Η πρόωρη έναρξη της διαδικασίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας σηματοδοτεί ένα βάθεμα της πολιτικής κρίσης του κυρίαρχου μνημονιακού μπλοκ.

Η στάση της ηγεσίας της ευρωζώνης και του Δ.Ν.Τ. αποδεικνύει ότι αυτά τα κέντρα εξουσίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν ενδιαφέρονται στοιχειωδώς για το ζήτημα του πολιτικού κόστους εκ μέρους των ίδιων των διαχειριστών της πολιτικής τους, των «δικών τους ανθρώπων», και αισθάνονται ότι έχουν τόση ισχύ ώστε να μπορούν να κάμψουν την πολιτική βούληση κάθε υπαρκτού ή επίδοξου φορέα ή διαχειριστή της κυβερνητικής εξουσίας. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρονται και ιδιαίτερα για την ταυτότητα του επίδοξου διαχειριστή. Ιδίως μάλιστα, στον βαθμό που δεν φαίνεται σήμερα η ανερχόμενη δύναμη της Αριστεράς στην Ελλάδα – εν προκειμένω κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ- να θέτει ένα απόλυτα καθαρό διαχωριστικό όριο όσον αφορά την πιθανή παύση πληρωμών σε περίπτωση εμπλοκής της διαπραγμάτευσης, το ενδεχόμενο ρήξης και εξόδου από την ευρωζώνη και το ενδεχόμενο επανακαθορισμού της διεθνούς θέσης της χώρας.  

 

Το θράσος και η επιθετικότητα του εγχώριου κεφαλαίου και των διεθνών κέντρων εξουσίας (όπως φαίνεται και στην περίπτωση/ στάση των φορέων της τρόικας αλλά και στην καταστροφική κίνηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών) είναι ευθέως ανάλογο της χαμηλής κινηματικής κινητικότητας στην Ελλάδα αλλά και των διετών συστηματικά μετριοπαθών πολιτικών μετατοπίσεων καθώς και της σαφούς έλλειψης ενός ικανοποιητικού σχεδίου αντίστασης, στηριγμένου στην κοινωνική υποστήριξη, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο πλησιάζουμε στην πιθανότατη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, τόσο η απουσία όσο και η ανάγκη ενός σχεδίου αντίστασης και αντίδρασης γίνεται όλο και πιο εμφανής.  

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι απολύτως απίθανο- αν και αποτελεί σοβαρά μειοψηφική πιθανότητα- το ενδεχόμενο να μπορέσουν οι μνημονιακοί να συγκεντρώσουν τους 180 βουλευτές μέσα σε ένα κλίμα αποσταθεροποίησης, τρομοκρατίας και πολύμορφων «δωροληψιών» ή συναλλαγών. Το να παίζουμε όλα τα χαρτιά μας στο σαφώς πιο πιθανό ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών θα ήταν μια τραγικά λαθεμένη κίνηση. Στην απευκταία περίπτωση αυτήν, θα πρέπει να σχεδιασθεί ένας πιο μακροχρόνιος και παρατεταμένος αγώνας για την κυβέρνηση της Αριστεράς και να ληφθεί με ικανοποιητικότερο τρόπο υπόψη ο αγνοημένος σε σημαντικό βαθμό κινηματικός παράγων.  

Επίσης, το ζήτημα της σύγκρουσης με την ευρωζώνη και της ενδεχόμενης αναγκαίας εξόδου από αυτήν δεν μπορεί και δεν πρέπει να τίθεται μόνο από την σκοπιά του ταξικού και ιμπεριαλιστικού αντιπάλου, καθώς είναι ευνόητο ότι θα παρουσιάζεται από αυτούς ως η «απόλυτη καταστροφή» και με αυτήν την έννοια θα προσθέτει ένα επιχείρημα στην τρομοκρατική φαρέτρα των εχθρών μας. Ακόμη και με την έννοια της χρήσης «όλων των δυνατών όπλων», όπως έγινε δεκτό από την συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει αυτό το θέμα να μπορεί να επανατεθεί θετικά κατά την επικείμενη προεκλογική περίοδο στον πολιτικό διάλογο . Αν θέλουμε τον λαό με το μέρος μας, πρέπει να μπορούμε να λέμε και κάποιες σκληρές αλήθειες στον λαό.

 

ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΟΔΟ ;  

Αρχίζει να παγιώνεται – ή ορθότερα έχει υποστηριχθεί εδώ και καιρό- η πεποίθηση ότι η δημοσκοπική εκλογική μας άνοδος σε συνδυασμό με την έστω παθητική συσσώρευση της απογοήτευσης, τηςοργής και της απόγνωσης στην ελληνική κοινωνία θα οδηγήσει σε μια μεγάλη εκλογική νίκη στις πιθανόν άμεσα επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Ότι αυτή η μεγάλη εκλογική νίκη, αν συνδυασθεί και με τις κατάλληλες εσωτερικές συνεργασίες στα ψηφοδέλτιά μας, θα αποτελέσει ένα καθοριστικό βήμα για την εφαρμογή της πολιτικής μας.  

Ανεξάρτητα από το θέμα των συνεργασιών, το βήμα αυτό, της μεγάλης εκλογικής νίκης, είναι μεν αναγκαίο αλλά όχι ικανό ή επαρκές- σε καμία περίπτωση. Ναι μεν, και με δεδομένη την μη έντονα διαφαινόμενη δυνατότητα εκλογικής ή πάντως κοινοβουλευτικής συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς, και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη Βουλή. Όμως, αυτή η πλειοψηφία- η οποία μπορεί να απεμπλέξει το κόμμα από το δύσβατο και επικίνδυνο σχέδιο των προς τα «δεξιά» κοινοβουλευτικών συνεργασιών- πρέπει να διαθέτει και μια ουσιαστική πολιτική εσωτερική συνεκτικότητα, να μην είναι δηλαδή έρμαιο σε εκβιασμούς ή σε επιρροές βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, προερχόμενων από τον κεντροαριστερό χώρο και ανοιχτών στην συνεννόηση με δυνάμεις αυτού του χώρου αλλά και αρνητικών στην πραγματοποίηση ριζοσπαστικών και αντιμνημονιακών πολιτικών αλλαγών.  

Υπό αυτήν την έννοια, η διαμόρφωση των ψηφοδελτίων του ΣΥΡΙΖΑ , ανεξάρτητα από την σύνθεση σύμφωνα με τάσεις ή απόψεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να διαλάβει και του ζητήματος ποιά κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα συγκροτηθεί στην επόμενη Βουλή, ποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά θα έχει και αν θα περιλάβει άτομα προερχόμενα πρόσφατα από τον μνημονιακό χώρο και ιδιαίτερα από τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Κανένα σχέδιο για τους 180/121 δεν πρέπει να αγνοήσει αυτόν τον σημαντικό παράγοντα, καθώς είτε το θέλουμε είτε όχι η επόμενη κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα αποβεί κεντρικό πεδίο έντονων πολιτικών προβληματισμών και πιθανόν και της πολιτικής και ιδεολογικής ταξικής πάλης.  

Επιπλέον, η παρέμβαση στον κινηματικό παράγοντα αποκτά πια επείγοντα χαρακτήρα και χαρακτηριστικά. Καμία δήθεν αντίληψη περί απόλυτης αυτονομίας του κοινωνικού και του πολιτικού επιπέδου ή δήθεν προστασία της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων δια της παραίτησης από την παρέμβαση σε αυτά δεν ευσταθεί πολιτικά. Και μάλιστα μπορεί να αποβεί και καταστροφική. Τόσο η αναγκαία παρέμβασή μας στα διαφαινόμενα κινήματα νεολαίας κατά του κρατικού αυταρχισμού όσο και σε υπαρκτές εστίες αντίστασης στο εργατικό κίνημα, στα κινήματα πόλης, περιβάλλοντος και προστασίας της δημόσιας περιουσίας ή στα κινήματα κατά των φόρων και της δήμευσης της ακίνητης περιουσίας οφείλει να ενισχυθεί και να παραγάγει πολιτικά αποτελέσματα. Ας σημειωθεί εδώ ότι η απόφαση για αποχή διαρκείας στους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας δείχνει μια αύξουσααποστοίχιση των παλαιών μεσαίων στρωμάτων και των ελεύθερων επαγγελματιών από τον κυβερνητικό και μνημονιακό πολιτικό χώρο, μια μεγάλη ρωγμή στις συμμαχίες της εξουσίας και προς την κατεύθυνση της συμμαχίας μισθωτών και μεσαίων τάξεων, που επλήγησαν από την κρίση.  

Οι ρωγμές αυτές αποτελούν μια χρυσή ευκαιρία για πολιτική παρέμβαση.   Ταυτόχρονα, οφείλουμε να επανενεργοποιήσουμε τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε αυτό το ρευστό και ανοιχτό σε δυνατότητες πολιτικό σκηνικό. Και να δουλέψουμε, όσο υπάρχει καιρός, για ένα πολιτικό κίνημα , συνδεόμενο με τις παραπάνω αντιστάσεις, με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης και την ώθηση της επόμενης κυβέρνησης (ως κυβέρνησης της Αριστεράς) προς την υλοποίηση ενός αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού κυβερνητικού προγράμματος. Που μπορεί να έχει ως πυρήνα τις δεσμεύσεις μας στην ΔΕΘ αλλά δεν θα περιορίζεται σε αυτές, θα ανοίγει προς ένα σοσιαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που θα ελέγξει τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, θα καταργήσει τις βασικές μνημονιακές ρυθμίσεις, θα φέρει σε επαφή τα εργατικά αιτήματα με αυτά ενός κατεστραμμένου κοινωνικά τμήματος της μικροαστικής και της αγροτικής τάξης και θα αποκαταστήσει στοιχειώδεις όψεις της δημοκρατίας αλλά και ενός πολιτικού εθνικού αυτοκαθορισμού, αυτού του αγαθού που απλούστερα χαρακτηρίζεται «εθνική ανεξαρτησία».

 

Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΝΟΣ ΙΣΧΥΡΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς υπό τις γνωστές εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες και υπό το παρόν πλαίσιο απειλών του διεθνούς παράγοντα αποτελεί ένα αχαρτογράφητο και απρόβλεπτο τοπίο με άγνωστες ακόμη πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές . Υπό την επιφύλαξη ή την εξαίρεση –που, όμως, θα προϋπέθετε μια ισχυρή επαληθευσιμότητα των θεωριών συνωμοσίας- ότι όλα τα ουσιώδη ζητήματα θα είχαν ήδη επιλυθεί ανάμεσα στα εσωτερικά και διεθνή κέντρα εξουσίας και στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.  

Το ανοιχτό πεδίο συγκρούσεων έχει ως απαιτούμενο το άνοιγμα της κοινωνικής δυναμικής και η χαλάρωση των πολιτικών οικονομικής και πολιτικής καταστολής να συναντηθεί με μια ισχυρή πολιτική παρέμβαση της σύμπασας Αριστεράς όχι μόνο ως φορέα κυβερνητικής εξουσίας αλλά και-και πιθανόν κυρίως- ως πολιτικό ηγεμόνα της κοινωνικής κίνησης. Ακόμη, έχει ως απαιτούμενο να ενισχυθεί με πραγματικούς όρους η πίεση για ριζοσπαστικά κρατικά μέτρα. Αυτό προϋποθέτει μια λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού κόμματος- ακόμη και υπό κυβερνητικές συνθήκες- μη κρατικοποιημένου και σε στρατηγική αυτονομία και σχετική εξωτερικότητα ως προς την κυβερνητική λειτουργία και το αστικό κράτος συνολικότερα. Όπως είχε εύστοχα επισημάνει ο Νίκος Πουλαντζάς στην εποχή του, το αριστερό κυβερνητικό κόμμα οφείλει να συνεχίσει να είναι ένα κόμμα αγώνα ακόμη και σε συνθήκες μιας αμιγούς αριστερής διακυβέρνησης.  

Ένα κόμμα αγώνα και ακόμη και οργάνωσης της κοινωνικής αντιπολίτευσης σε φάσεις όπου το κυβερνητικό κέντρο καθίσταται κέντρο πιέσεων και ταλαντεύσεων εκ μέρους του κεφαλαίου και των διεθνών κέντρων εξουσίας και ιμπεριαλιστικής πολιτικής εξάρτησης. Ένα κόμμα αγώνα, το οποίο μπορεί να συντίθεται με τις λοιπές δυνάμεις της Αριστεράς και να εμπνέει δομές αντιεξουσίας απέναντι στις επίσημες κρατικές και κυβερνητικές δομές. Το τρίγωνο των σχέσεων κράτος- κόμμα- κυβέρνηση,ένα τρίγωνο που υπήρξε καθοριστικό σε όλα τα εγχειρήματα κυβερνητικής εξουσίας της Αριστεράς , από τα Λαϊκά Μέτωπα ως την Χιλή και από την Κυβέρνηση του Μιτεράν ως την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να ξανατεθεί ως ζήτημα, αν και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ νικήσει στις επικείμενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και ιδίως οι αριστερές και ριζοσπαστικές του τάσεις, οφείλουν να είναι έτοιμοι απέναντι σε αυτήν την αναδιάταξη των πολιτικών προβλημάτων.  

Υστερόγραφο. Μου προξένησε έντονη εντύπωση το γεγονός ότι ο σαρκασμός εκ μέρους μου στο προηγούμενο κείμενό μου ( «ποια αμερικανοκίνητη χούντα ;») στα κεντροαριστερά και δήθεν διεθνιστικά φιλοϊμπεριαλιστικά επιχειρήματα κατανοήθηκε από κάποιους αναγνώστες ως υιοθέτηση εκ μέρους μου αυτών των επιχειρημάτων. Τρία τινά μπορεί να συμβαίνουν : είτε η αίσθηση του χιούμορ έχει υποχωρήσει σοβαρά στην ζοφερή κοινωνία των μνημονίων είτε εγώ έκανα μια πολύ άρτια διατύπωση αυτών των επιχειρημάτων , πράγμα που επόμενα μπέρδεψε τους αναγνώστες, είτε, τέλος, έκανα «κακή λογοτεχνία». Ό,τι και να ίσχυσε από αυτά, διαβεβαιώνω ότι μοναδικός μου στόχος ήταν και παραμένει η αποδόμηση των περιγραφόμενων στο κείμενο κεντροαριστερών επιχειρημάτων.

*Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ

Ετικέτες