Δημοσιεύουμε άρθρο του Daniel Albaracín, οικονομολόγου και κοινωνιολόγου, μέλους της επιτροπής μελετών των Ισπανικών συνδικάτων Comisiones Obreras και της «Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», γραμμένο στα τέλη του 2012, όταν άνοιγε η συζήτηση για την τραπεζική ένωση της Ευρώπης. Ο Albaracín θα είναι στο διεθνές τριήμερο του Rproject, ομιλητής στη συζήτηση για την κρίση στην Ευρωζώνη.

Το Ίδρυμα 1η του Μάη ξεκίνησε μια σειρά συζητήσεων ανάμεσα σε οικονομολόγους, με πρωτοβουλία του BrunoEstrada. Μια από τις πρόσφατες συζητήσεις που έγιναν ακριβώς πριν από τις συμφωνίες στα μέσα Νοέμβρη ήταν το θέμα της Τραπεζικής Ένωσης. Το παρόν άρθρο είναι ένα σχόλιο του συγγραφέα αυτού του μπλογκ σε σχέση με το τι μπορεί να σημαίνει αυτή η Τραπεζική Ένωση. Μετέπειτα έγινε γνωστό το εύρος της συμφωνίας, παρόλο που υπάρχουν ακόμη πολλά διφορούμενα σημεία εφόσον έχουν επεξεργαστεί μόνο τις βασικές γραμμές.

Μια αναθεωρημένη εκδοχή με καινούρια στοιχεία σε σχέση με τις συνέπειες για το γερμανικό τραπεζικό σύστημα εκδόθηκε στο ‘χωρίς άδεια’ εδώ. Το άρθρο που ακολουθεί εκδόθηκε χωρίς αυτές τις αναφορές στο eldiario.es.

Με μια επιφανειακή ματιά σε κοινότοπους δείκτες, όπως τα ασφάλιστρα κινδύνου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανακοίνωση αυτών των πολιτικών – η υπόσχεση της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας να επεμβαίνει στις δευτερογενείς αγορές του χρέους – έφερε αποτέλεσμα για να καλμάρει την καταιγίδα. Όμως εξαιτίας της δομής της Ε.Ε. θα βαθύνει περισσότερο η τραγωδία, ειδικά για την περιφέρεια και για το σύνολο της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Όμως αυτό δεν ανησυχεί τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών που στρέφει πάντα την προσοχή της στα βιομηχανικά και οικονομικά λόμπυ. Η μόνη ανησυχία της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών είναι να προσπαθήσει να σταθεροποιήσει το ιδιωτικό οικονομικό σύστημα σε ένα πλαίσιο ανησυχίας που πραγματικά θέτει το σύστημα του ευρώ υπό αμφισβήτηση.

Για αυτό το λόγο μια ομάδα με επικεφαλής τον Βαν Ρομπάι έχει επεξεργαστεί ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που δεν θα μπορούσε να καταστρωθεί μέχρι πριν από λίγα χρόνια, που όμως ακόμη και έτσι δεν είναι επαρκές για την εμβέλεια του τέρατος.  Περισσότερο και από μια δημοσιονομική ένωση επίσης ανεπαρκή ή την αναζήτηση μιας πιο ανταγωνιστικής οικονομίας (βασισμένη στη συνεχόμενη κοινωνική και εργατική προσαρμογή) ή μια συνεχόμενη δημοκρατική εμβάθυνση (που είναι απίθανη με βάση τα μαθήματα της πρόσφατης ιστορίας) η τραπεζική ένωση είναι η πρόταση-κόσμημα της Κομισιόν.

Η Τραπεζική Ένωση αποσκοπεί στο να αποσυνδέσει το τραπεζικό ρίσκο από το ρίσκο του εθνικού χρέους και να πετύχει μια μεγαλύτερη συνοχή και σταθερότητα του οικονομικού συστήματος. Υποστηρίζει ότι θα σχηματίσει ένα κοινό ευρωπαικό ταμείο με τραπεζικό ψήφισμα με στόχο την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εγγύηση των αποθεμάτων τους. Η παγκόσμια κρίση, που στην ευρωπαική περίπτωση έχει ενταθεί ακόμη περισσότερο από το σχεδιασμό του συστήματος του ευρώ (δομή βασισμένη σε διάφορα σύμφωνα σταθερότητας, γελοίος δημόσιος προϋπολογισμός, απουσία μεταφορών εσωτερικών εισοδημάτων, πλήρης ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων, στόχοι και διοίκηση της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας και οι συνέπειες αυτής της οικονομικής ένωσης) έχει επιπτώσεις σε όλες τις οικονομικές και κοινωνικές τάξεις.

Όμως το μόνο που τους απασχολείείναι να θωρακίσουν τα προνόμια της ιδιωτικής τράπεζας, που ενδιαφέρεται να ανακουφίσει τους κακοποιημένους της δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και να εκμεταλλευτείτις συνθήκες για την μεγαλύτερη τραπεζική συγκέντρωση της ιστορίας. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες τραπεζικές κρίσεις και ότι μια ενιαία τραπεζική επίβλεψη σε ευρωπαϊκή κλίμακα μπορεί να δώσει την απάντηση σε αυτό το θέμα. Μέχρι τώρα η απάντηση δίνεται με διαδικασίες μαζικής μετατροπής του ιδιωτικού οικονομικού χρέους σε δημόσιο χρέος μέσω της μη-φορολόγησης των εισοδημάτων του κεφαλαίου – απάτη, φορολογικοί παράδεισοι, διαρροές κεφαλαίου και χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές – και μέσω διαδοχικών διασώσεων τραπεζών (που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ ανάμεσα στο 2008 και το 2011 στην Ευρώπη).  Το εθνικό χρέος μερικών χωρών ήδη κατέληξε να είναι πολύ ανεβασμένο εξαιτίας αυτής της διαδικασίας και με τη συνταγματοποίηση της θέσης ότι τα κράτη πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην αποπληρωμή του χρέους, βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη διάλυση των δημόσιων προνοιακών συστημάτων που έχει γίνει μέχρι τώρα.

Όμως εφόσον αυτό το σχήμα τραπεζικής ένωσης είναι ικανό να αντιμετωπίζει εστίες τραπεζικής κρίσης, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης και πολύ πιθανά κυρίως του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ)– και άρα με δημόσια χρηματοδότηση ανάλογα με το βάρος της κάθε εθνικής οικονομίας – καταλήγουμε στο ότι το να αντιμετωπίζεται έτσι η τραπεζική κρίση, που είναι από τη φύση της συστημική, θέτει ένα πολιτισμικό ρίσκο.

Η μνημειώδης ένταση που δημιουργήθηκε από τη δικτατορία των πιστωτών – που κατά παράδοξο τρόπο είναι η πιο παθητική και βολεμένη ομάδα από όλες –  συνεπάγεται την υποβάθμιση των λαικών ευρωπαϊκών τάξεων. Ο βαθμός χρέωσης και η απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας των περιφερειακών κοινωνιών θα φέρουν ένα σενάριο πολύ οπισθοδρομικό για τις λαϊκές τάξεις. Η απώλεια της κυριαρχίας έχει δύο εκφάνσεις, την επίβλεψη των εθνικών προυπολογισμών για τις χώρες που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (τα χρήματα θα δίνονται μόνο σε κάθε κράτος και ανάλογα με την εκχώρηση της κυριαρχίας του στην τραπεζική ρύθμιση), οι οποίες θα καταδίκαζαν οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Βέβαια, από το σχεδιασμό και τη συγκεκριμένη εφαρμογή του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας, που ακόμη δεν έχει καθοριστεί, εξαρτάται η μελλοντική διάσωση του χρέους της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.

Συνοψίζοντας, η τραπεζική ένωση μπορεί περιστασιακά να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες κρίσεις του τραπεζικού συστήματος, αλλά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη βασική αντίφαση – την ασυμμετρία και την εμβέλεια της κρίσης χρέους – και από την άλλη μεριά το εισοδηματικό κεφάλαιο ηγείται ενός αυταρχικού σχεδίου που εγκυμονεί τον κίνδυνο να κατακρημνίσει τις λαϊκές τάξεις σε υλική οπισθοδρόμηση και συρρίκνωση ελευθεριών για δεκαετίες.