Εισήγηση στην συζήτηση «Η Αριστερά στον 21ο αιώνα», Παρασκευή 7/2, στα πλαίσια του διημέρου «Η Αριστερά στο προσκήνιο» που διοργάνωσαν στον Κεραμεικό οι ιστοσελίδες Iskra, Rproject και το ΜΑΧΩΜΕ.
Η συζήτηση για τη Αριστερά του 21ου αιώνα είναι απόλυτα αναγκαία και συνάμα πολύ απαιτητική καθώς αφενός το κριτήριο της πράξης απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση δύναμης, την ενότητα στην δράση της Αριστεράς και του κινήματος, αφετέρου χρειάζεται να παράξει σύγχρονες, ηγεμονικές απαντήσεις στο επίπεδο της θεωρητικής ερμηνείας και της τακτικής.
Είμαστε εν τούτοις, υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε την συζήτηση για την σύγχρονη Αριστερά, με όρους επείγοντες σε πλαίσιο πυκνού και επιταχυνόμενου ιστορικού χρόνου.
Η συγκυρία δεν αφήνει κανένα περιθώριο ως προς την προτεραιότητα της πολιτικής «πράξης» και μάλιστα με μαζικούς όρους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά συνολικά, και πάνω απ’ όλα οι ελπίδες, τα αιτήματα και οι προσδοκίες του λαού βαδίζουν ολοταχώς προς κρίσιμες μάχες όπου θα κριθεί η αποτύπωση του συσχετισμού δύναμης σε όλα τα επίπεδα, ταξικό, πολιτικό, ιδεολογικό.
Κόμβος το ζήτημα της Κυβέρνησης της Αριστεράς, πέραν των άλλων χαρακτηριστικών του, λόγω της μαζικής ακροαματικότητας και προσδοκίας στις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Με συνέπειες για την συνέχεια της ταξικής και πολιτικής πάλης στην Ελλάδα, πανευρωπαϊκά και διεθνώς.
Η εξέλιξη και η κατάληξη αυτής της διαδρομής είναι ευθύνη όλης της Αριστεράς – όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, που φέρει αναλογικά την μεγαλύτερη. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επένδυσης, εκ προοιμίου, στην ήττα (όπως δυστυχώς κάνει για την ώρα το ΚΚΕ).
Δύο παρατηρήσεις για το ιστορικό πλαίσιο
1)Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην ευρύτερη ιστορική περίοδο που άνοιξε με το τέλος του «σύντομου 20ου αιώνα», όπως τον αποκάλεσε ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπάουμ, τα χρόνια ανάμεσα στο 1914 και το 1991. Ουσιαστικά μιλάμε για τα χρόνια της ανόδου και της πτώσης των κομμουνιστικών εγχειρημάτων.
Στην τρέχουσα αυτή περίοδο οφείλουμε να διαπιστώσουμε τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει στο πεδίο της ιδεολογικής πάλης.
Η υποχώρηση της Αριστεράς και της κοινωνικής ακροαματικότητας των ιδεών της είχε τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες για όλα τα ρεύματα, πέρα από τις κριτικές αναλύσεις για την φύση των ανατολικών καθεστώτων.
Εμφανίζεται η μεταμοντέρνα αντίληψη ωςη άρνηση και η ακύρωση κάθε μεθόδου συνεκτικής ερμηνείας της ιστορίας. Αντίληψη που, εν τέλει, συσκοτίζει την πραγματική ταξική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ως εκ τούτου είναι εχθρική στον μαρξισμό, στην Αριστερά και στις χειραφετιτικές προσπάθειες των κινημάτων.
Ο μεταμοντερνισμός γίνεται ο σύγχρονος φορέας της κυρίαρχης ιδεολογίας. Προκαλεί συνέπειες στο πεδίο της πολιτικής καθώς «νομιμοποιεί» αριστεροδέξια πολιτικά μορφώματα όπως π.χ. το ιταλικό «κίνημα των πέντε αστέρων» του Πέπε Γκρίλο.
Επηρέασε ωστόσο τμήμα της αριστερής διανόησης και πρακτικής, οδηγώντας σε προσεγγίσεις χωρίς ταξικό περιεχόμενο και χωρίς τον στόχο της πολιτικής εξουσίας.
Στην ίδια ιστορική περίοδο λαμβάνει χώρα και η μετάλλαξη – ιστορική ήττα της σοσιαλδημοκρατίας, του μεγάλου κυβερνητικού ρεύματος των μεταρρυθμιστών. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στα νεοφιλελεύθερα χρόνια μετατρέπονται σε ρεφορμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις και χωρίς μάξιμουμ πρόγραμμα – στρατηγική αναφορά στον Σοσιαλισμό. Τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα άλλαξαν ως προς αυτό τα καταστατικά τους.
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική από την σκοπιά του κλασσικού διλλήματος «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», για μια νέα, επίκαιρη εκτίμηση του συσχετισμού μεταξύ «επαναστατών» και «ρεφορμιστών».
2) Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στην κρίση που εμφανίστηκε το 2008 στις ΗΠΑ και πέρασε στην Ευρώπη ως κρίση χρέους.
Είναι διεθνής, δομική καπιταλιστική κρίση και αναδεικνύει προβλήματα επικαιροποίησης της θεωρητικής – μαρξιστικής ερμηνείας του σύγχρονου, «παγκοσμιοποιημένου» καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού.
Ιδιαίτερα για το ευρωπαϊκό πεδίο και το υβρίδιο της ΕΕ/ΟΝΕ που δεν είναι ούτε μόνο οικονομική συμφωνία μα ούτε και κράτος. Αποτελεί νέα συνθήκη η οποία απαιτεί επαρκέστερη θεωρητική ανάλυση παρά τη διεξαγόμενη συζήτηση.
Το πρόβλημα είναι σημαντικό και αποτυπώνεται στην πολιτική όλων των ρευμάτων της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πληθώρα προσεγγίσεων, διχοτομιών, ρευστότητα προσανατολισμών και αντιτιθέμενων κριτηρίων.
Δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί στιβαρή ηγεμονική θεωρητική σύνθεση και πολιτικός προσανατολισμός για τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Τα συνθήματα «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και «ρήξη με την ΟΝΕ/ΕΕ» εικονογραφούν την πρόκληση.
Παρά ταύτα προκύπτουν άμεσα τα αδιέξοδα στην αριστερή προσέγγιση της «Ευρώπης των λαών». Η κρίση αναδεικνύει τον στόχο της πολιτικής εξουσίας, στόχος που δεν στοιχειοθετείται στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Η Ελλάδα – αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής κρίσης και δυνατός κρίκος της Αριστεράς
Η Ελλάδα έχει βρεθεί στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής και διεθνούς προσοχής. Αποτελεί το «πειραματόζωο» για το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και ταυτόχρονα τον πιο ισχυρό συσχετισμό της Αριστεράς πανευρωπαϊκά τουλάχιστον.
Αποτελεί την ελπίδα και προσδοκία των κινημάτων, των λαών και της Αριστεράς, πανευρωπαϊκά και διεθνώς, για την επιτυχία του υποδείγματος.
Η ελληνική συνθήκη και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν αταξινόμητη περίπτωση. Οι ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πλατιά κόμματα που ακολούθησαν την άνοδο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Στο κέντρο των προσπαθειών της Αριστεράς πρέπει διαρκώς να βρίσκεται η κατανόηση και η ερμηνεία των συνθηκών – η αναγνώριση του διαρκώς μεταβαλλόμενου ταξικού και ιδεολογικοπολιτικού συσχετισμού .
Το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς» έδωσε έκφραση και πολιτικό στόχο σε μεγάλο κοινωνικό τμήμα που ριζοσπαστικοποιήθηκε από τις συνέπειες της κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής.
Οι μεγάλες κινητοποιήσεις της πρώτης 2ετίας δεν ανέτρεψαν τις μνημονιακές πολιτικές. Μετέβαλαν όμως αποφασιστικά τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και άνοιξαν την πάλη της ηγεμονίας στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο για ένα, σε κίνηση, μπλοκ των «από κάτω». Επέβαλαν τις εκλογές και ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως διεκδικητή της κυβέρνησης.
Στον ενάμιση χρόνο από τις εκλογές η κατάσταση τροποποιήθηκε: Το πολιτικό σκηνικό ρευστοποιήθηκε περαιτέρω από τις αντιφάσεις και τα αλληλοτροφοδοτούμενα αδιέξοδα της μνημονιακής στρατηγικής απέναντι στην κρίση. Η
Η ντόπια τάξη του μεγάλου κεφαλαίου, πέρα από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, στήριξε από την αρχή της κρίσης ολόθερμα τις κυρίαρχες επιλογές του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου προσπαθώντας ταυτόχρονα να μετακυλήσει το κόστος της αποκλειστικά στον κόσμο της εργασίας και γενικότερα στην κοινωνική πλειοψηφία. Επέδειξε μάλιστα ιδιαίτερες επιδόσεις σ’ αυτή την προσπάθεια όχι μόνο στηρίζοντας, αλλά και πλειοδοτώντας στην πολιτική της λιτότητας. Επιδιδόμενη ταυτόχρονα σε όργιο διαπλοκής, σκανδάλων, φοροδιαφυγής, εξαγωγής κεφαλαίων και ούτω καθ’ εξής.
Ωστόσο, σήμερα αυτή η διακύβευση, η «κοινή στρατηγική» των συμφερόντων των ντόπιων αστών, μα και μεταξύ αυτών και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών επιλογών, μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια ακραίων πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και καταστροφής κεφαλαίου, αντιμετωπίζει την πρόκληση διαμόρφωσης στρατηγικών διεξόδου και εκεί δεν εμφανίζεται τόσο αρραγής και enbloc, όσο παρουσιαζόταν στην αρχή της κρίσης ο μονόδρομος της ταξικής επίθεσης.
Η κυβέρνηση Σαμαρά και η τροϊκανή γραμμή των μνημονίων και της διαρκούς ακραίας λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης δεν εμφανίζεται πλέον ως η αδιαμφισβήτητη μοναδική επιλογή που ενοποιεί στρατηγικά τα συμφέροντα όλων των τμημάτων της εγχώριας αστικής τάξης. Χαρακτηριστικές είναι δημόσιες δηλώσεις στο εσωτερικό μα και σε μέσα της αλλοδαπής σημαντικών εκπροσώπων του ντόπιου βιομηχανικού κεφαλαίου.
Αυτό είναι ουσιαστικά το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβέρνησης Σαμαρά. Σήμερα βρίσκεται ανήμπορος να κάνει κάτι παραπάνω από το να ελπίζει στην πολιτική στήριξη των δανειστών για την αναγνώριση του πλεονάσματος και την διευθέτηση του πανθομολογημένα μη βιώσιμου χρέους.
Ωστόσο η υπόθεση δεν είναι απλή καθώς εξαρτάται από την ενδοατλαντική, ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ/ΟΝΕ. Αυτή η αντιφατική συνθήκη εκφράζεται σε όλες τις σφαίρες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εντός της κρίσης, από την οικονομία και την διαχείριση της κρίσης χρέους μέχρι τις γεωπολιτικές στρατηγικές.
Στην πραγματικότητα , στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει προφανής και αδιαμφισβήτητος πολιτικός διεκδικητής της έκφρασης των ντόπιων αστικών συμφερόντων.
Ο Σαμαράς φθείρεται με ταχύτητα καθώς είναι υποχρεωμένος να παίρνει ολοένα και νέα μέτρα. Ο φόρος των ακινήτων ήταν πραγματική αυτοκτονία για τον χώρο της Δεξιάς και την μαζική κοινωνική της βάση.
Οι προσπάθειες αναστύλωσης του κεντροαριστερού πυλώνα, όπως η κίνηση των 58, βρίθουν αντιφάσεων και υστερούν εξ αντικειμένου απέναντι στο πρωταγωνιστικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ που καλύπτει σήμερα το προσδοκώμενο κοινωνικό ακροατήριο.
Η ναζιστική Χρυσή Αυγή αν και επιλέγεται να χτυπηθεί από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος, συντηρεί παρόλαυτά τα σημαντικά της ποσοστά της και επιμένει να δηλώνει παρούσα στην διεκδίκηση ρόλου.
Ταυτόχρονα εντείνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας, οικονομικής, πολιτικής, δικαστικής…
Σε μια τέτοια συνθήκη, ιδιαίτερα δύσκολη, επικίνδυνη και πολύ απαιτητική αντιμετωπίζει η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα την πρόκληση της κυβέρνησης.
Οι πιέσεις πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλες και όσο περνά ο καιρός θα παροξύνονται.
Ωστόσο η δυνατότητα να στηριχτεί, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, από τα αστικά κέντρα (ντόπια και διεθνή), ως επιλογή μακρόπνοης διαχείρισης και σταθεροποίησης του συστήματος δεν στοιχειοθετείται.
Ο λόγος γι αυτό βρίσκεται στην πραγματική του «φύση» και στην προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς ως ενδεχόμενο και συνέπεια της ταξικής και πολιτικής πάλης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τις - εξ αντικειμένου ρηξιακές και εν μέρει εν δυνάμει αντισυστημικές - προσδοκίες του λαού και ο πυρήνας των οργανωμένων του μελών, παλιών και σε σημαντικό βαθμό των νέων, ενεργών μελών του, αποτελεί ακριβώς το μείζον τμήμα της σημερινής αριστερής συνείδησης και προσδοκίας.
Ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν εξασφαλίζει τη νικηφόρα γραμμή καθώς αυτή δεν μπορεί να προκύψει «εξ αντικειμένου». Η ευθύνη του κόμματος ως οργανωτής των εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων και παραγωγός της πολιτικής συνείδησης και του σχεδίου είναι στο κέντρο.
Απ’ αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ, πρωταγωνιστικά, μα και η λοιπή Αριστερά, έχουν ευθύνη για την ένταση και το περιεχόμενο της ταξικής πάλης σήμερα. Η κινηματική άμπωτη (παρά τις εξάρσεις της ΕΡΤ, των καθηγητών, των γιατρών, των καθαριστριών και πλήθος άλλων μικρότερων και ενίοτε επίμονων αγώνων) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στο περιεχόμενο της εκφωνούμενης εναλλακτικής πρότασης της Αριστεράς.
Ταυτόχρονα η υποχώρηση του κινήματος αποτελεί αρνητικό παράγοντα στον δρόμο για την κυβερνητική πρόκληση καθώς η υποχώρηση των στηριγμάτων της δρώσας κοινωνίας και του εργατικού κινήματος στο επίπεδο μόνο της ψήφου αφήνει το κόμμα εκτεθειμένο στα όποια διαθέσιμα αστικά στηρίγματα («στηρίγματα» που για την Αριστερά είναι όπως το σχοινί που στηρίζει τον κρεμασμένο).
Η ανάθεση, η μη πολιτικοποίηση της κοινωνικής κίνησης και ριζοσπαστισμού, οδηγούν σε αναδίπλωση. Οι αιτίες εδράζονται τόσο στην αδυναμία του κόμματος και σε πολιτικές επιλογές, όσο και στα χαρακτηριστικά της κοινωνίας από τις προηγούμενες δεκαετίες (υποχώρηση συλλογικότητας, κοινωνικής οργάνωσης, ιδεών) καθώς και στη διεθνή κατάσταση του κινήματος και της αριστεράς.
Έτσι προκύπτουν οι ιδέες της προσαρμογής στον αστικό «ρεαλισμό», το στρογγύλεμα των ρηξιακών αιχμών, οι προσπάθειες για «διευρύνσεις» συχνά με τρόπο μάλιστα απολύτως αποτυχημένο, η επένδυση για την εκλογική επιτυχία σε επικίνδυνα μονοπάτια συμμαχιών και συνεργασιών.
Χρειάζεται να κατανοούμε αυτή την εξέλιξη ως αναμενόμενο ενδεχόμενο για την Αριστερά του τέλους του 20ου αιώνα που κλήθηκε, ανέτοιμη και αδύναμη, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Να επωμιστεί την βαριά ευθύνη της παραγωγής πανευρωπαϊκά αν όχι διεθνώς εναλλακτικού αριστερού, ταξικού υποδείγματος απέναντι στην βαθιά καπιταλιστική κρίση.
Η κατανόηση είναι προϋπόθεση για την αλλαγή της ρότας σε κατεύθυνση νέας ριζοσπαστικοποίησης. Η ταξική και πολιτική πάλη διεξάγεται όχι μόνο εκτός αλλά και μέσα στα υποκείμενα της Αριστεράς.
Τέσσερα σημεία για την συγκέντρωση δύναμης της Αριστεράς και του κινήματος
Στην προσπάθεια να σχεδιάσουμε τις κινήσεις που θα βελτιώσουν τον πολιτικό και ταξικό συσχετισμό, θα επιτρέψουν μεγαλύτερη συγκέντρωση δύναμης και θα παλέψουν για νικηφόρους δρόμους, χρειάζεται να θέσουμε κατά προτεραιότητα τέσσερα ζητήματα:
Α) Την επικαιρότητα του Σοσιαλισμού και την αναστύλωση του σοσιαλιστικού οράματος. Αυτό δεν σημαίνει την ανακήρυξη της επανάστασης ή την προσδοκία της ως προφητεία. Σημαίνει όμως τόσο την απόρριψη του μεταρρυθμιστικού δρόμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και του δρόμου μιας διαταξικής εθνικής αναδίπλωσης.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι να σπάσει το καταναγκαστικό πλαίσιο του «ρεαλισμού» της αγοράς και να οικοδομηθεί η μαζική κοινωνική πεποίθηση του ρεαλισμού της ρήξης.
Οι απόψεις που θεωρούν ότι η ρήξη απ’ τ’ αριστερά, με την ΕΕ/ΟΝΕ αποτελεί αντικειμενικά ενίσχυση των εθνικιστικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών, είναι τόσο υποταγμένες στην αστική αντίληψη και τους καπιταλιστικούς μονοδρόμους της κρίσης όσο κι αυτές που νοηματοδοτούν αυτή την ρήξη με όρους ανοικοδόμηση του εθνικού καπιταλισμού.
Στο τιμόνι είναι οι ταξικοί όροι και προϋποθέσεις και η μαζική διάθεση για ενεργό μαχητική στήριξή τους που περιλαμβάνουν όλα τα ενδεχόμενα και τις πολιτικές επιλογές ρήξεων για την υπεράσπισή τους. Το στοιχείο του οράματος εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο.
Η ανοικοδόμηση του οράματος της ανατροπής και της υπέρβασης του καπιταλισμού συνολικά, της σοσιαλιστικής προοπτικής, αποτελεί τον πυρήνα της ισχύος, πραγματική υλική δύναμη της εναλλακτικής πρότασης με όρους μαζικής κοινωνικής έμπνευσης.
Β) Την επιλογή της αντίληψης του «αδύναμου κρίκου» στην ευρωπαϊκή αλυσίδα της κρίσης ως μοναδική δυνατότητα με προοπτική. Ως μονόδρομος διεθνιστικής πολιτικής για την παραγωγή υποδείγματος.
Αυτό σημαίνει πάλη στο εθνικό πεδίο κόντρα στην ντόπια άρχουσα τάξη και τις πολιτικές της εκπροσωπήσεις – ρήξη της ευρωπαϊκής αλυσίδας της λιτότητας και των μνημονίων – παραγωγή υποδείγματος προς «εξαγωγή».
Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η αντίληψη του «αδύναμου κρίκου» για να δημιουργήσει όρους εξάπλωσης και φαινόμενο ντόμινο πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ρήξης, ταξικά, αριστερά και σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Πρέπει να έχει ξεκάθαρο αποδέκτη τον κόσμο της εργασίας και την λαϊκή πλειοψηφία, στην χώρα και πανευρωπαϊκά.
Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της Αριστεράς και των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας καθώς μέσα στη βαθιά κρίση δεν υπάρχουν εναλλακτικές που να συγκροτούν διαταξικές συμμαχίες. Πολύ περισσότερο δεν παράγουν υπόδειγμα.
Ο αστικός ευρωσκεπτικισμός δεν έχει κανένα συμφέρον να εκφραστεί μέσα από αριστερές κυβερνήσεις. Το αντίθετο, σ’ αυτές τις συνθήκες εχθρεύεται θανατηφόρα την Αριστερά και το κίνημα. Διεκδικεί εν μέρει κοινό κοινωνικό ακροατήριο με την Αριστερά, όμως από την σκοπιά και με όχημα την ακροδεξιά.
Σε τελική ανάλυση, για να μείνει ανοιχτή η προοπτική και ο ορίζοντας της ρήξης πρέπει να μην εγκλωβιστεί η Αριστερά σε κανενός είδους τακτικές ή πολύ χειρότερα στρατηγικές συμμαχίες με ντόπια αστικά τμήματα και πολιτικούς εκπροσώπους καθώς και διεθνή, ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Γ) Την ανάγκη άμεσης οργάνωσης των εργαζόμενων και του λαού. Αυτό αφορά και στο επίπεδο των διαλυμένων και ανεπαρκών συλλογικοτήτων αντίστασης και οργάνωσης των εργαζόμενων και του λαού αλλά και στο επίπεδο του κόμματος, ως οργανωτής μα και ως φορέας της πολιτικής συνείδησης. Αυτό είναι στοιχείο κρίσιμο έναντι της επιλογής κόμματος εκλογικού και επικοινωνιακού μηχανισμού.
Μπροστά στις ιστορικές ανάγκες οργάνωσης του εργατικού κινήματος, η υστέρηση των γραφειοκρατικών συνδικάτων του χθες, στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά ,παίζει κρίσιμο ρόλο στη έκβαση της ταξικής και πολιτικής σύγκρουσης. Στις σημερινές συνθήκες το πρόβλημα είναι κάτι παραπάνω από φανερό.
Είμαστε υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε συλλογικότητες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο που θα βλέπουν πέρα από την ανατροπή μιας κυβέρνησης ή μιας ορισμένης έκφρασης του αστικού πολιτικού προσωπικού. Που θα αναγνωρίζουν τους πολιτικούς στόχους, τη διαδρομή, τους κινδύνους αλλά και τις διακυμάνσεις της περιόδου.
Συλλογικότητες ικανές, να σχεδιάζουν, να οργανώνουν μαζικούς αγώνες με όρους όχι μοναδικού στοιχήματος αλλά συνέχειας που θα εμπεριέχει ασυνέχειες, καμπές, υψηλά και χαμηλά.
Η ίδια η αναγνώριση αλλά και η κοινωνική και πολιτική δουλειά πάνω σε αυτή τη συνέχεια της ταξικής και πολιτικής πάλης, απαιτεί το στοιχείο των ιδεών, της επανεισαγωγής της ιστορικής εμπειρίας μέσα στις σύγχρονες συνθήκες και την παραγωγή νέων μορφών, μέσων αλλά και αναλυτικών εργαλείων.
Η κατεύθυνση της συγκρότησης Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης και της δικτύωσης κάθε υπαρκτής συλλογικότητας και δομής αντίστασης και αλληλεγγύης είναι στην ημερήσια διάταξη.
Δ) Την μεταβατική αντίληψη ως συνεκτική ουσία των παραπάνω σημείων.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα ταξικά μονομερές μεταβατικό πρόγραμμα, μέσω του οποίου θα διεξαχθεί η «επίθεση» στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Για τη δραστική αλλαγή των υλικών ταξικών συσχετισμών δύναμης.
Δηλαδή για τη μεταφορά του κόστους της κρίσης στον αντίπαλο ταξικό πόλο.
Το πόσο βαθιά και επιτυχημένα θα διεξάγουμε αυτή τη σύγκρουση θα καθορίσει και το βάθος των μετασχηματισμών, την αντοχή τους, αλλά και τη δυναμική την οποία θα δημιουργήσουν.
Το πρόγραμμα αυτό εδράζεται στη δυναμική, διαλεκτική διαδικασία κλιμάκωσης της ταξικής πάλης. Όπου το προηγούμενο βήμα δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάδυση του επόμενου.
Η εκδίπλωση της μεταβατικής λογικής όπως αποτυπώνεται στο αντίστοιχο πρόγραμμα της Αριστεράς είναι σε οργανική διαλεκτική σχέση με την ίδια την ταυτόχρονη δημιουργία και ανάδυση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που εκδηλώνονται στο επίπεδο του «πραγματικού». Με τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τα αιτήματα του εργατικού κινήματος και της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η σύνδεση των άμεσων στόχων πάλης με τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού παίρνει τη μορφή μιας δυναμικής συνέχειας, στην οποία τα άμεσα αιτήματα είναι - όχι αυτά που ανταποκρίνονται αφηρημένα στις ανάγκες του ταξικού μπλοκ, αλλά εκείνα για τα οποία είναι διατεθειμένο άμεσα να αγωνιστεί, φέρνοντάς τα στην «αρένα» της καθημερινής πάλης. Η κλιμάκωση αυτή δημιουργεί κιόλας τις πραγματικές προϋποθέσεις (κατά έναν τρόπο παράγει) για το επόμενο βήμα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμβάνει απτό περιεχόμενο η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και η τακτική συνδέεται άρρηκτα με τη στρατηγική.
Το ίδιο το μεταβατικό πρόγραμμα της Αριστεράς αποτελεί τη βάση της οικοδόμησης του πολιτικού υποκειμένου.
Η μεταβατική προσέγγιση αντιλαμβάνεται τον στόχο για «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως ενδεχόμενο της ταξικής και πολιτικής πάλης. Στις μέρες μας το ζήτημα προκύπτει με όρους ρεαλιστικούς και επείγοντες.
Αυτή η συζήτηση από τη πλευρά του ΚΚΕ αντιμετωπίζεται με αφορισμούς ως οπορτουνισμό, κάθε μεταβατικής προσέγγισης προς το Σοσιαλισμό.
Εντούτοις ο μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει στους όρους που καθιστούν μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μεταβατική δυνατότητα με προοπτική ή ενσωματώνουν την Αριστερά σε κυβερνήσεις κεντροαριστεράς ή και ευρύτερες, που οδηγούν στην ήττα και την ενδεχόμενη διάλυση.
Στο παρελθόν η απόρριψη της κεντροαριστεράς σήμαινε την απόρριψη κάθε δυνατότητας κυβερνητικού στόχου για την Αριστερά. Ταυτόχρονα σήμαινε την απόρριψη μιας πορείας υποταγής στην νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατική πολιτική με συχνά καταστροφικές συνέπειες για την Αριστερά (πολλάκις και δραματικά αποδεδειγμένο, με κορυφαίο σύγχρονο παράδειγμα την Κομμουνιστική Επανίδρυση της «Γένοβας» και της «Φλωρεντίας»).
Σήμερα οι συνθήκες αφήνουν το περιθώριο και σε διαφορετικές επιλογές.
Η προοπτική από την σκοπιά των εργατικών, λαϊκών συμφερόντων και της Αριστεράς συνολικά θα κριθεί σε συγκεκριμένες κομβικές μάχες καθώς θα πλησιάζουμε στην κυβερνητική πρόκληση αλλά και αμέσως μετά.
Θα εξαρτηθεί από την μορφή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (αυτοδυναμία, διευρύνσεις και πολύ σημαντικότερο κυβερνητικές συμμαχίες μόνο προς τ’ αριστερά) και από τα πρώτα μέτρα απέναντι στους δανειστές και στις προσδοκίες του λαού.
Οφείλουμε να εργαστούμε υπερβαίνοντας τις αδυναμίες μας, μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, για την οικοδόμηση και την ενίσχυση των σχέσεων με την κοινωνία, αναλαμβάνοντας το καθήκον της οργάνωσης και της προβολής των ρηξιακών, μεταβατικών στόχων και του οράματος.
Να οικοδομήσουμε άμεσα τους όρους επίγνωσης και κατανόησης των δυσκολιών στην κοινωνία ως προϋπόθεση για την αποφασιστική της στήριξη.
Να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές για την άμεση μονομερή ακύρωση του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων και την ανάγκη στάσης πληρωμών, τοκοχρεολυσίων καταρχάς, προς τους δανειστές και διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, αν όχι ολόκληρου του χρέους (θα εξαρτηθεί από τους όρους της αντιπαράθεσης) ακόμη και μονομερώς. Να μιλήσουμε ανοιχτά για το ενδεχόμενο εξόδου από την ΟΝΕ ως απόρροια της ανυποχώρητης υπεράσπισης του εργατικού, λαϊκού, αριστερού προγράμματος των εκτεταμένων εθνικοποιήσεων – κοινωνικοποιήσεων, που θα εξασφαλίσει δουλιά, σύνταξη, δημόσια Υγεία και Παδεία και διευρυμένη, με εργατική και λαϊκή συμμετοχή, δημοκρατία για όλους/ες.
Προσδοκώντας την αναγέννηση ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος διεκδίκησης, μετά την ανάδειξη της Κυβέρνησης της Αριστεράς που θα επιτρέψει να περάσουμε, με ανανεωμένο τον ταξικό και ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό υπέρ της Αριστεράς, σε μια νέα φάση αυτού του πολέμου.
**μέλος της ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ