Για το βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2021

«Όσο κι αν είναι βιαστική η εποχή μας, όσο κι αν έχει συνηθίσει να κλείνει γρήγορα τις αποσκευές της, τους φακέλους της, και να προχωρεί στον επόμενο σταθμό, καλό θα είναι να μη λησμονεί πως υπάρχουν κάποιες υποθέσεις που δεν κλείνονται μαζί με τους φακέλους, απομένουν ανοικτές στη συνείδηση του ανθρώπινου γένους. Γιατί αν ήταν όλα να τερματίζονται έτσι, συνοπτικά, ελαφροσυνείδητα, δίχως διάκριση, ενδοιασμούς, και δίχως κάποια κατάλοιπα ευλάβειας, τότε δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα και η ιστορία των λαών και η ζωή των ανθρώπων»[1].

Με αυτά τα αξιοσημείωτα λόγια ο Άγγελος Τερζάκης, πάνω από 60 χρόνια πριν, το 1959, είχε αναφερθεί στα ανοικτά ζητήματα της ιστορίας της ΕΣΣΔ, συγκεκριμένα τη συκοφάντηση του Τρότσκι και την εξόντωση των παλιών Μπολσεβίκων. Αυτές οι «κλεισμένες αποσκευές και οι φάκελοι» φυσικά δεν αφορούσαν μόνο το κόμμα των Μπολσεβίκων. Αναρίθμητοι κομμουνιστές από όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, μεταξύ αυτών και από το ΚΚΕ, συνάντησαν την ίδια μοίρα στις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1936-38. Και το «κλείσιμο» αυτών των υποθέσεων εκπληρώθηκε αργότερα από τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να παραδώσουν τα γεγονότα στη λήθη, θολώνοντας την ιστορική αλήθεια και εμποδίζοντας να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα.

Το βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου Ο Μπεζεντάκος μας άφησε γεια. Οι διώξεις των Ελλήνων Κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ, 1937-1938, έρχεται να ανοίξει μια σημαντική τέτοια «αποσκευή», την εκκαθάριση των Ελλήνων κομμουνιστών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, κυρίως συμμέτοχων στις δυο μεγάλες αποδράσεις κρατούμενων από τις φυλακές Συγγρού και τις φυλακές της Αίγινας, που είχαν λάβει χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΕ αλλά και απλοί ακτιβιστές, από τους οποίους όσοι παρέμειναν στην ΕΣΣΔ έπεσαν θύματα της εκκαθάρισης. Συγκεκριμένα από τους δραπέτες της φυλακής Συγγρού οι Ανδρόνικος Χαϊτάς (Γραμματέας του ΚΚΕ στα 1927-31), Κώστας Ευτυχιάδης (μέλος του Πολιτικού Γραφείου), Βασίλης Ασίκης (μέλος της ΚΕ), Μάρκος Μαρκοβίτης (κομματικό στέλεχος) και Περικλής Καρασκόγιας (υπεύθυνος του Ριζοσπάστη) (σελ. 98-99). Από τους δραπέτες των φυλακών Αίγινας οι Μιχάλης Μπεζεντάκος, Αβραάμ Δερβίσογλου, Απόστολος Κλειδωνάρης και Μόσχος Δουλγέρης. Οι τελευταίοι, με την εξαίρεση του Κλειδωνάρη, ενός υψηλόβαθμου κομματικού στελέχους που αν και καταδικάστηκε σε θάνατο πέθανε το 1946 στη φυλακή, ήταν απλοί ακτιβιστές, που είχαν περάσει στο ΚΚΕ από τον τροτσκιστικό χώρο και χάθηκαν το 1938.

Από την αρχή πρέπει να πούμε ότι ενώ οι αγωνιστές αυτοί ήταν, ο καθένας με τον τρόπο του, σημαντικές και αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες για το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, δεν μπορεί να θεωρηθούν μορφές με διεθνή εμβέλεια στο κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό δεν υπονοεί διόλου μια μομφή ή υποτίμησή τους. Το εργατικό, σοσιαλιστικό κίνημα εμφανίστηκε στην Ελλάδα καθυστερημένα, και όταν το ΚΚΕ ιδρύθηκε το 1918 δεν είχε πίσω του ούτε κάποιες σοβαρές βάσεις, ούτε μια εγχώρια θεωρητική παράδοση ή επαφή με τις διεθνείς εξελίξεις. Σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα, όπως της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, κ.ά., θα βρούμε έτσι πολύ ευρύτερες φυσιογνωμίες, με ενεργό συμμετοχή στα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα της εποχής, στη Ρωσία και τις χώρες τους, που σημάδεψαν την πορεία της Κομιντέρν για να χαθούν επίσης στις σταλινικές εκκαθαρίσεις. Αρκεί να αναφέρουμε φιγούρες όπως ο Ούγκο Εμπερλάιν και ο Χάιντς Νόιμαν στο γερμανικό κόμμα, ο Βάρσκι και Κοσούτσκα στο πολωνικό, ο Μπέλα Κουν στο ΚΚ Ουγγαρίας, το ανάλογο των οποίων δεν θα βρεθεί στο ΚΚΕ, τουλάχιστον μεταξύ των θυμάτων των εκκαθαρίσεων του 1936-38 (μεταγενέστερα θύματα της ζαχαριαδικής ανωμαλίας, του ελληνικού αντίστοιχου του σταλινισμού, όπως ο Καραγιώργης έχουν από αυτή την άποψη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς επισφράγισαν τη μεγάλη δεκαετία του εαμικού κινήματος). Ακόμη κι έτσι, οι ιστορίες των Ελλήνων κομμουνιστών, με την αγωνιστική τους διαδρομή και το τραγικό τέλος τους, έχουν να μας πουν σημαντικά πράγματα για το παρελθόν και ακόμη για το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού μας κινήματος.

Ο τίτλος του βιβλίου χρωστιέται στον Μιχάλη Μπεζεντάκο, μια φυσιογνωμία που η τύχη αλλά και η ανάγκη έκανε εμβληματική για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου. Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή.

Ο Μπεζεντάκος, εργάτης βελονοποιίας από τον Πειραιά, γεννημένος γύρω στο 1910, εντάχτηκε νεαρός στο εργατικό κίνημα, αρχικά στον τροτσκιστικό χώρο. Στις 1 Αυγούστου 1931, σε μια συμπλοκή με την αστυνομία κατά τη διάρκεια αντιφασιστικής-αντιπολεμικής διαδήλωσης, πυροβόλησε και σκότωσε έναν αστυνομικό, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές Συγγρού (αν και στη σύγκρουση είχαν λάβει μέρος και άλλοι αγωνιστές, ο Μπεζεντάκος πήρε στις ανακρίσεις πάνω του όλη την ευθύνη). Στις φυλακές, ή κατ’ άλλους το 1929, ο Μπεζεντάκος πέρασε στο ΚΚΕ και η ηγεσία του αποφάσισε την απόδρασή του, καθώς η θανατική καταδίκη του ήταν βέβαιη.

Η μυθιστορηματική του απόδραση το Μάρτη του 1932 –ο Μπεζεντάκος τρύπησε τον τοίχο του κελιού του, προσποιούμενος για καιρό τον άρρωστο, και πήδηξε από κει στο δρόμο– προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ταραχή στην κυβέρνηση. Ενέπνευσε ένα διάσημο πολιτικό τραγούδι, αφιερωμένο σε αυτόν, που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα, «Οι αστοί τρομάξανε/ και κάστρα φτιάξανε/ να κλείσουν τα παιδιά των εργατών/ μ’ αυτοί με μια γροθιά/ σπάζουνε τα δεσμά/ τα κάστρα καταργούνε των αστών!» Ο Μπεζεντάκος διέφυγε στην ΕΣΣΔ, όπου συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 11 Απρίλη 1938, στο πεδίο βολής Μπούτοβο κοντά στη Μόσχα (σελ. 93).

Ο τίτλος του βιβλίου του Παπαδάτου είναι εμπνευσμένος από αυτό το τραγούδι, αντιγράφοντας έναν από τους στίχους του: «Και μες στο καρναβάλι/ οι αστοί την πάθαν πάλι/ ο Μπεζεντάκος μάς άφησε γεια!» Κάνει βέβαια ένα προφανή ειρωνικό και ταυτόχρονα γεμάτο τραγικές νότες υπαινιγμό: Ο Μπεζεντάκος άφησε γεια στους αστούς με τη δραπέτευσή του από τις φυλακές Συγγρού και άφησε γεια στη ζωή στην ΕΣΣΔ, εκτελεσμένος από εκείνους που θεωρούσε ως θεματοφύλακες της υπόθεσης του κομμουνισμού, για την οποία αγωνιζόταν και είχε φυλακιστεί.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη: μια εκτενή εισαγωγή του συγγραφέα, «Οι διώξεις των Ελλήνων κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ» (σελ. 27-142) και ένα μέρος με αρχειακά υλικά, «Αρχειακά υλικά που προέρχονται από τα πρώην αρχεία της КГБ (KGB)». Το δεύτερο αυτό μέρος περιλαμβάνει πρακτικά από τις ανακρίσεις των αδικοχαμένων στελεχών του ΚΚΕ, συγκεκριμένα των Χαϊτά (Σιφναίου), Καρακόζοφ (Ευτυχιάδη), Τσαγκαράκη (Τόμοφ, ενός στελέχους της ΟΚΝΕ που επίσης είχε καταφύγει στην ΕΣΣΔ), Βρεττού (Δερβίσογλου), Οσμάνη (Δουλγέρη) και Μπενδά (Μπεζεντάκου) – τα διπλά ονόματα οφείλονται στο γεγονός ότι είχαν πάρει στην ΕΣΣΔ ένα νέο ονοματεπώνυμο. Περιλαμβάνει δε επίσης μεταγενέστερα ντοκουμέντα από την αναθεώρηση των υποθέσεών τους όταν δρομολογήθηκε η αποσταλινοποίηση το 1956. Πρόκειται για έγγραφα που βρήκε ο συγγραφέας στα σοβιετικά κρατικά αρχεία στη διάρκεια έρευνάς του στα 2017-19.

Η κατηγορία με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι οι δραπέτες αγωνιστές του ΚΚΕ ήταν πανομοιότυπη. Στην πραγματικότητα, υποστήριζε το κατηγορητήριο, δεν ήταν κομμουνιστές που είχαν φυλακιστεί για τους αγώνες τους από την ελληνική αντίδραση, αλλά πράκτορες της ελληνικής ασφάλειας. Η ασφάλεια είχε οργανώσει τη δραπέτευσή τους και τους είχε φυγαδεύσει στη συνέχεια στην ΕΣΣΔ ώστε, καλυπτόμενοι με το μανδύα των κομμουνιστών δραπετών, να οργανώσουν αντισοβιετικά κατασκοπευτικά δίκτυα και σαμποτάζ.

Η κατηγορία δεν ήταν πρωτότυπη ούτε η περίπτωσή τους μοναδική. Γερμανοί κομμουνιστές που είχαν διαφύγει από τη χώρα τους μετά τη νίκη του Χίτλερ, επειδή είχαν λάβει μέρος σε μάχες με τους ναζίꞏ Πολωνοί που είχαν φυλακιστεί για χρόνια στα κάτεργα του Πιλσούντσκιꞏ διωκόμενοι σύντροφοι τους από τις δικτατορίες στην κεντρική Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες – καταδικάστηκαν για τα ίδια «εγκλήματα». Όλοι τους ήταν, φαίνεται, πράκτορες των ναζί και των αστικών αρχών των χωρών τους, που τους φυλάκιζαν επίτηδες για να περνούν ως υπεράνω υποψίας κομμουνιστές και να φέρουν έτσι σε πέρας τα ανόσια έργα τους.

Στα ντοκουμέντα των ανακρίσεων που παραθέτει ο Παπαδάτος παρακολουθούμε πώς οι ανακριτές του NKVD εξανάγκαζαν τα θύματά τους να ομολογούν την ενοχή τους σε αυτές τις αυθαίρετες, τερατωδώς συκοφαντικές και κυνικές κατηγορίες. Αν και σε αρκετές περιπτώσεις επέμεναν αρχικά στην αθωότητά τους, η αντίστασή τους καμπτόταν μέσα από πιέσεις και απειλές, που συχνά περιλάμβαναν φυσικά και ψυχολογικά βασανιστήρια ή ψεύτικες υποσχέσεις ότι η ομολογία θα τους σώσει τη ζωή, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για επικύρωση της θανατικής τους καταδίκης. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ευτυχιάδη (Καρακόζοφ) ο οποίος είχε αρνηθεί ότι ήταν εχθρός της Σοβιετικής Ένωσης και «αμετανόητος διπρόσωπος τροτσκιστής», όπως του καταλογιζόταν (σελ. 105-106). Στη συνέχεια, σε μεταγενέστερη ανάκριση, ο ίδιος θα αναγνωρίσει ότι όχι μόνο ήταν «διπρόσωπος τροτσκιστής» αλλά έκανε και «κατασκοπευτική δουλειά μέσα στην ΕΣΣΔ». Ο ίδιος δήλωνε με ακραία αυτοταπείνωση:

«Αναγνωρίζω ότι πράγματι, επί 20 ημέρες έκανα αγώνα ενάντια στην ανάκριση, Βλέπω ότι αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Μέσα στα ψέματά μου μπερδεύτηκα ακόμη κι εγώ ο ίδιος, και ξεσκεπάστηκα από εσάς ως εχθρός του ΠΚΚ (μπ.) και του λαού. Τώρα μου έμεινε μοναχά ένας δρόμος, κι αυτός – αν και βρισκόμαστε κοντά στο τέλος – είναι, να αφοπλιστώ πλήρως και με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσω τα όργανα της κρατικής ασφάλειας να διαλύσουν μια ακόμα φωλιά κατασκόπων στη Σοβιετική Ένωση» (σελ. 107).

Στην παραπάνω «ομολογία» η πρόταση ότι «βρισκόμαστε κοντά στο τέλος» δίνει μια ένδειξη ότι ο Ευτυχιάδης δεν είχε αμφιβολία τι τον περίμενεꞏ ίσως απλά ήθελε να συντομεύσει το μαρτύριό του.

Ανάλογη ήταν η πορεία των «ανακρίσεων» και στις υπόλοιπες υποθέσεις. Χωρίς να επεκταθούμε, θα παραθέσουμε μόνο μια μαρτυρία της Εβγκένια Μπρεϊνίφσκαγια, μιας Πολωνίδας μηχανικού η οποία είχε συλληφθεί στο πλαίσιο της διεξαγόμενης τότε Πολωνικής Επιχείρησης ως κατάσκοπος το Φλεβάρη του 1938, όπως παρουσιάζεται από τον Παπαδάτο. Η ίδια περιέγραψε τα περιστατικά της ανάκρισής της, στις 16 Μάρτη 1938, στη διάρκεια της οποίας ο ίδιος ο ανακριτής της είχε αναγνωρίσει ότι οι κατηγορίες ήταν ψεύτικες:

«Ο ανακριτής μου παρουσίασε ένα Πρωτόκολλο ανάκρισης προς υπογραφή που είχε ήδη συνταχθεί και το οποίο ανέφερε ότι αναγνώριζα την παράδοση πληροφοριών για την παραγωγή των εργαστηρίων της βιομηχανίας Νο 46 σε πράκτορες ξένων υπηρεσιών, όταν δούλευα εκεί το 1935. Ο ανακριτής δεν με άφησε να συνεχίσω την ανάγνωση του Πρωτοκόλλου ανάκρισης, λέγοντάς μου: Για ποιον λόγο να συνεχίσετε την ανάγνωση; Θα τρομοκρατηθείτε. Όταν του είπα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά μια σκευωρία, μου απάντησε: Το γνωρίζουμε αυτό καλά στη NKVD και δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας προσωπικά, όμως πρέπει να υπογράψετε το Πρωτόκολλο, δεν θα ξεφύγετε, συλληφθήκατε πολύ απλά διότι είστε πολωνικής καταγωγής και οφείλουμε να συμπληρώσουμε τις λίστες» (σελ. 109).

Όλες οι υποθέσεις των εκκαθαρισμένων Ελλήνων κομμουνιστών επανεξετάστηκαν μετά το 1956. Οι εναντίον τους καταδικαστικές αποφάσεις ακυρώθηκαν και, σύμφωνα με τα έγγραφα που παραθέτει ο Παπαδάτος, σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώθηκε όχι μόνο η απουσία στοιχείων αλλά και η ύπαρξη αντιφάσεων ανάμεσα σε όσα καταλόγιζαν ο ένας στον άλλο και σε όσα παραδέχονταν στις ανακρίσεις για τον εαυτό τους. Ενδεικτικά θα σταθούμε σε μερικές επισημάνσεις σχετικά με τη διαδικασία της ανάκρισης από την εξέταση του κατηγορητηρίου εναντίον του Μπεζεντάκου (Μπενδά) μετά από έφεση που είχε υποβάλλει η κόρη του:

«Στα ειδικά αρχεία δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά αρχεία για τον Μπενδά, αποδείχτηκε όμως ότι, όταν ήταν στην Ελλάδα, ανέπτυσσε ενεργή επαναστατική δράση. Κατά την προανάκριση έγιναν κατάφωρες παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας: το ένταλμα σύλληψης του Μπενδά εκδόθηκε από τον εισαγγελέα μετά τη σύλληψή του, η απόφαση σχετικά με την απαγγελία κατηγορίας δεν του γνωστοποιήθηκε, ενώ από την υπόθεση είναι καταφανές ότι υποβλήθηκε σε ανάκριση ως κατηγορούμενος, πριν την αναφερόμενη στο ερωτηματολόγιο ημερομηνία σύλληψής του (φύλλο ανάκρισης 1-2, 5, 9-13)ꞏ με την ολοκλήρωση της ανάκρισης δεν ενημερώθηκε για τα υλικά της υπόθεσης» (σελ. 336-337).

Ποια ήταν η στάση του ΚΚΕ απέναντι στις υποθέσεις των εκκαθαρισμένων στελεχών του;

Για μια ορισμένη περίοδο, τουλάχιστον ως το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι, ενώ γνώριζαν καλά ότι οι εκκαθαρίσεις που είχαν λάβει χώρα στα 1936-38 στην ΕΣΣΔ συμπεριλάμβαναν και στελέχη του ΚΚΕ, δεν είχαν ακριβείς πληροφορίες για την τύχη του καθενός ατομικά. Κατατοπιστικό σε σχέση με αυτό είναι ένα υπόμνημα του Δ. Παρτσαλίδη, τότε ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, προς τον Μολότοφ στις 31/1/1946, το οποίο παραθέτει ο Παπαδάτος στο προηγούμενο βιβλίο του Άκρως Απόρρητο. Ο Παρτσαλίδης αναφερόταν εκεί στα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν φοιτήσει στο KUNMZ (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης), ζητώντας πληροφορίες γι’ αυτά. Ανέφερε σαν παράδειγμα τον Χαϊτά: «Το Κόμμα είχε τη γνώμη ότι πρέπει να γυρίσουν στην Ελλάδα σχεδόν όλοι, και μερικοί σαν τον Χαϊτά, π.χ., που κανείς δεν είχε καλή γνώμη γι’ αυτούς… Και τώρα εγώ προσωπικά νομίζω πως όσοι σώζονται και δεν τους βαρύνουν λοιπές υποψίες, αν θα κατέβαιναν στην Ελλάδα θα ήταν καλύτερα»[2].

Από το υπόμνημα γίνεται σαφές ότι ο Παρτσαλίδης τελούσε υπό το κράτος ψευδαισθήσεων σχετικά με τους Έλληνες κομμουνιστές που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930ꞏ στην πραγματικότητα είχαν εξοντωθεί σχεδόν όλοι και είναι ζήτημα αν απέμενε κανείς ζωντανός για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Σε αυτές τις ψευδαισθήσεις συνέβαλαν πιθανότατα και οι ψευδείς ή αόριστες πληροφορίες που δίνονταν από τις σταλινικές αρχές σε σχετικά αιτήματα του ΚΚΕ. Για τον Μπεζεντάκο, π.χ., είναι βέβαιο ότι είχαν δοθεί ψεύτικες πληροφορίες ότι είχε μεταβεί στην Ισπανία για να πάρει μέρος στον εμφύλιο και σκοτώθηκε στις μάχες[3].

Μετά το 1956 όταν επανεξετάστηκαν οι υποθέσεις των δολοφονημένων αγωνιστών, συχνά με αιτήματα συζύγων ή παιδιών τους που είχαν επιζήσει, είναι αδύνατο να μην επέπεσαν στην αντίληψη των τότε ηγεσιών του ΚΚΕ οι διαδικασίες αυτές, τα αποτελέσματά τους και τα σχετικά έγγραφα των σοβιετικών δικαστικών αρχών. Οι ηγεσίες του ΚΚΕ αποφάσισαν, ωστόσο, να σιωπήσουν και να σκεπάσουν, πέρα από ελάχιστες τυπικές «αποκαταστάσεις», αυτές τις υποθέσεις στη λήθη. Αυτή η τακτική αποσιώπησης κορυφώθηκε από τη νεοσταλινική ηγεσία Παπαρήγα και τη διάδοχη ηγεσία Κουτσούμπα μετά το 1990, όταν και η σταλινική αναπαλαίωση στο ΚΚΕ συνδυάστηκε με την επαναβεβαίωση της επίσημης εκδοχής ότι οι εκκαθαρισμένοι στα 1936-38 κομμουνιστές, Σοβιετικοί και ξένοι, αποτελούσαν μια «πέμπτη φάλαγγα» στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Μόνο ανεξάρτητοι ερευνητές, όπως οι Βλ. Αγτζίδης, Μ. Μαρκοβίτης, κ.ά., προσκόμισαν κατά καιρούς στοιχεία για την πραγματική τύχη των αγωνιστών, ερευνώντας ανεξάρτητα τα σχετικά σοβιετικά αρχεία.

Ενδεικτικό της σιωπής της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι το γεγονός ότι στις ογκώδεις, απατεωνίστικες κομματικές ιστορίες που εκδίδουν δεν λένε λέξη για την τύχη του Μπεζεντάκου και των άλλων δραπετών από τις φυλακές Συγγρού και Αίγινας. Αντίθετα, επαναλαμβάνουν την ψευδή εκδοχή σύμφωνα με την οποία πολέμησαν στην Ισπανία: «Ανάμεσα σε εκείνους που βρέθηκαν στην Ισπανία ήταν και οι Ζαννής Φλωράκος, Αβραάμ Δερβίσογλου, Βαγγέλης Θωμάζος, Απόστολος Κλειδωνάρης, Μόσχος Δουλγέρης, Μιχάλης Μπεζαντάκος και Νίκος Βαβούδης, που είχαν δραπετεύσει από την Αίγινα»[4].

Οι υποθέσεις των εκκαθαρισμένων Ελλήνων κομμουνιστών αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια από τις σταλινικές αρχές ως αποδείξεις για την ύπαρξη ευρέων κατασκοπευτικών δικτύων μεταξύ των ελληνικής καταγωγής πολιτών της ΕΣΣΔ. Αυτό έδωσε τη βάση για την εκκαθάριση των Ελλήνων στο πλαίσιο των εθνικών επιχειρήσεων του 1937-38, οι οποίες περιέλαβαν τις υποτιθέμενα «ύποπτες» εθνότητες της ΕΣΣΔ, κυρίως Πολωνούς, Γερμανούς, Λευκορώσους, Κορεάτες, Έλληνες, κ.ά. Η Ελληνική Επιχείρηση κόστισε περί τις 20.000 θύματα, με δεκάδες χιλιάδες Έλληνες να μετεγκαθίστανται βίαια από την Ουκρανία, την Αμπχαζία και τον Καύκασο στο Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν. Ο Παπαδάτος παραθέτει τη Διαταγή 50215 του Γιεζόφ, υπογεγραμμένη στις 11 Δεκέμβρη 1937, με την οποία δρομολογήθηκε η διαδικασία, με το πρόσχημα της εξάλειψης των σαμποτέρ και των κουλάκων, από την οποία δίνουμε τα κύρια σημεία:

«Από τα υλικά της έρευνας προκύπτει πως οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες αναπτύσσουν ενεργή κατασκοπευτική δράση και ενθαρρύνουν στάσεις εντός της ΕΣΣΔ, υλοποιώντας εντολές των βρετανικών, γερμανικών και ιαπωνικών μυστικών υπηρεσιών. Η δράση αυτή επικεντρώνεται στις ελληνικές παροικίες στις περιφέρειες του Ροστόφ επί του Ντον, της Οδησσού και άλλων περιοχών της Ουκρανίας, στην Αμπχαζία και σε άλλες δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας στην Κριμαία, καθώς και σε διασκορπισμένες ομάδες Ελλήνων σε διάφορες περιοχές και τόπους της Σοβιετικής Ένωσης…

Διατάσσω:

Στις 15 Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους, ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες, περιοχές και περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες για τους οποίους υπάρχουν υποψίες κατασκοπείας, σαμποτάζ, εξέγερσης και εθνικιστικής αντισοβιετικής δράσης… Ταυτόχρονα, όσο προχωρά η επιχείρηση συλλήψεων, διενεργήστε έντονη ανακριτική εργασία, με σκοπό την πλήρη αποκάλυψη όλων των εστιών κατασκοπευτικής, σαμποταριστικής, στασιαστικής και εθνικιστικής δράσης της ελληνικής κατασκοπείας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην αποκάλυψη όλων των σχέσεων των πρακτόρων της ελληνικής κατασκοπίας με τις βρετανικές, γερμανικές και ιαπωνικές μυστικές υπηρεσίες… Αναφέρετε τα αποτελέσματα της διεξαγωγής των συλλήψεων έως τις 18 Δεκεμβρίου. Να ενημερώνετε για την εξέλιξη της έρευνας με περιληπτικές αναφορές πέντε ημερών, οι οποίες θα περιέχουν τα ποσοτικά στοιχεία και τις πιο ουσιαστικές και σημαντικές καταθέσεις» (σελ. 96-97).

Στη διαταγή, μετά τη δήλωση «Σε σύλληψη υπόκεινται όλοι οι Έλληνες υπήκοοι και πολίτες της ΕΣΣΔ που ανήκουν στις κάτωθι κατηγορίες», αναφέρονταν συγκεκριμένα πέντε κατηγορίες, οι οποίες στην πραγματικότητα, λόγω της γενικότητάς τους, μπορούσαν να καλύψουν οποιαδήποτε σύλληψη: όσοι παρακολουθούνταν από τις σοβιετικές υπηρεσίες, πρώην μεγαλέμποροι, κερδοσκόποι, λαθρέμποροι, όσοι εκδήλωναν εθνικιστικές τάσεις, πολιτικοί μετανάστες από την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες που είχαν έλθει στην ΕΣΣΔ παράνομα από άλλες χώρες του κόσμου και όλοι οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην επικράτεια της ΕΣΣΔ και θεωρούνταν ξένοι πράκτορες (σελ. 96-97).

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε εδώ ότι το θέμα της τύχης του Μιχάλη Μπεζεντάκου έχει ερευνηθεί και από άλλους ιστορικούς στο χώρο της αριστεράς. Ο Κώστας Παλούκης εντόπισε επίσης ανεξάρτητα τα έγγραφα στα σοβιετικά αρχεία και παρουσίασε το 2021 σε άρθρα του τα σχετικά στοιχεία. Ο Παλούκης αναφέρει ότι ο Μπεζεντάκος και ο Βρεττός εκτελέστηκαν την ίδια μέρα στο Μπούτοβο, παραθέτοντας επίσης μια δεκάδα περίπου ακόμη εκτελεσμένων Ελλήνων κατοίκων Μόσχας, από τους οποίους ορισμένοι δεν αναφέρονται στο βιβλίο του Παπαδάτου. Αργότερα ο Παλούκης ήρθε σε επαφή με τον γιο της κόρης του Μπεζεντάκου, ο οποίος του απέστειλε και τη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του από τη διαμονή του στην ΕΣΣΔ πριν τη σύλληψή του[5].

Ένα ευρύτερο παραπέρα ζήτημα αφορά στην αξιολόγηση της συμβολής των εκκαθαρισμένων στην ΕΣΣΔ Ελλήνων κομμουνιστών στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Ενώ δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ήταν όλοι έντιμοι αγωνιστές, είναι εξίσου αληθινό ότι στη διαδρομή τους θα βρει κανείς λάθη και αδυναμίες, ενίοτε σοβαρά. Ο Χαϊτάς, για παράδειγμα, ήταν ένας αξιόλογος για την εποχή διανοούμενος, εκπρόσωπος (όπως και ο Ευτυχιάδης) αυτού που θα μπορούσε να αποκληθεί «μπουχαρινική πτέρυγα» του ΚΚΕ. Στη διάρκεια της παραμονής του στην ΕΣΣΔ μετέφρασε μεταξύ άλλων το βιβλίο του Ντεμπόριν Ο Λένιν Φιλόσοφος, με ικανά σχόλια (κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη). Ωστόσο, ως Γραμματέας του ΚΚΕ απέτυχε να βάλει τάξη στο κόμμα και η φραξιονιστική πάλη εκείνης της περιόδου επέφερε αποδιοργάνωση. Πέρα από τα διανοουμενίστικα στοιχεία στην προσέγγισή του, έπαιξε ρόλο εδώ η γενική ανεπάρκεια του τότε στελεχικού δυναμικού του ΚΚΕ και θα πρέπει να του δοθεί το ελαφρυντικό ότι δεν στάθηκε τόσο καθολικά ανεπαρκής όσο ο Ζαχαριάδης στο επόμενο στάδιο, ούτε ήταν ένας εξουσιομανής όπως αυτός. Σε κάθε περίπτωση, η κριτική των αδυναμιών είναι ένα πράγμα και οι συκοφαντίες, οι παραχαράξεις και η λήθη είναι ένα άλλο.

Ο αναγνώστης θα βρει δίχως άλλο πολλά ακόμη ενδιαφέροντα τόσο στην κατατοπιστική Εισαγωγή του Παπαδάτου, όσο και στο μέρος των ντοκουμέντων. Η παρουσίασή τους ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας κριτικής. Δεν μπορεί όμως να μην επισημάνουμε καταληκτικά, ως μια αδυναμία του βιβλίου, την ανεπάρκεια των συμπερασμάτων τα οποία συνάγει ο συγγραφέας στον «Επίλογο» του εισαγωγικού του δοκιμίου.

Η αδυναμία αυτή δεν βαραίνει μόνο τον ίδιο τον Παπαδάτο δεδομένου ότι –ας το επαναλάβουμε– οι εκκαθαρισμένοι Έλληνες κομμουνιστές δεν ήταν τόσο κομβικές προσωπικότητες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ώστε να μπορεί να συνάγει κανείς από τη μοίρα τους όλα τα αναγκαία συμπεράσματα σχετικά με εκείνη τη φάση της ιστορίας του, που σημαδεύτηκε από την κυριαρχία του σταλινισμού. Ωστόσο, ο Παπαδάτος μένει αρκετά πίσω και από εκείνα τα συμπεράσματα που το υλικό του του επέτρεπε αναμφισβήτητα να εξάγει.

Όταν, για παράδειγμα, δηλώνει ότι «η μη τήρηση των συνωμοτικών κανόνων (konspiratsya) καταδίκασε πολλούς κομμουνιστές κατά την περίοδο των “Μεγάλων εκκαθαρίσεων”» (σελ. 132), αυτό ηχεί σαν να επαναλαμβάνει περιφραστικά τις κατηγορίες των σταλινικών αρχών με τις οποίες δικαιολογούνταν οι εκκαθαρίσεις, ότι οι συγκεκριμένοι κομμουνιστές είτε ήταν πράκτορες είτε δεν ήταν επαρκώς επάγρυπνοι, ώστε είχαν ως αποτέλεσμα παρασυρθεί από τους πράκτορες και είχαν γίνει όργανά τους – και επειδή, βεβαίως, υπό τις τότε δυσχερείς συνθήκες δεν ήταν δυνατό να διακρίνονται οι μεν από τους δε, η εκκαθάρισή τους ήταν τελικά δικαιολογημένη. Το ότι αυτό προβαλλόταν ως νομιμοποίηση των εκκαθαρίσεων από τους θύτες δεν σημαίνει βέβαια ότι ήταν και η πραγματική αιτία τους.

Ο Παπαδάτος αναγνωρίζει φυσικά ότι «είναι… αδύνατο να κρίνουμε τις εκτελέσεις και τα γκουλάγκ ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών κοινωνικών συνθηκών». Ωστόσο, η διαβεβαίωσή του στο ίδιο σημείο ότι «η βία… ξεκινάει ήδη την περίοδο του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου… δεν πρωτοεμφανίστηκε ως φαινόμενο αποκλειστικά στην περίοδο ο Στάλιν ανέλαβε την ηγεσία του ΠΚΚ (μπ.)», κάθε άλλο παρά βοηθά στην αποσαφήνιση του ζητήματος, εφόσον παρακάμπτεται το ερώτημα για τι λογής βία επρόκειτο (σελ. 131).

Από μαρξιστική άποψη, η γενικόλογη καταδίκη της βίας δεν μπορεί να μας πάει πολύ μακριά, γιατί τότε θα έπρεπε να καταδικάσουμε σχεδόν όλη την ανθρώπινη ιστορία. Πρέπει να εξετάζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, ώστε να απαντάμε στο ερώτημα αν η συγκεκριμένη βία υπηρετεί προοδευτικούς ή αντιδραστικούς σκοπούς. Ένας ιστορικός δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί το μαρξισμό και δεν απαιτείται από αυτόν να παρουσιάζει ολοκληρωμένες τέτοιες αναλύσεις. Ωστόσο, θα περίμενε κανείς να μπορεί να θέσει σε ένα στοιχειώδες επίπεδο το ερώτημα σχετικά με τους σκοπούς της σταλινικής βίας, και αυτό ακριβώς λείπει από την εισαγωγή του Παπαδάτου.

Είναι μια σημαντική έλλειψη, καθώς άλλοι θεωρητικοί είχαν εξετάσει αυτό το ζήτημα ήδη από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Εδώ θα αρκεστούμε να παραθέσουμε τις κρίσεις του Χ. Λάσκι, ο οποίος επισήμαινε τόσο τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στη μπολσεβίκικη βία του Οκτώβρη και τη σταλινική βία, όσο και τη στόχευση της τελευταίας στην υπεράσπιση των γραφειοκρατικών προνομίων:

«Οι Μπολσεβίκοι μπορεί να υποστήριζαν την Κόκκινη Τρομοκρατία, αλλά αυτή συνδεόταν με μεγάλους και δημιουργικούς σκοπούς, που η κοινή λογική των μαζών ήταν ικανή να καταλάβει… Μετά το 1924, και ιδίως μετά το 1927, ο Στάλιν και οι συνεργάτες του, αλλά πάνω απ’ όλα ο Στάλιν, απέκτησαν ένα κεκτημένο συμφέρον στην εξουσία, από το οποίο δεν ήταν έτοιμοι να παραιτηθούν. Σε αυτό το συμφέρον θυσιάστηκαν τόσο η δημοκρατία στο Κόμμα όσο και η ευρύτερη δημοκρατία στην οποία βαθμιαία θα οδηγούσε. Σε αυτό, επίσης, θυσιάστηκαν πολλά στη Γερμανία, την Κίνα και την Ισπανία, που θα είχαν συνεισφέρει σε αυτήν την ίδια την παγκόσμια επανάσταση από την οποία εξαρτιόταν η γρήγορη επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης… Οπωσδήποτε είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς ότι η έκταση και η ένταση της σοβιετικής δικτατορίας έχει ως αντικείμενο λιγότερο την επίτευξη του σοσιαλιστικού σκοπού από τη διατήρηση του Στάλιν και των επιλεγμένων συνεργατών του στην εξουσία με κάθε κόστος. Είναι δύσκολο, διαφορετικά, να εξηγηθεί η ποινή που επιβάλλεται για τη διαφωνία με τις απόψεις του˙ είναι δύσκολο να εξηγηθούν διαφορετικά οι ανατολίτικες ευλογίες που του αποδίδονται. Η λατρεία του Στάλιν έχει γίνει μια αληθινή θρησκεία, με το Πολιτικό Γραφείο να λειτουργεί σαν Κονκλάβιο των Καρδιναλίων, και τη μυστική αστυνομία σαν Ιερά Εξέταση, για χάρη του μπολσεβίκου Πάπα. Η απόκλιση από την ορθοδοξία, όπως στη στρατευμένη θρησκεία, τιμωρείται με φυλάκιση και θάνατο»[6].

Αυτές οι αλήθειες, τις οποίες είχε συνάγει ο Λάσκι ήδη στα 1943, δεν βρίσκουν τη θέση τους στο βιβλίο του Παπαδάτου ή τουλάχιστον δεν εκφράζονται σαφώς στις συναγωγές του. Δεν παύουν, ωστόσο, να προβάλλουν ισχυρά από το πλούσιο υλικό του, ώστε μπορούμε βάσιμα να πούμε ότι γεμίζοντας μια κενή σελίδα της ιστορίας του κομμουνιστικού μας κινήματος πρόσφερε μια σημαντική υπηρεσία.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

[1] Ά. Τερζάκης, «Ο κατατρεγμένος», στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σελ. 214-215.

[2] Ν. Παπαδάτος, Άκρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ, 1944-1952, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2019, σελ. 215.

[3] Οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αναμασιούνται σαν αναμφισβήτητες αλήθειες σε διάφορα σάιτ του ΚΚΕ. Σε ένα άρθρο στο «Ατέχνως», π.χ., διαβάζουμε ότι αφού δραπέτευσε από τις φυλακές Συγγρού, ο Μπεζεντάκος «Αμέσως μετά φυγαδεύτηκε στη Σοβιετική Ενωση όπου δούλευε σε μεταλλουργικό εργοστάσιο. Σύμφωνα με επίσημες πληροφορίες πούχε στα χρόνια της Κατοχής το ΚΚΕ ο Μ. Μπεζεντάκος πολέμησε και σκοτώθηκε στις μάχες της Ισπανίας» (Η. Κακαβάνης, «“Οι αστοί τρομάξανε”, η ιστορία του θρυλικού Μπεζαντάκου», https://atexnos.gr/. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, είναι ότι οι αρθρογράφοι του «Ατέχνως» είναι ελαφρώς αφελείς και ότι, αν επιμένουν στις «επίσημες πληροφορίες» τους, θα πρέπει προσπαθούν στο μέλλον να διαστρεβλώνουν την αλήθεια πιο εντέχνως…

[4] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, Α2 τόμος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2019, σελ. 553.

[5] Βλέπε Κ. Παλούκης, «Μιχάλης Μπεζεντάκος: το άγνωστο τέλος ενός θρυλικού κομμουνιστή και οι διαδρομές της μνήμης του», https://marginalia.gr/arthro/michalis-mpezentakos-to-agnosto-telos-enos-....

[6] Χ. Λάσκι, Reflections on the Revolution of our Time, στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, σελ. 190, 193-194.

Ετικέτες