Αν δεν υπάρχει εναλλακτική, γιατί να βγει κανείς στο δρόμο, ή ακόμα και γιατί να πάει ως την κάλπη; Και εδώ προσοχή, γιατί αυτό το επιχείρημα, διαβάζεται και αντίστροφα: αν αυτοί που ήταν στο δρόμο ή που πήγαν στις κάλπες του Γενάρη και του Ιούλη τώρα μείνουν σπίτι, τότε παραδέχονται έμμεσα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.
Μικρό, μπροστά στα τόσα τα μεγάλα των ημερών, αλλά χαρακτηριστικό: όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λάνσαρε το προαναφερόμενο προεκλογικό του σλόγκαν, ο κ. Μεϊμαράκης κατήγγειλε τον κ. Τσίπρα ότι του κλέβει τα συνθήματα! Και φυσικά έχει δίκιο, αφού η Νέα Δημοκρατία (και το ΠΑΣΟΚ) εδώ και τριάντα χρόνια πολιτεύονται με αυτό περίπου το σύνθημα: «προχωράμε μπροστά», «για ένα νέο ξεκίνημα», «μαζί για μiα νέα αρχή» κοκ. Παλιότερα η Aριστερά κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ ότι της κλέβει τα συνθήματα· τώρα ο κ. Τσίπρας αναγκάζεται να κλέψει ο ίδιος την τιποτολογία της Δεξιάς.
Και αναγκάζεται να το κάνει γιατί αυτός είναι ο τρόπος που θα πολιτεύεται από εδώ και πέρα αυτό το μεταμοντέρνο μόρφωμα, αυτό το κόμμα χωρίς όργανα, μέλη, νεολαία και γείωση στα κινήματα και τα συνδικάτα, που έχει απομείνει στα χέρια της κυβερνητικής γραφειοκρατίας. Ο προεκλογικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από ένα παραπέτασμα φλυαρίας που προσπαθεί με κόπο να μην πει τίποτα για τις πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις, για τις ιδιωτικοποιήσεις, τη φορολογία του κεφαλαίου, το βασικό μισθό, πέρα από αυτονόητες ευχές. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του (ο χαρακτηρισμός ιδιοκτησίας δεν είναι δική μας κακεντρέχεια, αλλά δικός του αυτοπροσδιορισμός) πολιτεύονται πια ενάντια στην ίδια την πολιτική, τον ανταγωνισμό, τη σύγκρουση των διαφορετικών συμφερόντων. Όπως λέει και στη διαφήμισή του, «συμφέρον όλων να μην υπάρχουν συμφέροντα».
Ένας λόγος που ονειρεύεται και προβάλλει ένα κόσμο χωρίς συμφέροντα, ένα έθνος ενωμένο πάνω από τις όποιες αντιθέσεις (άντε, με εξαίρεση τους «κλέφτες» και τους «φοροφυγάδες»), είναι ένας λόγος βαθιά αντιπολιτικός, εθνικιστικός και εν τέλει δεξιός. Και φυσικά είναι ένας λόγος ψεύτικος. Το εμφανές κενό του πληρώνεται αμέσως από αυτό που ξεχειλίζει από παντού: την κυρίαρχη ιδεολογία. Για αυτό, ανάμεσα στις ευχές του για ένα καλύτερο αύριο, οι μόνες υλικές αναφορές στο λόγο του Τσίπρα αφορούν την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, την (κρατική) ανακεφαλαίωση των (ιδιωτικών) τραπεζών, το ευρώ και την «Ευρώπη», το πακέτο Γιουνκέρ, τα ευρωπαϊκά προγράμματα για την ανεργία. Στο λόγο της ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας ήταν εξαιρετικά σαφής: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα των «υγιών δυνάμεων» αυτού του «τόπου», δηλαδή της υγιούς και μη διαπλεκόμενης επιχειρηματικότητας. Όπως το έθεσε λοιπόν ο Αλτάν, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά μία νέα πορεία και όποιος είναι από πάνω είναι από πάνω, όποιος είναι από κάτω είναι από κάτω.
Δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέθανε· δεν ξέρω αν από την 21η θα τον βλέπουμε στο Μαξίμου, αλλά σίγουρα δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ στο δρόμο. Όσοι και όσες λοιπόν τον γνωρίσανε εκεί, είτε τον στήριξαν είτε όχι, ας ακούσουνε για τελευταία φορά τον αρχηγό του και ας προχωρήσουν μπροστά. Μαζί με τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε και μια ολόκληρη περίοδος. Η βασική αντίθεση μετατοπίστηκε από το μνημόνιο στο ευρώ και την «Ευρώπη», και με αυτά πρέπει να αντιπαρατεθούν όσοι είναι με τα συμφέροντα των φτωχών και των εργαζομένων. Πάνω σε αυτή τη νέα αντίθεση συγκροτούνται ήδη οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Όσο αξιοσημείωτο είναι το θάρρος των ανθρώπων που φεύγουν από το ΣΥΡΙΖΑ αφήνοντας πίσω τους υπουργεία, έδρες και δουλειές (σε αυτούς που έμειναν) μα πάνω από όλα ιδέες, ελπίδες και κόπους, άλλο τόσο είναι και αυτών που ρίσκαραν τις μέχρι τώρα συμμαχίες τους, τις συντροφικές τους σχέσεις και τη σταθερότητα των απόψεών τους για να τα παίξουν όλα πάνω στις νέες ευκαιρίες που προσφέρει η στιγμή· έτσι μόνο, νομίζω, δοκιμάζεται στην πράξη η όποια επαναστατική πολιτική. Μιλάω προφανώς για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της ΑΡΑΝ, της ΑΡΑΣ και των άλλων οργανώσεων που -δικαίως όπως αποδείχθηκε- δεν είχαν εμπλακεί μέχρι τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σήμερα δέχονται με ανιδιοτέλεια να πάνε μαζί με αυτούς που μοιράζονται την ευθύνη της ήττας του.
Προφανώς, το εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας αυτή τη στιγμή κουβαλά περισσότερη από τη σκοτεινιά της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ παρά από τη λάμψη μιας νέας συλλογικής Αριστεράς. Έτσι όμως είναι σχεδόν πάντα στη ζωή. «Δεν μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις, αν όμως προσπαθήσεις πολύ, μπορείς να έχεις αυτό που χρειάζεσαι». Και αυτό που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή περισσότερο είναι ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα για τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και ένα καλό για όσες ήδη τοποθετήθηκαν πάνω στη νέα αντίθεση από τη σωστή πλευρά. Ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα εξαναγκάσει το αστικό μπλοκ να συγκροτήσει μια ασταθή κι αδύναμη κυβέρνηση συνεργασίας, ώστε αυτή να περάσει το μνημόνιο πιο δύσκολα και να πέσει πιο εύκολα. Ένα αποτέλεσμα που θα δείχνει ότι ο λαός δεν έφαγε αμάσητο το θατσερικό εκβιασμό του Τσίπρα, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπήρχε εναλλακτική. Και αυτή η εναλλακτική θα εκπροσωπηθεί κυρίως, στα μάτια του κόσμου, από το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας.
Τέλος, θα πρέπει να προσέξουμε την εξής παγίδα: η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από ένα ακόμα μνημόνιο βαριάς λιτότητας, μας φόρτωσε και μια γενικευμένη τάση αποχής και απογοήτευσης, διάχυτη ακόμα και στο στρατευμένο κόσμο των κινημάτων και της Αριστεράς. Πρόκειται για ένα έγκλημα ιστορικών διαστάσεων· ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει να θάψει την πολιτική αντιπαράθεση που φούντωσε αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα αυτούς τους μήνες, να κλείσει ξανά στο σπίτι τους τις εργαζόμενες τάξεις, αυτές που μόλις έδωσαν με τόσο πάθος τη μάχη της 5ης Ιούλη. Αν δεν υπάρχει εναλλακτική, γιατί να βγει κανείς στο δρόμο, ή ακόμα και γιατί να πάει ως την κάλπη; Και εδώ προσοχή, γιατί αυτό το επιχείρημα, διαβάζεται και αντίστροφα: αν αυτοί που ήταν στο δρόμο ή που πήγαν στις κάλπες του Γενάρη και του Ιούλη τώρα μείνουν σπίτι, τότε παραδέχονται έμμεσα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Γι’ αυτό και η αποχή θα επιβραβεύει ουσιαστικά την «αριστερή μελαγχολία» της ηγετικής ομάδας, δείχνοντας ότι πιστεύουμε πως στην τελική δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Και φυσικά θα ενισχύσει εκλογικά τα κόμματα εξουσίας και θα τα βοηθήσει να συγκροτήσουν πιο σταθερή κυβέρνηση. Μόνο μια ανταγωνιστική κομματική τοποθέτηση τιμωρεί στην πράξη τη μετάλλαξη και τον εκβιασμό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, ή, ακόμα περισσότερο, εκφράζει την έμπρακτη αυτοκριτική όσων στήριξαν μέχρι σήμερα το ΣΥΡΙΖΑ.
Στο κάτω κάτω, η απογοήτευση μπορεί να ταιριάζει σε όσους ψήφισαν Τσίπρα γιατί είχαν γοητευτεί από τα λόγια του, όχι σε όσους -καλώς ή κακώς- στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ γιατί πίστευαν ότι έτσι θα προχωρήσει ένα βήμα μπροστά η ταξική πάλη. Γιατί αυτό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πράγματι επετεύχθη· όπως είπαμε, η ιστορία προχώρησε, ο αντιμνημονιακός και συνάμα φιλοευρωπαϊκός ΣΥΡΙΖΑ πέθανε, και τώρα καλούμαστε ξανά να τοποθετηθούμε στο νέο τοπίο. Η αποχή μπορεί να ταιριάζει σε όσους είχαν επενδύσει τις ελπίδες τους στον ηγέτη που θα μας σώσει και σήμερα πέφτουν από τα σύννεφα· δεν ταιριάζει όμως στους ανθρώπους των κινημάτων και της Αριστεράς, οι οποίοι κρίνουν τη στάση τους στις -κοινοβουλευτικές- εκλογές όχι με κριτήρια ιδεολογικής ταύτισης ή αισθητικής, αλλά με το τι είναι στην κάθε συγκεκριμένη κατάσταση χρήσιμο για την κοινωνία και τα κινήματα, ή αλλιώς τι συμβάλλει στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Και ο κρισιμότερος παράγοντας αστάθειας, ο αστάθμητος παράγοντας του παιχνιδιού, αυτή τη φορά είναι η Λαϊκή Ενότητα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις -συνοπτικά, την τιμωρία της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, την έκφραση της δυνατότητας εναλλακτικών, την αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού- το εγχείρημα να φτιαχτεί από την επόμενη των εκλογών μια αριστερά όμορφη και αλλιώτικη, με συμμετοχικές διαδικασίες, ολοκαίνουργιο πρόγραμμα και έτοιμη για όσες ρήξεις χρειαστούν, πιστεύω ότι θα είναι λίγο πιο εύκολο. Προφανώς, η Αριστερά αυτή δεν ταυτίζεται με την τωρινή ΛΑΕ, αλλά εξίσου προφανώς σε αυτό το εγχείρημα η Λαϊκή Ενότητα θα κληθεί να παίξει αντικειμενικά, τον κρίσιμο, κεντρικό ρόλο, ως η πιο αναγνωρίσιμη πολιτική δύναμη του μετώπου του «όχι». Ελπίζουμε να το κάνει με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής και σεμνότητα, με συλλογική αντίληψη και κυρίως με κατανόηση ότι χρειάζεται να τα πιάσουμε όλα κυριολεκτικά από το μηδέν. Και νομίζω ότι όσο ευρύτερη στήριξη απολάβει πριν τις εκλογές, όσο πιο σαφές γίνει ότι το εκλογικό της κατέβασμα εκφράζει κάτι πολύ ευρύτερο από την πρωταρχική της οργανωτική συσσώρευση, τόσο πιο εύκολα θα γίνουν κατανοητά και αποδεκτά αυτά τα καθήκοντα.