Οι επερχόμενες στις 21 Μάη εκλογές βρίσκουν την ελληνική κοινωνία σε «μεταβατική» κι ευαίσθητη φάση.

Το «συμβάν» στα Τέμπη συνόψισε τις πικρές εμπειρίες του κόσμου στην τελευταία μακρά περίοδο, και ώθησε μεγάλα τμήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να βγάλει πολιτικά συμπεράσματα για το χαρακτήρα της επίθεσης που έχουμε υποστεί, αλλά και για τις πολιτικές ευθύνες σχετικά με αυτήν. Η κινηματική ανάταση που ακολούθησε με τις απεργίες, τις μαζικές διαδηλώσεις, με τον ορατό ρόλο της οργανωμένης-πολιτικής Αριστεράς, δείχνει ότι η «μεταβατικότητα» της πολιτικής περιόδου που διανύουμε είναι αριστερόστροφη. Ο κόσμος ψάχνει για απαντήσεις «έξω από το κουτί» ενάντια στην πολιτική που κυριάρχησε στην τελευταία εποχή. 

Αυτό φαίνεται ολοφάνερα στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Τα ταξικά ζητήματα έχουν ως αναδειχθεί ως κυρίαρχα κριτήρια στη διαμόρφωση της εκλογικής στάσης: Ακρίβεια-τιμές (55%), μισθοί-εργασιακές σχέσεις (29%), υγεία-περίθαλψη (22%), ανεργία (20%), παιδεία-σχολεία (16%). Σε βάρος της παραδοσιακής θεματολογίας όπου συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό η επιρροή των αστικών κομμάτων και κυρίως της Δεξιάς: Εξωτερική πολιτική-ελληνοτουρκικά (8%), προσφυγικό-μεταναστευτικό (7%) κ.ο.κ. (στοιχεία της Palmos Analysis). 

Αυτή η κατεύθυνση επιβεβαιώνεται και στην πρόβλεψη ψήφου. Η κοινή συνισταμένη όλων των δημοσκοπήσεων είναι ότι το άθροισμα των ψήφων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, των κομμάτων που προβάλουν τον εαυτό τους ως «κορμό» μιας κάποιας κυβερνητικής λύσης, μετά βίας φτάνει στο 50%! Ασφαλώς η κυρίαρχη τάξη έχει τρόπους να χειριστεί αυτό το (ενοχλητικό) πρόβλημα. Η αυξητική τάση των συζητήσεων περί κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων» ή «ειδικού σκοπού» κλπ είναι χαρακτηριστική. Η φράση «στην [αστική] δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» αναμένεται να φορεθεί πολύ φέτος την άνοιξη. Όμως τέτοιες λύσεις είναι κάθε άλλο παρά εύκολες: τα υπάρχοντα κόμματα «κορμού» δεν είναι έτοιμα για τέτοιες λύσεις, αυτές συνδέονται με αμφισβήτηση των υπαρκτών ηγεσιών (δεδομένο στην περίπτωση Μητσοτάκη, πιθανό στην περίπτωση Τσίπρα), ενώ κανείς δεν μπορεί να υποτιμά την ευρωπαϊκή εμπειρία που δείχνει ότι οι κυβερνήσεις συνασπισμού είναι ασταθέστερες κι πιο ευάλωτες από τις κυβερνήσεις «πολιτικής νίκης» του α’ ή του β’ κόμματος. 

Σε αυτό το περιβάλλον θα έχουμε να κινηθούμε. Το πρώτο πολιτικό καθήκον είναι το μαύρισμα της ΝΔ του Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο υποτίμησης αυτής της ανάγκης. Αν ο Μητσοτάκης βρει τα περιθώρια αναπαραγωγής του κυβερνητικού ρόλου του, μετά το σημερινό στρίμωγμα στα σχοινιά (αξιοποιώντας κυρίως τις πολιτικές αδυναμίες των ανταγωνιστών του…), τότε η επόμενη κυβέρνηση θα χαρακτηρίζεται από ανάλογη ή και μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Γι’ αυτό η πολιτική και εκλογική καταδίκη της Δεξιάς πρέπει να γίνει υπόθεση της συλλογικής και ατομικής κίνησης του καθενός/καθεμιάς από όσους/όσες εμφανίστηκαν στους δρόμους μετά τα Τέμπη. 

Όμως αυτή η στάση δεν μπορεί να τελειώνει εκεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως και το ΠΑΣΟΚ) δεν είναι λύση, από τη σκοπιά της υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων μας. Το βασικό πολιτικό όπλο του Τσίπρα είναι ο ισχυρισμός ότι φράζει το δρόμο στον Μητσοτάκη. Πρόκειται για υποκρισία: προϋπόθεση για την πολιτική επιβίωση του Μητσοτάκη είναι να βρει η ΝΔ στην πρώτη Κυριακή, εκλογικό ποσοστό που θα αφήνει ανοιχτή τη διεκδίκηση αυτοδυναμίας στη δεύτερη κάλπη (κατά τους δημοσκόπους, κατ’ ελάχιστο 33%). Με αυτή την έννοια, κάθε ψήφος στην Αριστερά, φράζει το δρόμο στον Μητσοτάκη. 

ΣΥΡΙΖΑ

Ο Τσίπρας ζητά τη συγκέντρωση της αριστερής ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να συγκροτήσει μια κάποια «προοδευτική κυβέρνηση». Όμως η συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη, θα είναι μια κυβέρνηση «ελαχίστων δεσμεύσεων» απέναντι στα αιτήματα και στις προσδοκίες, και ακόμα περισσότερο απέναντι στις επείγουσες ανάγκες του κόσμου της εργασίας. Το αποδεικνύει χειροπιαστά η πεισματική άρνηση του Τσίπρα να δεσμευτεί για την ανατροπή της ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ, ακόμα και μετά την τραγική εμπειρία στα Τέμπη. Η φράση «θα επαναδιαπραγματευτώ τη Σύμβαση με τους Ιταλούς» λέει περισσότερες αλήθειες από όλες τις δημαγωγικές κορώνες στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει προς τις εκλογές της 21ής Μαΐου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι το κυβερνητικό έργο του 2015-19 ήταν «θετικό». Παρά τους εκβιασμούς της Τρόικα, λένε, «βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια». Όμως όσοι ζουν από τη δουλειά τους, δεν βγήκαν ποτέ από τα μνημόνια: Οι μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις είναι εδώ, και μονιμοποιήθηκαν από τον νόμο Κατρούγκαλου. Οι μνημονιακές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες είναι εδώ, η δραστική μείωση του μεριδίου των μισθών στο παραγόμενο ΑΕΠ είναι εδώ, η ραγδαία αύξηση της ελαστικότητας (που επί ΣΥΡΙΖΑ διευρύνθηκε ακόμα και στο «σκληρό πυρήνα» του Δημοσίου) είναι εδώ, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις είναι εδώ κ.ο.κ. Τα πεπραγμένα της «πρώτης φοράς» του Τσίπρα ήταν το καλύτερο χαλί για να πατήσει η επιθετικότητα του Μητσοτάκη. 

Είναι (δυστυχώς!) στιγμή για να θυμόμαστε αυτά τα πεπραγμένα. Στο τέλος του 2023, με το τέλος της πολιτικής της «χαλάρωσης» και την επιστροφή στις νόρμες του Συμφώνου Σταθερότητας, ο ελληνικός καπιταλισμός θα μπει ξανά σε συνθήκες δραματικής δοκιμασίας. Και τότε τα περιθώρια για «κωλοτούμπα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μεγαλύτερα. Γιατί ο Τσίπρας δεν πάει πλέον προς τις εκλογές ως ηγέτης μιας κάποιας Αριστεράς, αλλά ως ηγέτης μιας κεντροαριστερής «προοδευτικής» παράταξης. Γιατί ο συνολικός ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα είναι ένα μετριοπαθέστερο, πιο αδύναμο και πιο αρχηγοκεντρικό κόμμα σε σύγκριση με το 2015. Γι’ αυτό η «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποδειχθεί πολύ κοντά στο σχήμα της κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων» που θα προκρίνουν οι Έλληνες καπιταλιστές και οι διεθνείς σύμμαχοί τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πολιτική κρίση που έρχεται, αν οι δημοσκοπικές προβλέψεις επιβεβαιωθούν. 

Απέναντι σε αυτές τις προοπτικές, δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες ούτε, πολύ περισσότερο, για εμπιστοσύνη. 

Στις εκλογές δεν ψηφίζουμε μόνο, ή κυρίως, για κυβέρνηση, αλλά και για αριστερή αντιπολίτευση που θα ενισχύει μέσα στη Βουλή τις δυνατότητες του κινήματος έξω από αυτήν. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, αυτό το κριτήριο είναι σχεδόν ο κανόνας, καθώς αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των εκλογικών αναμετρήσεων. Οι περιπτώσεις όπου ήταν εφικτή, θεμιτή και σκόπιμη η αντιμετώπιση των εκλογών με στόχο μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η εξαίρεση, μέσα σε ειδικές και συγκεκριμένες συνθήκες κρίσης του συστήματος, κλιμάκωσης των αγώνων, ανοδικής τάσης της πολιτικής δύναμης της Αριστεράς στην κοινωνία κ.ο.κ. 

Στις εκλογές της 21ής Μαΐου, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, θα κρίνεται η δύναμη της αριστερής αντιπολίτευσης που θα καταγραφεί. Στα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ, του ΜΕΡΑ25 και (σε αντικειμενικά μικρότερο βαθμό) της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων σχηματισμών της άκρας Αριστεράς, θα «θερμομετρηθεί» η πρόθεση του κόσμου μας για μαζικούς αγώνες από τα κάτω στην επόμενη περίοδο και απέναντι στην επόμενη κυβέρνηση, που θα πιάσει τη «δουλειά» ακριβώς από εκεί που θα την έχει αφήσει ο Μητσοτάκης. 

Θέλουμε αυτή η τάση να ενισχυθεί στο μέγιστο εφικτό. Γνωρίζουμε τις (αλλού πολιτικές, αλλού οργανωτικές) αδυναμίες όλων αυτών των σχηματισμών και των αντίστοιχων ψηφοδελτίων. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να συγκεκριμενοποιήσουμε την επιλογή μας, θα επιμείνουμε να καλούμε δημόσια σε ψήφο στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά. 

Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά απέτυχε μέσα στη μακρά προεκλογική περίοδο να συγκροτήσει μια ενωτική, αποτελεσματική, σοβαρή «μετωπική» εκλογική/πολιτική παρέμβαση. Τα συμπεράσματα από αυτή την αποτυχία πρέπει να βγουν και να συνοδεύσουν τη δράση και τις παρεμβάσεις μας.

Με την προσοχή στραμμένη στην επόμενη ημέρα, όπου θα χρειαστεί μια σοβαρή κλιμάκωση της μαζικής-ενωτικής-αποτελεσματικής παρέμβασης, στη βάση μιας μεταβατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που τόσο ανάγκη έχει ο κόσμος μας.

Το κενό στην πολιτική του ΚΚΕ

Ο Δημήτρης Κουτσούμπας έχει απολύτως δίκιο όταν υπογραμμίζει, απέναντι στην πολιτική και τις κυβερνητικές προτάσεις των ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, ότι: «Η σταθερότητα που επιδιώκουν, είναι σταθερότητα στην υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής». 

Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, λειτουργώντας όπως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της εργατικής και λαϊκής εμπειρίας, οδήγησε μαζικά τμήματα του κόσμου σε «αντισυστημικά» πολιτικά συμπεράσματα. Αυτό το εντοπίζει το ΚΚΕ και, σωστά, ο Δημ. Κουτσούμπας υπογραμμίζει ξανά: «Αυτό δεν είναι κάτι που λέει μόνο το ΚΚΕ. Είναι υπαρκτό ρεύμα στην κοινωνία, αποτέλεσμα συσσωρευμένης πείρας, που καταγράφεται πλέον με μαζικούς όρους…». 

Το κομβικό ζήτημα για τη μάχιμη Αριστερά είναι στην παρούσα συγκυρία το πώς θα συγκροτηθεί κινηματικά και πολιτικά αυτό το «μαζικό ρεύμα». Μετά τα Τέμπη, η μαζικότητα και η ανθεκτικότητα των απεργιών και των διαδηλώσεων, ήταν ένα μεγάλο προωθητικό βήμα προς αυτήν τη κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα έγιναν αισθητά στο πεδίο της πολιτικής, όπου καταγράφηκε η πτώση της επιρροής της ΝΔ, η (τουλάχιστον) στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, και κατά συνέπεια ένα «αδιέξοδο» στο ζήτημα της κυβερνητικής προοπτικής που πυροδότησε τις διεργασίες περί κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων». 

Μετά τα Τέμπη

Στο κινηματικό πεδίο έκφρασης αυτού του κόσμου, η συμβολή του ΚΚΕ ήταν αναμφισβήτητη. Μετά τις δύο γενικές απεργίες του Μάρτη, στη σύσκεψη συνδικαλιστικών στελεχών στο Σπόρτιγκ, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ πήραν αποστάσεις από κάθε άμεση και συγκεκριμένη πρόταση κλιμάκωσης. Κατά τη γνώμη μας, αυτό ήταν λάθος: όταν έχει αρχίσει ένας τόσο σημαντικός εργατικός «χορός», οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να είναι οι τελευταίες που αποχωρούν από την «πίστα» και όχι, ασφαλώς, οι πρώτες. Όμως είμαστε ανοιχτοί στο να συζητήσουμε ότι αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων εκτιμήσεων μπροστά σε μια συγκεκριμένη (και σύνθετη) κατάσταση του κινήματος. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει σχετικά με την πολιτική που προτείνεται στο κίνημα. 

Το ΚΚΕ δηλώνει ότι πρέπει να παλέψουμε για «σύγχρονες, ποιοτικές, φτηνές και ασφαλείς» σιδηροδρομικές μεταφορές. Καταδικάζει την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ, υποδεικνύει τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ που επέτρεψαν αυτό το κοινωνικό έγκλημα, αλλά απέχει προσεκτικά από κάθε συγκεκριμένη πρόταση για την αντιστροφή της ιδιωτικοποίησης στο σιδηρόδρομο. Προκάλεσε έκπληξη σε κάθε συνδικαλισμένο άνθρωπο η ένταση με την οποία το ΚΚΕ απορρίπτει το (αναγκαίο) σύνθημα για επανακρατικοποίηση του ΟΣΕ, την προοπτική να τεθεί το σιδηροδρομικό έργο υπό δημόσιο-δημοκρατικό-εργατικό έλεγχο. Οι «αναλύσεις» που διαλέγουν, στη σημερινή συγκυρία, να ρίξουν το βάρος στον ισχυρισμό ότι είτε δημόσιος, είτε ιδιωτικοποιημένος, ο σιδηρόδρομος θα παραμείνει υπό «τον έλεγχο των καπιταλιστών» είναι εκτός συγκυρίας και βαθιά αποπροσανατολιστικές. Επιπλέον, αφήνουν χώρο για μανούβρες στους ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, που δηλώνουν ότι θα προσπαθήσουν να «εξανθρωπίσουν» τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης -είτε με «επαναδιαπραγμάτευση της Σύμβασης με την FDSI» (Τσίπρας), είτε με πιθανή «αλλαγή στρατηγικού επενδυτή» (ΠΑΣΟΚ)- χωρίς να παραβιάσουν τις μνημονιακές δεσμεύσεις που υπαγόρευσαν την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρομικού έργου. 

Συνολικότερη γραμμή

Ασφαλώς το πρόβλημα δεν περιορίζεται στον σιδηρόδρομο. Η αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων, η διεκδίκηση του δημόσιου-δημοκρατικού-εργατικού ελέγχου στις τράπεζες, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στο νερό, στην ενέργεια κ.ο.κ. είναι ένα απολύτως κεντρικό μέτωπο της εργατικής πάλης εδώ και διεθνώς. Η αποστασιοποίηση του ΚΚΕ από αυτό το μέτωπο -και ειδικά στις «καυτές» συνθήκες μετά την τραγική εμπειρία των Τεμπών- συνιστά ένα «παράδοξο» λάθος. 

Η ερμηνεία αυτού του λάθους πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο που έχει διαλέξει για «να κάνει πολιτική» το ΚΚΕ. Λέει ο Δ. Κουτσούμπας: «Δίνουμε μάχη κάθε μέρα, κάθε ώρα, στους χώρους δουλειάς, όπου οι εργαζόμενοι διεκδικούν βελτιώσεις…». Πράγματι (παρά τις πολλές βάσιμες κριτικές παρατηρήσεις), ας δεχθούμε ότι στο πεδίο του συνδικαλιστικού αγώνα το ΚΚΕ ανταποκρίνεται στις προκλήσεις. Όμως τι γίνεται στο πεδίο του πολιτικού αγώνα; Με ποιες γενικευμένες πολιτικές πρωτοβουλίες επιχειρεί το ΚΚΕ να απευθυνθεί, να ενοποιήσει, ή ακόμα και να κερδίσει το «υπαρκτό ρεύμα στην κοινωνία, που καταγράφεται πλέον με μαζικούς όρους» που όπως σωστά εκτίμηση ο Δημ. Κουτσούμπας είναι γενικότερο του ΚΚΕ; Δυστυχώς η απάντηση είναι μία και μόνη: Ψηφίστε πιο προσεκτικά, ψηφίστε ΚΚΕ! Μια απάντηση φτωχή κι απλουστευτική, γιατί υποτιμά το γεγονός ότι οι μαζικές πολιτικές μετατοπίσεις γίνονται κυρίως μέσω της πολιτικής πείρας που αποκτά ο κόσμος μέσα από κοινούς πολιτικούς αγώνες. Το ΚΚΕ έχει αποφασίσει να αποφύγει τη μέθοδο του Ενιαίου Μετώπου, έχει αποφασίσει να αποφύγει τις ευθύνες γενικευμένων πρωτοβουλιών που θα αποσκοπούσαν στην εδώ και τώρα ανατροπή τμημάτων της πολιτικής του ταξικού αντιπάλου. Η πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, παρόλο που αντικειμενικά «πατάει» σε συνδικαλιστική αντίσταση σε συγκεκριμένους μεγάλους κοινωνικούς χώρους, για να ξεδιπλωθεί προϋποθέτει διακλαδική-πανεργατική και παλλαϊκή, δηλαδή πολιτική πάλη, που έχει ανάγκη από ενοποιήσεις, συντονισμούς και τελικά ενωτικές μορφές δράσης και διεκδίκησης. Το ΚΚΕ έχοντας αποφασίσει να αποφύγει -ως τάχα «οπορτουνιστικές»- αυτές τις μεθόδους, καταλήγει να υποβαθμίζει ή και να απορρίπτει τα καθήκοντα αντιστροφής των ιδιωτικοποιήσεων, που αυθόρμητα κατανοούν χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές/στριες του μαζικού κινήματος. 

Είναι μια κλασσική απόδειξη του ισχυρισμού ότι η απόρριψη της μεθοδολογίας του Ενιαίου Μετώπου, ενώ αρχίζει με «αριστερίστικες» επιχειρηματολογίες, καταλήγει σε δεξιό λάθος, στην αποφυγή ευθυνών και υποχρεώσεων που η συγκυρία επιτάσσει. 

Συνέπειες

Και αυτό πάντα έχει πολιτικές, ακόμα και εκλογικές, συνέπειες. Το ΚΚΕ έχει αυτή την εμπειρία: Λίγο πριν το 2012, ήταν ισχυρότερο οργανωτικά και εκλογικά του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στη δοκιμασία της κρίσης και των μεγάλων μαζικών αγώνων, επέλεξε να αποφύγει τις πολιτικές ευθύνες να καθορίσει την πορεία του κινήματος και της Αριστεράς στην «αντιμνημονιακή» περίοδο. Το πλήρωσε με μαζικές απώλειες στην εκλογική επιρροή του. Απώλειες που αποδείχθηκαν κάθε άλλο παρά προσωρινές. Παρά την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα και τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το ΚΚΕ δεν έχει ακόμα ανακτήσει το επίπεδο δύναμης που είχε πριν από τη δοκιμασία στην κρίση: Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, το ΚΚΕ είχε πάρει 8,45% με 536.000 ψήφους (με αποχή 34,8%), ενώ στην Περιφέρεια Αττικής η Λαϊκή Συσπείρωση συγκέντρωνε το 14,5% των ψήφων. Στις εκλογές του 2019, το ΚΚΕ πήρε 5,3%, αλλά με 299.000 ψήφους (αποχή 42,2%). Η «σκληρή γραμμή» κατά την αντιμνημονιακή περίοδο, για την οποία υπερηφανεύονται σήμερα η Αλ. Παπαρήγα και ο Δημ. Κουτσούμπας, είχε τελικά ως συνέπεια μια παρατεταμένη μείωση της επιρροής του ΚΚΕ. Σύμφωνα με τις κομματικές αναλύσεις, γι’ αυτό το αποτέλεσμα φταίει το σύστημα, φταίει ο Τσίπρας, μπορεί να φταίει κι ο Χατζηπετρής, αλλά όχι ασφαλώς η κομματική γραμμή μέσα σε μια μακρά περίοδο συγκλονιστικών αγώνων. 

Το σημερινό «παράδοξο» λάθος της υποτίμησης της ανάγκης για αντιστροφή της ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ, σε συνδυασμό με τις άλλες κρίσιμες ιδιωτικοποιήσεις, που έχουν ήδη γίνει ή έρχονται, πρέπει να λειτουργήσει ως προειδοποίηση: ο συνδυασμός ενός συνδικαλιστικού αγώνα με μια εκλογοκεντρική πολιτική στρατηγική, είναι κατώτερος των περιστάσεων και δεν οδηγεί σε νίκες. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά