Το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι το σύνολο, των αριστερών προσεγγίσεων που γίνονται στη σημερινή περίοδο, με βάση τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τις εξελίξεις που δρομολόγησε το 2ο Συνέδριό του, εκτιμούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του ριζοσπαστισμού και της αντιμνημονιακής πολιτικής, μετασχηματίστηκε σε σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχηματισμό νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα.
Μάλιστα προσομοιάζουν αυτή την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι ήρθε να πάρει τη θέση του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Είναι φανερό ότι αυτός ο τρόπος ερμηνείας αυτού του φαινομένου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση των παραπέρα εξελίξεών του και του τρόπου αντιμετώπισής του από τις δυνάμεις της Αριστεράς. Ωστόσο τα πράγματα δεν έχουν αυτή τη γραμμική διάσταση (από το ριζοσπαστισμό στη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία), αλλά αφορούν ένα σαφώς διαφορετικό πολιτικό φαινόμενο.
Κόμμα – κράτος, κόμμα της εκσυγχρονιστικής μικροαστικής διανόησης
Μάλιστα, το γεγονός ότι ολόκληρη η νέα Κεντρική του Επιτροπή απαρτίζεται από μέλη της κυβέρνησης (υπουργούς, αναπληρωτές, γενικούς γραμματείς, διευθυντές υπουργείων), από πληθώρα βουλευτών καθώς και από προέδρους δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, θεωρείται ως μορφή κλασικής «πασοκοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται καθαρά για την μετατροπή του σε κόμμα-κράτος, που απαιτεί μια σχετική ανάλυση και ερμηνεία. Κάθε πολιτικό σχήμα που τοποθετείται στα δεξιά της υπάρχουσας Αριστεράς δεν είναι κατ’ ανάγκην σοσιαλδημοκρατικό κόμμα : Το φαινόμενο του ΣΥΡΙΖΑ δεν εντάσσεται στην τροχιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά έχει αυτοτελή και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Η σοσιαλδημοκρατία ιστορικά υπήρξε το δεύτερο, παράλληλα με το κομμουνιστικό, ρεύμα του εργατικού κινήματος και της αριστερής αναφοράς, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό διαδραμάτισε το ρόλο της δύναμης ενός ήπιου μεταρρυθμισμού, που βασίζονταν στην έντονη καπιταλιστική ανάπτυξη των μεταπολεμικών δεκαετιών, και σε μια ισχυρή παρουσία των εργατικών συνδικάτων, που ήταν κυρίως προσανατολισμένα προς τα σοσιαλιστικά κόμματα. Αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων ήταν η εφαρμογή μιας μετριοπαθούς αναδιανεμητικής πολιτικής και τροφοδότησης του «κράτους πρόνοιας». Προφανώς αυτή αποσκοπούσε στη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης των εργαζομένων τάξεων, χωρίς ωστόσο να αμφισβητούνται οι κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες και νομιμοποιούνταν αποτελεσματικότερα μ’ αυτή την πολιτική.
Βεβαίως με την ανάδειξη των διαδοχικών κρίσεων υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, και στο μέτρο που τα σοσιαλιστικά κόμματα εκπροσωπούσαν πλειοψηφικά τον εργατικό πληθυσμό, οδηγήθηκαν να υιοθετήσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, να «αποξενωθούν» από το λαϊκό τους ακροατήριο και να δουν την επιρροή τους να μειώνεται σημαντικά (ΠΑΣΟΚ, γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και οσονούπω ισπανοί σοσιαλιστές). Έτσι, προς ώρας τουλάχιστον αυτό το ιστορικό ρεύμα τείνει να φτάσει στη δύση του, τουλάχιστον για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εντάσσεται σ’ αυτή την τροχιά, γιατί αντιπροσωπεύει έναν πολιτικό σχηματισμό των νέων εκσυγχρονιστικών μικροαστικών στρωμάτων της διανοητικής εργασίας, που βασίστηκε σε εργατικές λαϊκές εκπροσωπήσεις (υιοθετώντας έναν αντιμνημονιακό πολιτικό λόγο), και υπηρετεί τα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, όσο και της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε στην ιστορία του, εν αντιθέσει με την σοσιαλδημοκρατία, οργανικές εργατικές εκπροσωπήσεις, παρά μόνον εκλογικές σχέσεις με τα λαϊκά στρώματα. Όπως αντίστοιχα δεν έχει οργανική διασύνδεση με την αστική τάξη (η οποία συνεχίζει να εκπροσωπείται από τον κλασικό συντηρητισμό της ΝΔ), εντούτοις όμως της προσφέρει ένα πλαίσιο κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα του μικροαστικού εκσυγχρονιστικού του χαρακτήρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει ιστορικά τις επιδιώξεις της εκσυγχρονιστικής νέας μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, απόμακρης τόσο από την εργατική όσο και από την αστική τάξη, η οποία πάντοτε είχε το «όνειρο» να συμβάλει στην εκσυγχρονισμένη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, και αυτό έκανε σε τελική ανάλυση με την «μετάλλαξή» του από το καλοκαίρι του 2015.
Το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε από το 44% του 2009 στο 5% του 2015, επειδή ασκώντας μια ακραία μνημονιακή πολιτική, ήρθε σε ταξική αντίθεση με τα εργατικά στρώματα που εκπροσωπούσε, τα οποία και στράφηκαν προς τα αριστερά. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν συμβαίνει το ίδιο, γιατί ούτε αναδιανεμητική πολιτική άσκησε, όπως το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980, ούτε οργανικές εργατικές εκπροσωπήσεις διέθετε. Μ’ αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του επιβίωση εξαρτάται από την ικανότητά του να εξασφαλίσει : Από τη μια πλευρά την σχετική συναίνεση των λαϊκών τάξεων στην «μοναδική εφικτή» (κατά την άποψή του), πολιτική των «ήπιων» μνημονίων και των «αντισταθμιστικών μέτρων», ή τουλάχιστον την αδρανοποίηση του λαϊκού κινηματικού παράγοντα. – Από την άλλη πλευρά, να διαμορφώνει όρους και συνθήκες για την εκ νέου ανθοφορία της καπιταλιστικής κερδοφορίας (αδιάκοπες ιδιωτικοποιήσεις, διατήρηση του αποψιλωμένου επιπέδου μισθών και συντάξεων, απεριόριστες φορολογικές επενδυτικές ενισχύσεις για την επιχειρηματικότητα κλπ.). Η εξασφάλιση της ισορροπίας αυτής σε τεντωμένο σκοινί είναι η συνθήκη μακροημέρευσης ή τερματισμού της κυβερνητικής του θητείας.
Επιλογές ανοιχτές στις εξελίξεις της ταξικής διαπάλης
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων διαμορφώνει έτσι μια ορισμένη διαρροή από τις τάξεις του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν είναι αντίστοιχη με εκείνην του ΠΑΣΟΚ της τελευταίας εξαετίας, αλλά είναι υπαρκτή και σαφής. Άλλωστε συνεπικουρείται στη συγκράτηση ενός σημαντικού μέρους της εκλογικής του εμβέλειας, πέρα από την καταγραφόμενη «αφλογιστία» του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, από τον ακραίο νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της πολιτικής της ΝΔ, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να συσπειρώσει ευρέα λαϊκά στρώματα (πέραν των αστών και των μικροαστών). Με δεδομένο έτσι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποφύγει την «πασοκοποίηση» βραχυπρόθεσμα, αλλά και το γεγονός ότι η σχετική μείωση των δυνάμεών του θα γύρει την κυβερνητική πλάστιγγα προς την συντηρητική παράταξη, χρειάζεται να διερευνηθεί η φορά, προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, που προσλαμβάνουν οι λαϊκές αποστασιοποιήσεις από το εκλογικό του ακροατήριο.
Στη γαλλική περίπτωση, η ιστορική ανεπάρκεια του γαλλικού ΚΚ, καθώς και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση των σοσιαλιστών, έχουν στρέψει μαζικά μεγάλα τμήματα του λαϊκού κόσμου προς τους ρεπουμπλικανούς των Α. Ζυπέ – Ν. Σαρκοζύ και προς το Εθνικό Μέτωπο της Μ. Λεπέν. Στην Ισπανία το Unidos Podemos, δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί, με την στήριξη που δίνεται από τους σοσιαλιστές στο Λαϊκό Κόμμα, οπότε η ηγεμονία της Αριστεράς και η διαμόρφωση μιας προοδευτικής εναλλακτικής λύσης είναι ακόμη μακριά. Στην Ιταλία, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος, εντούτοις η Κεντροαριστερά συνεχίζει και κατέχει μια κεντρική θέση στην πολιτική σκηνή, χάρις άλλωστε στο μεγάλο κοινωνικό υπόβαθρο που της κληροδότησε η μεταμόρφωση και ο «ιστορικός συμβιβασμός» του άλλοτε κραταίου ιστορικού ιταλικού ΚΚ. Οι περιπτώσεις αυτές, μεταξύ άλλων, δείχνουν ότι η φορά κίνησης των αποστοιχήσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτό επίδικο ζήτημα της σύγχρονης ταξικής πάλης, και δεν είναι δεδομένη ούτε η «μεγάλη στροφή» προς τα δεξιά, αλλά ούτε και η κίνηση προς τα «αριστερά της Αριστεράς» (γιατί και ο ΣΥΡΙΖΑ ως Αριστερά επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται) : Όλα τα ενδεχόμενα είναι για την ώρα ανοιχτά.
Στην πρώτη περίπτωση, οι μετατοπίσεις ενός μικρού μόνον μέρους του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν περιορισμένο χαρακτήρα, και αν η ΝΔ προαλείφεται ως πρώτο κόμμα, αυτό γίνεται χάρις στη συσπείρωση των αστικών στρωμάτων, των μεσαίων και ανώτερων τμημάτων των μικροαστικών τάξεων. Οι λαϊκές τάξεις που είχαν εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ ήδη από τις εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου – Μαίου 2012, δεν στράφηκαν παρά προς τα «αριστερά», στον τότε αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και σε καμία περίπτωση δεν κινήθηκαν προς τα δεξιά. Από τη ΝΔ όχι μόνον απουσιάζει η διατύπωση μιας στοιχειώδους λαϊκής υπόσχεσης και προοπτικής, αλλά απεναντίας χαρακτηρίζεται σήμερα, περισσότερο από ό,τι προηγούμενα, από τον ωμό και σαρωτικό νεοσυντηρητισμό (εκ νέου απολύσεις στο δημόσιο τομέα, περικοπές κοινωνικών δαπανών, ιδιωτικοποίηση εκπαίδευσης και νοσηλευτικού συστήματος, απαλλαγή του κεφαλαίου από την φορολόγηση κλπ.). Ακόμη και αν κατορθώσει να διαδεχθεί μιαν ορισμένη στιγμή τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας, θα έχει να αντιμετωπίσει ισχυρές λαϊκές κινητοποιήσεις, εφόσον σ’ αυτή την περίπτωση θα αποδεσμευτούν εργατικές δυνάμεις του εκλογικού του ακροατηρίου, γεγονός που θα επιφέρει ευθύς εξ αρχής βαθιά κρίση νομιμοποίησης και σοβαρής αποσταθεροποίησης, με αστάθμητα αποτελέσματα.
Στη δεύτερη περίπτωση, δεν είναι καθόλου ευχερής η πλατειά μεταστροφή προς τα «αριστερά της Αριστεράς», στους σχηματισμούς που ασκούν αντιμνημονιακή αντιπολίτευση (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα). Αυτό γιατί η ήττα του έστω και στοιχειωδώς μεταρρυθμιστικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, εκ των πραγμάτων χρεώνεται δυστυχώς στις λαϊκές συνειδήσεις συλλήβδην στην Αριστερά στο σύνολό της. Όπως φαίνεται με έκδηλο τρόπο από τις μέχρι σήμερα κινήσεις του λαϊκού παράγοντα, και παρόλη την απογοήτευση που έχει διαχυθεί στο κοινωνικό σώμα, οι λαϊκές τάξεις δεν πείθονται από την απλή εκφορά ενός καταγγελτικού αντιμνημονιακού λόγου, από την κατάθεση κυβερνητικών σχεδίων «επί χάρτου», από τον κλασικό αυτάρεσκο υποκειμενισμό, από την παραπομπή των μεγάλων αλλαγών στο προσεχές μέλλον. Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ οργανώνουν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας (εργαζομένων, συνταξιούχων, νεολαίας), που παρόλη την υλική τους υπόσταση, βρίσκονται σε καταφανώς χαμηλότερα επίπεδα προηγούμενων περιόδων. Οι σχηματισμοί της Ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά βίας κατορθώνουν να κινητοποιήσουν ένα μέρος του δυναμικού τους, που ούτως ή άλλως είναι περιορισμένο. Η ΑΔΕΔΥ προαναγγέλλει την συμμετοχή της στα συλλαλητήρια των 450 σωματείων του ΠΑΜΕ ή στις αντιφασιστικές, αντιρατσιστικές διαδηλώσεις και απουσιάζει παντελώς. Η δε ΓΣΕΕ όπως σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα είναι βυθισμένη στην αδράνεια και την σχεδόν «ανυπαρξία» της, παρακολουθώντας από μακριά την εξέλιξη των πραγμάτων: Η ενδεχόμενη ανταπόκρισή της στην πρόταση για μια 24ωρη πανεργατική απεργία στο τέλος του Νοεμβρίου θα είναι η πρώτη και τελευταία πράξη συμμετοχής της σ’ αυτή την περίοδο, κι’ αυτό αν ακόμη αποφασιστεί και δεν υπονομευτεί.
Έτσι η μοναδική δυνατότητα για να μεταστραφεί προς τα «αριστερά της Αριστεράς» η υπαρκτή ροπή αποστοίχισης λαϊκών δυνάμεων της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο προσανατολισμός των υπαρκτών πολιτικών και συνδικαλιστικών αριστερών δυνάμεων στην δρομολόγηση μιας λαϊκής κινηματικής δυναμικής. Μόνον μια τέτοια διαδικασία μπορεί να βάλλει εκ νέου σε κίνηση τον λαϊκό παράγοντα, να τον φέρει στο προσκήνιο, να κλονίσει την κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, να ρίξει στο περιθώριο τη ΝΔ και τις δορυφορικές της δυνάμεις. Αυτό συνέβη στην πρώτη μνημονιακή περίοδο (2010 – 12), με σημαντική τη συμβολή του «αυθόρμητου» (κίνημα στις πλατείες) και του «συνειδητού» (εργατικό κίνημα), αυτό απαιτείται να συμβεί και σήμερα με βαρύνοντα, εκ των πραγμάτων, ρόλο του «συνειδητού». Αυτή είναι η αναντικατάστατη εξέλιξη (η Αριστερά και τα συνδικάτα στις «μάζες», και όχι αναμονή της έλευσης των «μαζών» στην Αριστερά και στα συνδικάτα), που μπορεί να μπλοκάρει τόσο τον δρόμο προς την διακυβέρνηση της ΝΔ, όσο και να επισπεύσει την ούτως ή άλλως προδιαγεγραμμένη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πλέον επαναστατική πράξη της Αριστεράς και του εργατικού συνδικαλισμού σήμερα είναι η επικέντρωση σ’ αυτή την ριζοσπαστική, αντιμνημονιακή κινηματική μεταστροφή του λαϊκού παράγοντα. Κι’ αυτό πραγματικά δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται με το τέλος των αριστερών «μυθολογιών» όπως της παραπομπής των επαναστατικών μετασχηματισμών στο ιστορικό «υπερπέραν», ή την αναπαραγωγή των οφθαλμοφανώς χρεωκοπημένων δογμάτων του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, που ακριβώς οδήγησαν στην χρεοκοπία (παραγωγική ανασυγκρότηση, αναπτυξιολογία, κυβερνητισμός, στήριξη του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου κλπ.). Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να έχει παρά ένα πλαίσιο άμεσων στόχων πάλης ζωτικής σημασίας για την μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία (επιδόματα ανεργίας στο σύνολο των ανέργων, αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, κατάργηση της λαϊκής υπέρ - φορολόγησης κ.ά.). Και επιτέλους αυτή η κινηματική αντιπαράθεση με τις αστικές δυνάμεις, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, δεν μπορεί παρά να προβάλει το μοναδικό αντίπαλο δέος, την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης, ως ζωτικής αναγκαιότητας του ιστορικού παρόντος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο λαϊκός εργατικός κόσμος, απεχθανόμενος όπως έχει επανειλημμένα καταδείξει (εκλογές Ιανουαρίου, δημοψήφισμα Ιουλίου 2015), τον απροσμέτρητο νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό της ΝΔ, αλλά και μη βρίσκοντας ελκτικό τον ρόλο του διακηρυκτισμού, της καταγγελιολογίας, του υποκειμενισμού και της αυταρέσκειας δυνάμεων της Αριστεράς, δεν θα έχει παρά να στραφεί προς την αποστασιοποίηση, την απόσυρση, την αποχή, τουλάχιστον σ’ αυτή την περίοδο.