Στο ελληνικό αριστερό κίνημα η έννοια του δημόσιου, που συνήθως ταυτίζεται με το κρατικό, έχει σημαντική ισχύ, θεωρώντας ότι στην αντιπαράθεση με το ιδιωτικό, καταγράφεται μια ορισμένη υπεροχή.

Δη­μό­σιοι ορ­γα­νι­σμοί λι­μέ­νων ένα­ντι των ιδιω­τι­κών, κρα­τι­κά αε­ρο­δρό­μια απέ­να­ντι στα ιδιω­τι­κά, δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση απέ­να­ντι στην ιδιω­τι­κή, ισχυ­ρό φι­λο­λαϊ­κό κρά­τος ένα­ντι του πε­ριο­ρι­σμού των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών κλπ. Άλ­λω­στε αυτό εμ­φα­νί­ζε­ται ως ένα από τα κύρια επί­δι­κα της αντι­πα­ρά­θε­σης ανά­με­σα στις δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς και στη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη και μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή. Διεκ­δι­κεί­ται έτσι από το αρι­στε­ρό κί­νη­μα η δια­τή­ρη­ση ή η ανά­κτη­ση της δη­μό­σιας κυ­ριό­τη­τας σε επι­χει­ρή­σεις και ορ­γα­νι­σμούς που απο­κρα­τι­κο­ποιού­νται, η λει­τουρ­γία ενός ισχυ­ρού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού με απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και λαϊκή φυ­σιο­γνω­μία, ακόμη και η λει­τουρ­γία δυ­να­τών στρα­τιω­τι­κών μη­χα­νι­σμών και αστυ­νο­μι­κών σω­μά­των ασφα­λεί­ας, που η λει­τουρ­γία τους να υπα­γο­ρεύ­ε­ται από δη­μο­κρα­τι­κές αρχές.

Αντι­πα­ρά­θε­ση αστι­κού  «ιδιω­τι­κού» με το αρι­στε­ρό «δη­μό­σιο»

          Από μια πρώτη άποψη η Αρι­στε­ρά υπε­ρα­μύ­νε­ται της δη­μό­σιας ιδιο­κτη­σί­ας και ελέγ­χου των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων και ορ­γα­νι­σμών, προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σει τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, οι οποί­ες κα­τα­λή­γουν στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση δη­μό­σιων αγα­θών (με­τα­φο­ρές, δί­κτυα ύδρευ­σης και απο­χέ­τευ­σης κλπ.), στην αύ­ξη­ση των τι­μο­λο­γί­ων και στην ανε­ξέ­λεγ­κτη λει­τουρ­γία, πέραν οποιου­δή­πο­τε δη­μό­σιου ελέγ­χου. Στον αντί­πο­δα ακρι­βώς το­πο­θε­τεί­ται η πρα­κτι­κή των αστι­κών κομ­μά­των και του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που χρη­σι­μο­ποιούν την κυ­βέρ­νη­ση και το κρά­τος προ­κει­μέ­νου ακρι­βώς να δια­μορ­φώ­σουν όρους απο­κρα­τι­κο­ποί­η­σης και εκ­ποί­η­σης των πε­ρισ­σο­τέ­ρων δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων και ορ­γα­νι­σμών, κρί­νο­ντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο λει­τουρ­γεί απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα η αγορά αυτών των υπη­ρε­σιών. Γι’ αυτό και οι διοι­κή­σεις που διο­ρί­ζει το αστι­κό κρά­τος στους δη­μό­σιους ορ­γα­νι­σμούς, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν είναι παρά διοι­κη­τι­κά όρ­γα­να προ­ε­τοι­μα­σί­ας των όρων εκ­ποί­η­σης των επι­χει­ρή­σε­ων αυτών.

          Βέ­βαια, σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση των απο­κρα­τι­κο­ποι­ή­σε­ων ου­δό­λως προ­ω­θεί­ται η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς, εφό­σον το κρά­τος εκ­χω­ρεί στις ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις μο­νο­πώ­λια όπως είναι οι σι­δη­ρό­δρο­μοι, οι εθνι­κές οδοί, η πα­ρα­γω­γή ηλε­κτρι­κής ενέρ­γειας κ.ά. Κατά συ­νέ­πεια το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο επι­χεί­ρη­μα ότι με την απο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση «απε­λευ­θε­ρώ­νο­νται» οι αντί­στοι­χες επι­χει­ρή­σεις είναι εξο­λο­κλή­ρου έωλο, μια και τα προη­γού­με­να κρα­τι­κά μο­νο­πώ­λια δί­νουν τη θέση τους σε ιδιω­τι­κά μο­νο­πώ­λια. Και μά­λι­στα πρό­κει­ται για εξα­γο­ρές δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων που γί­νο­νται χωρίς κα­νέ­να επι­χει­ρη­μα­τι­κό ρίσκο, εφό­σον η διά­θε­ση των προ­ϊ­ό­ντων και η προ­σφο­ρά υπη­ρε­σιών είναι εξα­σφα­λι­σμέ­νη, μια και δεν λει­τουρ­γούν αντα­γω­νι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις σ’ αυ­τούς τους το­μείς που ιδιω­τι­κο­ποιού­νται.

          Άρα ένα πρώτο επί­πε­δο επι­διώ­ξε­ων της Αρι­στε­ράς είναι η προ­ά­σπι­ση της δη­μό­σιας ιδιο­κτη­σί­ας και ελέγ­χου αφε­νός των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων που απο­κρα­τι­κο­ποιού­νται, και αφε­τέ­ρου ο δη­μό­σιος εξί­σου χα­ρα­κτή­ρας των κρα­τι­κών υπη­ρε­σιών που αφο­ρούν είτε την πλευ­ρά του κοι­νω­νι­κού κρά­τους (εκ­παί­δευ­ση, νο­ση­λευ­τι­κό σύ­στη­μα κλπ.), είτε την κα­τα­σταλ­τι­κή πλευ­ρά των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών (αστυ­νο­μία, στρα­τός, δι­καιο­σύ­νη κ.ά.). Αυτό αντι­προ­σω­πεύ­ει την δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα στις επι­διώ­ξεις του σύγ­χρο­νου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού και στην πο­λι­τι­κή των δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς. Το ζή­τη­μα που τί­θε­ται και έχει καί­ρια ση­μα­σία στο ίδιο το ση­με­ρι­νό ιστο­ρι­κό παρόν, και δεν απο­τε­λεί ζή­τη­μα που θα επι­λυ­θεί στο μέλ­λον, είναι οι μορ­φές και οι τρό­ποι απά­ντη­σης του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος για την λει­τουρ­γία των επι­χει­ρή­σε­ων και υπη­ρε­σιών που πα­ρα­μέ­νουν, ή πε­ριέρ­χο­νται στην κυ­ριό­τη­τα και έλεγ­χο του δη­μο­σί­ου.

Με μόνη την κα­το­χύ­ρω­ση αυτού του κρα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα δεν απα­ντά­ται το ζή­τη­μα του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού που είναι ανα­γκαί­ος ως ει­δο­ποιό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Αρι­στε­ράς, εφό­σον η μο­νο­σή­μα­ντη κρα­τι­κή λει­τουρ­γία των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων λίγο απέ­χει από την οι­κο­νο­μι­κή ορ­γά­νω­ση ενός κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, και επι­πρό­σθε­τα ο κρα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών δεν ση­μαί­νει αυ­το­μά­τως ότι υπη­ρε­τούν τα λαϊκά συμ­φέ­ρο­ντα και επι­διώ­ξεις. Αυτό ση­μαί­νει ότι η το­πο­θέ­τη­ση των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων οφεί­λει να πε­ρι­λαμ­βά­νει ρι­ζο­σπα­στι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς των κρα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, γιατί δια­φο­ρε­τι­κά η ίδια η Αρι­στε­ρά με­τα­τρέ­πε­ται σε ερ­γα­λείο υπη­ρέ­τη­σης της αστι­κής κρα­τι­κής πο­λι­τι­κής.

Από αυτή την άποψη μπο­ρεί να δια­κρί­νει κα­νείς τρεις πε­ρι­πτώ­σεις μορ­φών της κρα­τι­κής υπό­στα­σης και πο­λι­τι­κής που είναι ανα­γκαία  η ρι­ζο­σπα­στι­κή τους με­ταλ­λα­γή έτσι ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στην πραγ­μά­τω­ση των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων και της ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Η πα­ντο­δυ­να­μία του κρά­τους και η επι­κυ­ριαρ­χία του στην κοι­νω­νία, με τον μα­ρα­σμό των κοι­νω­νι­κών αντι­προ­σω­πευ­τι­κών θε­σμών (αντί του «μα­ρα­σμού» του ίδιου του κρά­τους), οδή­γη­σαν σε εκτρω­μα­τι­κές οι­κο­νο­μι­κές και πο­λι­τι­κές κα­τα­στά­σεις, που σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση οδή­γη­σαν τον κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό, είτε στην πλήρη πα­ρά­δο­σή του στον ιδιω­τι­κό νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό (ρω­σι­κή πε­ρί­πτω­ση), είτε στην σύμ­φυ­ση κρα­τι­κού και ιδιω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού (κι­νε­ζι­κή πε­ρί­πτω­ση). Κατά συ­νέ­πεια η «λα­τρεία» του κρά­τους και η «μυ­θο­ποί­η­ση» του δη­μό­σιου, που υπήρ­ξαν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, ως αντα­να­κλά­σεις των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των κα­θε­στώ­των του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» (και που ανα­πα­ρή­γαν δο­μι­κά στοι­χεία του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής) είναι ανα­γκαίο να ξε­πε­ρα­στούν από μια σύγ­χρο­νη σο­σια­λι­στι­κή αντί­λη­ψη των πραγ­μά­των, η οποία στο επί­κε­ντρό της έχει την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση στην πολ­λα­πλό­τη­τα των εκ­φρά­σε­ών της (ιδιο­κτη­σί­ας, δια­χεί­ρι­σης, λει­τουρ­γί­ας κλπ.). Άλ­λω­στε τόσο η εμπει­ρία της πα­ρι­σι­νής κομ­μού­νας όσο και εκεί­νη της πρώ­ι­μης πε­ριό­δου της ρω­σι­κής επα­νά­στα­σης, είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές για τον τρόπο αντι­με­τώ­πι­σης του ανα­γκαί­ου «μα­ρα­σμού» του κρά­τους μέσα από την κυ­ριαρ­χία των μορ­φών κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης. Συ­νε­πώς το να λέμε προ­στα­σία του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα του εκ­παι­δευ­τι­κού ή του νο­ση­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, ή των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων, δεν αρκεί αν δεν το συν­δέ­ου­με ορ­γα­νι­κά με ρι­ζο­σπα­στι­κές τομές και αλ­λα­γές τους.

Κρα­τι­κός κα­πι­τα­λι­σμός και κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση επι­χει­ρή­σε­ων

Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων  που διεκ­δι­κού­με την πα­ρα­μο­νή τους στον έλεγ­χο του δη­μό­σιου τομέα ή την επα­νά­κτη­σή τους από τον ιδιω­τι­κό, εφό­σον εν τω με­τα­ξύ έχουν απο­κρα­τι­κο­ποι­η­θεί, εκεί­νο που απαι­τεί­ται πρω­τί­στως είναι η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της ιδιο­κτη­σί­ας τους, πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι το κρά­τος δεν μπο­ρεί να είναι ο απο­κλει­στι­κός και κύ­ριος ιδιο­κτή­της, και άρα ο κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας ρύθ­μι­σης των πραγ­μά­των. Στον ιδιο­κτη­σια­κό έλεγ­χο δεν μπο­ρούν παρά να συμ­με­τέ­χουν οι ίδιοι οι ερ­γα­ζό­με­νοι αυτών των επι­χει­ρή­σε­ων, εκ­πρό­σω­ποι των χρη­στών αυτών των υπη­ρε­σιών, καθώς και αντι­πρό­σω­ποι των το­πι­κών κοι­νω­νιών, με κα­θο­ρι­στι­κές αρ­μο­διό­τη­τες : Η «διά­χυ­ση» της ιδιο­κτη­σί­ας από το κρά­τος στην ερ­γα­ζό­με­νη κοι­νω­νία είναι βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης. Πα­ράλ­λη­λα, η ίδια η λει­τουρ­γία αυτών των κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νων (και όχι πλέον κρα­τι­κών) επι­χει­ρή­σε­ων δεν μπο­ρεί παρά να το­πο­θε­τεί­ται εκτός οποιου­δή­πο­τε πλαι­σί­ου της αντα­γω­νι­στι­κής αγο­ράς, η δια­νο­μή των προ­ϊ­ό­ντων και υπη­ρε­σιών τους να γί­νε­ται μέσα από κοι­νω­νι­κά δί­κτυα, με κρι­τή­ρια την κά­λυ­ψη των λαϊ­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών.

Πα­ράλ­λη­λα η απο­φυ­γή του οι­κο­νο­μι­σμού, που τόσο έχει στρε­βλώ­σει το κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα στον 20ο αιώνα, και συ­νε­χί­ζει να επι­βιώ­νει και στον 21ο αιώνα, είναι συν­θή­κη εκ των ων ουκ άνευ για την λει­τουρ­γία της δη­μό­σιας κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νης πα­ρα­γω­γής. Το κρι­τή­ριο σο­σια­λι­στι­κής απο­τί­μη­σης δεν είναι το ύψος ετή­σιας πα­ρα­γω­γής κά­ποιων «πε­ντα­ε­τών πλά­νων» βιο­μη­χα­νι­κής ανά­πτυ­ξης, αλλά η αντα­πό­κρι­σή τους στην ικα­νο­ποί­η­ση των θε­με­λιω­δών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών, πράγ­μα που είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό ζή­τη­μα. Προ­φα­νώς βέ­βαια η ερ­γα­τι­κή συμ­βου­λια­κή δια­χεί­ρι­ση αυτών των εται­ριών (πρω­ταρ­χι­κή η εξου­σία των ερ­γα­τι­κών τους συμ­βου­λί­ων με την συμ­με­το­χή και εκ­προ­σώ­πων της κε­ντρι­κής εξου­σί­ας μιας αι­ρε­τής λαϊ­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης), είναι αυτή που μπο­ρεί να δια­σφα­λί­σει την πλήρη συμ­με­το­χή σε όλα τα επί­πε­δα λει­τουρ­γί­ας των επι­χει­ρή­σε­ων. Ας δει κα­νείς την ση­με­ρι­νή λει­τουρ­γία των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων και ορ­γα­νι­σμών, ακόμη και αυτών που δεν έχουν ιδιω­τι­κο­ποι­η­θεί, στην πε­ρί­πτω­ση της δια­κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Οι επι­χει­ρή­σεις αυτές πα­ρα­μέ­νουν εντυ­πω­μέ­νες πλή­ρως με κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, και το μόνο που έχει αλ­λά­ξει είναι το πρό­σω­πο των δια­χει­ρι­στών τους, συ­νή­θως τε­χνο­κρα­τών μι­κρο­α­στών πα­νε­πι­στη­μια­κών, και πέραν τού­του ουδέν.

Τέλος, εκεί­νο που μπο­ρεί να ση­μα­το­δο­τή­σει και να ολο­κλη­ρώ­σει την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων, είναι η κα­θιέ­ρω­ση του ορι­ζό­ντιου κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας, με την ολο­σχε­ρή κα­τάρ­γη­ση του αστι­κού, ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας. Δεν μπο­ρεί πλέον σε μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση η δη­μό­σια επι­χεί­ρη­ση να συ­νε­χί­σει να λει­τουρ­γεί με μια τε­χνο­κρα­τι­κή ιε­ραρ­χι­κή εξου­σία, που βα­σί­ζε­ται στην κλα­σι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή πυ­ρα­μί­δα των μη­χα­νι­κών – οι­κο­νο­μο­λό­γων διευ­θυ­ντών, των τε­χνο­λό­γων προϊ­στα­μέ­νων, των ερ­γο­δη­γών υπευ­θύ­νων, και της ερ­γα­τι­κής τάξης της εκτε­λε­στι­κής πα­ρα­γω­γής (τε­χνι­τών, χει­ρι­στών, οδη­γών, ερ­γα­τών, κα­θα­ρι­στών κλπ. κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σε­ων των «από κάτω»). Κατά συ­νέ­πεια η ανά­δει­ξη εκ­παι­δευ­τι­κών μη­χα­νι­σμών επι­στη­μο­νι­κής, τε­χνι­κής, κοι­νω­νι­κής και οι­κο­νο­μι­κής συ­γκρό­τη­σης και χει­ρα­φέ­τη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης της εκτε­λε­στι­κής – χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας, είναι η ασφα­λέ­στε­ρη εγ­γύ­η­ση για την κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νη λει­τουρ­γία των επι­χει­ρή­σε­ων που βρί­σκο­νται υπό δη­μό­σια κυ­ριό­τη­τα και έλεγ­χο. Χωρίς όλες αυτές τις ρη­ξι­κέ­λευ­θες τομές δεν θα πρό­κει­ται παρά για την λει­τουρ­γία ενός κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­στι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, πα­ρό­λο που θα έχει τον χα­ρα­κτή­ρα των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων.

Ρι­ζο­σπα­στι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών

Αντί­στοι­χα τί­θε­ται το ζή­τη­μα ανα­φο­ρι­κά με την προ­ά­σπι­ση του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα του εκ­παι­δευ­τι­κού ή του νο­ση­λευ­τι­κού κλπ. συ­στη­μά­των, δη­λα­δή των κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών του σύγ­χρο­νου αστι­κού κρά­τους. Όσο ανα­γκαία είναι αυτή η διά­στα­ση των πραγ­μά­των για την Αρι­στε­ρά, άλλο τόσο ανε­παρ­κέ­στα­τη είναι εφό­σον αδυ­να­τεί να συ­νο­δευ­τεί από βα­θύ­τα­τους ρι­ζο­σπα­στι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς της ίδιας της δη­μό­σιας εκ­παί­δευ­σης, των νο­ση­λευ­τι­κών κ.ά. υπη­ρε­σιών. Ο δη­μό­σιος δη­λα­δή χα­ρα­κτή­ρας τους συμ­βα­δί­ζει με έναν σκλη­ρά αστι­κό χα­ρα­κτή­ρα του ρόλου τους και των λει­τουρ­γιών τους, ιδιαί­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­ση των εκ­παι­δευ­τι­κών μη­χα­νι­σμών, ένα­ντι του οποί­ου το αρι­στε­ρό κί­νη­μα είτε πα­ρα­μέ­νει άφωνο, είτε ασχο­λεί­ται με δευ­τε­ρεύ­ου­σες πλευ­ρές του, είτε διέ­πε­ται από την λα­τρεία βα­σι­κών του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, όπως του αντα­γω­νι­σμού, των δια­γω­νι­σμών και της αξιο­κρα­τί­ας.

Για να πά­ρου­με την πε­ρί­πτω­ση του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, και αφού δια­σφα­λί­σου­με τον δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα του, δεν μπο­ρού­με παρά να αντι­με­τω­πί­σου­με τον ακραιφ­νώς κα­πι­τα­λι­στι­κό του χα­ρα­κτή­ρα, ότι δη­λα­δή λει­τουρ­γεί ως ένας μη­χα­νι­σμός ανα­πα­ρα­γω­γής των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, του ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της γνώ­σης, της εξου­σί­ας και της ερ­γα­σί­ας, με ερ­γα­λεία την αξιο­κρα­τία, τον εκ­παι­δευ­τι­κό αντα­γω­νι­σμό και την επι­λε­κτι­κή του λει­τουρ­γία. Είναι δη­λα­δή το δη­μό­σιο σχο­λείο που ανα­πα­ρά­γει συ­στη­μα­τι­κά, δια μέσου της αξιο­κρα­τι­κής επι­λο­γής, την τα­ξι­κή δια­στρω­μά­τω­ση η οποία σε κάθε αντι­κεί­με­νο (π.χ. μη­χα­νο­λο­γία, ια­τρι­κή κλπ.), ανα­πα­ρά­γει ξε­χω­ρι­στές ιε­ραρ­χι­κά κα­τα­νε­μη­μέ­να δια­βαθ­μί­σεις, όπου ακρι­βώς για το ίδιο γνω­στι­κό και πα­ρα­γω­γι­κό αντι­κεί­με­νο, λει­τουρ­γούν του­λά­χι­στον πέντε επί­πε­δα ιε­ραρ­χι­κής κα­τα­νο­μής της γνώ­σης, και άρα της εξου­σί­ας εντός των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής.

Έτσι στο πα­ρά­δειγ­μα της μη­χα­νο­λο­γί­ας που είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, το αστι­κό εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα κα­τα­νέ­μει με την λει­τουρ­γία του επαί­σχυ­ντου, αντι-επι­στη­μο­νι­κού, κοι­νω­νι­κά γε­λοί­ου και τα­ξι­κά ισχυ­ρού numerus clausus ( = κατ’ όνομα Πα­νελ­λα­δι­κών Εξε­τά­σε­ων και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα Πα­νελ­λα­δι­κού Δια­γω­νι­σμού), τους φο­ρείς σε πέντε δια­φο­ρε­τι­κές δια­στρω­μα­τώ­σεις : α) Μη­χα­νο­λό­γοι μη­χα­νι­κοί, με θε­ω­ρη­τι­κό επι­στη­μο­νι­κό αντι­κεί­με­νο στο επί­πε­δο του πα­νε­πι­στη­μί­ου. – β) Μη­χα­νο­λό­γοι τε­χνο­λό­γοι, στο επί­πε­δο των τε­χνο­λο­γι­κών εφαρ­μο­γών του αντί­στοι­χου τομέα, στε­ρη­μέ­νοι της θε­ω­ρη­τι­κής γνω­στι­κής συ­γκρό­τη­σης, στο επί­πε­δο των ΤΕΙ. – γ) Μη­χα­νο­λό­γοι ερ­γο­δη­γοί ως ορ­γα­νω­τές και προϊ­στά­με­νοι της πα­ρα­γω­γής στο επί­πε­δο τε­χνι­κών σχο­λών, σε υπο­δε­έ­στε­ρη θέση από τις δύο προη­γού­με­νες κα­τη­γο­ρί­ες. – δ) Βιο­μη­χα­νι­κή και επαγ­γελ­μα­τι­κή μα­θη­τεία σε ακόμη χα­μη­λό­τε­ρο μορ­φω­τι­κό επί­πε­δο για τους μη­χα­νο­τε­χνί­τες και τους χει­ρι­στές  βιο­μη­χα­νι­κών και τε­χνι­κών εγκα­τα­στά­σε­ων. – ε) Τέλος, ανει­δί­κευ­τοι ή ει­δι­κευ­μέ­νοι ερ­γά­τες στον πυθ­μέ­να της κοι­νω­νι­κής ιε­ραρ­χί­ας, στην άμεση χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γα­σία, χωρίς μορ­φω­τι­κή σχε­τι­κή συ­γκρό­τη­ση.

Αυτή η τα­ξι­κή δομή, δεν είναι προ­ϊ­όν των «φυ­σι­κών» δια­νοη­τι­κών ανι­σο­τή­των με­τα­ξύ των φο­ρέ­ων των δια­φό­ρων ιε­ραρ­χι­κά συ­γκρο­τη­μέ­νων δια­στρω­μα­τώ­σε­ων, αλλά είναι άτεγ­κτη επι­βο­λή της κα­πι­τα­λι­στι­κής δομής των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων εντός των αστι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, και ανα­πα­ρά­γε­ται κλα­σι­κά μέσα από τους δη­μό­σιους, εντού­τοις εντο­νό­τα­τα κα­πι­τα­λι­στι­κούς, εκ­παι­δευ­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς. Συ­νε­πώς η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να υπε­ρα­μύ­νε­ται του δη­μό­σιου σχο­λεί­ου χωρίς ταυ­τό­χρο­να να ανα­τρέ­πει την αστι­κή επι­λε­κτι­κή και κα­τα­νε­μη­τι­κή του λει­τουρ­γία, χωρίς να δια­σφα­λί­ζει την πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη θε­ω­ρη­τι­κή, επι­στη­μο­νι­κή, τε­χνο­λο­γι­κή και οι­κο­νο­μι­κή γνώση για το σύ­νο­λο του ερ­γα­τι­κού και νε­ο­λαι­ί­στι­κου δυ­να­μι­κού, κα­ταρ­γώ­ντας τε­λε­σί­δι­κα τους φραγ­μούς των κοι­νω­νι­κών και τα­ξι­κών numerus clausus, ακυ­ρώ­νο­ντας τις «κά­στες των μαν­δα­ρί­νων» της πα­ρα­γω­γής, επι­διώ­κο­ντας την κα­θο­λι­κή μορ­φω­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση. Συ­νε­πώς το εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα «λά­μπει» ως δη­μό­σιο, εντού­τοις αυτό δεν είναι χρυ­σός. Για να γίνει τέ­τοιος έχει μέ­γι­στη προ­τε­ραιό­τη­τα η κα­θιέ­ρω­ση του σχο­λεί­ου που ξε­περ­νά τον ιστο­ρι­κό δι­χα­σμό δια­νοη­τι­κής και χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας, διευ­θυ­ντι­κής και εκτε­λε­στι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας.

Μα­ρα­σμός των κρα­τι­κών κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών

Τέλος, με ιδιαί­τε­ρο τρόπο τί­θε­ται το ζή­τη­μα των  κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών (στρα­τού, αστυ­νο­μί­ας, δι­καιο­σύ­νης), που η εξα­σφά­λι­ση του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα τους, ένα­ντι μορ­φών ιδιω­τι­κής αστυ­νό­μευ­σης ή επαγ­γελ­μα­τι­κού στρα­τού, έχει μέ­γι­στη ση­μα­σία. Κι’ αυτό γιατί η νε­ο­ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα πεδίο μιας συ­νε­χούς κα­τα­σταλ­τι­κής δρά­σης των μη­χα­νι­σμών ασφα­λεί­ας, των αστυ­νο­μι­κών δυ­νά­με­ων και του στρα­τιω­τι­κού μη­χα­νι­σμού (εμ­φύ­λιος πό­λε­μος 1946 – 49, δι­κτα­το­ρία 1967 – 74), πράγ­μα που έχει συμ­βά­λει τα μέ­γι­στα στην ιστο­ρι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση της Αρι­στε­ράς. Και προ­φα­νώς αντί­στοι­χα σε διε­θνές επί­πε­δο, από την πε­ρί­πτω­ση της μα­ζι­κής σφα­γής των κομ­μου­νι­στών στην Ιν­δο­νη­σία μέχρι εκεί­νην της ανα­τρι­χια­στι­κής εξό­ντω­σης των αρι­στε­ρών στη Χιλή, ο κα­τά­λο­γος είναι μα­κρο­σκε­λέ­στα­τος. Δεν υπάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη αφέ­λεια από το να πι­στεύ­ει κα­νείς ότι στα αστι­κά κα­θε­στώ­τα ο στρα­τός χρη­σι­μεύ­ει για την «εθνι­κή άμυνα» και οι αστυ­νο­μι­κοί μη­χα­νι­σμοί έχουν ως απο­στο­λή την «προ­στα­σία του πο­λί­τη» από την ποι­νι­κή εγκλη­μα­τι­κή δράση.

Όσο λοι­πόν η Αρι­στε­ρά υπε­ρα­μύ­νε­ται του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα αυτών των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών που έχουν νευ­ραλ­γι­κή ση­μα­σία για το σύ­στη­μα της αστι­κής τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, άλλο τόσο στην ιστο­ρι­κή της δια­δρο­μή υπήρ­ξε θια­σώ­της της ισχυ­ρής υπό­στα­σης αυτών των μη­χα­νι­σμών, αφού άλ­λω­στε όλες οι εμπει­ρί­ες του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» πε­ριε­λάμ­βα­ναν ισχυ­ρό­τα­τους στρα­τούς, αστυ­νο­μί­ες και δι­κα­στή­ρια, τα οποία σε δε­δο­μέ­νες ιστο­ρι­κές στιγ­μές δια­δρα­μά­τι­σαν έναν δυ­να­τό κα­τα­σταλ­τι­κό ρόλο. Αντί δη­λα­δή του θε­με­λια­κού μαρ­ξι­στι­κού προ­τάγ­μα­τος «μα­ρα­σμού» του αστι­κού κρά­τους, εί­χα­με την πιο πλήρη ισχυ­ρο­ποί­η­ση των κρα­τι­κών κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών, που στρέ­φο­νταν δο­μι­κά απέ­να­ντι στον λαϊκό ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο.

Και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση δεν επαρ­κεί να υπε­ρα­σπί­ζε­ται κα­νείς τον δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα αυτών των κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών (ή μήπως δεν τους θε­ω­ρού­με τέ­τοιους ;), αλλά απαι­τεί­ται να τους αντι­με­τω­πί­ζει στην προ­ο­πτι­κή του «μα­ρα­σμού» τους και όχι βέ­βαια ενός επί­πλα­στου «εκ­δη­μο­κρα­τι­σμού», που στην πε­ρί­πτω­ση της κυ­βερ­νη­τι­κής δια­χεί­ρι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­δα­με τα όριά του, και την απρό­σκο­πτη λει­τουρ­γία των πιο ακραί­ων μορ­φών αστυ­νο­μι­κής κοι­νω­νι­κής κα­τα­στο­λής. Άρα εκεί­νο που έχει προ­τε­ραιό­τη­τα είναι η αντι­με­τώ­πι­ση του ζη­τή­μα­τος με όρους δρο­μο­λό­γη­σης μιας δια­δι­κα­σί­ας «συ­ντρι­βής» (με τη λε­νι­νι­στι­κή επι­μο­νή στον όρο) αυτών των μη­χα­νι­σμών που μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νει με­τα­βα­τι­κά, με­τα­ξύ των άλλων :

Την κα­τάρ­γη­ση της άκαμ­πτης και ισχυ­ρής ιε­ραρ­χί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει όλους αυ­τούς τους μη­χα­νι­σμούς, με όρους τυ­φλής υπο­τα­γής των κα­τω­τέ­ρων στους ανω­τέ­ρους, πράγ­μα που δια­μορ­φώ­νει τους όρους για οποια­δή­πο­τε αντι­λαϊ­κή κα­τα­σταλ­τι­κή τους δράση.

Την κα­θιέ­ρω­ση μορ­φών αντι­προ­σώ­πευ­σης του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα στις δομές και τη λει­τουρ­γία τους, όπως συμ­βου­λί­ων των εφέ­δρων στρα­τιω­τών και κα­το­χύ­ρω­ση των δη­μο­κρα­τι­κών τους δι­καιω­μά­των στις διά­φο­ρες μο­νά­δες, ή αρ­μο­διο­τή­των και εξου­σιών αι­ρε­τών πο­λι­τι­κών φο­ρέ­ων στις αστυ­νο­μι­κές και στρα­τιω­τι­κές υπη­ρε­σί­ες.

Την κα­τάρ­γη­ση βα­σι­κών μορ­φών της επαγ­γελ­μα­τι­κής στε­λέ­χω­σης αυτών των μη­χα­νι­σμών, και την αντι­κα­τά­στα­σή τους από εκλεγ­μέ­νες πο­λι­τι­κές αρχές και σώ­μα­τα πο­λι­το­φυ­λα­κής λαϊ­κού χα­ρα­κτή­ρα με όλες τις σχε­τι­κές αρ­μο­διό­τη­τες.

Για να μι­λή­σου­με χωρίς πε­ρι­στρο­φές και χωρίς εν­διά­με­σες «υπεκ­φυ­γές» που πα­ρα­πέ­μπουν την επί­λυ­ση των ζη­τη­μά­των στο «υπερ­πέ­ραν», στο βάθος του ιστο­ρι­κού ορί­ζο­ντα : Κά­νο­ντας λόγο για την προ­ά­σπι­ση του δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα πα­ρα­γω­γι­κών δρα­στη­ριο­τή­των, ορ­γα­νι­σμών και υπη­ρε­σιών, δεν μπο­ρού­με να μην το συ­νο­δεύ­ου­με από τον σχε­δια­σμό και την επί­κλη­ση του σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού τους, γιατί το κρα­τι­κό στην αστι­κή κοι­νω­νία πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς κα­πι­τα­λι­στι­κό.          

Ετικέτες