειοψηφούσες κυβερνήσεις του Αθνάρ στο ισπανικό Κοινοβούλιο, να αλλάξει γραμμή πλεύσης και να απαλλοτριώσει το εθνικ(ιστι)κό συναίσθημα του καταλανικού λαού.
Θα πρέπει να υπάρξει ένα ταυτόχρονο κρηπίδωμα και υπέρ της πλευράς της προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των πόθων ενός λαού, αλλά και προς την πλευρά της οικοδόμησης μίας εναλλακτικής απέναντι στην πολιτική της δεξιάς. Στην ουσία, ο καταλανικός λαός (όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος σε μία παρόμοια κατάσταση) δεν έχει άλλη επιλογή παρά εκείνη που υπεδείκνυε στις μακρινές ημέρες του τέλους της Βαϊμάρης, της οικονομικής κρίσης και της ανόδου του Ναζισμού, ο «πολύς» Καρλ Κράους: ανάμεσα στα δύο κακά εγώ δεν επιλέγω κανένα (πολεμάω και τα δύο).
Στην εξέλιξη των κινημάτων σε όλες τις εποχές και σε όλον τον κόσμο υπάρχει πάντοτε η αγεφύρωτη διαφορά του ποιος «κάνει» και ποιος «μιλάει» για πολιτική. Στην περίπτωση της Καταλωνίας, όπως και σε άλλα παραδείγματα εθνικών διεκδικήσεων που δεν υπάγονται σε μία σχέση υποτέλειας αποικιοκρατικού τύπου, τα αιτήματα για ανεξαρτησία και κοινωνικό μετασχηματισμό, συμφύρονται με την εθνικιστικού είδους ρητορεία της δεξιάς και συχνά της ακροδεξιάς. Το έδαφος του εθνικισμού είναι ιδιαιτέρως ολισθηρό, ιδίως για την Αριστερά, καθώς πέρα από την εμπειρία της πάλης κατά της αποικιοκρατίας στη δεκαετία του ’60, δεν υπάρχει στα θεωρητικά εγχειρίδια της Αριστεράς μία συνοπτική κι εξαντλητική θεωρησιακή άποψη για το ζήτημα της ανεξαρτησίας σε περιπτώσεις παγιωμένης συμβίωσης δύο εθνών σε ένα κράτος—στην ουσία τέτοια ζητήματα έχουν εν πολλοίς παραμείνει άλυτα (Σκωτία, Βέλγιο κ.λπ.). Επίσης, ακόμη και στην διεθνή πολιτική θεωρία, αλλά και στις φιλοσοφικο-κοινωνιολογικές έρευνες για τον εθνικισμό θεωρείται προσέτι ξεπερασμένη η αναγκαιότητα ένα έθνος να αντιπροσωπεύεται αυτόματα και σε ένα κράτος. Καθώς στο βασικό πρόταγμα της Αριστεράς υπερτονίζεται ο διεθνιστικός, οικουμενικός ας πούμε, χαρακτήρας της ταξικής διαπάλης, εξόν από μερικές αναφορές η εθνικ(ιστι)κή πρόθεση υπολείπεται και στο έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, μ’ αποτέλεσμα έκτοτε να παρατηρείται μία ad hoc ερμηνεία της πάλης για εθνική αυτοδιάθεση, ανάλογα με την περίπτωση και τις συνθήκες.
Το αίτημα γι’ ανεξαρτησία είναι η πάγια απαίτηση ενός λαού για την αυτοδιάθεση της μοίρας του και τον έλεγχο της ζωής του και των συνθηκών που την καθορίζουν—ιδίως των μέσων παραγωγής. Μολαταύτα, η σημερινή Αριστερά—κι ιδίως στην Ισπανία—στην προσπάθεια να ανακτήσει τη βάση που στη διάρκεια της δημοκρατικής μετάβασης από τον φρανκισμό και πολιτικού διπολισμού, μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατίας, που εν πολλοίς αλλοτρίωσε την ταξικότητα μέσα από ένα στρεβλό μοντέλο «ευμάρειας»--στην περίοδο της κρίσης εγκολπώθηκε την λαϊκιστική ρητορεία των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, με σαφή τον διαχωρισμό του «καλού» – «κακού», ανάμεσα στην φτωχοποιημένη βάση και τα οικονομικά, ντόπια και ξενόφερτα, συμφέροντα. Μόνο που τα αιτήματα τούτα, ενός ιδιότυπου λατινοαμερικάνικου εθνικισμού, μεταφερμένα στο ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργούν πολλές αμφιβολίες. Στην διχοτομία τούτη «καλό»-«κακό», συσκοτίζονται και διαφθείρονται οι προκείμενες που καθορίζουν ποιος και τι συνιστά το «καλό» και το «κακό» και πού απευθύνεται. Συχνά, ο λόγος τούτος στην αφαίρεσή του πλησιάζει (μορφολογικά μόνον ας εξηγούμαστε κι όχι εννοιολογικά και προθεσιακά) με την ίδια διχοτομία που προβάλλει κι η άκρα δεξιά—με άλλους στόχους και άλλους σκοπούς.
Για τούτο, είναι απόλυτη ανάγκη για μία σαφή διατύπωση των αιτημάτων και των διεκδικήσεων. Αυτά είναι αναγκαίο: α) από αφηρημένα εννοιολογικά σχήματα (ίδια ενός λαϊκιστικού διχασμού ανάμεσα σε ένα «εμείς» κι «αυτοί»», ή χειρότερα σε μία Schmitιανή διάκριση «εχθρού» και «φίλου») να μεταφρασθούν σε επακριβείς πρακτικές, όχι μόνον έκφρασης, αλλά και υλοποίησης της volonté générale του συγκεκριμένου λαού και β) να λάβουν υπ’ όψη τις ιδιαιτερότητες αυτής της γενικής βούλησης (τις κινητοποιήσεις κατά των τραπεζών και τα δεξιάς κυβέρνησης). Αυτά πρέπει ν’ αναδειχθούν στο έπακρο, να τονισθεί κοντολογίς η ταξική πολιτική διάσταση ενός αγώνα όχι απλώς για μία ανεξαρτησία στα χαρτιά (και στα επαχθή δάνεια για να σταθεί η χώρα που θα διαιωνίσει την καθηγεμόνευσή της από τις ελίτ).
Τούτα τα αιτήματα, την επαύριο της ανεξαρτησίας θα πρέπει αυτομάτως να είναι δυνατόν να μεταπηδούν από την πράξη (κινητοποίηση) στην πρακτική.
Το πλεονέκτημα που προσφέρει η κρίση, είναι πως το αίτημα για οργάνωση από τα κάτω, για μία πραγματική λαϊκή κυριαρχία, μπορεί να υπερτονισθεί και να προταθεί από τις οργανωμένες κινητοποιήσεις και δράσεις, με σαφή προγράμματα κι όχι απλώς με συνθήματα. Αυτές οι κινητοποιήσεις διαθέτουν τη δυναμική και για τη διαμόρφωση μίας δημοκρατικότερης αντιπροσώπευσης και δημιουργίας ανάλογων δομών κι ακριβώς τούτη η δυναμική θα πρέπει να υπογραμμισθεί και να προωθηθεί.
Ιδίως θα πρέπει η Αριστερά να ετοιμασθεί για να περάσει από την επαναστατική, στην οργανωτική και καταστατική φάση του αγώνα.