Στο ελληνικό αριστερό κίνημα η έννοια του δημόσιου, που συνήθως ταυτίζεται με το κρατικό, έχει σημαντική ισχύ, θεωρώντας ότι στην αντιπαράθεση με το ιδιωτικό, καταγράφεται μια ορισμένη υπεροχή.
Δημόσιοι οργανισμοί λιμένων έναντι των ιδιωτικών, κρατικά αεροδρόμια απέναντι στα ιδιωτικά, δημόσια εκπαίδευση απέναντι στην ιδιωτική, ισχυρό φιλολαϊκό κράτος έναντι του περιορισμού των δημόσιων υπηρεσιών κλπ. Άλλωστε αυτό εμφανίζεται ως ένα από τα κύρια επίδικα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς και στη νεοφιλελεύθερη και μνημονιακή πολιτική. Διεκδικείται έτσι από το αριστερό κίνημα η διατήρηση ή η ανάκτηση της δημόσιας κυριότητας σε επιχειρήσεις και οργανισμούς που αποκρατικοποιούνται, η λειτουργία ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού με αποτελεσματικότητα και λαϊκή φυσιογνωμία, ακόμη και η λειτουργία δυνατών στρατιωτικών μηχανισμών και αστυνομικών σωμάτων ασφαλείας, που η λειτουργία τους να υπαγορεύεται από δημοκρατικές αρχές.
Αντιπαράθεση αστικού «ιδιωτικού» με το αριστερό «δημόσιο»
Από μια πρώτη άποψη η Αριστερά υπεραμύνεται της δημόσιας ιδιοκτησίας και ελέγχου των κοινωφελών επιχειρήσεων και οργανισμών, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις νεοφιλελεύθερες ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες καταλήγουν στην εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών (μεταφορές, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης κλπ.), στην αύξηση των τιμολογίων και στην ανεξέλεγκτη λειτουργία, πέραν οποιουδήποτε δημόσιου ελέγχου. Στον αντίποδα ακριβώς τοποθετείται η πρακτική των αστικών κομμάτων και του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, που χρησιμοποιούν την κυβέρνηση και το κράτος προκειμένου ακριβώς να διαμορφώσουν όρους αποκρατικοποίησης και εκποίησης των περισσοτέρων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, κρίνοντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο λειτουργεί αποτελεσματικότερα η αγορά αυτών των υπηρεσιών. Γι’ αυτό και οι διοικήσεις που διορίζει το αστικό κράτος στους δημόσιους οργανισμούς, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διοικητικά όργανα προετοιμασίας των όρων εκποίησης των επιχειρήσεων αυτών.
Βέβαια, σ’ αυτή την περίπτωση των αποκρατικοποιήσεων ουδόλως προωθείται η ανταγωνιστικότητα της ελεύθερης αγοράς, εφόσον το κράτος εκχωρεί στις ιδιωτικές επιχειρήσεις μονοπώλια όπως είναι οι σιδηρόδρομοι, οι εθνικές οδοί, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κ.ά. Κατά συνέπεια το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι με την αποκρατικοποίηση «απελευθερώνονται» οι αντίστοιχες επιχειρήσεις είναι εξολοκλήρου έωλο, μια και τα προηγούμενα κρατικά μονοπώλια δίνουν τη θέση τους σε ιδιωτικά μονοπώλια. Και μάλιστα πρόκειται για εξαγορές δημόσιων επιχειρήσεων που γίνονται χωρίς κανένα επιχειρηματικό ρίσκο, εφόσον η διάθεση των προϊόντων και η προσφορά υπηρεσιών είναι εξασφαλισμένη, μια και δεν λειτουργούν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σ’ αυτούς τους τομείς που ιδιωτικοποιούνται.
Άρα ένα πρώτο επίπεδο επιδιώξεων της Αριστεράς είναι η προάσπιση της δημόσιας ιδιοκτησίας και ελέγχου αφενός των κοινωφελών επιχειρήσεων που αποκρατικοποιούνται, και αφετέρου ο δημόσιος εξίσου χαρακτήρας των κρατικών υπηρεσιών που αφορούν είτε την πλευρά του κοινωνικού κράτους (εκπαίδευση, νοσηλευτικό σύστημα κλπ.), είτε την κατασταλτική πλευρά των κρατικών μηχανισμών (αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη κ.ά.). Αυτό αντιπροσωπεύει την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις επιδιώξεις του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού και στην πολιτική των δυνάμεων της Αριστεράς. Το ζήτημα που τίθεται και έχει καίρια σημασία στο ίδιο το σημερινό ιστορικό παρόν, και δεν αποτελεί ζήτημα που θα επιλυθεί στο μέλλον, είναι οι μορφές και οι τρόποι απάντησης του αριστερού κινήματος για την λειτουργία των επιχειρήσεων και υπηρεσιών που παραμένουν, ή περιέρχονται στην κυριότητα και έλεγχο του δημοσίου.
Με μόνη την κατοχύρωση αυτού του κρατικού χαρακτήρα δεν απαντάται το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού που είναι αναγκαίος ως ειδοποιό χαρακτηριστικό της Αριστεράς, εφόσον η μονοσήμαντη κρατική λειτουργία των κοινωφελών επιχειρήσεων λίγο απέχει από την οικονομική οργάνωση ενός κρατικού καπιταλισμού, και επιπρόσθετα ο κρατικός χαρακτήρας δημόσιων υπηρεσιών δεν σημαίνει αυτομάτως ότι υπηρετούν τα λαϊκά συμφέροντα και επιδιώξεις. Αυτό σημαίνει ότι η τοποθέτηση των αριστερών δυνάμεων οφείλει να περιλαμβάνει ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς των κρατικών επιχειρήσεων και των δημόσιων υπηρεσιών, γιατί διαφορετικά η ίδια η Αριστερά μετατρέπεται σε εργαλείο υπηρέτησης της αστικής κρατικής πολιτικής.
Από αυτή την άποψη μπορεί να διακρίνει κανείς τρεις περιπτώσεις μορφών της κρατικής υπόστασης και πολιτικής που είναι αναγκαία η ριζοσπαστική τους μεταλλαγή έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στην πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων και της εργατικής χειραφέτησης. Η παντοδυναμία του κράτους και η επικυριαρχία του στην κοινωνία, με τον μαρασμό των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών θεσμών (αντί του «μαρασμού» του ίδιου του κράτους), οδήγησαν σε εκτρωματικές οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις, που σε τελική ανάλυση οδήγησαν τον κρατικό καπιταλισμό, είτε στην πλήρη παράδοσή του στον ιδιωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (ρωσική περίπτωση), είτε στην σύμφυση κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού (κινεζική περίπτωση). Κατά συνέπεια η «λατρεία» του κράτους και η «μυθοποίηση» του δημόσιου, που υπήρξαν χαρακτηριστικά του κομμουνιστικού κινήματος, ως αντανακλάσεις των χαρακτηριστικών των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (και που αναπαρήγαν δομικά στοιχεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν από μια σύγχρονη σοσιαλιστική αντίληψη των πραγμάτων, η οποία στο επίκεντρό της έχει την κοινωνικοποίηση στην πολλαπλότητα των εκφράσεών της (ιδιοκτησίας, διαχείρισης, λειτουργίας κλπ.). Άλλωστε τόσο η εμπειρία της παρισινής κομμούνας όσο και εκείνη της πρώιμης περιόδου της ρωσικής επανάστασης, είναι χαρακτηριστικές για τον τρόπο αντιμετώπισης του αναγκαίου «μαρασμού» του κράτους μέσα από την κυριαρχία των μορφών κοινωνικοποίησης. Συνεπώς το να λέμε προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού ή του νοσηλευτικού συστήματος, ή των κοινωφελών επιχειρήσεων, δεν αρκεί αν δεν το συνδέουμε οργανικά με ριζοσπαστικές τομές και αλλαγές τους.
Κρατικός καπιταλισμός και κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων
Στην πρώτη περίπτωση των κοινωφελών επιχειρήσεων που διεκδικούμε την παραμονή τους στον έλεγχο του δημόσιου τομέα ή την επανάκτησή τους από τον ιδιωτικό, εφόσον εν τω μεταξύ έχουν αποκρατικοποιηθεί, εκείνο που απαιτείται πρωτίστως είναι η κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας τους, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να είναι ο αποκλειστικός και κύριος ιδιοκτήτης, και άρα ο καθοριστικός παράγοντας ρύθμισης των πραγμάτων. Στον ιδιοκτησιακό έλεγχο δεν μπορούν παρά να συμμετέχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αυτών των επιχειρήσεων, εκπρόσωποι των χρηστών αυτών των υπηρεσιών, καθώς και αντιπρόσωποι των τοπικών κοινωνιών, με καθοριστικές αρμοδιότητες : Η «διάχυση» της ιδιοκτησίας από το κράτος στην εργαζόμενη κοινωνία είναι βασική προϋπόθεση της κοινωνικοποίησης. Παράλληλα, η ίδια η λειτουργία αυτών των κοινωνικοποιημένων (και όχι πλέον κρατικών) επιχειρήσεων δεν μπορεί παρά να τοποθετείται εκτός οποιουδήποτε πλαισίου της ανταγωνιστικής αγοράς, η διανομή των προϊόντων και υπηρεσιών τους να γίνεται μέσα από κοινωνικά δίκτυα, με κριτήρια την κάλυψη των λαϊκών κοινωνικών αναγκών.
Παράλληλα η αποφυγή του οικονομισμού, που τόσο έχει στρεβλώσει το κομμουνιστικό κίνημα στον 20ο αιώνα, και συνεχίζει να επιβιώνει και στον 21ο αιώνα, είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για την λειτουργία της δημόσιας κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Το κριτήριο σοσιαλιστικής αποτίμησης δεν είναι το ύψος ετήσιας παραγωγής κάποιων «πενταετών πλάνων» βιομηχανικής ανάπτυξης, αλλά η ανταπόκρισή τους στην ικανοποίηση των θεμελιωδών κοινωνικών αναγκών, πράγμα που είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Προφανώς βέβαια η εργατική συμβουλιακή διαχείριση αυτών των εταιριών (πρωταρχική η εξουσία των εργατικών τους συμβουλίων με την συμμετοχή και εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας μιας αιρετής λαϊκής διακυβέρνησης), είναι αυτή που μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ας δει κανείς την σημερινή λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ακόμη και αυτών που δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί, στην περίπτωση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επιχειρήσεις αυτές παραμένουν εντυπωμένες πλήρως με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, και το μόνο που έχει αλλάξει είναι το πρόσωπο των διαχειριστών τους, συνήθως τεχνοκρατών μικροαστών πανεπιστημιακών, και πέραν τούτου ουδέν.
Τέλος, εκείνο που μπορεί να σηματοδοτήσει και να ολοκληρώσει την κοινωνικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, είναι η καθιέρωση του οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας, με την ολοσχερή κατάργηση του αστικού, ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας. Δεν μπορεί πλέον σε μια τέτοια περίπτωση η δημόσια επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί με μια τεχνοκρατική ιεραρχική εξουσία, που βασίζεται στην κλασική καπιταλιστική πυραμίδα των μηχανικών – οικονομολόγων διευθυντών, των τεχνολόγων προϊσταμένων, των εργοδηγών υπευθύνων, και της εργατικής τάξης της εκτελεστικής παραγωγής (τεχνιτών, χειριστών, οδηγών, εργατών, καθαριστών κλπ. κατηγοριοποιήσεων των «από κάτω»). Κατά συνέπεια η ανάδειξη εκπαιδευτικών μηχανισμών επιστημονικής, τεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής συγκρότησης και χειραφέτησης της εργατικής τάξης της εκτελεστικής – χειρωνακτικής εργασίας, είναι η ασφαλέστερη εγγύηση για την κοινωνικοποιημένη λειτουργία των επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό δημόσια κυριότητα και έλεγχο. Χωρίς όλες αυτές τις ρηξικέλευθες τομές δεν θα πρόκειται παρά για την λειτουργία ενός κρατικού καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας, παρόλο που θα έχει τον χαρακτήρα των δημόσιων επιχειρήσεων.
Ριζοσπαστικός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών
Αντίστοιχα τίθεται το ζήτημα αναφορικά με την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού ή του νοσηλευτικού κλπ. συστημάτων, δηλαδή των κοινωνικών υπηρεσιών του σύγχρονου αστικού κράτους. Όσο αναγκαία είναι αυτή η διάσταση των πραγμάτων για την Αριστερά, άλλο τόσο ανεπαρκέστατη είναι εφόσον αδυνατεί να συνοδευτεί από βαθύτατους ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς της ίδιας της δημόσιας εκπαίδευσης, των νοσηλευτικών κ.ά. υπηρεσιών. Ο δημόσιος δηλαδή χαρακτήρας τους συμβαδίζει με έναν σκληρά αστικό χαρακτήρα του ρόλου τους και των λειτουργιών τους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των εκπαιδευτικών μηχανισμών, έναντι του οποίου το αριστερό κίνημα είτε παραμένει άφωνο, είτε ασχολείται με δευτερεύουσες πλευρές του, είτε διέπεται από την λατρεία βασικών του χαρακτηριστικών, όπως του ανταγωνισμού, των διαγωνισμών και της αξιοκρατίας.
Για να πάρουμε την περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος, και αφού διασφαλίσουμε τον δημόσιο χαρακτήρα του, δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίσουμε τον ακραιφνώς καπιταλιστικό του χαρακτήρα, ότι δηλαδή λειτουργεί ως ένας μηχανισμός αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων, του ιεραρχικού καταμερισμού της γνώσης, της εξουσίας και της εργασίας, με εργαλεία την αξιοκρατία, τον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό και την επιλεκτική του λειτουργία. Είναι δηλαδή το δημόσιο σχολείο που αναπαράγει συστηματικά, δια μέσου της αξιοκρατικής επιλογής, την ταξική διαστρωμάτωση η οποία σε κάθε αντικείμενο (π.χ. μηχανολογία, ιατρική κλπ.), αναπαράγει ξεχωριστές ιεραρχικά κατανεμημένα διαβαθμίσεις, όπου ακριβώς για το ίδιο γνωστικό και παραγωγικό αντικείμενο, λειτουργούν τουλάχιστον πέντε επίπεδα ιεραρχικής κατανομής της γνώσης, και άρα της εξουσίας εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Έτσι στο παράδειγμα της μηχανολογίας που είναι χαρακτηριστικό, το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα κατανέμει με την λειτουργία του επαίσχυντου, αντι-επιστημονικού, κοινωνικά γελοίου και ταξικά ισχυρού numerus clausus ( = κατ’ όνομα Πανελλαδικών Εξετάσεων και στην πραγματικότητα Πανελλαδικού Διαγωνισμού), τους φορείς σε πέντε διαφορετικές διαστρωματώσεις : α) Μηχανολόγοι μηχανικοί, με θεωρητικό επιστημονικό αντικείμενο στο επίπεδο του πανεπιστημίου. – β) Μηχανολόγοι τεχνολόγοι, στο επίπεδο των τεχνολογικών εφαρμογών του αντίστοιχου τομέα, στερημένοι της θεωρητικής γνωστικής συγκρότησης, στο επίπεδο των ΤΕΙ. – γ) Μηχανολόγοι εργοδηγοί ως οργανωτές και προϊστάμενοι της παραγωγής στο επίπεδο τεχνικών σχολών, σε υποδεέστερη θέση από τις δύο προηγούμενες κατηγορίες. – δ) Βιομηχανική και επαγγελματική μαθητεία σε ακόμη χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο για τους μηχανοτεχνίτες και τους χειριστές βιομηχανικών και τεχνικών εγκαταστάσεων. – ε) Τέλος, ανειδίκευτοι ή ειδικευμένοι εργάτες στον πυθμένα της κοινωνικής ιεραρχίας, στην άμεση χειρωνακτική εργασία, χωρίς μορφωτική σχετική συγκρότηση.
Αυτή η ταξική δομή, δεν είναι προϊόν των «φυσικών» διανοητικών ανισοτήτων μεταξύ των φορέων των διαφόρων ιεραρχικά συγκροτημένων διαστρωματώσεων, αλλά είναι άτεγκτη επιβολή της καπιταλιστικής δομής των παραγωγικών δυνάμεων εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής, και αναπαράγεται κλασικά μέσα από τους δημόσιους, εντούτοις εντονότατα καπιταλιστικούς, εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Συνεπώς η Αριστερά δεν μπορεί να υπεραμύνεται του δημόσιου σχολείου χωρίς ταυτόχρονα να ανατρέπει την αστική επιλεκτική και κατανεμητική του λειτουργία, χωρίς να διασφαλίζει την πιο ολοκληρωμένη θεωρητική, επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική γνώση για το σύνολο του εργατικού και νεολαιίστικου δυναμικού, καταργώντας τελεσίδικα τους φραγμούς των κοινωνικών και ταξικών numerus clausus, ακυρώνοντας τις «κάστες των μανδαρίνων» της παραγωγής, επιδιώκοντας την καθολική μορφωτική χειραφέτηση. Συνεπώς το εκπαιδευτικό σύστημα «λάμπει» ως δημόσιο, εντούτοις αυτό δεν είναι χρυσός. Για να γίνει τέτοιος έχει μέγιστη προτεραιότητα η καθιέρωση του σχολείου που ξεπερνά τον ιστορικό διχασμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, διευθυντικής και εκτελεστικής δραστηριότητας.
Μαρασμός των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών
Τέλος, με ιδιαίτερο τρόπο τίθεται το ζήτημα των κατασταλτικών μηχανισμών (στρατού, αστυνομίας, δικαιοσύνης), που η εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα τους, έναντι μορφών ιδιωτικής αστυνόμευσης ή επαγγελματικού στρατού, έχει μέγιστη σημασία. Κι’ αυτό γιατί η νεοελληνική κοινωνία αντιπροσωπεύει ένα πεδίο μιας συνεχούς κατασταλτικής δράσης των μηχανισμών ασφαλείας, των αστυνομικών δυνάμεων και του στρατιωτικού μηχανισμού (εμφύλιος πόλεμος 1946 – 49, δικτατορία 1967 – 74), πράγμα που έχει συμβάλει τα μέγιστα στην ιστορική περιθωριοποίηση της Αριστεράς. Και προφανώς αντίστοιχα σε διεθνές επίπεδο, από την περίπτωση της μαζικής σφαγής των κομμουνιστών στην Ινδονησία μέχρι εκείνην της ανατριχιαστικής εξόντωσης των αριστερών στη Χιλή, ο κατάλογος είναι μακροσκελέστατος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αφέλεια από το να πιστεύει κανείς ότι στα αστικά καθεστώτα ο στρατός χρησιμεύει για την «εθνική άμυνα» και οι αστυνομικοί μηχανισμοί έχουν ως αποστολή την «προστασία του πολίτη» από την ποινική εγκληματική δράση.
Όσο λοιπόν η Αριστερά υπεραμύνεται του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των κρατικών μηχανισμών που έχουν νευραλγική σημασία για το σύστημα της αστικής ταξικής κυριαρχίας, άλλο τόσο στην ιστορική της διαδρομή υπήρξε θιασώτης της ισχυρής υπόστασης αυτών των μηχανισμών, αφού άλλωστε όλες οι εμπειρίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» περιελάμβαναν ισχυρότατους στρατούς, αστυνομίες και δικαστήρια, τα οποία σε δεδομένες ιστορικές στιγμές διαδραμάτισαν έναν δυνατό κατασταλτικό ρόλο. Αντί δηλαδή του θεμελιακού μαρξιστικού προτάγματος «μαρασμού» του αστικού κράτους, είχαμε την πιο πλήρη ισχυροποίηση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, που στρέφονταν δομικά απέναντι στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο.
Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν επαρκεί να υπερασπίζεται κανείς τον δημόσιο χαρακτήρα αυτών των κατασταλτικών μηχανισμών (ή μήπως δεν τους θεωρούμε τέτοιους ;), αλλά απαιτείται να τους αντιμετωπίζει στην προοπτική του «μαρασμού» τους και όχι βέβαια ενός επίπλαστου «εκδημοκρατισμού», που στην περίπτωση της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ είδαμε τα όριά του, και την απρόσκοπτη λειτουργία των πιο ακραίων μορφών αστυνομικής κοινωνικής καταστολής. Άρα εκείνο που έχει προτεραιότητα είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος με όρους δρομολόγησης μιας διαδικασίας «συντριβής» (με τη λενινιστική επιμονή στον όρο) αυτών των μηχανισμών που μπορεί να περιλαμβάνει μεταβατικά, μεταξύ των άλλων :
Την κατάργηση της άκαμπτης και ισχυρής ιεραρχίας που χαρακτηρίζει όλους αυτούς τους μηχανισμούς, με όρους τυφλής υποταγής των κατωτέρων στους ανωτέρους, πράγμα που διαμορφώνει τους όρους για οποιαδήποτε αντιλαϊκή κατασταλτική τους δράση.
Την καθιέρωση μορφών αντιπροσώπευσης του λαϊκού παράγοντα στις δομές και τη λειτουργία τους, όπως συμβουλίων των εφέδρων στρατιωτών και κατοχύρωση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων στις διάφορες μονάδες, ή αρμοδιοτήτων και εξουσιών αιρετών πολιτικών φορέων στις αστυνομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες.
Την κατάργηση βασικών μορφών της επαγγελματικής στελέχωσης αυτών των μηχανισμών, και την αντικατάστασή τους από εκλεγμένες πολιτικές αρχές και σώματα πολιτοφυλακής λαϊκού χαρακτήρα με όλες τις σχετικές αρμοδιότητες.
Για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές και χωρίς ενδιάμεσες «υπεκφυγές» που παραπέμπουν την επίλυση των ζητημάτων στο «υπερπέραν», στο βάθος του ιστορικού ορίζοντα : Κάνοντας λόγο για την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα παραγωγικών δραστηριοτήτων, οργανισμών και υπηρεσιών, δεν μπορούμε να μην το συνοδεύουμε από τον σχεδιασμό και την επίκληση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού τους, γιατί το κρατικό στην αστική κοινωνία παραμένει εν πολλοίς καπιταλιστικό.