Οι δημοτικές εκλογές στην Τουρκία στις 31 Μάρτη επεφύλασσαν έναν αιφνιδιασμό.

Όλη η προεκλογική συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την προσπάθεια του κυβερνητικού κόμματος (ΑΚΡ) να ανακτήσει τον έλεγχο της Ιστανμπούλ, με την τεράστια πολιτική-συμβολική (αλλά και οικονομική) σημασία, αλλά και να διεκδικήσει την Άγκυρα. Στην Ιστανμπούλ, ο απερχόμενος δήμαρχος Εκρέμ Ιμάμογλου επικράτησε έναντι του εκλεκτού του Ερντογάν με 51,14% και διαφορά μεγαλύτερη των 10 μονάδων, ενώ κέρδισε τα 26 από τα 39 δημοτικά διαμερίσματα, 12 περισσότερα σε σχέση με το 2019. Στην Άγκυρα, ο απερχόμενος δήμαρχος Μανσούρ Γιαβάς επικράτησε με 60,5% και διαφορά σχεδόν 30 μονάδων από τον εκλεκτό του Ερντογάν.

Ανατροπή

Όμως η πραγματική έκπληξη ήταν αλλού: το κόμμα του Ερντογάν όχι μόνο δεν «αντεπιτέθηκε» στις μεγάλες πόλεις, αλλά τελικά βρέθηκε σε «υποχώρηση» και σε άλλες.

Από τις 39 περιφερειακές πρωτεύουσες που ήλεγχε, το ΑΚΡ έχασε τις 15, ενώ το κεμαλικό CHP που ήλεγχε 22, κέρδισε 13 επιπλέον. Πλέον η αξιωματική αντιπολίτευση ελέγχει περισσότερες μεγάλες πόλεις από το κυβερνητικό κόμμα. Αλλά το CHP κέρδισε και την λαϊκή ψήφο, όταν προβάλλεται σε πανεθνικό ποσοστό: Αναδείχθηκε πρώτο με 37,8% έναντι 35,5% για το κόμμα του Ερντογάν. Είναι η πρώτη εκλογική ήττα του Ερντογάν μετά το 2002.

Το CHP τα πήγε καλύτερα σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2023, κινητοποιώντας 4 εκατομμύρια περισσότερους ψηφοφόρους. Την ίδια ώρα, το ΑΚΡ και ο ακροδεξιός του σύμμαχος, MHP, έχασαν πάνω από 6 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με τις βουλευτικές.

Απώλειες

Η συμμετοχή 78,5% φαντάζει… άπιαστο όνειρο για πολλά κράτη, αλλά για τις τουρκικές συνήθειες ήταν μειωμένη (κατά 6 μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες δημοτικές, κατά 8,5 μονάδες σε σχέση με τις βουλευτικές).

Αυτό φωτίζει την μία πηγή των απωλειών για το κυβερνητικό κόμμα: Αρκετοί οπαδοί του δεν έδειξαν αυτήν τη φορά το ίδιο ενδιαφέρον να σπεύσουν στις κάλπες «για να σώσουν το καθεστώς» (επί Ερντογάν, κάθε εκλογική μάχη λειτουργεί με αυτόν το πολωτικό-δημοψηφισματικό χαρακτήρα). Η άλλη πηγή απωλειών υπήρξε η σχετική άνοδος του YRP, που διεκδικεί το ρόλο ενός «πόλου διαμαρτυρίας» μέσα στο χώρο του πολιτικού Ισλάμ. Με ιδρυτή και επικεφαλής τον Φατίχ Ερμπακάν, γιο του ιστορικού ηγέτη του ρεύματος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, είχε κερδίσει 2,84% στις βουλευτικές εκλογές, ως μέρος του κυβερνητικού μπλοκ. Στις δημοτικές, διακήρυξε ότι «Δεν είμαστε ένα κόμμα που υπάρχει μόνο για να βοηθά το ΑΚΡ να κερδίζει», κατέβηκε αυτόνομα και κέρδισε 6,2%, κερδίζοντας δύο πρωτεύουσες από τα χέρια του ΑΚΡ και πιθανά κοστίζοντάς του και άλλες μέσω του αυτόνομου-ανταγωνιστικού κατεβάσματός του.

Ειδικές και γενικές αιτίες της φθοράς

Στο αποτέλεσμα έπαιξαν ασφαλώς ρόλο οι «ιδιαιτερότητες» των τοπικών εκλογών, αλλά με έναν τρόπο που αντανακλά ένα γενικότερο πολιτικό ζήτημα. Ενώ ο Ερντογάν παραμένει ο λαοφιλής, αδιαμφισβήτητος ηγέτης στα μάτια της μισής περίπου Τουρκίας («πολωμένη ηγεμονία»), το κόμμα του είναι αυτό που εισπράττει τη δυσαρέσκεια κι έχει μπει σε μια πιο γρήγορη τροχιά υποχώρησης. Ως συνέπεια του προσωποκεντρικού, συγκεντρωτικού χαρακτήρα της διακυβέρνησης Ερντογάν, που στηρίζεται στην αδιαμεσολάβητη σχέση «Αρχηγού-Λαού», το ίδιο το ΑΚΡ έχει ατροφήσει οργανωτικά, ενώ προωθεί «άχρωμα» στελέχη που έχουν ως μοναδικό προσόν την αφοσίωση στον Αρχηγό.

Αυτή η γενικότερη τάση εκφράστηκε πιο ενισχυμένα σε μια εκλογική μάχη όπου έχουν σημασία τα τοπικά δίκτυα, η ικανότητα (προ)εκλογικής κινητοποίησης, τα πρόσωπα των υποψηφιών κ.ο.κ. Γι’ αυτό και παρότι ο Ταγίπ Ερντογάν έριξε όλο το προσωπικό του πολιτικό κεφάλαιο στη διάθεση των υποψηφιών του, αυτό δεν ήταν αρκετό για να διασώσει τις υποψηφιότητες του ΑΚΡ.

Οι σεισμόπληκτοι, που στις εθνικές εκλογές εμπιστεύτηκαν τον Ερντογάν να αντιμετωπίσει αυτός το συνεχιζόμενο δράμα τους, φέτος γύρισαν την πλάτη στο κόμμα του οποίου μέλη και στελέχη είναι οι μεγαλο-εργολάβοι που είχαν υποσχεθεί μια «ανοικοδόμηση» που ακόμα δεν έχει προχωρήσει…

Οι θυμωμένοι με την αδιατάρακτη συνέχεια των εμπορικών δεσμών της Τουρκίας με το Ισραήλ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις μαζικές τουρκικές εξαγωγές προς το σιωνιστικό κράτος, τιμώρησαν τους «πρωταθλητές των εξαγωγών», οι οποίοι είναι επίσης μέλη και στελέχη του ΑΚΡ.

(Η πρόσφατη ανακοίνωση απαγόρευσης κάποιων κρίσιμων εξαγωγών στο Ισραήλ από τον Ερντογάν, αφενός έφερε στην επιφάνεια τον σκανδαλωδώς –για μια «φιλοπαλαιστινιακή» χώρα– θηριώδη όγκο αυτών των εξαγωγών. Αφετέρου, πρέπει να ερμηνευτεί ως αντίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα κι όχι στην άρνηση του Ισραήλ να δεχτεί τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα αεροπορικών ρίψεων ανθρωπιστικής βοήθειας)

Αλλά το σημαντικότερο ζήτημα είναι η οικονομική κρίση. Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Μεχμέτ Σιμσέκ, καθοδηγώντας μια «στροφή προς την [νεοφιλελεύθερη] ορθοδοξία», έχει αρχίσει να εφαρμόζει διστακτικά και σταδιακά κάποια πρώτα μέτρα πολιτικής λιτότητας. Οι συνέπειές της έχουν αρχίσει να «δαγκώνουν» στις συνθήκες ακραίου πληθωρισμού που πιέζει ασφυκτικά την αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων. Οι πολιτικές του Σιμσέκ στέλνουν το μήνυμα ότι ο Ερντογάν εξάντλησε όλες τις δυνατότητες διαχείρισης της κρίσης και μετριασμού των συνεπειών της μέσω «ετερόδοξων» πολιτικών. Το γεγονός ότι αυτήν τη φορά ο Ερντογάν δεν επιχείρησε καν την παραδοσιακή προεκλογική αύξηση μισθών και συντάξεων –μια πολύ προσφιλής του πολιτική συνήθεια για την οποία δεν υπολόγιζε ποτέ το «οικονομικό κόστος»– ερμηνεύεται ως σημάδι ότι τα πράγματα έχουν σφίξει πολύ στην τουρκική οικονομία…

Όχι τυχαία, το YRP, που συμμερίζεται κατά τα άλλα την φονταμενταλιστική-συντηρητική ατζέντα του ΑΚΡ, επιχείρησε να διεμβολίσει την κοινωνική του βάση με κέντρο το κοινωνικό ζήτημα και ιδιαίτερα την κατάσταση των συνταξιούχων, αλλά και την απαίτηση για σκλήρυνση της στάσης απέναντι στο Ισραήλ.

Ο αριστερός πανεπιστημιακός Σαχάν Σαβάς Καρατασλί, που έχει διατυπώσει σε έρευνές του την θέση περί διαδικασίας αποδιάρθρωσης της ηγεμονίας του ΑΚΡ, καταθέτει μια τολμηρή πρόβλεψη-παρομοίωση: «Ήταν προφανές εδώ και κάποιο καιρό ότι το ΑΚΡ αντιμετώπιζε μια σοβαρή κρίση που σηματοδοτούσε την αρχή της τελικής του πτώσης. Όσο ανέβαλε αυτήν την πτώση του, τόσο χειρότερη γινόταν η οικονομική κρίση, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο. Ο τρόπος με τον οποίο κατόρθωσε το ΑΚΡ να κινηθεί μέσα στην κρίση μέχρι σήμερα θυμίζει έναν οδηγό που το αυτοκίνητό του κατρακυλά σε ένα βουνό με  σπασμένα τα φρένα. Ο μόνος τρόπος να διατηρήσει εν μέρει κάποιον έλεγχο του αυτοκινήτου είναι κρατώντας πατημένο το γκάζι, γιατί η χρήση του χειρόφρενου θα προκαλούσε την πραγματική καταστροφή. Σήμερα, ο Μεχμέτ Σιμσέκ μόλις που άγγιξε το χειρόφρενο και ο Ερντογάν αντιμετωπίζει ένα τσουνάμι».

Υποχώρηση της ακροδεξιάς;

Ενδιαφέρον στοιχείο, που αξίζει περισσότερης μελέτης (τοπικό-συγκυριακό φαινόμενο ή νέα τάση;) είναι η υποχώρηση του ακροδεξιού εθνικισμού και στις δύο εκδοχές του. Το ερντογανικό MHP πήρε 5% (από 7,5% στις τελευταίες δημοτικές και 10% στις πρόσφατες βουλευτικές), ενώ το αντιπολιτευόμενο IYI πήρε 3,77% (από 7,31% στις τελευταίες δημοτικές και 9,7% στις πρόσφατες βουλευτικές).

Η Αριστερά

Η κουρδική Αριστερά (φέτος με το όνομα DEM) συνήθως έδινε την άνευ όρων στήριξή της σε αντιπολιτευόμενους υποψήφιους στις δυτικές πόλεις. Φέτος επιχείρησε να εξασφαλίσει πολιτικές δεσμεύσεις κι ανταλλάγματα προκειμένου να υποστηρίξει τους υποψηφίους του CHP, αλλά συνάντησε άρνηση. Υπό την πίεση της βάσης της να υιοθετήσει μια πιο αυτόνομη πολιτική απέναντι στην αντιπολίτευση, κατέβασε δικούς της υποψήφιους σε όλες τις δυτικές πόλεις. Δεν έκανε ωστόσο κανονική προεκλογική καμπάνια σε αυτές. Συγκέντρωσε πανεθνικά 5,7% (3 μονάδες κάτω από τις βουλευτικές, στα ίδια επίπεδα με τις προηγούμενες δημοτικές), αντανακλώντας κυρίως την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του στις κουρδικές περιοχές στα νοτιοανατολικά και την εκλογική κινητοποίηση του σκληρού πυρήνα των υποστηρικτών του σε κάποιες από τις δυτικές πόλεις όπου έχει παρουσία (από 2 ως 4 %).

Όμως τα πιο σημαντικά νέα –για τις δυνατότητες που θα μπορούσε να ανοίξει η κρίση του ΑΚΡ– δεν ήρθαν από την κάλπη, αλλά από την πρώτη υποχώρηση της κυβέρνησης απέναντι σε ένα μαζικό κίνημα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Η Εκλογική Επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τον νικητή δήμαρχο της Βαν, Αμπντουλάχ Ζεϊντάν, αμφισβητώντας ότι δικαιούταν να συμμετέχει στις εκλογές (παρότι είχε εγκριθεί προεκλογικά) και διόρισε τον εκλεκτό του ΑΚΡ που είχε κερδίσει 30 μονάδες λιγότερες. Αυτή η αντιμετώπιση των κουρδικών περιοχών είναι «ρουτίνα» για το ερντογανικό καθεστώς. Αλλά φέτος, μετά από μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις σε αρκετές πόλεις, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο επικύρωσε τελικά τη νίκη του Ζεϊντάν.

Όσον αφορά το μαρξιστικό κόμμα TIP, το γεγονός ότι πήρε περίπου το ¼ των ψήφων που είχε κερδίσει στις βουλευτικές εκλογές, συνδέεται σίγουρα με το ότι μπόρεσε και κατέβασε υποψήφιους μόνο σε 14 πόλεις και δευτερευόντως με την πίεση που δέχτηκε από την ενίσχυση του CHP (η επιτυχία του στις εθνικές συνδεόταν με την διεκδίκηση τμήματος ψηφοφόρων αυτού του κόμματος). Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες του TIP έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν εφόσον συνεχιστεί η οικονομική δυσαρέσκεια απέναντι στο ΑΚΡ. Είναι μια δύναμη που έχει θέσει στο κέντρο το ταξικό ζήτημα και την προσπάθεια μέσω αυτού να σπάσει η (διαταξική) πόλωση «ισλαμιστών/κοσμικών». Με αυτή την πολιτική αφετηρία, είναι ίσως η μόνη δύναμη που μπορεί να τραβήξει προς τα αριστερά τμήματα της λαϊκής κοινωνικής βάσης του ερντογανισμού, αλλά και τα πιο «σοσιαλδημοκρατικά»/εργατικά τμήματα της κοινωνικής βάσης του CHP, σε μια εποχή όπου και τα δύο μεγάλα κόμματα υπερασπίζονται όλο και πιο μονομερώς τα συμφέροντα διάφορων τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης…

*Στον χάρτη, με κόκκινο το CHP, με κίτρινο το ΑΚP, με μωβ το DEM και τα άλλα χρώματα αφορούν την ακροδεξιά και τους ισλαμιστές: Μια πολύ διαφορετική εικόνα από τον γνώριμο χάρτη κυριαρχίας του ΑΚΡ σε όλη την "μέση Τουρκία", με εξαίρεση τις δυτικές ακτές και τα κουρδικά νοτιοανατολικά

**Το κείμενο στηρίζεται κυρίως σε στοιχεία και εκτιμήσεις του Ουράζ Αϊντίν στο https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8466 και στο https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8479, όπως και σε μια μετεκλογική ανάρτηση του Σαχάν Σαβάς Καρατασλί στα κοινωνικά δίκτυα. 

Ετικέτες