Το τριήμερο που ο κοινοβουλευτισμός χάθηκε σε αχαρτογράφητα, υπεράκτια νερά.
Από την πρώτη μέρα υπαγωγής της Ελλάδας – ή καλύτερα των υποτελών τάξεων της χώρας – στο μνημονιακό καθεστώς διαχείρισης της χρεοκοπίας και αναπροσδιορισμού των καπιταλιστικών, παραγωγικών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας, πρώτος, μεγάλος χαμένος από τους κρατικούς και πολιτικούς θεσμούς – όπως τους γνωρίζουμε – ήταν ο κοινοβουλευτισμός, με τις γνωστές αδυναμίες και τα διαχρονικά, τρωτά σημεία του συστήματος εκλογικής και λαϊκής αντιπροσώπευσης. Το τελευταίο τριήμερο, η δεύτερη εξουσία, η νομοθετική, κλυδωνίστηκε πάρα πολύ άσχημα – και με τη συνολική ευθύνη των βουλευτών που συναπαρτίζουν, ειδικά τη συγκυβερνητική πλειοψηφία.
Καταρχάς, από το γράμμα της περιβόητης πια διάταξης για τις οφ-σορ εταιρίες, που όντως άνοιγε και ανοίγει – από τη στιγμή που πήρε ΦΕΚ έστω και για μια ημέρα… - τον δρόμο κάλυψης πολιτικών προσώπων, της κεντρικής ή της ευρείας πολιτικής σκηνής, εφόσον διαθέτουν εταιρία φορολογικού αναχωρητισμού και ασυλίας σε «συνεργάσιμο» κράτος, παρά τη γενική προς τούτο απαγόρευση που προϋπάρχει από το 2010 και κατά τα άλλα δεν έχει καταργηθεί. Εδώ αξίζει μια παρένθεση: Παρακολούθησα πολύ προσεκτικά τη δημόσια τοποθέτηση του γενικού γραμματέα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, Γιώργου Βασιλειάδη, ο οποίος υπήρξε ένας από τα κυβερνητικά στελέχη τα οποία υπεραμύνθηκαν της διάταξης, χρησιμοποιώντας μάλιστα σαν παράδειγμα την Βουλγαρία και την πιθανότητα συμμετοχής πολιτικού προσώπου σε εταιρία με έδρα τη γειτονική χώρα.
Επειδή δεν πιστεύω ότι το παράδειγμα υπήρξε τυχαίο, το πρόβλημα (υπαρκτής εταιρίας και ακόμη πιο υπαρκτού πολιτικού προσώπου) εντοπίζεται σε χώρα της ΕΕ, η οποία μάλλον αποφάσισε να ακολουθήσει με κάποια χρονική καθυστέρηση το παράδειγμα χωρών και τραπεζών, όπως το Λουξεμβούργο ή η Κύπρος ή τα περιφερειακά τραπεζικά καταστήματα της Γερμανίας, όπου διευκολύνεται παραδοσιακά η απόκρυψη πλούτου και η φορολογική ασυλία. Άρα έχουμε μπροστά μας άλλη μια διάσταση των περιβόητων «ευρωπαϊκών κεκτημένων» και «βέλτιστων πρακτικών» της Μενουμευρώπης : Έναν εσωτερικό αγώνα δρόμου και έναν αντικοινωνικό και αυτοκαταστροφικό διαγκωνισμό των κρατών μελών της ΕΕ, για το ποιο θα προσφέρει το «βέλτιστο» καθεστώς φοροαποφυγής των ευρωπαϊκών και όχι μόνο ελίτ – το ίδιο λίγο πολύ που απολαμβάνουν στην Ελλάδα και για παράδειγμα -χωρίς να χρειάζεται καν η ίδρυση οφ-σορ - οι εφοπλιστικές οικογένειες (με ρητή διάταξη του Συντάγματος στο άρθρο 107) ή τα μέλη του ΣΕΒ.
Καθώς αναφέρθηκα στο Λουξεμβούργο, αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το κρατίδιο στην καρδιά της Μενουμευρώπης μετατράπηκε σε «συνεργάσιμο» φορολογικό παράδεισο προσέλκυσης της διεθνούς των καπιταλιστών φοροφυγάδων και των πολιτικοοικονομικών ελίτ, όταν ήταν πρωθυπουργός ο «φίλος της Ελλάδας», Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Ο ίδιος έχει δικαιολογήσει αυτή τη στρατηγική επιλογή «οικονομικής επιβίωσης» του κρατιδίου, ως «αναπόφευκτη», εξαιτίας της ραγδαίας αποβιομηχάνισης στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Έτσι, με την σφραγίδα του «θεματοφύλακα» των ευρωπαϊκών κεκτημένων, μια χώρα της ΕΕ, για να αποφύγει την οικονομική δυσπραγία, οδηγεί σε φορολογική αφαίμαξη και κεφαλαιακή ανομβρία τις υπόλοιπες χώρες, κυρίως του λεγόμενου ευρωπαϊκού Νότου, αποτελώντας την καρδιά των οφ-σορ εταιριών και των αδήλωτων ή άφαντων λογαριασμών των ελίτ.
Την ίδια στιγμή, σαν φύλλο συκής για την συγκυβέρνηση λειτούργησαν σχετικές υποδείξεις του ΟΟΣΑ, υποτίθεται με γνώμονα τη αύξηση των φορολογικών εσόδων και στην πραγματικότητα με άξονα την ελάχιστη φορολογική συνεισφορά όσων έχουν εξαφανίσει τα κεφάλαια τους από τα ραντάρ των φορολογικών, διωκτικών μηχανισμών. Ο ΟΟΣΑ είναι ο ίδιος οργανισμός που έχει λειτουργήσει σαν πέμπτος εταίρος μαζί με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, την ΕΕ και τον υπερδανειστή ΕSM στην αναδιάρθρωση και το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων και την ευελφάλεια των όρων ασφάλισης και απασχόλησης, με την περίφημη εργαλειοθήκη ανταγωνιστικότητας, την οποία πρώτος κόμισε στην Ελλάδα, ως τότε υπουργός της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, ο Κωστής Χατζηδάκης, και τώρα καλούνται να εφαρμόσουν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Καταλαβαίνετε την ποιότητα της «ταξικής μεροληψίας» του ΟΟΣΑ και των διάφορων ομάδων συμβούλων και εμπειρογνωμόνων, που απασχολεί στις γραμμές του.
Το τριήμερο, όμως που μας πέρασε, η συγκυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξεπέρασε κάθε όριο διγλωσσίας, αντιφάσεων και επικίνδυνης προχειρότητας, τόσο στο νομοθετικό όσο και το πολιτικό προσκήνιο. Την ίδια ώρα που κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Βασιλειάδης, υπεραμύνονταν της διάταξης και βουλευτές, όπως ο ΑΝΕΛίτης Παπαχριστόπουλος διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους και επέμεναν ότι αν γνώριζαν τι προβλέπει η διάταξη δεν θα την ψήφιζαν, η εφημερίδα «Αυγή» τράβαγε το χαλί κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης, προαναγγέλλοντας και την κυβίστηση της άρον – άρον τροπολογίας, η οποία – αλήθεια;- αμφισβητείται κατά πόσο έχει ή όχι την έγκριση των ίδιων ευρωπαϊκών κέντρων, θεσμών και του ΟΟΣΑ που υποτίθεται ότι επέβαλαν την αρχική ρύθμιση, η οποία εδράζεται στις μνημονιακές δεσμεύσεις , όπως αυτές συνομολογήθηκαν από τα παλαιά και τα νέα μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) τον περασμένο Αύγουστο.
Στην αίθουσα της Ολομέλειας, πρώτη φορά – από όσο μπορώ να θυμηθώ - εμφανίστηκε καθ’ ύλην αρμόδιος και επισπεύδων υπουργός (Δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος) να αποποιείται την πατρότητα και την έμπνευση της νομοθετικής ρύθμισης που κατά τα άλλα αποτελεί «ύλη» του υπουργείου του, επιβάλλει κυρώσεις, ποινές και εισάγει νέους κανόνες στην οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα προσώπων με πολιτική ιδιότητα. Ο Παρασκευόπουλος αποποιήθηκε και απαρνήθηκε τον ίδιο του τον ρόλο, τρεις φορές, σαν άλλος Πέτρος, αλλά δεν φάνηκε να ιδρώνει το αυτί ούτε των πιο σκληρών επικριτών της κυβέρνησης στη διάρκεια της συζήτησης, ώστε να τον ρωτήσουν το προφανές: Γιατί έκρινε σκόπιμο ο υπουργός Δικαιοσύνης να απεμπλέξει εαυτόν από τη ρύθμιση; Ήταν κάτι που έμεινε αδιευκρίνιστο. Ποιος είχε, εν τέλει, την ιδέα και την πολιτική πρωτοβουλία για αυτήν την κίνηση και τη ρύθμιση που ενώ φαίνεται αυστηρότερη και δρακόντεια, αφήνει τεράστια περιθώρια νομιμοποίησης άδηλων και κυρίως αφορολόγητων, περιουσιακών στοιχείων σε εταιρίες της αλλοδαπής, καθώς και των συνεπαγόμενων ποινών και προστίμων για ψευδή ή ελλιπή πόθεν έσχες, μέσω εικονικών μεταβιβάσεων ( παράγραφος 5);
Γενικά, το επίπεδο της αντιπαράθεσης και το κλίμα εντός και εκτός Βουλής, τα τελευταία εικοσιτετράωρα, υπήρξε εξαιρετικά πνιγηρό, νοσηρό αλλά και δηλωτικό του επιπέδου των εκπροσώπων της εθνικής αντιπροσωπείας ακόμη ή κυρίως όταν αυτοί έσπευδαν να τοποθετηθούν δημόσια και ξώφαλτσα για τη συγκυρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση (ξανά) του βουλευτή Δωδεκανήσου του ΣΥΡΙΖΑ, Ηλία Καματερού, ο οποίος, την ώρα που ο τόπος κόχλαζε για τις οφ-σορ και τα νομοθετικά ολισθήματα της συγκυβέρνησης, έκρινε σκόπιμο να μας πληροφορήσει ότι θα ήταν διατεθειμένος ακόμη και να ρίξει την κυβέρνηση (!) αν αυτή επέτρεπε να λειτουργήσει έστω και ένα all inclusive ξενοδοχείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του βουλευτή, την Κω.
Ας πληροφορήσουμε, λοιπόν, τον διόλου συμπαθή και προφανώς αστοιχείωτο βουλευτή, για ορισμένα δεδομένα που γνωρίζει και ο τελευταίος, βρετανός τουρίστας που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και θέλει να συλλέξει πληροφορίες για προορισμούς, όπως η Κως. Εκεί, στο διαδίκτυο δηλαδή, ο βρετανός τουρίστας – και όχι ο έλληνας βουλευτής – μαθαίνει ότι το νησί της Δωδεκανήσου διαθέτει τουλάχιστον 28 ξενοδοχεία και συγκροτήματα κτιρίων με all inclusive υπηρεσίες και παροχές και έπονται και άλλα – εγκαταστάσεις που βέβαια δεν έχουν όλες αδειοδοτηθεί επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Επομένως, τι θα γίνει; Θα ρίξει την… κυβέρνηση ο Καματερός μετά τις επισημάνσεις μας για τη λειτουργία των all inclusive ξενοδοχείων στην ιδιαίτερη πατρίδα του ή θα πράξει κάτι ανάλογο με τον λαγό που συναντά μετά από καιρό το λιοντάρι στον δρόμο του;
Με ευθύνη της συγκυβέρνησης, αλλά και όλων των μνημονιακών κομμάτων καθώς και των ναζί μπράβων της Χρυσής Αυγής , που επιδίδονται σε τακτικά επεισόδια ύβρεων και τραμπουκισμών, ο κοινοβουλευτισμός παρασύρεται σε επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά, με απρόσμενες συνέπειες για το σύνολο των δημοκρατικών λειτουργιών.