Η 4η Φλεβάρη του 2015 ίσως να αποδειχτεί ημερομηνία καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις. Η απεργιακή κινητοποίηση ενάντια στην αντιασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση ήταν μαζική και στο κίνημα των αγροτών, αυτοαπασχολούμενων και μικρομεσαίων προστέθηκαν αξιόλογες συμμετοχές από τον χώρο της μισθωτής εργασίας, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα, κερδίζοντας στις εκλογές του Σεπτέμβρη, «θριάμβευε» απέναντι σε αριστερούς και δεξιούς αντιπάλους του. Εμφανιζόταν ως ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού - προβάλλοντας το χυδαίο επιχείρημα ότι ο κόσμος είχε επίγνωση της «πραγματικότητας», του «αναπόφευκτου» μνημονίου, όταν ψήφιζε. Σήμερα λίγους μόνο μήνες μετά αντιμετωπίζει πραγματικά υπαρξιακά αδιέξοδα.

Απέναντί του βρίσκονται εκτεταμένα κοινωνικά τμήματα που κινητοποιούνται, σημαντικό τμήμα του ντόπιου αστικού συστήματος που τον αντιμετωπίζει επιθετικά, υπό την ΝΔ του Μητσοτάκη, και οι δανειστές που μόνο … δώρα δεν φέρνουν!

Οι δανειστές, όπως εξάλλου φάνηκε και στο Νταβός, δεν αντιμετωπίζουν πια τον Τσίπρα ως απειλή παρά μάλλον με κάποια απαξίωση: «είναι η εφαρμογή, ηλίθιε»! Το διευθυντήριο απασχολείται με τα βαθύτερα κρισιακά προβλήματα της ευρωζώνης, με το προσφυγικό μεταξύ των άλλων. Η περίπτωση της Ελλάδας δεν αποτελεί πια ενδεχόμενο «πολιτικό κίνδυνο». Ο Τσίπρας προσπαθεί να αποσπάσει κάτι, (μια ρύθμιση για το χρέος, ένα επιχείρημα για την επάνοδο σε ρυθμούς ανάπτυξης) ακριβώς όπως και ο Σαμαράς πριν απ’ αυτόν, για να «πουλήσει» στο εσωτερικό το δικό του success story, έχοντας μετατρέψει την κυβέρνησή του πέρα από την εφαρμογή του μνημονίου, στο πιο εντυπωσιακό ενεργούμενο του ατλαντισμού στην περιοχή. Παρά ταύτα οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια και το ΔΝΤ, όχι μόνο δεν τον διευκολύνουν αλλά ζητούν επιπλέον μέτρα και ακόμη σκληρότερο ασφαλιστικό.

Η εκλογή Μητσοτάκη στη ΝΔ εκφράζει την επιλογή τμήματος του ντόπιου κεφαλαίου και της παραδοσιακής δεξιάς πολιτικής του εκπροσώπησης, της στρατηγικής για την σύγκρουση και αμφισβήτηση της κυβέρνησης και αποτελεί το προϊόν της σύμπραξης ακραιφνών νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών. Σε αντίθεση με την πιο «στρατηγικά» τοποθετημένη πτέρυγα Καραμανλή – Μεϊμαράκη που έθετε σε προτεραιότητα το κοινό συμφέρον της αστικής τάξης, την ανάγκη να περάσει το πρόγραμμα/ μνημόνιο και αναγνώριζε την «βρώμικη υπηρεσία» της «μνημονιακής Αριστεράς». Η νέα ηγεσία της ΝΔ θέλει να συγκρουστεί με την «Αριστερά» ακόμη κι αν αυτή δεν είναι παρά η αστεία βιτρίνα της ίδιας, κοινής γραμμής, του μνημονίου. Θέλει να την υπερβεί απ’ τα δεξιά και να μην αφήσει περιθώριο στους «νέους» να πιάσουν πόστα στο κράτος και στους μηχανισμούς της διαπλοκής - καθώς κάθε μέρα που περνά αυτή η δυνατότητα κτίζεται.

Πάντως στην πρώτη μάχη στην Βουλή ο Μητσοτάκης δεν φάνηκε να επιβεβαιώνει τους πανηγυρισμούς για τον νέο αρχηγό της παράταξης. Μάλιστα και η δική του «επιθετική» γραμμή βρίθει αντιφάσεων και αλλάζει κάθε μέρα τις εμφάσεις και το «μείγμα». Παρά ταύτα συγκρούεται και υπονομεύει την κυβέρνηση, στηρίζει τις κινητοποιήσεις των αγροτών και των μικρομεσαίων και επαγγελματιών και προβάλει ως κεντρικό επιχείρημα τα «ψέματα» και την γενική αναξιοπιστία της κυβέρνησης «της Αριστεράς» και όχι ασφαλώς την μνημονιακή πολιτική αυτή καθαυτή. Όπως εξάλλου και τα λοιπά μνημονιακά κόμματα.

Τα σενάρια είναι πολλά για το τι θα γεννήσει η πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει την συγκυρία και κυμαίνονται μεταξύ εκδοχών διεύρυνσης της κυβέρνησης, «οικουμενική», μέχρι και εκλογών.

Η πολιτική συγκυρία είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και ασυνήθιστη και συγκροτεί έναν πραγματικό γρίφο γεμάτο αντιφάσεις για όλους τους πολιτικούς χώρους και κυρίως για το κίνημα και την Αριστερά.

Το γεγονός ότι η κοινωνία αντιστέκεται στην 3η μνημονιακή επίθεση και μάλιστα πολύ γρήγορα μετά τις εκλογές, αποτελεί κριτήριο κορυφαίας σημασίας για την Αριστερά. Σε άλλες εποχές θα αρκούσε για να οικοδομεί την προπαγανδιστική γραμμή των μικρών και μικρότερων κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς. Ωστόσο το γεγονός ότι στην κυβέρνηση βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εξέφρασε την διαδικασία της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης προς τ’ αριστερά ενός πολύ εκτεταμένου κοινωνικού τμήματος, στην πενταετία της κρίσης και των μνημονίων, φτάνοντας «πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση με την Δεξιά στην αξιωματική αντιπολίτευση, περιπλέκει την εικόνα.

«Συνήθως» γραμμές όπως ο κινηματισμός, ο αντικυβερνητισμός, το αντιμνημόνιο και η Αριστερά τείνουν να «στοιχίζονται» στην ίδια κατεύθυνση. Σήμερα όμως η εικόνα δεν είναι αυτή. Η συνύπαρξη γνήσιων ταξικών και «απ’ τα κάτω» κοινωνικών τάσεων μαζί με προσπάθειες εκφράσεων «κατσαρόλας», προνομιούχων και δεξιόστροφων τμημάτων, δημιουργεί μια εικόνα αρκετά θολή. Ποιος πολιτικός χώρος θα κερδίσει από τις κινητοποιήσεις δεν είναι καθόλου προφανές.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες και πέρα από το αυτονόητο καθήκον της συμμετοχής και στήριξης των κινητοποιήσεων ποια μπορεί και πρέπει να είναι η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής Αριστεράς;

Στο επίκεντρο του προβληματισμού βρίσκεται η προφανής διαπίστωση για τη δυσφήμιση στα μάτια της κοινωνίας του συνθήματος «κυβέρνηση της Αριστεράς» και την αδυναμία της άμεσης συγκρότησης αριστερής, εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης με στόχο και φιλοδοξία την μαζική, πλειοψηφική, κοινωνική ακροαματικότητα.

Η διατύπωση μιας ξεκάθαρης εναλλακτικής γραμμής που θα διεκδικεί την αριστερή ηγεμονία σε μια προοπτική ενδεχόμενης πτώσης της κυβέρνησης του μνημονίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το πλήγμα που δέχτηκε η μαζική ακροαματικότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η διαδικασία της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης μεγάλου κοινωνικού τμήματος εξαιτίας της προδοσίας απ’ τον Α. Τσίπρα, του δημοψηφίσματος και γενικότερα της κοινωνικής και ταξικής προσδοκίας απ’ την Αριστερά, ήταν σφοδρό και είναι πολύ πρόσφατο. Απ’ την άλλη χωρίς τοποθέτηση στο ζήτημα της πολιτικής (κυβερνητικής) εξουσίας δεν υπάρχει γραμμή μαζών, ούτε μαζική πολιτική, πέρα από την «επαναστατική προπαγάνδα» και τα κινηματικά καθήκοντα.

Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι εύκολο το λάθος του σεχταρισμού που ενισχύεται από συμπεράσματα αρνητικά για την μαζική, ριζοσπαστική, μεταβατική πολιτική. Ενισχύει την αυτοαναφορική και ουσιαστικά ηττοπαθή αντιμετώπιση, με τη μη ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την ηγεμονία και την εναλλακτική στρατηγική της Αριστεράς.

Εμφανίζεται όμως και ως έκφραση απογοήτευσης που έχει σαν αποτέλεσμα την παράλυση και οδηγεί πρακτικά στην αποχώρηση σημαντικού, ποιοτικά και ποσοτικά, πολιτικού δυναμικού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, από το πεδίο της ταξικής και πολιτικής πάλης και τις πλέον κεντρικές μάχες.

Στον αντίποδα υπάρχει ο κίνδυνος της υποτίμησης των όρων για αριστερή, μεταβατική εναλλακτική με την προσπάθεια διατύπωσης εναλλακτικής που να υπερβαίνει την Αριστερά. Αυτή η προσέγγιση τείνει να αναζητά το πιο πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο πάνω στις γραμμές «αντιμνημόνιο» και «αντιευρώ», παραβλέποντας το ζήτημα της ταξικής και αριστερής ηγεμονίας σε συνθήκες μάλιστα όπου το ζήτημα τίθεται στο επίκεντρο της πάλης. Αυτή η οπτική αδικεί την πρωτοπόρα συμμετοχή του κόσμου της Αριστεράς στις κινηματικές μάχες και δεν έχει το πολιτικό αποτέλεσμα που απαιτείται και αντιστοιχεί.

Σήμερα χρειάζεται μια προσέγγιση μαζικής ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής που αναγνωρίζει τον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει την ανάγκη / προϋπόθεση επαναθεμελίωσης της σχέσης της Αριστεράς με τα μαζικά κοινωνικά στρώματα που συνέτριψαν τα μνημόνια και πρώτ’ απ’ όλα με τους μισθωτούς/ες, τους ανέργους/ες, τη νεολαία και τους αποκλεισμένους/ες. Ουσιαστικά δηλαδή με τον κοινωνικό και ταξικό πυρήνα του μετώπου του ΟΧΙ. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας γραμμής αφορούν τόσο στη διατύπωση της εναλλακτικής πρότασης όσο και στην οικοδόμηση του κομματικού φορέα - που δεν μπορεί να γίνει μόνο από την κεντρική εκφώνηση και την γενική, εκλογικού προσανατολισμού, δουλειά. Χρειάζεται οικοδόμηση έξω και σε κόντρα με τους «θεσμούς» και το «κράτος».

Απαιτούνται επιλογές που να πολιτικοποιούν τη διαχωριστική απέναντι στην κυβέρνηση και στα μνημόνια απ’ τ’ αριστερά και απ’ τα κάτω. Που θα «στοιχίζουν» τον κινηματισμό, τον αντικυβερνητισμό και τον αντιμνημονιακό αγώνα πίσω από τη σημαία της Αριστεράς. Χωρίς να αφήνουν το περιθώριο στην ίδια την κυβέρνηση να οικειοποιείται τα σχήματα «Αριστερά – Δεξιά» και «πλούτος – φτώχεια», και να τα διεκδικεί κλεψίτυπα απέναντι στην Δεξιά και την ακροδεξιά. Εναλλακτική πρόταση και φυσιογνωμία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα βάζει στο κέντρο τις άμεσες ανάγκες των φτωχών, των ανέργων, του κόσμου της μισθωτής εργασίας ως άμεσα απαιτητές και όχι ως συνέπεια της (οποιασδήποτε «εναλλακτικής») ανάπτυξης ενώ ταυτόχρονα θα πλήττει αντίστοιχα τα προνόμια των πλούσιων, της εργοδοσίας, του μεγάλου κεφαλαίου. Σε σύγκρουση και απόρριψη των απαιτήσεων και των νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων της Ευρωζώνης και ευρύτερα.

Συνεπώς είναι αναγκαία η σφοδρή επίθεση εκτός από την κυβέρνηση, στην Δεξιά και την ακροδεξιά, διεκδικώντας το πρόσημο της Αριστεράς σαν την κύρια διαχωριστική στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο. Αντίστοιχα στο κοινωνικό, κινηματικό πεδίο απαιτείται η διαφοροποίηση από τις οικονομικές ελίτ και τις δεξιές και ακροδεξιές πολιτικές ηγεσίες τμήματος των αγροτών και των επαγγελματικών κλάδων. Η διάκριση μεταξύ της πλειοψηφίας των φτωχών αγροτών και της μειοψηφίας του πλούτου και των προνομιών και αντίστοιχα στους επαγγελματίες κ.ο.κ, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την ηγεμονική ένταξη στο μέτωπο των μισθωτών, ανέργων, νεολαίων, αποκλεισμένων που μέχρι σήμερα έμεναν έξω απ’ τον κινηματικό χορό. Η πρόσφατη Γενική Απεργία έδειξε τα περιθώρια και τις δυνατότητες αλλά χρειάζεται πολιτική μάχη για να βρεθούν σε ηγεμονική θέση ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, οι άνεργοι και η νεολαία, και βέβαια η Αριστερά, πράγμα κρίσιμο για το πρόσημο της κοινωνικής κίνησης και των πολιτικών εξελίξεων.

Η προοπτική αναζωπύρωσης της διαδικασίας της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης προς τ’ αριστερά, προοπτική και δυνατότητα απολύτως βάσιμη στις παρούσες συνθήκες της πολιτικής αστάθειας και της μη κατοχυρωμένης αστικής / νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, συνδέεται με τις προσπάθειες να εμφανιστεί εκ νέου η μαζική, ενωτική και ριζοσπαστική Αριστερά, ακόμη πιο σαφώς «Αριστερά», ακόμη πιο σαφώς «Ριζοσπαστική». Με όρους αναφοράς στα τεράστια ταξικά τμήματα που κατά προτεραιότητα συνεχίζει να πιέζει η λιτότητα, στον κόσμο της εργασίας, της ανεργίας, στη νεολαία, στους αποκλεισμένους/ες. Με σημαία την ξεκάθαρη και σκληρή απόρριψη όλου του «μετώπου του ΝΑΙ», δηλαδή των ντόπιων αστικών κέντρων και των ιμπεριαλιστικών και νεοφιλελεύθερων συλλήβδην.

Στις τρέχουσες συνθήκες της έντονης πολιτικής αστάθειας σε όλο το εύρος του μνημονιακού πολιτικού σκηνικού, στις συνθήκες της κοινωνικής κίνησης και αντίστασης, η διαπίστωση του αριστερού πολιτικού κενού που δημιούργησε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ υποδεικνύει την πρόκληση και τη δυνατότητα για την οικοδόμηση μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ικανής να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, σε μια περίοδο με ανοιχτή την προοπτική.

Ετικέτες