Συγκλονιστική αντίσταση στο πραξικόπημα

Την πρώτη ημέρα του Φλεβάρη, οι ένοπλες δυνάμεις της Μιανμάρ (ή Μπούρμα/Βιρμανία), προχώρησαν σε πραξικόπημα. Επικαλούμενες «παρατυπίες» στις εκλογές που είχαν γίνει προ λίγων μηνών, διέλυσαν  την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση και το κοινοβούλιο, προχώρησαν σε ένα μπαράζ συλλήψεων και πήραν την άμεση διακυβέρνηση της χώρας στα χεριά τους.

Μια μεγάλη μερίδα του διεθνούς κοινού, ενημερώθηκε κυρίως μέσα από την απίθανη ιστορία της νεαρής που αναμετέδιδε ζωντανά βίντεο όπου έκανε ασκήσεις αεροβικής για ένα διαγωνισμό, ενώ πίσω της ένα κομβόι από στρατιωτικά SUV κατευθυνόταν προς το κοινοβούλιο… Το ίδιο το πραξικόπημα δεν προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο κυνισμός που λέει ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν «εκεί πέρα» (στην Νοτιοανατολική Ασία), συνδυάστηκε με τον κυνισμό που προκύπτει από το γεγονός ότι ειδικά στη Βιρμανία, ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας είναι ο κανόνας. Είναι πολύ πιθανό αυτά να εκτιμούσαν και οι ίδιοι οι στρατηγοί, όταν αποφάσιζαν να προχωρήσουν στην πραξικοπηματική ανατροπή μιας κυβέρνησης που είχε θριαμβεύσει με άνεση στις εκλογές.

Αυτός ο κυνισμός υποτιμούσε τελικά δύο παράγοντες. Αφενός, ότι μέσα στα τελευταία 2 χρόνια «εκεί πέρα» (στη ΝΑ Ασία) ξέσπασε η πολύμηνη δημοκρατική εξέγερση στο Χονγκ-Κονγκ και ο θηριώδης παρατεταμένος αντιδικτατορικός ξεσηκωμός στην Ταϊλάνδη, ενώ είναι σε εξέλιξη ο συγκλονιστικός αγώνας διαρκείας των αγροτών στην Ινδία.

Αφετέρου, ότι στην ίδια τη Μιανμάρ υπάρχει μια παράδοση αγώνων για δημοκρατία της οποίας η μνήμη αποδείχτηκε ζωντανή. Στο παρελθόν χύθηκε πολύ αίμα για να κατακτηθεί το δικαίωμα του «εκλέγειν». Ο εύθραστος και κουτσουρεμένος εκδημοκρατισμός είναι πολύ πρόσφατος και οι Βιρμανέζοι δεν δείχνουν καμιά διάθεση να επιστρέψουν στο σκοτεινό πρόσφατο παρελθόν.  

Από τη δεύτερη μέρα του πραξικοπήματος και επί βδομάδες μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές στο τέλος του Φλεβάρη, ξεδιπλώθηκε μια εντυπωσιακή αντίσταση στο πραξικόπημα. To «σινιάλο» έδωσαν οι εργαζόμενοι-ες στα δημόσια νοσοκομεία, ξεκινώντας απεργίες και καλώντας όλο τον δημόσιο τομέα να κάνει το ίδιο, «να μην εργαστεί υπό τις εντολές των στρατηγών». Από τις πρώτες μέρες κινητοποιήθηκε επίσης η νεολαία, η λεγόμενη «Generation Z», με την γενικευμένη πρόσβαση στο ίντερνετ (και άρα την πληροφόρηση από διεθνείς αγώνες κλπ) αλλά και την εξοικείωση στην αξιοποίησή του για οργάνωση διαδηλώσεων, προπαγάνδας κ.ο.κ. Αυτές οι δύο κοινωνικές ομάδες θεωρήθηκαν η «εμπροσθοφυλακή» της αντίστασης, η οποία όμως αρκετά γρήγορα αγκάλιασε πλατύτατα τμήματα του πληθυσμού, σε κάθε πόλη και σε μικρά χωριά.

Ένα μεγάλο τμήμα των δημοσίων υπαλλήλων ακολούθησε το παράδειγμα των υγειονομικών. Ένα συνδικάτο που οργανώνει κυρίως γυναίκες εργαζόμενες στη βιομηχανία ρούχων έπαιξε κομβικό ρόλο στην εξάπλωση των κινητοποιήσεων στη βιομηχανική περιοχή της Ρανγκούν (ή Γιανγκόν), της μεγαλύτερης πόλης της χώρας. Οι οργανώσεις των ΛΟΑΤΚΙ παίζουν πολύ ενεργό ρόλο στις διαδηλώσεις. Γίνονται αναφορές στη διαμόρφωση μιας αγροτικής κινητοποίησης στην ύπαιρθο. Πολλοί βουδιστές μοναχοί (με μια ιδιαίτερη παράδοση πολιτικής δράσης για ιστορικούς λόγους) στηρίζουν το κίνημα, παρά την -ως τώρα- διαφωνία του επίσημου θρησκευτικού κατεστημένου.

Όπως το συνόψισε ένας αριστερός ακαδημαϊκός που μελετά τη Μιανμάρ κι έχει στενές επαφές και φίλους στη χώρα: «Άνθρωποι που δεν έχουν υποχρεωτικά πολλά κοινά -drag gueens και εργαζόμενες στις βιομηχανίες ρούχων, παιδιά που επικοινωνούν μέσω Zoom ή φτιάχνουν meme και αγρότες από τα υψίπεδα- βρέθηκαν ξαφνικά όλοι μαζί, επιχειρώντας να συντονιστούν στην πράξη για να ανατρέψουν το καθεστώς».

Οι μαζικές διαδηλώσεις κατάφεραν τις πρώτες εβδομάδες να αποφύγουν την άγρια κι εκτεταμένη καταστολή. Εν μέρει λόγω των τακτικών σκόπιμης αποφυγής της σύγκρουσης, με διαρκείς αλλαγές δρομολογίων, «σπάσιμο» του σώματος της πορείας σε «ρυάκια» που ξανασυναντιόνται σε άλλα σημεία, συντεταγμένες υποχωρήσεις, σύντομες-αιφνιδιαστικές μαζικές δράσεις (flash mobs): Αυτό που έχει κωδικοποιηθεί από τη δράση και άλλων κινημάτων στη ΝΑ Ασία πρόσφατα ως «να κινείσαι σαν το νερό». Πέρα από τις τακτικές, στην αποφυγή μιας αιματοχυσίας αυτές τις πρώτες βδομάδες πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη σχετική αυτοσυγκράτηση του καθεστώτος, που έδειξε αιφνιδιασμένο.

Ασφαλώς καταστολή υπήρχε. Και αύρες νερού και πλαστικές σφαίρες έχουν χρησιμοποιηθεί σε κάποιες διαδηλώσεις. Η κύρια κατασταλτική επίθεση γίνεται «στα σκοτάδια», μακριά από την προστασία που προσφέρουν οι μαζικές διαδηλώσεις, με συλλήψεις πολιτικών στελεχών, επιφανών ακτιβιστών ή διάσημων προσωπικοτήτων (κυρίως καλλιτέχνες) που έχουν στηρίξει δημόσια τις κινητοποιήσεις. Αντίστοιχα «εξατομικευμένη» είναι η στοχοποίηση των απεργών, με αρκετά περιστατικά να αναφέρουν συλλήψεις τα βράδια στα σπίτια τους. Απέναντι σε αυτή την απειλή, αλλά και τη δράση εγκληματικών στοιχείων (που οι πραξικοπηματίες αποφυλάκισαν με σαφείς εντολές) οργανώνεται η αυτοάμυνα σε επίπεδο γειτονιάς. Αυτοσχέδια οδοφράγματα «οχυρώνουν» τις γειτονιές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κορμοί δέντρων «ασφαλίζουν» ειδικά τα σπίτια απεργών δημοσίων υπαλλήλων. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάθε σπίτι της γειτονιάς στέλνει ένα μέλος στην ομάδα περιφρούρησης, ώστε να λειτουργούν διαφορετικές βάρδιες όλη τη νύχτα. Σε περίπτωση εμφάνισης της αστυνομίας, οι κάτοικοι χτυπάνε τα τηγάνια τους ως  «συναγερμό» για βγει η γειτονιά στο δρόμο. Στα εργατικά προάστια της Ρανγκούν, ένας «συνασπισμός» οδηγών τρένων, νεαρών εργαζομένων και φοιτητών πέταξε έξω την αστυνομία.

Μια 19χρονη παντοπώλης δολοφονήθηκε στην πρωτεύουσα Ναϊπιντάου, της οποίας η κηδεία έγινε μεγάλη μοτο-πορεία ενώ διαδήλωση στη μνήμη της έγινε και στην Ρανγκούν, τη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Άλλοι δύο διαδηλωτές έπεσαν νεκροί στο λιμάνι του Μανταλάι. Οι λιμενεργάτες είχαν κατέβει σε απεργία και αρνούνταν να φορτώσουν ένα πλοίο. Ο στρατός κινητοποιήθηκε για να τους υποχρεώσει να επιστρέψουν στη δουλειά και τότε ο «συναγερμός» κατέβασε κόσμο της γύρω περιοχής στο λιμάνι για να υπερασπιστεί τους λιμενεργάτες. Στις συγκρούσεις, οι στρατιώτες έριξαν πραγματικά πυρά από τα οποία έπεσαν νεκροί οι δύο αλληλέγγυοι. Αυτοί ήταν οι πρώτοι νεκροί της εξέγερσης.

Η πρώτη σοβαρή κλιμάκωση της καταστολής υπήρξε το Σάββατο 27 Φλεβάρη, όταν για πρώτη φορά έγινε τόσο εκτεταμένη χρήση πυρών στη διάρκεια διαδηλώσεων, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 18 νεκρούς, ενώ για πρώτη φορά υπήρξαν και μαζικές συλλήψεις «στο φως της μέρας», στη διάρκεια διαδηλώσεων. Μένει να φανεί αν οι στρατηγοί ετοιμάζουν την αιματηρή αντεπίθεσή τους.

Εν τω μεταξύ εντυπωσιάζει η απεργιακή δράση. Είναι ένα στοιχείο που συνοδεύει πάντα τη συζήτηση για τις σύγχρονες εξεγέρσεις, συνήθως δια της απουσίας του, ως «ζητούμενο». Στην περίπτωση της Μιανμάρ, δια της παρουσίας της, η οργανωμένη ανυπακοή στο χώρο της παραγωγής, υπενθυμίζει τη σημασία της. Μαζί με τη δυνατότητα των διαδηλωτών να παραμένουν στους δρόμους, είναι ο μεγάλος πονοκέφαλος των στρατηγών, που κινδυνεύουν να βρεθούν στο τιμόνι ενός «παράλυτου» κράτους και μιας «παγωμένης» οικονομίας.

Ιδιαίτερα από τις 8 Φλεβάρη και μετά, μια βδομάδα μετά το πραξικόπημα και την έναρξη της αντίστασης, ο απεργιακός πυρετός είναι συγκλονιστικός.

Περίπου το 75% των δημοσίων υπαλλήλων υπολογίζεται ότι συμμετέχει στις απεργίες. Ανάμεσά τους, το 60% των εργαζομένων στη δημόσια ενέργεια, με υπάλληλους του υπουργείου Ηλεκτρισμού να διανυκτερεύουν στις εγκαταστάσεις για να εμποδίζουν τις Αρχές να κάνουν μπλακάουτ την ώρα των νυχτερινών εφόδων και συλλήψεων. Το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα γράφεται ότι είναι σε διάλυση λόγω της μαζικής συμμετοχής των υπαλλήλων στην απεργία, η οποία αρχίζει να αγγίζει και τον δημόσιο τραπεζικό τομέα. Η Κεντρική Τράπεζα (αλλά και κάποιες άλλες) λειτουργεί «υπό την περιφρούρηση» στρατιωτών, ενώ ένα 10% λέγεται ότι παρόλα αυτά απεργεί. Οδηγοί τρένων απεργούν ενάντια στη μετακίνηση στρατευμάτων. Το 60% των εργαζομένων στο δημόσιο αερομεταφορέα (προσωπικό εδάφους, αεροσυνοδοί, μηχανικοί, ελεγκτές κ.ο.κ.) έχει βγει σε απεργία και απευθύνεται στο προσωπικό των άλλων αερογραμμών -αν και χωρίς ανταπόκριση ως τώρα. Στοχευμένοι αποκλεισμοί δρόμων από διαδηλωτές επιχειρούν να δυσκολέψουν την πρόσβαση σε  επιχειρηματικά συμφέροντα του στρατού (που είναι θηριώδη σε αυτή τη χώρα) και σε κρίσιμα κυβερνητικά κτίρια, για να διευκολύνουν τους διστακτικούς να επικαλεστούν αδυναμία να πάνε για δουλειά. Ένα ερώτημα είναι τι θα αποφασίσουν οι εργαζόμενοι στους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, με δεδομένο τον κομβικό ρόλο αυτών των βιομηχανιών στην οικονομία της χώρας και στα συμφέροντα μεγάλων εταιριών όπως η γαλλική Total.

Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η προσπάθεια κεντρικού συντονισμού. Η αντίσταση οργανώνεται μέσα από το Κίνημα Πολιτικής Ανυπακοής, που επιχειρεί να εξασφαλίσει τη συνέχεια του παρατεταμένου αγώνα και την αλληλεγγύη -κυρίως προς τους απεργούς, που χάνουν μεροκάματα ή απειλείται η δουλειά τους και δεν έχουν ούτε σωματεία και απεργιακά ταμεία. 

Ενδιαφέρον έχει και η στάση που θα κρατήσουν τα εθνικά κινήματα στο εσωτερικό της χώρας. Πολλές διαφορετικές οργανώσεις, πολιτικές και ένοπλες, εκπροσωπούν μια σειρά από μειονότητες που αθροιστικά φτάνουν ίσως και το 50% του πληθυσμού. Εγκατεστημένες κυρίως στις λεγόμενες «συνοριακές περιοχές», αυτές οι κοινότητες υπήρξαν ιστορικά παραμελημένες. Η χούντα επιδιώκει την ευμενή ουδετερότητά τους, καθώς θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν με μνησίκακη/κυνική αδιαφορία την ανατροπή μιας κυβέρνησης που συνεργάστηκε με το στρατό στη διαιώνιση του στάτους κβο εις βάρος τους. Ως τώρα, είναι σιωπηλές οι εθνοτικές ένοπλες οργανώσεις στα βόρεια και τα δυτικά, που στηρίζονται παραδοσιακά από την Κίνα και σήμερα πιέζονται να μην παρέμβουν. Στα νοτιοανατολικά υπήρξε κινητικότητα. Το κοινό όργανο που συντονίζει 10 ένοπλες οργανώσεις στα πλαίσια της Πανεθνικής Συμφωνίας Εκεχειρίας, στις 2 Φλεβάρη εξέφρασε τις ανησυχίες του και στις 20 Φλεβάρη ανακοίνωσε ότι δεν αναγνωρίζει το Συμβούλιο που έστησε η χούντα. Αν και δεν ήταν ρητός τερματισμός της εκεχειρίας, αποτελεί μια άρρητη «αναστολή» της όσο κυβερνά η χούντα. Κάποιες ένοπλες οργανώσεις μεμονωμένα έχουν βγάλει ανακοινώσεις καταδίκης του πραξικοπήματος και στήριξης του λαϊκού κινήματος. Ήδη έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου μέλη αυτών των οργανώσεων εμφανίζονται διακριτικά «στις παρυφές» των διαδηλώσεων και σε κάποιες περιπτώσεις καταστολής έχουν παρέμβει για την προστασία των ειρηνικών διαδηλωτών. Άλλη μια φορά έχουν πέσει τα τείχη της ιστορικής καχυποψίας ή/και εχθρότητας και ήταν και πάλι εξέγερση. Το 1988, όταν η στρατιωτική καταστολή οδήγησε μια ολόκληρη γενιά Βιρμανέζων νεολαίων να ζητήσει και να βρει καταφύγιο στις συνοριακές περιοχές, ερχόμενη σε άμεση επαφή με τις απόψεις και τις δυσφορίες των ενόπλων οργανώσεων που καταπιέζονταν και αντιστέκονταν για δεκαετίες ενάντια σε αυτό το καθεστώς.

Στο φόντο της αιματοχυσίας στις 27 Φλεβάρη, αξίζει να σημειώσουμε ότι η οργή για τις πρώτες 3 δολοφονίες, πριν από αυτό το μακελειό, είχε εκφραστεί ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη συγκλονιστική κινητοποίηση στις 22 Φλεβάρη, μέρα Γενικής Απεργίας. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους της Μιανμάρ, ενώ η απεργία παρέλυσε τα πάντα. Λίγες μέρες πριν, είχε συγκροτηθεί μια Γενική Απεργιακή Επιτροπή, όπου εμπλέκονται 25 οργανώσεις (πολιτικά κόμματα, εργατικά συνδικάτα, φοιτητικές ενώσεις, αγροτικά σωματεία, θρησκευτικές ομάδες, γυναικείες συλλογικότητες, μοναχοί, γιατροί, συγγραφείς), με πρόγραμμα το τέλος της δικτατορίας, την κατάργηση του συντάγματος του 2008 και τη δημιουργία μιας ομόσπονδης δημοκρατικής ένωσης και στόχο τη προώθηση της δημιουργίας τοπικών απεργιακών επιτροπών.

Την 22η Φλεβάρη, το κλίμα ήταν μεταξύ αισιόδοξης αποφασιστικότητας («φτάσαμε ένα βήμα πιο κοντά!», «αν συνεχίσουμε θα πέσουν!» και  επίγνωσης ότι ενδεχόμενη ήττα θα είναι καταστροφική («δε φοβάμαι να πεθάνω, φοβάμαι να ζήσω σε δικτατορικό καθεστώς», «αν δεν νικήσουμε έχασα τη δουλειά μου, έχασα τα πάντα»). Η σκιά της σφαγής της εξέγερσης του 1988, με πάνω από 3.000 νεκρούς, είναι βαριά. Η Μιανμάρ έχει μια στρατιωτική κάστα που διαμορφώθηκε πολεμώντας επί δεκαετίες κομμουνιστικά και μειονοτικά αντάρτικα. Με τα λόγια του πρώην δικτάτορα της χώρας επί δεκαετίες, Νε Γουΐν, οι ένοπλες δυνάμεις «δεν εκπαιδεύονται να πυροβολούν προειδοποιητικά στον αέρα…».

Εν τω μεταξύ, ένας νεοδιορισμένος διοικητής στην Κεντρική Τράπεζα, με «δημοκρατικό» προφίλ, επιχείρησε να εκτονώσει την κατάσταση: «Αν δεν κρατήσουν την υπόσχεσή τους σε ένα χρόνο [για νέες εκλογές], τότε θα είναι η ώρα να διαδηλώσουμε. Οι άνθρωποι πρέπει να βρουν μορφές διαμαρτυρίας που δεν θα βλάπτουν την οικονομία και θα επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη». Είναι το πιο αυθεντικό κήρυγμα της αστικής τάξης (υπομονή, εμπιστοσύνη στις «από τα πάνω» διεργασίες και πάνω απ’ όλα αποχή από απεργίες), που ως τέτοιο δείχνει ακριβώς τι ΔΕΝ πρέπει να κάνουν οι διαδηλωτές. Ένα στέλεχος της Γενικής Απεργιακής Επιτροπής έχει διαφορετική άποψη: «Δεν μπορούμε να καταρρεύσουμε. Αν υποχωρήσουμε σε αυτό το σημείο, το στρατιωτικό καθεστώς θα εντείνει την καταστολή. Πρέπει να ενώσουμε τις οργανώσεις και να εντείνουμε την απεργία».    

Οι δυσκολίες και οι απειλές είναι μεγάλες -όπως θυμίζει η ήττα του συγκλονιστικού κινήματος του 1988. Αν και οι διαδηλωτές, πολλοί εκ των οποίων συμμετείχαν και στις δύο εξεγέρσεις, επιμένουν ότι τα «Τέσσερα Δυάρια» (22/2/21, η μέρα της φετινής γενικής απεργίας ως αφετηρία κλιμάκωσης) είναι πολύ ισχυρότερα από τα «Τέσσερα Οκτάρια» (8/8/1988, η γενική απεργία κλιμάκωσης του τότε κινήματος). Αυτό που παραμένει σίγουρα κοινό, είναι το τραγούδι. Ο ύμνος του 1988 ακούγεται και σήμερα στους δρόμους της Μιανμάρ: «Θα είμαστε θυμωμένοι μέχρι το τέλος του κόσμου…».

*Ο βιρμανέζικος στίχος έχει αποδοθεί στα αγγλικά με πολλούς τρόπους, «δεν θα είμαστε ικανοποιημένοι/δεν θα συγχωρήσουμε/θα κρατάμε κακία/δεν θα παραδοθούμε… ως το τέλος του κόσμου». Μάλλον πρόκειται για κάποιον πολύ ισχυρό όρο που καλύπτει όλα τα παραπάνω. Το «θα είμαστε θυμωμένοι» προσπαθεί να αποδώσει αυτό το πνεύμα. 

Ένα σύντομο ιστορικό, από την ανεξαρτησία στο νέο πραξικόπημα

Η Βιρμανία υπήρξε βρετανική αποικία. Κατέκτησε την ανεξαρτησία της το 1948, λίγο αφότου δολοφονήθηκε ο Στρατηγός Αούνγκ Σαν, επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Μετά από μια περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη δεκαετία του ’50, ο στρατηγός Νε Γουΐν κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία το 1962, επικαλούμενος τις απειλές του κομμουνιστικού αντάρτικου και των ένοπλων οργανώσεων των εθνικών μειονοτήτων στις λεγόμενες «συνοριακές περιοχές». Οικοδομήθηκε ένα αυταρχικό καθεστώς που -αν και ρητά αντικομμουνιστικό- δήλωνε ότι ακολουθεί ένα κάποιο «βιρμανέζικο δρόμο προς το σοσιαλισμό» (ένα μίγμα κρατικής οικονομίας, απομονωτισμού και βουδισμού). 

Το 1987 ξέσπασε μια οικονομική κρίση που εκτόξευσε απότομα και δραματικά το κόστος ζωής για τους εργάτες. Ένα χρόνο μετά, το 1988 ξέσπασε η μεγάλη αντικαθεστωτική εξέγερση. Ξεκίνησε ως δημοκρατικό-φοιτητικό κίνημα, αλλά κλιμακώθηκε σε μια συγκλονιστική γενική απεργία που ξεκίνησε στις 8 Αυγούστου, παρέλυσε τη χώρα και δημιούργησε μερικές εβδομάδες «απελευθέρωσης» στους δρόμους, ενώ εκκινούσαν και κάποιες διεργασίες «μετάβασης» από τα πάνω. Η εξέγερση παρέμεινε μετέωρη, περιμένοντας τις πολιτικές εξελίξεις σε επίπεδο κορυφών και το πλήρωσε. Το Σεπτέμβρη, με νέο «πραξικόπημα»  ο στρατός τερμάτισε τις μεταβατικές διαδικασίες, συγκρότησε ένα Συμβούλιο Αποκατάστασης Νόμου και Τάξης που ανέκτησε την άμεση εξουσία, κατήργησε το σύνταγμα του 1978 και τους όποιους «πολιτικούς» θεσμούς του καθεστώτος. Ακολούθησε μια αιματηρή καταστολή με τουλάχιστον 3.000 νεκρούς και πολλαπλάσιους φυγάδες.

Η χούντα οργάνωσε εκλογές το 1990, στις οποίες θριάμβευσε το νεοϊδρυθέν NLD (National League for Democracy, Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία), ένα αστικό φιλελεύθερο κόμμα, με ηγετική μορφή την Αούνγκ Σαν Σου Κι, πλατιά αναγνωρίσιμη ως κόρη του ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το αποτέλεσμα δεν αναγνωρίστηκε, χιλιάδες μέλη του NLD κυνηγήθηκαν ή φυλακίστηκαν, ενώ η ίδια η Αούνγκ Σαν Σου Κι τέθηκε σε κατ’ οίκον κράτηση μέχρι το 2010 (και δύο μικρά «διαλλείματα» το 1995 και το 2002 όταν αφέθηκε αλλά σύντομα ξαναφυλακίστηκε).   

Το 2007, στο φόντο μιας νέας οικονομικής κρίσης που εκτόξευσε τις τιμές βασικών αγαθών, ξέσπασαν διαδηλώσεις βουδιστών μοναχών. Οι διαδηλώσεις των μοναχών πλαισιώθηκαν από χιλιάδες ανθρώπους, στην λεγόμενη «βαθυκίτρινη επανάσταση» (saffron, ο κρόκος αυγού και το χρώμα του ενδύματος των μοναχών). Το κίνημα αυτό υπέστη σκληρή καταστολή και πολλοί μοναχοί εξουδετερώθηκαν (είτε βιολογικά, είτε πολιτικά, είτε ψυχολογικά). Στα ερείπια του 2007 άλλωστε άνθισε η πιο σκοτεινή όψη του βουδισμού στη Μιανμάρ, ένας έξαλλος αντιμουσουλμανικός εθνικισμός που είναι δυστυχώς ιστορικά διάχυτος στη βιρμανέζικη κοινωνία.

Το 2008 οι στρατηγοί παραχώρησαν ένα νέο σύνταγμα. Ήταν ένας ελιγμός, καθώς ο στόχος περιγραφόταν ρητά: «Πειθαρχημένη δημοκρατία». Οι στρατηγοί διορίζουν έναν αριθμό βουλευτών, διατηρούν τον έλεγχο κρίσιμων υπουργείων και παραμένουν πανίσχυροι πολιτικά και οικονομικά, στο «παρασκήνιο». Επιτράπηκαν τυπικά τα συνδικάτα, αλλά στην πράξη τα περισσότερο παραμένουν εκτός νόμου. Στις εκλογές-φάρσα του 2010, κέρδισε το 80% η «Ένωση για την Αλληλεγγύη και την Ανάπτυξη» το κόμμα του στρατού. Ένα χρόνο μετά, η χούντα ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή της.

Το 2015 έγιναν πραγματικά ελεύθερες εκλογές και το NLD βρήκε ξανά πανηγυρικά πρώτο (60%). Η Αούνγκ Σαν Σου Κι απαγορεύεται συνταγματικά (!) να γίνει πρόεδρος, αλλά έγινε ντεφάκτο ηγέτιδα της κυβέρνησης.

Ουσιαστικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και με επιτάχυνση στον 21ο αιώνα, ο στρατός είχε αρχίσει να οργανώνει την οικονομική φιλελευθεροποίηση που συνδεόταν με το σπάσιμο της διεθνούς απομόνωσης της χώρας για προσέλκυση επενδύσεων (κυρίως ασιατικά κεφάλαια, αλλά και κάποια δυτικά). Υλοποιώντας αυτόν το σχεδιασμό, έκανε «ένα βήμα πίσω» από την άμεση άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η «συγκατοίκηση» με το NLD λειτουργούσε σε αυτό το φόντο. Η Αούνγκ Σαν Σου Κι ποτέ στην διαδρομή της δεν αμφισβήτησε το στρατό, ενώ σε καυτά ζητήματα όπως οι βάναυσες πρακτικές στις «συνοριακές περιοχές» των μειονοτήτων και πολύ περισσότερο τα μαζικά εγκλήματα εις βάρος των μουσουλμάνων Ροχίνγκια που πήραν απάνθρωπη μορφή το 2017, στήριξε ενεργά τη δράση του.   

Στις εκλογές στα τέλη του 2020, το NLD επανεξελέγη θριαμβευτικά (61,5%). Όμως το οικονομικό τοπίο δεν ήταν πλέον ρόδινο, ενώ οι ισορροπίες διαταράσσονταν (πχ η Αούνγκ Σαν Σου Κι, ήδη «αγαπημένη» της Δύσης, είχε κερδίσει και την εύνοια του Πεκίνου, που παίζει βαρύνοντα ρόλο στη Μιανμάρ, πότε στηρίζοντας και πότε «εκβιάζοντας» τους στρατηγούς, μέσα από τη στήριξη κάποιων ένοπλων αντικαθεστωτικών). Όπως φαίνεται, οι στρατηγοί ανησύχησαν για τη «λειτουργικότητα» της παλιάς διευθέτησης σε ένα περιβάλλον κρίσης και την διαρκή ενδυνάμωση του NLD που θα μπορούσε από θέση ισχύος να επιχειρήσει στο μέλλον να περιορίσει περισσότερο την εξουσία του στρατού. Την 1η Φλεβάρη του 2021, το πείραμα «κουτσουρεμένης δημοκρατίας» έλαβε τέλος. Αλλά η αντίσταση στους δρόμους μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ στο καθεστώς, προχωρώντας πέρα από τα στενά όρια του NLD και αμφισβητώντας το σύνταγμα του 2008…

Ετικέτες