Τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αποτέλεσαν τη βασική ρωγμή που οδήγησε στην ανατροπή του χουντικού καθεστώτος.

Τη ρωγμή μέσα από την οποία ξεπρόβαλε δυναμικά ο λαϊκός παράγοντας, θέτοντας αιτήματα που δεν περιορίζονταν μόνο στην ανατροπή των συνταγματαρχών αλλά και στη διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας. Σήμερα αυτά τα αιτήματα αποκρύπτονται σκόπιμα από την αστική αφήγηση και τη σχολική βιβλιογραφία. Στα χρόνια των μνημονίων, άλλωστε, αποκτούν επιπρόσθετη επικινδυνότητα για την κυρίαρχη τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της.

Τι ήταν το χουντικό καθεστώς

Η χούντα των συνταγματαρχών δεν υπήρξε τίποτε άλλο από την πιο ασφαλή σανίδα επιβίωσης του ελληνικού καπιταλισμού σε μια περίοδο γενικευμένης πολιτικής κρίσης. Η στρατιωτική ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο δε σήμανε ποτέ την πολιτική της κατάρρευση και την εξαφάνισή της από το προσκήνιο. Ακόμη και στο αστυνομοκρατούμενο μετεμφυλιακό κράτος, η Αριστερά διατήρησε τις δυνάμεις της. Τα ποσοστά της ΕΔΑ στις εκλογές του ’58 καθώς και η κινητοποίηση του κόσμου από τα κάτω (με χαρακτηριστικότερες τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του «114», του 15% για την παιδεία καθώς και τις εργατικές διαδηλώσεις στα Ιουλιανά του ’65) αποτυπώνουν τη δυναμική της.

Η ενέργεια του εργατόκοσμου και η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης της αστικής τάξης οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967. Ένα πραξικόπημα που θεμελίωσε ένα καθεστώς το οποίο στηρίχθηκε στον αμερικανικό παράγοντα, όπως σωστά ισχυρίζεται σύσσωμη η Αριστερά, αλλά και στο ελληνικό κεφάλαιο, που λανθασμένα το αποσιωπά ένα τμήμα της. Την περίοδο της Χούντας οι Έλληνες καπιταλιστές έκαναν χρυσές δουλειές. Η καταστολή του εργατικού κινήματος, η απαγόρευση των απεργιών, η διάλυση των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων καθώς και η φίμωση του Τύπου δημιούργησαν ένα νέο εύφορο πεδίο κερδοφορίας. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ εξυπηρετούσαν τα σχέδια πολιτικής εξομάλυνσης στη σύμμαχο χώρα τους στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, πατώντας στις καλές σχέσεις που είχε το ΝΑΤΟ με τους πραξικοπηματίες συνταγματάρχες από την εποχή της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ που είχε συσταθεί για την «αντιμετώπιση του κομουνιστικού κινδύνου».

Οι δύο ωφελημένοι από το Χουντικό καθεστώς ήταν αναμφισβήτητα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και το μαντρόσκυλό της στην περιοχή: η ελληνική αστική τάξη. Σε αυτούς τους δύο ωφελημένους του 1967, δηλώνει πιστή υποταγή και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ το καλοκαίρι του 2015. Ο Αλέξης Τσίπρας στο όνομα της Αριστεράς συνομιλεί ξεδιάντροπα με το μεγαλύτερο ρατσιστή και πιο ένθερμο νεοφιλελεύθερο πρόεδρο των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες, δηλώνοντας ότι «μοιράζονται τις ίδιες αξίες». Την ίδια στιγμή συνάπτει συμφωνία αναβάθμισης των ελληνικών πολεμικών F-16 έναντι 2,4 δισ. ευρώ. Όλα αυτά, βέβαια, εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας που υφίσταται πολιτικές λιτότητας και άγριας περιστολής δικαιωμάτων, την ώρα που το κεφάλαιο κερδοφορεί ανεξέλεγκτα και με κάθε τρόπο.

Ποιος ανέτρεψε τη Χούντα

Η επίσημη ιστοριογραφία θεωρεί ότι η Χούντα κατέρρευσε λόγω της «εθνικής προδοσίας στην Κύπρο» και όχι ότι ανατράπηκε λόγω της μαζικής δράσης των εργατών και των φοιτητών υπό το βάρος των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Δεν αναγνωρίζει ότι η Αριστερά είχε αναλάβει την ηγεσία και τον πρώτο λόγο στην αντίσταση ενάντια στο χουντικό καθεστώς. Οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τα στρατοδικεία και τα ξερονήσια το αποδεικνύουν όμως περίτρανα. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να κατανοήσει κανείς ότι ποτέ δεν κατάφερε το δικτατορικό καθεστώς να αποκτήσει στέρεες βάσεις στην κοινωνία. Ο φόβος απέναντι στην Αριστερά ήταν διαρκής. Αυτός είναι και ο λόγος που τα εργοστάσια, οι γειτονιές, τα σχολεία και οι σχολές γέμιζαν με χαφιέδες της Aσφάλειας.

Το καθεστώς αντιλαμβανόταν την ισχνή κοινωνική αποδοχή του και γι’ αυτό προετοίμαζε τη φιλελευθεροποίησή του. Την ομαλή δηλαδή μετάβαση από τη δικτατορία σε μια σιδερόφρακτη αστική δημοκρατία με ταυτόχρονη εξασφάλιση του ατιμώρητου των πρωτεργατών του πραξικοπήματος. Σε αυτή τη λογική ως ένα βαθμό προσαρμόστηκαν και οι ηγεσίες των «επίσημων» και κυρίαρχων τμημάτων της Αριστεράς. Στις αρχές του 1973 το ΚΚΕ Εσωτερικού σκεφτόταν ακόμη και συμμετοχή στις χουντοεκλογές που ετοίμαζε ο Μαρκεζίνης, ενώ το ΚΚΕ συμμεριζόταν παρόμοιες αντιλήψεις χωρίς να επιδιώκει μια ανοιχτή σύγκρουση με το καθεστώς.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έγινε φανερό ότι η νεολαία και ο κόσμος της εργασίας βρίσκονταν πολύ πιο μπροστά από τις ηγεσίες της Αριστεράς. Η κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973 και εν συνεχεία η κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη, ανέδειξαν ότι η συντριβή της Χούντας ήταν ζήτημα εξέγερσης και κινητοποίησης των μαζών και όχι ζήτημα συμφωνίας από τα πάνω. Ο φοιτητικός ξεσηκωμός αποτέλεσε τη σπίθα για την ανοιχτή και δημόσια εναντίωση στη Χούντα, όμως το εργατικό κίνημα που αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις των φοιτητών ήταν αυτό που έδωσε άλλη βαρύτητα στις κινητοποιήσεις και ανάγκασε τους συνταγματάρχες να χρησιμοποιήσουν τα τανκς για να διαλύσουν την εξέγερση.

Ο ρόλος της Επαναστατικής Αριστεράς

Η φοβικότητα των ηγεσιών του ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού απέναντι στη δυναμική των μαζών μόνο ανασταλτικά μπορούσε να λειτουργήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικά το ΚΚΕ αμφιταλαντεύτηκε πολύ για τη στάση που έπρεπε να κρατήσει στο Πολυτεχνείο. Κατά τη διάρκεια της κατάληψης επεξεργαζόταν το ενδεχόμενο αποχώρησης και υπεράσπιζε τον περιορισμό της κατάληψης σε φοιτητικά αιτήματα που δε θα έθιγαν το ίδιο το καθεστώς ούτε θα προχωρούσαν ένα βήμα παρακάτω. Την ώρα που χιλιάδες φοιτητές, μαθητές και εργάτες βροντοφώναζαν «Κάτω η Χούντα!» το ΚΚΕ έκανε λόγο για κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».

Η πραγματικότητα όμως είχε ξεπεράσει την «παλιά» Αριστερά. Νέες οργανώσεις και ρεύματα, που είχαν ξεπηδήσει από το καζάνι του Μάη του ’68 και είχαν αποκοπεί από τη σοβιετική ορθοδοξία, μπήκαν δυναμικά στο προσκήνιο συνδεόμενα με τα πιο καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας και επιδιώκοντας την πολιτική έκφραση των συνθημάτων τους. Η εργατική συνέλευση που λειτουργούσε στο εσωτερικό του πολυτεχνείου υιοθετούσε συνθήματα όπως «Εργάτες - αγρότες - φοιτητές», «Απεργία γενική», «Ζήτω οι εργατικές επιτροπές πάλης φοιτητών και εργαζομένων», «Ο λαός πεινάει το κεφάλαιο μασάει», «Λαϊκή εξουσία».

Αυτά τα συνθήματα υπερασπίστηκε με πάθος η επαναστατική Αριστερά, που εισέβαλε δυναμικά στο στίβο της ταξικής πάλης και του αντιδικτατορικού αγώνα κυρίως από το 1971 και έπειτα. Μεμονωμένα στελέχη των ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτ., γκεβαριστές, τροτσκιστές και μαοϊκοί έφτιαξαν νέες οργανώσεις, εμπλούτισαν τον πολιτικό διάλογο στα φοιτητικά αμφιθέατρα και στους εργατικούς χώρους και συνέβαλαν καθοριστικά στο να χτιστεί ένα ρεύμα ανοιχτής πολιτικής δράσης ενάντια στη Χούντα. Πρόκειται για ένα δυναμικό αγωνιστών/τριών που έθετε εμφατικά ως στρατηγικό στόχο το ζήτημα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και δεν εγκλωβιζόταν σε αστικούς συμβιβασμούς. Αυτό το κόκκινο κύμα που ξεπήδησε μέσα στα χρόνια της Χούντας αποτέλεσε και αναπόσπαστο τμήμα των εργατικών μαχών που δόθηκαν στη μεταπολίτευση, με αποτέλεσμα πολλές και σημαντικές υποχωρήσεις της αστικής τάξης.

Σήμερα

Η αλήθεια είναι ότι ζούμε στην εποχή των αντιφάσεων. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να παρίσταται στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο και σχεδόν ταυτόχρονα να συνομολογεί αναβάθμιση των F-16 με τον Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να βάζει τον ΣΥΡΙΖΑ να επισκέπτεται τη Μακρόνησο και ταυτόχρονα να διατηρεί ακέραιο τον τρομονόμο με τον οποίο διώκονται αγωνιστές, μπορεί να εκφωνεί αντιφασιστικά λογύδρια στη Βουλή και ταυτόχρονα στελέχη της κυβέρνησής του να φωτογραφίζονται με Χρυσαυγίτες σε ακριτικά νησιά. Και όλα αυτά στο όνομα της Αριστεράς.

Είναι χρέος και καθήκον μας να υπερασπιστούμε την τιμή και τους αγώνες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος μέσα από τους αγώνες του σήμερα. Η εναντίωση στις μνημονιακές πολιτικές και στις ιμπεριαλιστικές συνεργασίες αποτελούν την καλύτερη «απόδειξη» ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά και τον ιστορικό ρόλο της. Ένα ρόλο που αποτυπώνεται σε συγκρούσεις, διεκδικήσεις και αγώνες και όχι σε συμβιβασμούς, προδοσίες και καταπίεση.

Οι εξεγέρσεις δεν είναι για τα μουσεία, αλλά για τους δρόμους.