Η 1η Οκτώβρη συγκλόνισε την Καταλονία και το Ισπανικό Κράτος. Τί γίνεται τώρα;

Η 1η Οκτώβρη πέρασε, βάζοντας τέλος σε μια περίοδο της κοινής ιστορίας μεταξύ της Καταλονίας και του Ισπανικού Κράτους και αποτελώντας την εκκίνηση για ένα αβέβαιο μέλλον. Ήταν η μέρα που κορυφώθηκε σε αποφασιστικό σημείο όλη η ένταση που συσσωρευόταν κατά τα 5 χρόνια της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης (ΣτΜ: ο όρος «διαδικασία» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρύτερη, διαρκή κοινωνική-πολιτική κινητοποίηση προς μια κατεύθυνση, αντίστοιχα πχ με το «Μπολιβαριανή Διαδικασία» στη Βενεζουέλα -έτσι τον χρησιμοποιεί και ο Αντέντας όταν αναφέρεται στην «διαδικασία ανεξαρτησίας» ή στην «συντακτική διαδικασία»).

Οι αριθμοί λένε πολλά. Ψήφισαν 2.264.424 άνθρωποι. Σε ένα εκλογικό σώμα περίπου 5,3 εκατομμυρίων ανθρώπων, αυτό αντιπροσωπεύει μια συμμετοχή 42,5%. Για να υπολογίσουμε τον πραγματικό αριθμό θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τα ψηφοδέλτια που κατασχέθηκαν από την αστυνομία και τις ψήφους πολιτών που δεν κατάφεραν τελικά να ψηφίσουν. Από τις καταγεγραμμένες ψήφους, 2.020.144 (90%) ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας, 176.566 (7,8%) ήταν κατά και 45.586 (2%) ήταν λευκά.

Πλάι σε αυτούς τους αριθμούς, πρέπει να προσθέσουμε ακόμα έναν: τους 890 επίσημα καταγεγραμμένους τραυματίες. Οι εικόνες λένε πολύ περισσότερα από τους αριθμούς –μια αστυνομική βία άνευ προηγουμένου, απέναντι σε μια ιστορική λαϊκή κινητοποίηση.

Το κίνημα ανεξαρτησίας αναδείχθηκε νικητής. Αν και το αποτέλεσμα δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας θα πετύχουν τους στόχους τους άμεσα, απέκτησαν ένα ευνοϊκό «μομέντουμ» επιδεικνύοντας την αποφασιστικότητα και την ικανότητά τους να κινητοποιηθούν παρά την κρατική καταστολή και την απόφαση του αντιπάλου να μποϊκοτάρει τη διαδικασία. Το μετα-φρανκικό ισπανικό κράτος είναι πιο απονομιμοποιημένο από ποτέ άλλοτε στην Καταλονία.

Οι άμεσες συνέπειες είναι σαφείς. Ο Νόμος Μεταβατικού Χαρακτήρα, τον οποίο ψήφισε το καταλανικό κοινοβούλιο στις 8 Σεπτέμβρη, προβλέπει ότι αν το δημοψήφισμα καταλήξει σε νίκη του «ναι», η καταλανική κυβέρνηση θα ανακηρύξει μια ανεξάρτητη δημοκρατία.

Όμως, δεν είναι σαφές το πώς θα προχωρήσει η καταλανική κυβέρνηση. Οι αποφάσεις της θα καθορίσουν την μοίρα του κινήματος ανεξαρτησίας όπως και του ευρύτερου δημοκρατικού μπλοκ που υποστήριξε το δημοψήφισμα. Σε αυτό το πλαίσιο, το πώς θα κρατηθεί ενωμένο το δημοκρατικό μπλοκ –το οποίο είναι ευρύτερο των δυνάμεων που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία- είναι ένα στρατηγικό ζήτημα αποφασιστικής σημασίας. Η προοπτική ανεξαρτησίας της Καταλονίας παραμένει επισφαλής και –βραχυπρόθεσμα- ο θεσμικός και πολιτικός αγώνας ανάμεσα στο καταλανικό και το ισπανικό κράτος θα εντείνει ακόμα περισσότερο τη σημερινή κρίση. Αν και η επίσημη «ανεξαρτησιακή» αφήγηση ισχυρίζεται ότι τα βασικά καθήκοντα για την επίτευξη της ανεξαρτησίας υλοποιήθηκαν ήδη, η 1η Οκτώβρη σηματοδότησε την αρχή της πιο κρίσιμης φάσης.

Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την γενική απεργία στις 3 Οκτώβρη ως την δεύτερη πράξη της 1ης Οκτώβρη. Αρχικά καθοδηγήθηκε από μικρά συνδικάτα, αλλά τελικά κέρδισε την μερική υποστήριξη από τις Comisiones Obreras (CCOO) και την UGT, τις δύο μεγαλύτερες εργατικές συνομοσπονδίες της Καταλονίας. Αυτές οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν κάλεσαν σε ολοκληρωτική απεργία, αλλά σε στάσεις εργασίας, μια πρόταση την οποία αποδέχθηκαν και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες. Τελικά, η Καταλανική Εθνική Συνέλευση (ANC) και το Omnium Cultural –τα ηγετικά όργανα του «επίσημου» κινήματος ανεξαρτησίας- όπως και η καταλανική κυβέρνηση, έδωσαν την υποστήριξή τους στην κινητοποίηση, αν και η ANC το έκανε με μεγάλους δισταγμούς.

Αυτό το «επίσημο» μπλοκ μετέτρεψε το γεγονός σε διαταξική «εθνική παύση» που συνδύαζε μια παραδοσιακή απεργία και μαζικές διαδηλώσεις, με το εθελοντικό κλείσιμο επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης. Συνολικά, η μέρα δράσης αποδείχθηκε άλλη μια εντυπωσιακή συλλογική δράση εν μέσω μιας πολύ σπάνιας πολιτικής κατάστασης.

Το τι θα συμβεί τώρα στην Καταλονία δεν εξαρτάται μόνο από τις τοπικές δράσεις αλλά και από τον αντίκτυπο που θα έχει το κίνημα ανεξαρτησίας, το δημοψήφισμα και οι μαζικές διαδηλώσεις στην ισπανική πολιτική σκηνή γενικότερα. Το σύνθετο της κατάστασης κάνει επικίνδυνο να βγάλει κανείς βιαστικά συμπεράσματα.

Από την μία, το Λαϊκό Κόμμα (PP) που κυβερνά την Ισπανία, θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την καταλανική ανεξαρτησία για να κινητοποιεί την συντηρητική του βάση. Από την άλλη, μια μερίδα της ισπανικής κοινής γνώμης, συμπεριλαμβανομένου του Ποδέμος και της βάσης του, απορρίπτει την κρατική καταστολή και υπερασπίζεται πλέον ένα «νόμιμο» δημοψήφισμα.

Επιπλέον, σε εκείνα τα μέρη της Ισπανίας όπου –όπως στην Καταλονία- υπάρχουν μακροχρόνιες εθνικές ή περιφερειακές συγκρούσεις, η διαδικασία ανεξαρτητοποίησης ίσως δημιουργήσει πόλωση ανάμεσα στους υποστηρικτές του κεντρικού ισπανικού κράτους και τα αντίστοιχα εθνικιστικά κινήματα.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν ένα σύνθετο τοπίο για την Αριστερά, η οποία θα χάσει έδαφος μακροπρόθεσμα, αν εγκαταλείψει την υπεράσπιση της δημοκρατίας βραχυπρόθεσμα. Πίσω από αυτά τα γεγονότα που εξελίσσονται με αστραπιαία ταχύτητα, βρίσκεται ένα σημαντικό παράδοξο: Η καταλανική ανεξαρτησία αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή για την «συνέχεια» του πολιτικού και θεσμικού οικοδομήματος που δημιουργήθηκε το 1978, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να ενισχύσει προσωρινά κάποιους από τους «πυλώνες» του κράτους, παράγοντας ένα πλαίσιο που θα σπρώχνει την ισπανική πολιτική σκηνή προς τα δεξιά.

Η στρατηγική της Μαδρίτης

Το PP, συνεργαζόμενο στενά με το κρατικό μηχανισμό και τα περισσότερα ΜΜΕ, έχει υιοθετήσει μια αδιάλλακτη στάση απέναντι στην ανεξαρτησία, από όταν ξεκίνησε το κίνημα το 2012. Θα επιμείνει σε αυτήν την προσέγγιση γιατί πιστεύει ότι η εναντίωση στην καταλανική «κυριαρχία» επωφελεί το κόμμα με μια σειρά τρόπους: τονώνει την υποστήριξή του σε κομβικές περιοχές του ισπανικού κράτους, συσπειρώνει την κοινωνική του βάση, ανακτά έδαφος στον ανταγωνισμό με τους Ciudadanos, βάζει υπό πίεση το «νέο» Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) του Πέδρο Σάντσεζ, μετακινεί την πολιτική συζήτηση μακριά από θέματα που ευνοούν το Ποδέμος, όπως η κρατική διαφθορά και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση.

Αλλά για πολλοστή φορά από όταν ξεκίνησε η πολιτική αναταραχή το 2011 με την εμφάνιση του κινήματος 15Μ (ΣτΜ: το κίνημα των Indignados, των «Αγανακτισμένων» στις πλατείες των πόλεων του Ισπανικού Κράτους), η στενή κομματική λογική επικράτησε σε βάρος της μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Οι αποτυχίες του PP δείχνουν τα στρατηγικά όρια της ισπανικής ελίτ όταν αυτή καλείται να αντιμετωπίσει την κρίση του καθεστώτος του 1978. Δείχνουμε αντοχή κι αντιστεκόμαστε ενάντια σε κάθε αντίπαλο –από τους Καταλανούς οπαδούς της ανεξαρτησίας, ως το κίνημα 15Μ και τις εκλογικές του εκφράσεις. Αυτό έχει γίνει το μότο της άρχουσας τάξης.

Η πολιτική «καμένης γης» του PP έχει ένα σημαντικό προηγούμενο, το οποίο συμπίπτει με την άνοδο των ανεξαρτησιακών δυνάμεων στην Καταλονία: τον επιθετικό ισπανικό εθνικισμό της δεύτερης διακυβέρνησης του Χοσέ Μαρία Αθνάρ (2000-2004). Ενώ ο συγκεντρωτισμός του Αθνάρ ήταν χρήσιμος για τη Δεξιά εκείνη την εποχή, στην πραγματικότητα πυροδότησε την σημερινή κρίση, καθώς δημιούργησε στον καταλανικό λαό μια δυσαρέσκεια που είναι αδύνατο να αντιστραφεί.

Η κυβέρνηση της Μαδρίτης μάλλον εκτιμά ότι θα πρέπει να εντείνει την σύγκρουση με τους οπαδούς της ανεξαρτησίας μέχρι να συντρίψει τις ελπίδες τους για μια γρήγορη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης. Αφού χρησιμοποιήσει το μαστίγιο, θα δοκιμάσει αργότερα το καρότο, προσφέροντας λίγο «χώρο κινήσεων» σε πιο μετριοπαθείς δυνάμεις.

Αλλά όσο εντείνει την σύγκρουση η πολιτική του ισπανικού κράτους, τόσο πιο δύσκολο το κάνει να αλλάξει κατεύθυνση αργότερα. Όταν αποτυγχάνεις στο πεδίο της «νομιμοποίησης», απομένει μόνο η βία. Αλλά η χρήση της τελευταίας, αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο την πρώτη. Σήμερα, η κρίση της νομιμοποίησης του Ισπανικού Κράτους στην Καταλονία έχει φτάσει στην αποκορύφωσή της.

Από τις 20 Σεπτέμβρη στην 1η Οκτώβρη

Πριν εντείνει το κράτος τις κατασταλτικές του πολιτικές στις 20 Σεπτέμβρη, το κίνημα ανεξαρτησίας, υπό την ηγεσία των ANC και Omnium, δεν είχε αυτό-οργάνωση από τα κάτω. Μόνο η CUP εκπροσωπούσε μια αντικαπιταλιστική πτέρυγα του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά αυτής της η στάση δημιουργούσε σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις και τεράστιες εξωτερικές πιέσεις.

Αλλά η κατασταλτική επίθεση του κράτους και η αμεσότητα της ψηφοφορίας πυροδότησαν τη λαϊκή αυτό-οργάνωση. Τοπικές Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος (CDR) ένωσαν τις δυνάμεις τους με το δίκτυο Escoles Obertes (Ανοιχτά Σχολεία) για να οργανώσουν εθελοντές που προστάτεψαν τα εκλογικά τμήματα την 1η Οκτώβρη.

Οι ANC και το Omnium δεν «συμπαρασύρθηκαν» από την ώθηση από τα κάτω, αλλά αυτή η τελευταία ίσως υποχρεώσει τα μέλη αυτών των οργανώσεων να εμπλακούν πιο συστηματικά σε δράσεις πολιτικής ανυπακοής. Μέχρι εκείνου του σημείου, η προσέγγισή τους παρέμενε αρκετά άτολμη, εστιάζοντας στο στήσιμο εκλογικών κέντρων, και χωρίς κανένα σχεδιασμό πραγματικού αμυντικού μηχανισμού για να αντιμετωπιστεί η αστυνομική παρέμβαση.

Η μεγάλης κλίμακας αυτό-οργάνωση εμφανίστηκε αργά. Αναμφίβολα, αν η Catalonia en Comu (στμ: πλατύ σχήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Καταλονία, χτισμένο γύρω από την επιτυχία του ενωτικού δημοτικού ψηφοδελτίου Barcelona en Comu που με επικεφαλής την Άντα Κολάου κέρδισε το Δήμο της Βαρκελώνης) είχε εμπλακεί περισσότερο ενεργά στο δημοψήφισμα, η διαδικασία θα πήγαινε πολύ μακρύτερα (αν και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αρκετά μέλη της έπαιξαν έναν ενεργό ρόλο, πέρα από τα όσα έπραξε επίσημα το κόμμα). Αυτό που επιτεύχθηκε την Κυριακή ήταν εντυπωσιακό, αλλά η έλλειψη ενός ενωτικού κινήματος ήταν αισθητή τους μήνες πριν το δημοψήφισμα. Η ANC δεν ήθελε να προωθήσει μια ευρύτερη συμμαχία, ενώ οι δυνάμεις έξω από το «επίσημο» κίνημα ανεξαρτησίας δεν ήθελαν να προκαλέσουν μια δικιά τους δυναμική που να προωθούσε τη συμμαχία με την ANC. Μόνο τα γεγονότα των τελευταίων ημερών άλλαξαν την κατάσταση, πυροδοτώντας μια διαδικασία οργάνωσης από τα κάτω που δεν υπήρχε πριν.

Δεύτερη Φάση

Στην ερχόμενη σύγκρουση, το κίνημα έχει να αντιμετωπίσει τέσσερις θεμελιώδεις προκλήσεις.

Πρώτον, πρέπει να διευρύνει την κοινωνική του βάση. Είναι δύσκολο να αξιολογήσουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα της 1ης Οκτώβρη, εξαιτίας των συνθηκών καταστολής κάτω από τις οποίες έγινε η ψηφοφορία. Αναμφίβολα, οι πάνω από 2 εκατομμύρια ψήφοι υπέρ του «ναι» συγκροτούν ένα σημαντικό κοινωνικό μπλοκ. Αν και δεν είναι μια αυστηρώς αριθμητική πλειοψηφία, δεν έχει εμφανιστεί κανένα άλλο οργανωμένο ή ενεργό μπλοκ ως «αντίπαλο δέος».

Το κίνημα ανεξαρτησίας αναπτύχθηκε εκρηκτικά μεταξύ 2012 και 2014 αλλά έκτοτε έμεινε σε γενικές γραμμές στάσιμο, αν και διατηρώντας υψηλά επίπεδα υποστήριξης.

Κάποιοι κουράστηκαν από μια ατελείωτη διαδικασία που δεν έδειχνε να καταλήγει πουθενά, αλλά τις τελευταίες μέρες, αναπτύχθηκε μια νέα τάση υποστήριξης, κυρίως εξαιτίας της καταστολής του Ισπανικού Κράτους. Κάποιες από τις ψήφους υπέρ του «ναι» είναι πιθανό να ρίχτηκαν υπέρ της δημοκρατίας και όχι τόσο υπέρ της ανεξαρτησίας. Επιπλέον, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι που θα ψήφιζαν «ναι» δεν το μπόρεσαν να το κάνουν εξαιτίας όλων των επιπλοκών εκείνη τη μέρα.

Όσον αφορά την κοινωνική του σύνθεση, στο επίκεντρο της κοινωνικής βάσης του κινήματος για ανεξαρτησία βρίσκονται τα μεσοστρώματα και η νεολαία, αν και ήταν ορατή η παρουσία μεγαλύτερων ηλικιακά ψηφοφόρων στις ουρές της Κυριακής. Το «επίσημο» κίνημα ποτέ δεν μπόρεσε να προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα της αριστερής κοινωνικής βάσης και στην πραγματικότητα δεν το επιχείρησε καν: απλά περίμενε πως όλοι αυτοί κάποια στιγμή τελικά θα πείθονταν.

Η διστακτική πολιτική της Catalunya en Comu, δεν αντικατοπτρίζει μόνο τις απόψεις της ηγεσίας της, αλλά και την κοινωνική πραγματικότητα της πολιτικής και εκλογικής της βάσης. Αυτό αξίζει να επισημανθεί ρητά, γιατί είναι ένας κρίσιμος παράγοντας. Μια συγκεκριμένη πολιτική προς τις αριστερές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις και την κοινωνική τους βάση είναι αναγκαία, και αναμφίβολα έρχεται σε ρήξη με το σχέδιο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς που βρίσκεται στην εξουσία, του Partit Demòcrata Europeu Català (PDeCAT), του οποίου τις αδυναμίες πρέπει να εκμεταλλευτούμε για να επιβάλουμε μια στροφή προς τα αριστερά.

Οφείλουμε να περιγράψουμε σε αδρές γραμμές τον δρόμο προς την ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας: εφαρμογή επείγοντων πολιτικών και κοινωνικών μέτρων ως πακέτο απάντησης στην κρίση, προτεραιότητα στην έναρξη μιας συντακτικής «διαδικασίας» και δημιουργία ενός πλαισίου που θα μπορεί να περιλαμβάνει και όσους δεν θέλουν υποχρεωτικά την ανεξαρτησία αλλά υποστηρίζουν κάποιου είδους συνταγματικής ρήξης με το κράτος.

Πραγματικά, η απουσία μιας συμμαχίας ανάμεσα στους οπαδούς της ανεξαρτησίας και όσους υποστηρίζουν το δικαίωμα της Καταλονίας να αποφασίσει ήταν μια από τις μεγαλύτερες στρατηγικές αδυναμίες της διαδικασίας. Αυτό έχει μια άμεση επίπτωση: το Καταλανικό Κοινοβούλιο πρέπει να εφαρμόσει την λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος με έναν τρόπο που θα εξασφαλίζει ότι συμπεριλαμβάνεται και η θέληση εκείνων που συμμετείχαν στην οργάνωση της 1ης Οκτώβρη, υποστηρίζοντας την δημοκρατία αλλά όχι την ανεξαρτησία. Δηλαδή, πρέπει να αποφύγει τον κατακερματισμό του δημοκρατικού-ανυπάκουου μετώπου που συνέβαλε στην επιτυχία της ψηφοφορίας και τον επακόλουθο περιορισμό των υποστηρικτών της σε μια συμμαχία μόνο των ανεξαρτησιακών δυνάμεων, χωρίς όμως να διαστρεβλώνει το νόημα του αποτελέσματος της ψηφοφορίας της Κυριακής.

Δεύτερον, το κίνημα ανεξαρτησίας πρέπει να διατηρήσει την δύναμη που έδειξε μετά τις 20 Σεπτέμβρη, τις μέρες προς την 1η Οκτώβρη και την ίδια τη μέρα του δημοψηφίσματος. Οι δημοκρατικές από τα κάτω πρωτοβουλίες όπως οι CDR πρέπει να συνεχίσουν, με οποιαδήποτε μορφή. Πέρα από την ANC και το Omnium, ο κόσμος πρέπει να χτίσει πλατιές επιτροπές που δεν θα υποτάσσονται σε αυτές τις δύο οργανώσεις, αν και θα διατηρούν μια πολιτική ενότητας απέναντί τους.

Ως τις 20 Σεπτέμβρη, η δραστηριοποίηση υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν περιορισμένη στην εντυπωσιακή ετήσια κινητοποίηση κάθε 11 Σεπτέμβρη, αλλά δεν είχε ιδιαίτερη δυνατότητα να αντιδρά σε σημαντικές στιγμές ή να ξεπερνά την ANC ή το Omnium όταν αυτές οι οργανώσεις επέλεγαν να αντιδράσουν παθητικά στις εξελίξεις. Η απάντηση δεν είναι μια επιστροφή στην παλιά κανονικότητα, αλλά στην συντήρηση της δυναμικής της αυτό-οργάνωσης που εμφανίστηκε την 1η Οκτώβρη.

Τρίτον, οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας πρέπει να αναπτύξουν μια πολύ πιο σύνθετη προοπτική όσον αφορά τον αγώνα, την σύγκρουση και την νίκη. Το κίνημα συχνά χρησιμοποιεί τον όρο «αποσύνδεση» για να περιγράψει την ανεξαρτησία. Μια λέξη που ενώ εκπέμπει μια ελκυστική εικόνα ήσυχης αλλαγής, υπεραπλουστεύει τι σημαίνει πραγματικά μια ρήξη με το κράτος.

Η επίσημη αφήγηση επιμένει ότι η ανεξαρτησία αποτελεί μετάβαση από μια νομιμότητα σε μια άλλη, αγνοώντας το γεγονός ότι αν η πρώτη «νομιμότητα» δεν αποδεχτεί αυτήν την αλλαγή, ακολουθεί ένας αγώνας στον οποίο παίζει αποφασιστικό ρόλο η ωμή δύναμη (θυμηθείτε την επισήμανση του Μαρξ στο Κεφάλαιο: «ανάμεσα σε δύο μέρη που επικαλούνται εξίσου το δίκιο τους, αποφασίζει η δύναμη»). Η δύναμη ωστόσο διαμορφώνεται από το περιεχόμενο και την νομιμοποίηση αυτού που την ασκεί. Το να τα έχουμε όλα αυτά υπόψην είναι σημαντικό για την επερχόμενη παρατεταμένη σύγκρουση.

Τέταρτον, οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας πρέπει να επιδιώξουν και να συνάψουν συμμαχίες σε όλο το ισπανικό κράτος. Το κίνημα καλωσόρισε την αλληλεγγύη που δέχτηκε έξω από την Καταλονία, ως απάντηση στην εντεινόμενη καταστολή, αλλά στήριξε τη στρατηγική του στην μονομερή δράση, χωρίς να αναζητά υποστήριξη σε άλλα μέρη της Ισπανίας πέρα από τα εθνικιστικά κινήματα των Βάσκων ή των Γαλικιανών. Στην πραγματικότητα, είναι συμβατή η μονομερής δράση με την αναζήτηση συμμάχων.

Αυτή η υποστήριξη είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ. Όσο το PP εκτιμά ότι η σιδερένια πυγμή το επωφελεί περισσότερο βραχυπρόθεσμα, θα συνεχίζει την κατασταλτική του πολιτική. Το κίνημα για ανεξαρτησία πρέπει να τοποθετήσει τον αγώνα του μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης μάχης ενάντια στο καθεστώς του 1978, χωρίς να τον αυτοδιαλύει μέσα σε αυτή.

Η δημοκρατία, και όσον αφορά την αντίσταση στην καταστολή και όσον αφορά με την δυνατότητα να αποφασίζουμε για το μέλλον, θα πρέπει να είναι το σημείο αφετηρίας. Η αναγνώριση του κοινού εχθρού θα είναι το δεύτερο βήμα.

Το εσωτερικό μέτωπο

Το κίνημα ανεξαρτησίας συγκρούεται με το Ισπανικό Κράτος, αλλά το ίδιο το κίνημα αντιμετωπίζει και μια εσωτερική διαπάλη. Η πιο ορατή διαφωνία είναι αυτή ανάμεσα στα δύο κυβερνητικά καταλανικά κόμματα, το δεξιό νεοφιλελεύθερο PDeCAT και την κεντροαριστερή Esquerra Republicana de Catalunya (ERC). Αλλά πέρα από τον ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των δύο, η πιο αποφασιστική μάχη θα εξελιχθεί γύρω από το αν θα μπορέσουν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του κινήματος να ξεπεράσουν το μπλοκ που έχουν δημιουργήσει η Καταλανική κυβέρνηση, η ANC και το Òmnium Cultural.

Τα γεγονότα μετά τις 20 Σεπτέμβρη, ειδικά η αυτό-οργάνωση από τα κάτω και η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, μπορούν να ευνοήσουν τις πιο αριστερές δυνάμεις, και πολιτικά (κυρίως την CUP) και κοινωνικά. Τέλος, ο ρόλος που θα παίξει η Catalonia en Comu σε αυτήν την πάλη θα είναι καθοριστικός στο να κριθεί αν θα στραφεί αυτή η κατάσταση προς τα αριστερά.

Μέχρι τις 20 Σεπτέμβρη, ο σχηματισμός της Άντα Κολάου παρέμενε παθητικός. Από όταν η καταλανική κυβέρνηση εξήγγειλε το δημοψήφισμα πέρσι, η Catalonia en Comú περίμενε ότι αυτά τα σχέδια θα κατέρρεαν, ελπίζοντας ότι κάθε βήμα που γινόταν προς τη ψηφοφορία θα ήταν το τελευταίο και ότι η κυβέρνηση θα απωθούσε την προοπτική ενός μονομερούς δημοψηφίσματος σε ένα αόριστο μέλλον. Το κόμμα διατύπωσε την θέση του μόνο όταν εξωθήθηκε από τις εξελίξεις, και τότε επέλεξε να υπερασπιστεί την διαδικασία του δημοψηφίσματος ως μια μορφή κινητοποίησης, χωρίς να δεσμεύεται για την επιτυχία του ή να καλεί σε μαζική συμμετοχή.

Μετά την κατασταλτική στροφή του κράτους ωστόσο, η Catalonia en Comu τροποποίησε την θέση της και συμμετείχε στην κινητοποίηση, αν και δεν άλλαξε ριζικά τον στρατηγικό της προσανατολισμό. Η λευκή ψήφος της Άντα Κολάου –ούτε «ναι» ούτε «όχι»- συνόψισε την αμηχανία του κόμματος απέναντι στη διαμάχη περί ανεξαρτησίας.

Τώρα η Catalonia en Comu πρέπει να διαλέξει: είτε παρακολουθεί την μάχη από απόσταση, είτε μπαίνει στη σύγκρουση με το κράτος και υποστηρίζει μια συντακτική διαδικασία. Μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ενεργό ρόλο έχοντας διπλό στόχο: να συγκρουστεί με το συγκεντρωτικό κράτος και να σπάσει την ηγεμονία της Δεξιάς και της κεντροαριστεράς στο κίνημα ανεξαρτησίας.

Μια τέτοια στάση δεν σημαίνει υποχρεωτικά την υποστήριξη σε πλήρη ανεξαρτησία. Αντίθετα, μπορεί να αποδείξει ότι μια ρήξη με το κράτος έχει γίνει η αναγκαία προϋπόθεση για μια ομοσπονδιακή λύση. Δηλαδή, χωρίς να προδίδει τις δικές της προγραμματικές θέσεις, η Catalonia en Comu μπορεί να υποστηρίξει την ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας και την έναρξη μιας συντακτικής διαδικασίας.

Αν καθίσει στην άκρη, αυτό μπορεί να την ωθήσει στο περιθώριο της καταλανικής πολιτικής ή, αν η διαδικασία ανεξαρτητοποίησης ηττηθεί, ίσως ο αντίκτυπος να την βοηθήσει να ανακάμψει και να ελπίζει σε νέες επιτυχίες μεσοπρόθεσμα. Αλλά όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, αν το κόμμα επιμείνει στον παθητικό προσανατολισμό που είχε πριν την 1η Οκτώβρη και στην νέα φάση που ξεκινά, θα έχει επηρεάσει δραματικά το χαρακτήρα του πολιτικού του σχεδίου. Το επίδικο δεν αφορά μόνο την στάση της Catalonia en Comu απέναντι στην διαμάχη για την ανεξαρτησία, αλλά τον ίδιο τον δικό της προσανατολισμό σε μια πολιτική ρήξης και νέας συντακτικής διαδικασίας. Η δυσφορία του κινήματος ανεξαρτησίας απέναντι στην στάση της Comu είναι κατανοητή, αλλά αυτό δεν πρέπει να κάνει το κόμμα να ξεχάσει ότι θα χρειαστεί να έχει μια ενωτική πολιτική απέναντί τους, ειδικά σε ζητήματα δημοκρατίας και συντακτικής.

Το Podem (ΣτΜ: το Podemos της Καταλονίας, διακριτό από το «κεντρικό») είχε μια πιο ενεργή και σαφή θέση απέναντι στο δημοψήφισμα. Αρνήθηκε το δεσμευτικό χαρακτήρα της ψηφοφορίας και ακόμα και κάλεσε τη βάση του να ψηφίσει «όχι», αλλά αυτές οι θέσεις έρχονται σε αντίφαση με την πρότασή του να ανοίξει μια συντακτική διαδικασία.

Τώρα το Podem πρέπει να αποφασίσει αν θα μείνει έξω από την επόμενη φάση της σύγκρουσης με το κράτος, ή αν θα έχει μια ενεργή πολιτική προς το μπλοκ υπεράσπισης της «κυριαρχίας» και αν θα συμβάλει στην προσπάθεια να υποσκελιστεί η δεξιά πτέρυγα αυτού του μπλοκ.

Επομένως, η Αριστερά πρέπει να ανταπεξέλθει σε τρία συνδεδεμένα μεταξύ τους καθήκοντα: να διατηρήσει την ενωτική δράση του κινήματος της ανεξαρτησίας ενάντια στο Ισπανικό Κράτος, να διαμορφώσει ένα δημοκρατικό και αντικατασταλτικό μπλοκ που θα πηγαίνει πέρα από τα όρια του ανεξαρτησιακού κινήματος και να αγωνιστεί για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην Καταλονία υπέρ της Αριστεράς.

Το τελευταίο σημείο μας οδηγεί σε μια πολύ μια θεμελιώδη ερώτηση: Τι σημείνει ο όρος «ανεξαρτησία» και πώς συνδέεται με την έννοια της «κυριαρχίας»; Το «επίσημο» κίνημα παρουσιάζει την ανεξαρτησία ως την λύση σε όλα τα προβλήματα της Καταλονίας, ενώ αφήνει την έννοια κενή κάθε συγκεκριμένου περιεχομένου. Στην πραγματικότητα, το επίσημο κίνημα ανεξαρτησίας, και στην νεοφιλελεύθερη και στην κεντροαριστερή εκδοχή του, θα παράξει ανεξαρτησία χωρίς πραγματική κυριαρχία, σε ένα κράτος που θα είναι επισήμως ανεξάρτητο αλλά θα παραμένει υποτελές στην ΕΕ, ευνοϊκό προς τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες όπως η TTIP και σε πολιτικές που ευνοούν τις πολυεθνικές.

Η καταλανική Αριστερά πρέπει να επιμείνει σε μια «κυριαρχία» σε όλες της τις διαστάσεις: εθνικές, κοινωνικές, οικονομικές, σε ζητήματα δημόσιας υγείας. Για να μην αναφερθούμε στην αναγκαία σύνδεση αυτής της έννοιας με τις έννοιες της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης ενάντια στον αντιδραστικό εθνικισμό. Με άλλα λόγια, η Αριστερά πρέπει να επεξεργαστεί το πώς θα συνδέσει μια πρόταση για πολιτική αλλαγή με μια πρόταση για ένα άλλο κοινωνικό, οικονομικό, θεσμικό μοντέλο, ώστε να ξεπεραστεί η αλλαγή χωρίς αλλαγή που ενσαρκώνει η επίσημη ανεξαρτησία.

Αντιφάσεις

Όσοι στην Αριστερά, και της Καταλονίας και του Ισπανικού Κράτους, παρέμειναν απέναντι στο κίνημα ανεξαρτησίας ή έξω από αυτό, έχουν τονίσει αρκετές φορές, με λιγότερη ή περισσότερη αξιοπιστία, τις αναρίθμητες αντιφάσεις αυτής της διαδικασίας. Η πιο διαβόητη από όλες, προφανώς, παραμένει η παρουσία ενός νεοφιλελεύθερου κόμματος στην ηγεσία της Καταλανικής κυβέρνησης, ενός κόμματος που υποστηρίζει αυστηρές πολιτικές περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες και που ποτέ δεν είχε υποστηρίξει την ανεξαρτησία στο παρελθόν. Έχω ήδη τονίσει στο παρελθόν κάποια από τα όρια της καταλανικής πολιτικής διαδικασίας –όσον αφορά την κοινωνική της βάση και τις δυνάμεις που εμπλέκονται.

Αλλά η διαρκής επιμονή στις αντιφάσεις της διαδικασίας αντικατοπτρίζει μια υπερβολικά σχολαστική στάση απέναντι στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα η οποία δυστυχώς συχνά εμφανίζεται σε αρκετές αναλύσεις της Αριστεράς όταν αντιμετωπίζουν φαινόμενα που δεν ταιριάζουν στα προ-αποφασισμένα «σχήματα» που έχουν στο μυαλό τους οι συγγραφείς.

Όλες οι κοινωνικές διαδικασίες παράγουν αντιφάσεις, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό προκύπτει από τον ίδιο το σύνθετο χαρακτήρα των ανθρώπινων κοινωνιών και το πώς εκφράζονται σε αυτές οι συγκρούσεις. Ένα κίνημα όχι μόνο έχει αντιφάσεις και όρια, αλλά η εξέλιξή του πάντοτε θα παράγει αντιφατικά και περιορισμένα αποτελέσματα. Αυτή η παρατήρηση μας υπενθυμίζει αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν ακούσιες συνέπειες της κοινωνικής δράσης.

Κάθε αντικαπιταλιστική στρατηγική χρειάζεται να μάθει πώς εργαζόμαστε μέσα σε ένα πλαίσιο αντιφάσεων και ορίων, για να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε τις πρώτες σε απελευθερωτική κατεύθυνση και να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς των δεύτερων. Η πιο καθαρή στρατηγική είναι αυτή ακριβώς που ξέρει πώς να κινείται μέσα σε έναν μη-καθαρό, αντιφατικό και σύνθετο κόσμο.

«Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τί θα πει αληθινή επανάσταση», έγραφε ο Λένιν το 1916 για την Εξέγερση του Πάσχα (ΣτΜ: η εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση των Ιρλανδών). Σήμερα δεν αντιμετωπίζουμε μια επανάσταση, αλλά παρόλα αυτά τα λόγια του ταιριάζουν στην καταλανική πραγματικότητα.

Αντιμέτωπη με τις ατέλειες του καταλανικού κινήματος για ανεξαρτησία, η Αριστερά έχει δύο επιλογές: να προτιμήσει μια παθητική πολιτική που άθελά της θα μεγενθύνει τις ελλείψεις του κινήματος, ή να ακολουθήσει μια ενεργή πολιτική που παρεμβαίνει στην πραγματικότητα και σπρώχνει τη διαδικασία σε μια πιο προοδευτική κατεύθυνση. Η πρώτη επιλογή οδηγεί, ανάλογα την περίπτωση, είτε προς τον αφηρημένο ριζοσπαστισμό και τον προπαγανδισμό είτε προς μια ρουτινιάρικη προσκόληση στους υπαρκτούς θεσμούς. Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν έχει καμία σχέση με μια σοβαρή προσπάθεια αλλαγής του κόσμου.

Οι αντιφάσεις και τα όρια της 5ετούς διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης έχουν προκαλέσει την απότομη εμφάνιση εντυπωσιακών παραδόξων, ενός όρου που περιγράφει και κωμικές και τραγικές καταστάσεις.

Είναι βέβαιο πως οι μέρες πριν την 1η Οκτώβρη ήταν οι μέρες του παράδοξου. «Ανυπάκουα» κόμματα καλούσαν σε τάξη και ηρεμία, ενώ αριστεροί στρέφονταν προς την Καταλανική αστυνομία. Δεξιές δυνάμεις καλούσαν σε ανυπακοή στους θεσμούς, μεταμφιεσμένη σε συμμόρφωση με την νέα Καταλανική νομιμότητα, την ώρα που ακτιβιστές και αναρχικοί στέκονταν στις ουρές για να ψηφίσουν. Μια αντιδραστική κυβέρνηση κατηγόρησε τους πολίτες της που ήθελαν να οργανώσουν ένα δημοψήφισμα, για συνωμοσία πραξικοπήματος.

Όταν οι κοινωνικές διεργασίες επιταχύνονται, όπως συνέβη στην Ισπανία, κάθε στρατηγική σκέψη που δεν θέλει να εξελιχθεί σε απολίθωμα, πρέπει να βουτήξει με το κεφάλι μέσα σε αυτά τα παράδοξα, όπου τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και όπου οι συνέπειες των δράσεων δεν είναι πάντα σαφείς.

Ετικέτες