Περάσαν 3 χρόνια κι ακόμα τα θυμάσαι. Όχι πάντα, όχι σταθερά αλλά εκεί είναι.

Στα θυ­μί­ζουν οι πο­μπώ­δεις δη­λώ­σεις από ανύ­παρ­κτους που δεν έχεις ιδέα από 

που ξε­φύ­τρω­σαν. 

Και πό­τε-πό­τε οι γνω­στοί σου, οι συ­νο­μή­λι­κοι. Αυτοί που φτια­χτή­κα­νε, αυτά τα αρ­χί­δια.

Τα θυ­μά­σαι και βρί­ζεις και ει­ρω­νεύ­ε­σαι και πάμε πα­ρα­κά­τω.

Πιο πολύ τα θυ­μά­σαι όμως με άλλες ευ­και­ρί­ες.

Όταν μιλάς με άλ­λους, πιο με­γά­λους σε ηλι­κία, τρο­μαγ­μέ­νους.

Με αυτό το «τι ήθε­λες να γίνει» που δεν χω­ρά­ει σε χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που δεν μπο­ρείς να το πιά­σεις.

Τι ήθελα να γίνει; Και να το πεις δεν θα το κα­τα­λα­βαί­να­νε, δεν μπο­ρούν να πιά­σουν

την αγω­νία σου γιατί είναι βου­λιαγ­μέ­νοι στη δικιά τους.

Δεν θέ­λουν να δουν τα σκο­τά­δια που έρ­χο­νται, που είναι ήδη εδώ αλλά έχει πολύ ακόμα.

Τι ήθελα να γίνει; Πως να στο εξη­γή­σω ρε παιδί μου τι ήθελα. Μα­κά­ρι να’ ξερα, δεν χω­ρά­ει

σε λέ­ξεις. Καμιά φορά ένα κι ένα κά­νουν τρία και το δια­πι­στώ­σα­με, αλλά ξε­χά­στη­κε.

Τρία χρό­νια. Αλλά η σπίθα καίει ακόμα.

Θυ­μά­σαι ακόμα εκεί­νη την συ­γκέ­ντρω­ση. Όχι τη με­γά­λη, τη μικρή μια μέρα πριν στο μετρό.

Πολ­λές δε­κά­δες, πολύ πα­ρα­πά­νω απ’ ότι συ­νή­θως. Και κυ­ρί­ως άγνω­στοι.

Ήρ­θα­νε να ακού­σουν την εκ­δή­λω­ση και η πλα­τεία ήτανε πή­χτρα.

Είχες ρίξει και ένα καυγά πιο πριν γιατί είχες κα­τε­βά­σει ένα χαρ­τό­νι που έγρα­φε ΝΑΙ και σου την εί­πα­νε. Όχι χυ­δαία, σαν τον άλλο τον ξε­φτί­λα που έλεγε εξυ­πνά­δες για αυτά που κολ­λού­σες εσύ. «Πότε θα την κα­τε­βά­σεις αυτή τη βρώμα που ρυ­παί­νει;» «Τη Δευ­τέ­ρα ρε μα­λά­κα, μαζί με τα πα­νη­γύ­ρια» του είπες και το χά­ρη­κες. Δεν πήγες τη Δευ­τέ­ρα αλλά αυτό το θυ­μά­σαι. Ο άλλος ήταν πιο σκλη­ρός και πιο σο­βα­ρός. Το ξύλο δεν έπεσε λόγω κό­σμου, δεν είχε παι­χνί­δια.

Και η πλα­τεία ήταν πή­χτρα. Δεν θυ­μά­σαι καν τι ει­πώ­θη­κε, δεν νο­μί­ζω να θυ­μά­ται κα­νείς τις κου­βέ­ντες. Αυτό που έμει­νε ήταν η φλόγα.

Θυ­μά­σαι που έπια­σες κου­βέ­ντα στο πλάι με τον κόσμο. Πάντα αυτό έκα­νες. «Τι λέτε ρε παι­διά, εσείς πως τα βλέ­πε­τε;». Θυ­μά­σαι αυτόν τον τύπο στην ηλι­κία σου, τρια­ντά­ρης, κα­λο­ντυ­μέ­νος με το είδος του μά­χι­μα κα­λο­ντυ­μέ­νου, του επαγ­γελ­μα­τι­κά εξε­λί­ξι­μου. Του άρεσε πολύ η ιδέα του πα­ράλ­λη­λου νο­μί­σμα­τος του Βα­ρου­φά­κη, κι αυτός κα­λο­ντυ­μέ­νος και εξε­λί­ξι­μος έδει­χνε και άντε να του εξη­γή­σεις τώρα τι και πως. Γά­μη­σε το και πάμε πα­ρα­κά­τω, όχι θα ρίξει, καλά εί­μα­στε.

Το ζουμί ήταν αλλού. Σε εκεί­νο το ζευ­γά­ρι των παι­διών. Στην ηλι­κία σου πρέ­πει να ήταν αλλά δεν μπο­ρείς να ξέ­ρεις με σι­γου­ριά. Λου­μπε­να­ριά του κε­ρα­τά, ντυ­μέ­νοι κάτι ανά­με­σα σε φλουό του ρέηβ και μι­λι­τέρ. Η κο­πέ­λα το πρώτο, ο τυπάς το δεύ­τε­ρο. Πίρ­σινγκ διά­φο­ρα, τα­τουάζ και στο λαιμό, ψι­λο­ρου­φηγ­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά από διά­φο­ρα πιό­μα­τα, όμως εκεί. Και είχαν και ένα σκυ­λά­κι, μι­κρό-μι­κρό και άσπρο κά­τα­σπρο και μπου­κλω­τό σα να του ειχαν κάνει περ­μα­νάν. Μπο­ρεί να του χανε και φιό­γκο, δεν θυ­μά­σαι αλλά έμοια­ζε λες και βγήκε από πλα­στι­κό για να συ­νο­δεύ­ει τη Barbie. Και λες τι χρειά­ζε­ται ο κα­θέ­νας ρε παιδί μου… Άλλοι είναι φέτες γραμ­μω­μέ­νοι και γυ­μνα­στή­ρια και μα­λα­κί­ες και κου­βα­λά­νε πί­τμπουλ και άλλοι είναι αλη­τή­ριοι αλλά έχουν ένα κα­νι­σά­κι γιατί ζη­τά­νε αγάπη και ομορ­φιά.

Δεν θυ­μά­σαι τι σου είπε η κο­πέ­λα, θυ­μά­σαι τον τύπο. «Εγώ δεν θα ψή­φι­ζα καν ρε μάγκα. Δεν έχω ψη­φί­σει ποτέ, ούτε τώρα θα πή­γαι­να. Αλλά ήρθε τη Δευ­τέ­ρα ο μα­λά­κας, το αφε­ντι­κό και με έβγα­λε στη σέ­ντρα, ρε. Τους μά­ζε­ψε όλους και με έδει­χνε. “Να, αυτός θέλει να μας κα­τα­στρέ­ψει, θέλει να ψη­φί­σει όχι”. Κι έτσι που λες φίλε μου, αφού αυτός ο μα­λά­κας είναι με το ναι, άρα εγώ είμαι με το όχι. Απλά πράγ­μα­τα».

Τα θυ­μά­σαι και κα­τα­λα­βαί­νεις. Μπο­ρεί να μην ήξε­ρες που πή­γαι­νε το πράμα αλλά ήταν μπρο­στά στα μάτια μας το σωστό.

Και ήρθε και η επο­μέ­νη και δεν ξέ­ρεις πώς να την πε­ρι­γρά­ψεις. Πώς να το πεις ρε γα­μώ­το αυτό το πράμα που σε πε­ρι­κύ­κλω­νε, που ήταν πα­ντού και δεν είχες αμ­φι­βο­λία. Είχα στα­μα­τή­σει να κοι­τάω την εξέ­δρα και να ακούω το μα­λά­κα που μί­λα­γε για δη­μο­κρα­τία λες και ήταν κο­λό­νια. Κοί­τα­γα τον κόσμο, τόσες και τόσες χι­λιά­δες που κοι­τού­σαν τη σκηνή και υπήρ­χε πα­ντού ένα ρεύμα, ένα βαρύ ρεύμα που έβγαι­νε από μέσα, ελ­πί­δα μαζί με φόβο που έσβη­νε. Πώς να το πε­ρι­γρά­ψεις σε μια φράση;

Πε­ρά­σαν τρία χρό­νια και ακόμα τα θυ­μά­σαι. Και λες θα ξα­να­συμ­βούν και δε ξέ­ρεις αν το πι­στεύ­εις. Πρέ­πει, για να φύγει αυτό το σκο­τά­δι.

Μας έχει πνί­ξει η άβυσ­σος και δεν χρειά­ζε­ται καν να την κοι­τά­με στα μάτια, μας κοι­τά­ζει εκεί­νη και το ξέ­ρου­με.

Και ψα­χνό­μα­στε ακόμα να βρού­με την άκρη. Ψά­χνου­με στα μικρά, στα λίγα και στα λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρα. Και λίγο μπρος και λίγο πίσω αλλά ξέ­ρεις ότι έγινε και λίγο πολύ το ξέ­ρου­με όλοι και δεν μας αφή­νει η ζωή να το ξε­χά­σου­με.

Δεν έχου­με τε­λειώ­σει ακόμη.