Παρουσίαση της ομιλίας του Σύρου μαρξιστή στην εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα στις 26/4

Σε ένα γεμάτο (από ιδιαίτερα νεανικό κοινό) αμφιθέατρο στην ΑΣΟΕΕ, οργανώθηκε η εκδήλωση «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Συρία», με πρωτοβουλία της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε, της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης, του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, της ΟΝΡΑ-Ανασύνθεση και του σάιτ elaliberta. Το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει τον Ζόζεφ Ντάχερ, Σύρο μαρξιστή που ζει στην Ελβετία, διαχειριστή του μπλογκ syriafreedomforever και ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης «Ρεύμα Επαναστατικής Αριστεράς» στη Συρία. Μια οργάνωση που ιδρύθηκε το 2011 και συμμετείχε στη συριακή επανάσταση, που μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου το ένοπλο τμήμα της συμμετείχε σε σημαντικές μάχες (π.χ. Κομπάνι), κυνηγήθηκε και από το καθεστώς και από τους τζιχαντιστές και το 2014 υποχρεώθηκε να αναστείλει τη λειτουργία της λόγω των τραγικών συνθηκών. Ακολουθεί μια συνοπτική παρουσίαση της ομιλίας του συντρόφου. 

Αφού εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους αγώνες στην Ελλάδα ενάντια στη λιτότητα, την κυβέρνηση, την ΕΕ, αλλά και στις προσπάθειες του κινήματος αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, ξεκίνησε υπενθυμίζοντας ότι η συριακή εξέγερση του 2011 ήταν τμήμα μιας ευρύτερης επαναστατικής διαδικασίας σε όλη την περιοχή (Τυνησία, Αίγυπτος, Μπαχρέιν κλπ), που είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, επαναφέροντας τη λέξη επανάσταση και την ιδέα της αλλαγής του κόσμου μέσα από τη δράση των από κάτω. Φυσικά, αν και εμπνευσμένη από το διεθνές κύμα, η συριακή εξέγερση είχε αιτίες να ξεσπάσει: την έλλειψη δημοκρατίας, την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και την επιθυμία για αυτοδιάθεση.

Ξεκίνησε την παρουσίασή του για τη Συρία, μιλώντας για «τα τρία μεγάλα ψέματα» για το καθεστώς Άσαντ: Δεν είναι ούτε κοσμικό, ούτε αντιιμπεριαλιστικό, ούτε σοσιαλιστικό. 

Περιέγραψε την οικονομική πολιτική του καθεστώτος, φέρνοντας το παράδειγμα του ξαδέλφου του Άσαντ, Ραμί Μαχλούφ, που ελέγχει το 60% του πλούτου, αναφέροντας ότι το 75% της οικονομίας είναι ιδιωτικό, ότι το 30% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και το 50% κοντά σε αυτό το όριο. Όσον αφορά την κοσμικότητα, υπενθύμισε ότι σύμφωνα με το συριακό σύνταγμα η σαρία αποτελεί πηγή της νομοθεσίας, αλλά και τη στήριξη-διευκόλυνση του Άσαντ στη δράση διάφορων σαλαφιστικών οργανώσεων τα προηγούμενα χρόνια (π.χ. στο Ιράκ). Για τον υποτιθέμενο αντιιμπεριαλισμό του καθεστώτος, υπενθύμισε τη σφαγή των Παλαιστινίων και της Αριστεράς κατά την εισβολή του συριακού στρατού στο Λίβανο το 1976, την υποστήριξη στις ΗΠΑ κατά την Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, την αγαστή συνεργασία με τη διακυβέρνηση Μπους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». 

Στη συνέχεια ξετύλιξε το κουβάρι της εξέγερσης. Στην αρχική φάση, που ξέσπασε το Μάρτη του 2011, τον κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν οι Τοπικές Συντονιστικές Επιτροπές, που με τη συμμετοχή εργατών, φοιτητών, μικρών αριστερών ομάδων, μεμονωμένων ακτιβιστών αναλάμβαναν την οργάνωση διαδηλώσεων και δράσεων ανυπακοής, καθόριζαν τα πολιτικά συνθήματα, οργάνωναν την περίθαλψη των θυμάτων της καταστολής κ.ο.κ. 

Η επόμενη φάση, της ένοπλης πάλης, ξεκίνησε στα τέλη του καλοκαιριού του 2011. Όπως είπε, υπήρχαν σποραδικές ένοπλες ενέργειες και πριν, ωστόσο τότε γενικεύτηκε η επιλογή «εξοπλισμού της επανάστασης» με τη δημιουργία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA).Υπενθύμισε ότι ο FSA δεν ήταν ενιαίος, αλλά ομπρέλα που κάλυπτε διάφορες τοπικές ένοπλες ομάδες και δεν απέκτησε ποτέ ενιαία δομή και ηγεσία, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. Η σύνθεσή του αρχικά είχε περισσότερους πολίτες που πήραν τα όπλα για να αμυνθούν απέναντι στην καταστολή, πριν περάσουν στις γραμμές του και λιποτάκτες φαντάροι, ενώ πολιτικά οι απόψεις των ενόπλων κυμαίνονταν σε ένα φάσμα που περιλάμβανε δημοκράτες, σοσιαλιστές, άραβες εθνικιστές, μετριοπαθείς μουσουλμάνους. Η «διπλή δυναμική» μαζικών διαδηλώσεων και ένοπλης αυτοάμυνας οδήγησε στην απελευθέρωση ολόκληρων περιοχών από τον έλεγχο του καθεστώτος και την εμφάνιση σε αυτές τοπικών συμβουλίων, που αναλάμβαναν να διαχειριστούν τα σχολεία, τα νοσοκομεία, να συντονίσουν τις γειτονιές. Αυτή η θετική εικόνα ισχυρίστηκε ότι ίσχυσε χοντρικά ως τα τέλη του 2012. 

Αλλά, όπως είπε, οι διάφορες πτέρυγες της αντεπανάστασης είχαν ήδη αναπτύξει τη δράση τους.

Η πρώτη πτέρυγα της αντεπανάστασης είναι προφανώς το κράτος, αλλά και οι διεθνείς σύμμαχοί του (Ρωσία, Ιράν, Χεζμπολά, σιιτικές πολιτοφυλακές) χωρίς την υποστήριξη των οποίων μπορεί και να μην είχε επιβιώσει. 

Το κράτος αφενός εξαπέλυσε αιματηρή καταστολή, που στόχευε πρωτίστως τις πιο προοδευτικές-δημοκρατικές δυνάμεις, ενώ απελευθέρωσε τους σαλαφιστές ηγέτες που είχε χρησιμοποιήσει παλιότερα στο Ιράκ και είχε συλλάβει στη συνέχεια. Αυτό διευκόλυνε να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία το ότι η εναλλακτική στο καθεστώς ήταν «σαλαφιστές τρομοκράτες». Το know-how ο Μπασάρ το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, που στο παρελθόν συνέτριψε τα συνδικάτα και την Αριστερά, εξωθώντας κάθε αντιπολιτευτική φωνή προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. 

Το καθεστώς κινητοποίησε τη λαϊκή του βάση (ευρύτερη από την «κοινωνική του βάση», δηλαδή των στρωμάτων που επωφελούνταν από την πολιτική του), ενώ υποκίνησε τα θρησκευτικά μίση. Σε περιοχές όπου συνυπήρχαν γειτονικά σουνίτες και αλεβίτες (Χομς, Χάμα κ.α.), έγιναν οι μεγαλύτερες σφαγές στοχευμένα στις φτωχές σουνιτικές περιοχές της υπαίθρου. Σε αυτό το σημείο, ο Ζοζέφ διευκρίνισε ότι το καθεστώς χρησιμοποίησε το θρησκευτικό σεχταριστικό μίσος, αλλά δεν είναι ένα θρησκευτικό σεχταριστικό, αλεβίτικο καθεστώς. Στις τάξεις του υπάρχουν και σουνίτες και όχι μόνο η σουνιτική αστική τάξη. Για παράδειγμα οι σαμπίχα (παρακρατικοί) στο Χαλέπι ήταν πλειοψηφικά σουνίτες, όπως και οι τοπικές φυλές που κινητοποιήθηκαν ενάντια στους Κούρδους στη Βορειοανατολική Συρία. 

Δεν ήταν λοιπόν ένας θρησκευτικός πόλεμος μιας σουνιτικής πλειοψηφίας ενάντια σε ένα αλεβίτικο καθεστώς, ήταν ένας εμφύλιος στον οποίο βέβαια υπήρξε και το στοιχείο του θρησκευτικού διαχωρισμού, καθώς αυτός υποκινήθηκε και από το καθεστώς, αλλά και από τμήματα της αντιπολίτευσης.

Κάπως έτσι πέρασε στη δεύτερη πτέρυγα της αντεπανάστασης, τις δυνάμεις του φονταμενταλιστικού Ισλάμ. Αυτές αναπτύχθηκαν εξαιτίας των εγκληματικών λαθών της εξόριστης ηγεσίας της αντιπολίτευσης (φιλελεύθεροι και Αδελφοί Μουσουλμάνοι), η οποία συμμάχησε με την Τουρκία, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, δυνάμεις που είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν να μετατρέψουν τον εμφύλιο πόλεμο σε θρησκευτικό.

Όπως είπε, αυτά τα καθεστώτα ήταν φιλικά με το συριακό ως το 2011 (με κορυφαίο παράδειγμα τις κοινές διακοπές Ερντογάν-Άσαντ) και τους πρώτους 6 μήνες της εξέγερσης δεν ήθελαν την ανατροπή του. Όπως εξήγησε, μια νίκη της εξέγερσης, ακόμα και μια φιλελεύθερη δημοκρατία, θεωρείτο απειλή γι’ αυτά τα καθεστώτα (πιθανό ντόμινο). Γι’ αυτό και η επέμβασή τους οργάνωσε τη μετατροπή του πολέμου σε θρησκευτικό. 

Η εξόριστη αντιπολίτευση πέρα από τα άλλα της προβλήματα (νεοφιλελεύθερη, σοβινιστική) νομιμοποίησε στην ουσία δυνάμεις όπως η Τζαΐς Αλ Ισλάμ και η Αλ Κάιντα. Αυτή η αντιπολίτευση αποτελεί έναν από τους λόγους της ήττας της επανάστασης. 

Μετά το 2013, και ιδιαίτερα μετά τη χημική επίθεση στη Γούτα, οι τζιχαντιστές αναπτύχθηκαν έντονα. Επιτέθηκαν σε δυνάμεις τους FSA, επιτέθηκαν σε δημοκράτες και προοδευτικούς αγωνιστές, επιτέθηκαν στους Κούρδους, επιτέθηκαν στις θρησκευτικές μειονότητες. Σήμερα πια, κυριαρχούν στο στρατιωτικό χάρτη των αντικαθεστωτικών, με τη στήριξη περιφερειακών δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, σημείωσε ότι μπορεί να φέρει χιλιάδες παραδείγματα διαδηλώσεων και πολιτικής ανυπακοής στις περιοχές που ελέγχουν οι τζιχαντιστές όλα αυτά τα χρόνια: Στο Ιντλίμπ, που τώρα ελέγχει η πρώην Αλ Κάιντα, αυτές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. 

Η τρίτη πτέρυγα της αντεπανάστασης είναι οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όπως εξήγησε, άσχετα αν συγκρούονται μεταξύ τους, αποτελούν όλες εχθρό των κινημάτων από τα κάτω. Θύμισε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι σύστημα, με κράτη που ανταγωνίζονται για μεγαλύτερα μερίδια κερδών και ισχύος, αλλά που όλα εχθρεύονται τα κινήματα. Γι’ αυτό και επέμεινε ότι δεν υπάρχει κάποιος «καλύτερος ιμπεριαλισμός» ή κάποιο «μικρότερο κακό» να διαλέξουμε και να στοιχηθούμε πίσω του. Όποιος κάνει μια τέτοια επιλογή, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ήττα των λαϊκών μαζών.  

Επιστρέφοντας στις αδυναμίες και τα προβλήματα της ίδιας της εξέγερσης, υπογράμμισε ότι στις Τοπικές Συντονιστικές Επιτροπές δεν υπήρχε σημαντική εκπροσώπηση των γυναικών και των θρησκευτικών μειονοτήτων, όπως και ότι η ταξική κοινωνική σύνθεσή τους δεν μεταφράστηκε αυτόματα σε ένα ταξικό πολιτικό πρόγραμμα. Στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, εξήγησε, δεν βοήθησαν καθόλου οι δεκαετίες δικτατορίας και απαγόρευσης της κοινωνικής ή πολιτικής δράσης. 

Στη συνέχεια πέρασε στο κουρδικό ζήτημα. Ξεκίνησε δηλώνοντας την υποστήριξή του στην αυτοδιάθεση των Κούρδων σε Ιράν-Ιράκ-Συρία-Τουρκία. Περιέγραψε σύντομα την καταπίεσή τους ειδικά στη Συρία από την ανεξαρτησία της το 1946 και ακόμα πιο έντονα μετά τη δεκαετία του ’60 (άρνηση υπηκοότητας), αλλά και την αξιοποίηση του κουρδικού ζητήματος από τον Χαφέζ Αλ Άσαντ για την εξωτερική του πολιτική (φιλοξενία στο PKK στα πλαίσια του ανταγωνισμού με την Τουρκία το ’80, φιλοξενία ιρακινών κουρδικών κομμάτων ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν αργότερα κλπ). Συμπλήρωσε ότι όλο το πολιτικό φάσμα, ακόμα και η Αριστερά, δεν υποστήριξε τα δικαιώματα των Κούρδων, με την εξαίρεση της Οργάνωσης Κομουνιστική Δράση.  

Το 2011, οι Κούρδοι συμμετείχαν στην εξέγερση, αν και από τα πολλά πολιτικά τους κόμματα, επίσημη στήριξη έδωσαν μόνο δύο. Από το 2012 όμως, αρχίζει να φθίνει ο αρχικός συντονισμός που είχε επιτευχθεί μεταξύ Αράβων και Κούρδων. Γι’ αυτή την εξέλιξη, ο Νταχέρ εντόπισε ευθύνες στις πολιτικές δυνάμεις και των δύο πλευρών. 

Καταρχήν η συριακή αντιπολίτευση, η οποία αρνιόταν να εντάξει τα δικαιώματα των Κούρδων στην ατζέντα της, φτάνοντας να αρνηθεί ακόμα και τη μετονομασία του κράτους (την απαλοιφή του όρου «αραβική» από το «συριακή δημοκρατία»). Η εξόριστη αντιπολίτευση συνεχίζει να στέκεται εχθρικά στους Κούρδους μέχρι σήμερα, υιοθέτησε τη ρατσιστική-σοβινιστική αντιμετώπισή τους, υποστήριξε τις επιθέσεις φονταμενταλιστών κατά των Κούρδων κι έφτασε σήμερα να στηρίζει ένθερμα τα εγκλήματα στο Αφρίν. Πριν περάσει στις ευθύνες του κουρδικού PYD, δήλωσε ότι ο ίδιος ως Άραβας οφείλει να αρχίζει να αποδίδει ευθύνες ξεκινώντας από  την αραβική πλευρά.

Όσον αφορά το PYD, αν και υπέφερε από σκληρή καταστολή τη δεκαετία του 2000, απέκτησε την ανοχή του καθεστώτος μετά το 2011. Δεν ήταν συμμαχία, αλλά προσωρινός γάμος συμφέροντος: Το PYD εστίαζε περισσότερο στην υποστήριξη της δράσης στην Τουρκία παρά στην πάλη για τα δικαιώματα των Κούρδων στη Συρία, και σε αυτό προστέθηκε ο σεβαστός φόβος του απέναντι στη συριακή αντιπολίτευση, η οποία αποτελούσε στενό σύμμαχο του Ερντογάν, του μεγάλου εχθρού των Κούρδων. Από τη μεριά του ο Άσαντ, αποσύροντας τις δυνάμεις του από τις κουρδικές περιοχές, αφενός μπορούσε να εστιάσει την πολεμική του προσπάθεια αλλού, αφετέρου διευκόλυνε τη διάσπαση του κινήματος κι επιπλέον δημιουργούσε πίεση στον Ερντογάν, επιτρέποντας στο PYD να εδραιωθεί στα σύνορα της Τουρκίας. 

Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν το πείραμα της Ροζάβα, στο οποίο ο Νταχέρ αναγνώρισε αρκετές σημαντικές κατακτήσεις στα ζητήματα των γυναικών, των θρησκευτικών μειονοτήτων, αλλά και προφανώς της ίδιας της αυτοδιάθεσης των Κούρδων. Ωστόσο, όπως είπε, αναγνωρίζοντας τα επιτεύγματα, δεν πρέπει να βλέπουμε τη Ροζάβα ρομαντικά: Οι εξελίξεις ελέγχονται από το μηχανισμό του PYD το οποίο καταστέλλει κάθε πολιτικό του αντίπαλο, ενώ στα πλαίσια της ρωσικής επίθεσης το Φλεβάρη του 2016 στο Χαλέπι, επωφελήθηκε αποσπώντας εδάφη στην ύπαιθρο από όπου εκδίωξε τον ντόπιο αραβικό πληθυσμό. 

Έκλεισε την περιγραφή του λέγοντας ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζονται οι Κούρδοι ως συνεργάτες του Άσαντ και προειδοποίησε ότι το καθεστώς δεν πρόκειται να ανεχτεί την αυτονομία τους, απλά ως τώρα ήταν απασχολημένο να δολοφονεί άλλους αντιπάλους του. Και επανέλαβε ότι η κύρια ευθύνη για όσα έγιναν βαραίνει την αραβική πλευρά, καθώς αυτή αποτελεί την πλειοψηφική συνιστώσα, υπενθυμίζοντας ότι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής επανάστασης ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση σε όλες τις εθνικές μειονότητες. 

Γενικότερα, επέμεινε ότι μπορούμε να στηρίζουμε αγώνες, κάνοντας κριτική στις ηγεσίες που τον διεξάγουν. Αυτό κάνουμε με το κουρδικό κίνημα, όπως το κάνουμε και για το παλαιστινιακό (όπου είδαμε πού κατέληξε η άκριτη στήριξη στη Φατάχ ή τη Χαμάς) και το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τη συριακή εξέγερση και την εξόριστη ηγεσία της. 

Κατέληξε με το τι να κάνουμε: Στη Συρία, να οικοδομήσουμε ένα ανεξάρτητο μπλοκ δυνάμεων, σε αντιπαράθεση και με τον Άσαντ και με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές, να συνδέσουμε το κοινωνικό με το δημοκρατικό ζήτημα, να γίνουμε η φωνή των καταπιεσμένων, να ενώσουμε τους αγώνες μας –και διεθνώς, με αυτούς στην Αίγυπτο, την Τυνησία, την Τουρκία και στο εσωτερικό της Συρίας, μεταξύ Αράβων και Κούρδων. 

Η ενότητα και ο διεθνισμός είναι θεμελιώδη, όπως έδειξε και η θετική πείρα, όταν κάθε νίκη σε μια χώρα έσπρωχνε μπροστά την επαναστατική διαδικασία στην επόμενη, αλλά και η αρνητική, όταν κάθε ήττα πήγαινε συνολικά πίσω το κίνημα στην περιοχή: Π.χ. οι σφαγές του Σίσι το 2013 δεν θα γίνονταν το ίδιο εύκολα, αν δεν είχε προηγηθεί το μακελειό στη Συρία. 

Στην Ευρώπη, ο Νταχέρ μας κάλεσε να βλέπουμε τους αγώνες των αραβικών μαζών ως δική μας υπόθεση, όπως συνέβη το 2011, να δώσουμε αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και την ισλαμοφοβία που αντιμετωπίζει τους Σύρους πρόσφυγες ως «τρομοκράτες», να οξύνουμε την πάλη μας ενάντια στις άρχουσες τάξεις μας, που συμμετέχουν στον πόλεμο, και να σταθούμε ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις χωρίς εξαιρέσεις, κάνοντας σαφές ότι ούτε στην Ουάσινγκτον, ούτε στη Μόσχα, ούτε στο Ριάντ, ούτε στην Τεχεράνη, ούτε στην Ντόχα ή την Άγκυρα έχουμε «φίλους». 

Έκλεισε με τα σημερινά επίδικα στη Συρία. Δήλωσε ότι πρώτη βασική και άμεση προτεραιότητα είναι να τερματιστεί ο πόλεμος: «όσο συνεχίζεται, θα ενισχύει μόνο τις αντιδραστικές δυνάμεις, τον Άσαντ, τους τζιχαντιστές, τους ιμπεριαλιστές». Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο αγώνας τελείωσε. Πρέπει να συνεχιστεί με άλλα μέσα και άλλα αιτήματα, όπως να τιμωρηθούν οι εγκληματίες πολέμου, να απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι και να επιστρέψουν στις εστίες τους οι πρόσφυγες και οι εκτοπισμένοι. 

Πιο μακροπρόθεσμα, ισχυρίστηκε ότι οι εμπειρίες της επαναστατικής διαδικασίας δεν θα χαθούν. Έχουμε να μάθουμε από τα λάθη, να μη θρηνούμε για την ήττα, αλλά να οργανωθούμε για τις μελλοντικές μάχες. Είναι μια μακροχρόνια επαναστατική διαδικασία με τις αιτίες που την προκάλεσαν να συνεχίζουν να υπάρχουν. Θα πάρει χρόνο, αλλά το κίνημα θα επιστρέψει. Θα πάρει χρόνο, αλλά η λύση θα δοθεί μόνο αν οργανώσουμε κοινές απαντήσεις όλοι μαζί: Οι μοίρες μας είναι συνδεδεμένες.

Ετικέτες