Το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι το σύνολο, των αριστερών προσεγγίσεων που γίνονται στη σημερινή περίοδο, με βάση τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τις εξελίξεις που δρομολόγησε το 2ο Συνέδριό του, εκτιμούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του ριζοσπαστισμού και της αντιμνημονιακής πολιτικής, μετασχηματίστηκε σε σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχηματισμό νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα.

Μά­λι­στα  προ­σο­μοιά­ζουν αυτή την εξέ­λι­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, θε­ω­ρώ­ντας ότι ήρθε να πάρει τη θέση του στην ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σκηνή. Είναι φα­νε­ρό ότι αυτός ο τρό­πος ερ­μη­νεί­ας αυτού του φαι­νο­μέ­νου δια­δρα­μα­τί­ζει ση­μα­ντι­κό ρόλο στην εκτί­μη­ση των πα­ρα­πέ­ρα εξε­λί­ξε­ών του και του τρό­που αντι­με­τώ­πι­σής του από τις δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς. Ωστό­σο τα πράγ­μα­τα δεν έχουν αυτή τη γραμ­μι­κή διά­στα­ση (από το ρι­ζο­σπα­στι­σμό στη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία), αλλά αφο­ρούν ένα σαφώς δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­κό φαι­νό­με­νο.

Κόμμα – κρά­τος, κόμμα της εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής μι­κρο­α­στι­κής δια­νό­η­σης

Μά­λι­στα, το γε­γο­νός ότι ολό­κλη­ρη η νέα Κε­ντρι­κή του Επι­τρο­πή απαρ­τί­ζε­ται από μέλη της κυ­βέρ­νη­σης (υπουρ­γούς, ανα­πλη­ρω­τές, γε­νι­κούς γραμ­μα­τείς, διευ­θυ­ντές υπουρ­γεί­ων), από πλη­θώ­ρα βου­λευ­τών καθώς και από προ­έ­δρους δη­μό­σιων ορ­γα­νι­σμών και επι­χει­ρή­σε­ων, θε­ω­ρεί­ται ως μορφή κλα­σι­κής «πα­σο­κο­ποί­η­σης» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πρό­κει­ται κα­θα­ρά για την με­τα­τρο­πή του σε κόμ­μα-κρά­τος, που απαι­τεί μια σχε­τι­κή ανά­λυ­ση και ερ­μη­νεία. Κάθε πο­λι­τι­κό σχήμα που το­πο­θε­τεί­ται στα δεξιά της υπάρ­χου­σας Αρι­στε­ράς δεν είναι κατ’ ανά­γκην σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό κόμμα : Το φαι­νό­με­νο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν εντάσ­σε­ται στην τρο­χιά της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, αλλά έχει αυ­το­τε­λή και ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.

Η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία ιστο­ρι­κά υπήρ­ξε το δεύ­τε­ρο, πα­ράλ­λη­λα με το κομ­μου­νι­στι­κό, ρεύμα του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της αρι­στε­ρής ανα­φο­ράς, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Στο δεύ­τε­ρο μισό δια­δρα­μά­τι­σε το ρόλο της δύ­να­μης ενός ήπιου με­ταρ­ρυθ­μι­σμού, που βα­σί­ζο­νταν στην έντο­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη των με­τα­πο­λε­μι­κών δε­κα­ε­τιών, και σε μια ισχυ­ρή πα­ρου­σία των ερ­γα­τι­κών συν­δι­κά­των, που ήταν κυ­ρί­ως προ­σα­να­το­λι­σμέ­να προς τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα. Απο­τέ­λε­σμα αυτών των πα­ρα­γό­ντων ήταν η εφαρ­μο­γή μιας με­τριο­πα­θούς ανα­δια­νε­μη­τι­κής πο­λι­τι­κής και τρο­φο­δό­τη­σης του «κρά­τους πρό­νοιας». Προ­φα­νώς αυτή απο­σκο­πού­σε στη βελ­τί­ω­ση της κοι­νω­νι­κής κα­τά­στα­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων, χωρίς ωστό­σο να αμ­φι­σβη­τού­νται οι κυ­ρί­αρ­χες κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, οι οποί­ες και νο­μι­μο­ποιού­νταν απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα μ’ αυτή την πο­λι­τι­κή.

Βε­βαί­ως με την ανά­δει­ξη των δια­δο­χι­κών κρί­σε­ων υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, και στο μέτρο που τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα εκ­προ­σω­πού­σαν πλειο­ψη­φι­κά τον ερ­γα­τι­κό πλη­θυ­σμό, οδη­γή­θη­καν να υιο­θε­τή­σουν τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πο­λι­τι­κές, να «απο­ξε­νω­θούν» από το λαϊκό τους ακρο­α­τή­ριο και να δουν την επιρ­ροή τους να μειώ­νε­ται ση­μα­ντι­κά (ΠΑΣΟΚ, γαλ­λι­κό Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα και οσο­νού­πω ισπα­νοί σο­σια­λι­στές). Έτσι, προς ώρας του­λά­χι­στον αυτό το ιστο­ρι­κό ρεύμα τεί­νει να φτά­σει στη δύση του, του­λά­χι­στον για αρ­κε­τές ευ­ρω­παϊ­κές χώρες. Από αυτή την άποψη ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν εντάσ­σε­ται σ’ αυτή την τρο­χιά, γιατί αντι­προ­σω­πεύ­ει έναν πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό των νέων εκ­συγ­χρο­νι­στι­κών μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που βα­σί­στη­κε σε ερ­γα­τι­κές λαϊ­κές εκ­προ­σω­πή­σεις (υιο­θε­τώ­ντας έναν αντι­μνη­μο­νια­κό πο­λι­τι­κό λόγο), και υπη­ρε­τεί τα συμ­φέ­ρο­ντα της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, όσο και της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ποτέ δεν είχε στην ιστο­ρία του, εν αντι­θέ­σει με την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, ορ­γα­νι­κές ερ­γα­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις, παρά μόνον εκλο­γι­κές σχέ­σεις με τα λαϊκά στρώ­μα­τα. Όπως αντί­στοι­χα δεν έχει ορ­γα­νι­κή δια­σύν­δε­ση με την αστι­κή τάξη (η οποία συ­νε­χί­ζει να εκ­προ­σω­πεί­ται από τον κλα­σι­κό συ­ντη­ρη­τι­σμό της ΝΔ), εντού­τοις όμως της προ­σφέ­ρει ένα πλαί­σιο κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής ανά­πτυ­ξης, ως απο­τέ­λε­σμα του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­στι­κού του χα­ρα­κτή­ρα. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εκ­φρά­ζει ιστο­ρι­κά τις επι­διώ­ξεις της εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής νέας μι­κρο­α­στι­κής τάξης της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, από­μα­κρης τόσο από την ερ­γα­τι­κή όσο και από την αστι­κή τάξη, η οποία πά­ντο­τε είχε το «όνει­ρο» να συμ­βά­λει στην εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη ανά­πτυ­ξη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, και αυτό έκανε σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση με την «με­τάλ­λα­ξή» του από το κα­λο­καί­ρι του 2015.

Το ΠΑΣΟΚ κα­τέρ­ρευ­σε από το 44% του 2009 στο 5% του 2015, επει­δή ασκώ­ντας μια ακραία μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, ήρθε σε τα­ξι­κή αντί­θε­ση με τα ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα που εκ­προ­σω­πού­σε, τα οποία και στρά­φη­καν προς τα αρι­στε­ρά. Για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν συμ­βαί­νει το ίδιο, γιατί ούτε ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή άσκη­σε, όπως το ΠΑΣΟΚ τη δε­κα­ε­τία του 1980, ούτε ορ­γα­νι­κές ερ­γα­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις διέ­θε­τε. Μ’ αυτή την έν­νοια ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η πο­λι­τι­κή του επι­βί­ω­ση εξαρ­τά­ται από την ικα­νό­τη­τά του να εξα­σφα­λί­σει : Από τη μια πλευ­ρά την σχε­τι­κή συ­ναί­νε­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων στην «μο­να­δι­κή εφι­κτή» (κατά την άποψή του), πο­λι­τι­κή των «ήπιων» μνη­μο­νί­ων και των «αντι­σταθ­μι­στι­κών μέ­τρων», ή του­λά­χι­στον την αδρα­νο­ποί­η­ση του λαϊ­κού κι­νη­μα­τι­κού πα­ρά­γο­ντα. – Από την άλλη πλευ­ρά, να δια­μορ­φώ­νει όρους και συν­θή­κες για την εκ νέου αν­θο­φο­ρία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας (αδιά­κο­πες ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, δια­τή­ρη­ση του απο­ψι­λω­μέ­νου επι­πέ­δου μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, απε­ριό­ρι­στες φο­ρο­λο­γι­κές επεν­δυ­τι­κές ενι­σχύ­σεις για την επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα κλπ.). Η εξα­σφά­λι­ση της ισορ­ρο­πί­ας αυτής σε τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί είναι η συν­θή­κη μα­κροη­μέ­ρευ­σης ή τερ­μα­τι­σμού της κυ­βερ­νη­τι­κής του θη­τεί­ας.

Επι­λο­γές ανοι­χτές στις εξε­λί­ξεις της τα­ξι­κής δια­πά­λης

Αυτή η κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των δια­μορ­φώ­νει έτσι μια ορι­σμέ­νη διαρ­ροή από τις τά­ξεις του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η οποία δεν είναι αντί­στοι­χη με εκεί­νην του ΠΑΣΟΚ της τε­λευ­ταί­ας εξα­ε­τί­ας, αλλά είναι υπαρ­κτή και σαφής. Άλ­λω­στε συ­νε­πι­κου­ρεί­ται στη συ­γκρά­τη­ση ενός ση­μα­ντι­κού μέ­ρους της εκλο­γι­κής του εμ­βέ­λειας, πέρα από την κα­τα­γρα­φό­με­νη «αφλο­γι­στία» του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, από τον ακραίο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο χα­ρα­κτή­ρα της πο­λι­τι­κής της ΝΔ, που σε κάθε πε­ρί­πτω­ση δεν μπο­ρεί να συ­σπει­ρώ­σει ευρέα λαϊκά στρώ­μα­τα (πέραν των αστών και των μι­κρο­α­στών). Με δε­δο­μέ­νο έτσι το γε­γο­νός ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα απο­φύ­γει την «πα­σο­κο­ποί­η­ση» βρα­χυ­πρό­θε­σμα, αλλά και το γε­γο­νός ότι η σχε­τι­κή μεί­ω­ση των δυ­νά­με­ών του θα γύρει την κυ­βερ­νη­τι­κή πλά­στιγ­γα προς την συ­ντη­ρη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, χρειά­ζε­ται να διε­ρευ­νη­θεί η φορά, προς τα δεξιά ή προς τα αρι­στε­ρά, που προ­σλαμ­βά­νουν οι λαϊ­κές απο­στα­σιο­ποι­ή­σεις από το εκλο­γι­κό του ακρο­α­τή­ριο.

Στη γαλ­λι­κή πε­ρί­πτω­ση, η ιστο­ρι­κή ανε­πάρ­κεια του γαλ­λι­κού ΚΚ, καθώς και η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δια­χεί­ρι­ση των σο­σια­λι­στών, έχουν στρέ­ψει μα­ζι­κά με­γά­λα τμή­μα­τα του λαϊ­κού κό­σμου προς τους ρε­που­μπλι­κα­νούς των Α. Ζυπέ – Ν. Σαρ­κο­ζύ και προς το Εθνι­κό Μέ­τω­πο της Μ. Λεπέν. Στην Ισπα­νία το Unidos Podemos, δεν έχει ακόμη δο­κι­μα­στεί, με την στή­ρι­ξη που δί­νε­ται από τους σο­σια­λι­στές στο Λαϊκό Κόμμα, οπότε η ηγε­μο­νία της Αρι­στε­ράς και η δια­μόρ­φω­ση μιας προ­ο­δευ­τι­κής εναλ­λα­κτι­κής λύσης είναι ακόμη μα­κριά. Στην Ιτα­λία, παρά τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πο­λι­τι­κή του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος, εντού­τοις η Κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά συ­νε­χί­ζει και κα­τέ­χει μια κε­ντρι­κή θέση στην πο­λι­τι­κή σκηνή, χάρις άλ­λω­στε στο με­γά­λο κοι­νω­νι­κό υπό­βα­θρο που της κλη­ρο­δό­τη­σε η με­τα­μόρ­φω­ση και ο «ιστο­ρι­κός συμ­βι­βα­σμός» του άλ­λο­τε κρα­ταί­ου ιστο­ρι­κού ιτα­λι­κού ΚΚ. Οι πε­ρι­πτώ­σεις αυτές, με­τα­ξύ άλλων, δεί­χνουν ότι η φορά κί­νη­σης των απο­στοι­χή­σε­ων από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι ανοι­χτό επί­δι­κο ζή­τη­μα της σύγ­χρο­νης τα­ξι­κής πάλης, και δεν είναι δε­δο­μέ­νη ούτε η «με­γά­λη στρο­φή» προς τα δεξιά, αλλά ούτε και η κί­νη­ση προς τα «αρι­στε­ρά της Αρι­στε­ράς» (γιατί και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως Αρι­στε­ρά επι­μέ­νει να αυ­το­προσ­διο­ρί­ζε­ται) : Όλα τα εν­δε­χό­με­να είναι για την ώρα ανοι­χτά.

Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση, οι με­τα­το­πί­σεις ενός μι­κρού μόνον μέ­ρους του κό­σμου του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, έχουν πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα, και αν η ΝΔ προ­α­λεί­φε­ται ως πρώτο κόμμα, αυτό γί­νε­ται χάρις στη συ­σπεί­ρω­ση των αστι­κών στρω­μά­των, των με­σαί­ων και ανώ­τε­ρων τμη­μά­των των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων. Οι λαϊ­κές τά­ξεις που είχαν εγκα­τα­λεί­ψει το ΠΑΣΟΚ ήδη από τις εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις του Ιου­νί­ου – Μαίου 2012, δεν στρά­φη­καν παρά προς τα «αρι­στε­ρά», στον τότε αντι­μνη­μο­νια­κό ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν κι­νή­θη­καν προς τα δεξιά. Από τη ΝΔ όχι μόνον απου­σιά­ζει η δια­τύ­πω­ση μιας στοι­χειώ­δους λαϊ­κής υπό­σχε­σης και προ­ο­πτι­κής, αλλά απε­να­ντί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται σή­με­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι προη­γού­με­να, από τον ωμό και σα­ρω­τι­κό νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμό (εκ νέου απο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο τομέα, πε­ρι­κο­πές κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών, ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση εκ­παί­δευ­σης και νο­ση­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, απαλ­λα­γή του κε­φα­λαί­ου από την φο­ρο­λό­γη­ση κλπ.). Ακόμη και αν κα­τορ­θώ­σει να δια­δε­χθεί μιαν ορι­σμέ­νη στιγ­μή τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, θα έχει να αντι­με­τω­πί­σει ισχυ­ρές λαϊ­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις, εφό­σον σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση θα απο­δε­σμευ­τούν ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις του εκλο­γι­κού του ακρο­α­τη­ρί­ου, γε­γο­νός που θα επι­φέ­ρει ευθύς εξ αρχής βαθιά κρίση νο­μι­μο­ποί­η­σης και σο­βα­ρής απο­στα­θε­ρο­ποί­η­σης, με αστάθ­μη­τα απο­τε­λέ­σμα­τα.

Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δεν είναι κα­θό­λου ευ­χε­ρής η πλα­τειά με­τα­στρο­φή προς τα «αρι­στε­ρά της Αρι­στε­ράς», στους σχη­μα­τι­σμούς που ασκούν αντι­μνη­μο­νια­κή αντι­πο­λί­τευ­ση (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενό­τη­τα, Ανταρ­σύα). Αυτό γιατί η ήττα του έστω και στοι­χειω­δώς με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κού σχε­δί­ου του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εκ των πραγ­μά­των χρε­ώ­νε­ται δυ­στυ­χώς στις λαϊ­κές συ­νει­δή­σεις συλ­λή­βδην στην Αρι­στε­ρά στο σύ­νο­λό της. Όπως φαί­νε­ται με έκ­δη­λο τρόπο από τις μέχρι σή­με­ρα κι­νή­σεις του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα, και πα­ρό­λη την απο­γο­ή­τευ­ση που έχει δια­χυ­θεί στο κοι­νω­νι­κό σώμα, οι λαϊ­κές τά­ξεις δεν πεί­θο­νται από την απλή εκ­φο­ρά ενός κα­ταγ­γελ­τι­κού αντι­μνη­μο­νια­κού λόγου, από την κα­τά­θε­ση κυ­βερ­νη­τι­κών σχε­δί­ων «επί χάρ­του», από τον κλα­σι­κό αυ­τά­ρε­σκο υπο­κει­με­νι­σμό, από την πα­ρα­πο­μπή των με­γά­λων αλ­λα­γών στο προ­σε­χές μέλ­λον. Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ ορ­γα­νώ­νουν συ­γκε­ντρώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας (ερ­γα­ζο­μέ­νων, συ­ντα­ξιού­χων, νε­ο­λαί­ας), που πα­ρό­λη την υλική τους υπό­στα­ση, βρί­σκο­νται σε κα­τα­φα­νώς χα­μη­λό­τε­ρα επί­πε­δα προη­γού­με­νων πε­ριό­δων. Οι σχη­μα­τι­σμοί της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς μετά βίας κα­τορ­θώ­νουν να κι­νη­το­ποι­ή­σουν ένα μέρος του δυ­να­μι­κού τους, που ούτως ή άλλως είναι πε­ριο­ρι­σμέ­νο. Η ΑΔΕΔΥ προ­α­ναγ­γέλ­λει την συμ­με­το­χή της στα συλ­λα­λη­τή­ρια των 450 σω­μα­τεί­ων του ΠΑΜΕ ή στις αντι­φα­σι­στι­κές, αντι­ρα­τσι­στι­κές δια­δη­λώ­σεις και απου­σιά­ζει πα­ντε­λώς. Η δε ΓΣΕΕ όπως σ’ όλο το προη­γού­με­νο διά­στη­μα είναι βυ­θι­σμέ­νη στην αδρά­νεια και την σχε­δόν «ανυ­παρ­ξία» της, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας από μα­κριά την εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των:   Η εν­δε­χό­με­νη αντα­πό­κρι­σή της στην πρό­τα­ση για μια 24ωρη πα­νερ­γα­τι­κή απερ­γία στο τέλος του Νο­εμ­βρί­ου θα είναι η πρώτη και τε­λευ­ταία πράξη συμ­με­το­χής της σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο, κι’ αυτό αν ακόμη απο­φα­σι­στεί και δεν υπο­νο­μευ­τεί.

Έτσι η μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα για να με­τα­στρα­φεί προς τα «αρι­στε­ρά της Αρι­στε­ράς» η υπαρ­κτή ροπή απο­στοί­χι­σης λαϊ­κών δυ­νά­με­ων της εκλο­γι­κής επιρ­ρο­ής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, είναι ο προ­σα­να­το­λι­σμός των υπαρ­κτών πο­λι­τι­κών και συν­δι­κα­λι­στι­κών αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων στην δρο­μο­λό­γη­ση μιας λαϊ­κής κι­νη­μα­τι­κής δυ­να­μι­κής. Μόνον μια τέ­τοια δια­δι­κα­σία μπο­ρεί να βάλ­λει εκ νέου σε κί­νη­ση τον λαϊκό πα­ρά­γο­ντα, να τον φέρει στο προ­σκή­νιο, να κλο­νί­σει την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, να ρίξει στο πε­ρι­θώ­ριο τη ΝΔ και τις δο­ρυ­φο­ρι­κές της δυ­νά­μεις. Αυτό συ­νέ­βη στην πρώτη μνη­μο­νια­κή πε­ρί­ο­δο (2010 – 12), με ση­μα­ντι­κή τη συμ­βο­λή του «αυ­θόρ­μη­του» (κί­νη­μα στις πλα­τεί­ες) και του «συ­νει­δη­τού» (ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα), αυτό απαι­τεί­ται να συμ­βεί και σή­με­ρα με βα­ρύ­νο­ντα, εκ των πραγ­μά­των, ρόλο του «συ­νει­δη­τού». Αυτή είναι η ανα­ντι­κα­τά­στα­τη εξέ­λι­ξη (η Αρι­στε­ρά και τα συν­δι­κά­τα στις «μάζες», και όχι ανα­μο­νή της έλευ­σης των «μαζών» στην Αρι­στε­ρά και στα συν­δι­κά­τα), που μπο­ρεί να μπλο­κά­ρει τόσο τον δρόμο προς την δια­κυ­βέρ­νη­ση της ΝΔ, όσο και να επι­σπεύ­σει την ούτως ή άλλως προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη πτώση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

Η πλέον επα­να­στα­τι­κή πράξη της Αρι­στε­ράς και του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού σή­με­ρα είναι η επι­κέ­ντρω­ση σ’ αυτή την ρι­ζο­σπα­στι­κή, αντι­μνη­μο­νια­κή κι­νη­μα­τι­κή με­τα­στρο­φή του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα. Κι’ αυτό πραγ­μα­τι­κά δεν μπο­ρεί παρά να συ­νο­δεύ­ε­ται με το τέλος των αρι­στε­ρών «μυ­θο­λο­γιών» όπως της πα­ρα­πο­μπής των επα­να­στα­τι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών στο ιστο­ρι­κό «υπερ­πέ­ραν», ή την ανα­πα­ρα­γω­γή των οφθαλ­μο­φα­νώς χρε­ω­κο­πη­μέ­νων δογ­μά­των του ΣΥΝ και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που ακρι­βώς οδή­γη­σαν στην χρε­ο­κο­πία (πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, ανα­πτυ­ξιο­λο­γία, κυ­βερ­νη­τι­σμός, στή­ρι­ξη του μι­κρού και με­σαί­ου κε­φα­λαί­ου κλπ.). Και ταυ­τό­χρο­να δεν μπο­ρεί να έχει παρά ένα πλαί­σιο άμε­σων στό­χων πάλης ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας για την με­γά­λη λαϊκή πλειο­ψη­φία (επι­δό­μα­τα ανερ­γί­ας στο σύ­νο­λο των ανέρ­γων, απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων, κα­τάρ­γη­ση της λαϊ­κής υπέρ - φο­ρο­λό­γη­σης κ.ά.). Και επι­τέ­λους αυτή η κι­νη­μα­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με τις αστι­κές δυ­νά­μεις, στην Ελ­λά­δα και στην Ευ­ρώ­πη, δεν μπο­ρεί παρά να προ­βά­λει το μο­να­δι­κό αντί­πα­λο δέος, την επι­και­ρό­τη­τα της σο­σια­λι­στι­κής ανα­διορ­γά­νω­σης, ως ζω­τι­κής ανα­γκαιό­τη­τας του ιστο­ρι­κού πα­ρό­ντος.

Σε κάθε άλλη πε­ρί­πτω­ση, ο λαϊ­κός ερ­γα­τι­κός κό­σμος, απε­χθα­νό­με­νος όπως έχει επα­νει­λημ­μέ­να κα­τα­δεί­ξει (εκλο­γές Ια­νουα­ρί­ου, δη­μο­ψή­φι­σμα Ιου­λί­ου 2015), τον απρο­σμέ­τρη­το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο συ­ντη­ρη­τι­σμό της ΝΔ, αλλά και μη βρί­σκο­ντας ελ­κτι­κό τον ρόλο του δια­κη­ρυ­κτι­σμού, της κα­ταγ­γε­λιο­λο­γί­ας, του υπο­κει­με­νι­σμού και της αυ­τα­ρέ­σκειας δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς, δεν θα έχει παρά να στρα­φεί προς την απο­στα­σιο­ποί­η­ση, την από­συρ­ση, την αποχή, του­λά­χι­στον σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο.    

Ετικέτες