Έχει χυθεί πολύ μελάνι τα τελευταία χρόνια γύρω από την έννοια της ηγεμονίας. Ως έννοια έχει περίπλοκη ιστορία, αλλά μια καθοριστική της στιγμή είναι η γκραμσιανή στιγμή, όταν ο Γκράμσι επιχειρεί να βρει τα αίτια της ήττας της επανάστασης στη Δύση.

Ηγεμονία πολύ χοντρικά, πάρα πολύ χοντρικά, είναι η διασφάλιση της συναίνεσης, η θεμελίωση της κυριαρχίας σε κάτι παραπάνω από την απλή βία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι ένα απλό κόλπο. Για τον Αλτουσέρ είναι μια σειρά παντοδύναμοι και πανταχού παρόντες μηχανισμοί. Για τις Βρετανικές Πολιτισμικές Σπουδές, για τον Στιούαρτ Χολ, είναι κάτι που αναπνέουμε και εκπνέουμε, κάτι στο οποίο είμαστε βυθισμένοι, και η έξις του Μπουρντιέ μας βοηθά να το καταλάβουμε. Απειράριθμες, καθημερινές, παγιωμένες συνηθειες, που φαίνονται φυσιολογικές. Να πληρώνεις για να μετακινηθείς. Να μιλάς στον πληθυντικό στο αφεντικό σου. Να θεωρείς καλό το άσπρο και κακό το μαύρο. Για τον Καστοριάδη, είναι το φαντασιακό. Για τους Λακλάου και Μουφ είναι οι λόγοι που μεσολαβούν ανάμεσα σε εμάς και την πραγματικότητα.

Απέναντι στην ηγεμονία, η αριστερά επιχειρεί να απαντήσει με μια εναλλακτική ηγεμονία. Να σπάσει τη συναίνεση. Να παρέμβει στους μηχανισμούς. Να αλλάξει τις συνήθειες. Να δώσει τη μάχη για τις φαντασιακές σημασίες. Να αποδομήσει τον κυρίαρχο λόγο και να δημιουργήσει νέες αλύσιδες ισοτιμίας. Το κοινό σε όλες αυτές τις προσπάθειες είναι η άρνηση του κυρίαρχου λόγου, αυτή είναι η αφετηρία, η προσπάθεια να κατανοήσουμε την πραγματικότητα κάτω από τα φαινόμενα -ως εξωτερικότητα ή ως κάτι αξεδιάλυτο από τον λόγο και τις σημασίες, αυτό έρχεται μετά. Το κοινό σε όλες αυτές τις προσπάθειες είναι η άρνηση να αποδεχτούμε ότι «έτσι είναι τα πράγματα», γιατί μόνο έτσι μπορούμε να πούμε ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς».

Αυτό κάνει την αριστερά αυτό που είναι, από την αρχή. Και πριν από τον Γκράμσι. Όταν ο Μαρξ δείχνει ότι η υπεραξία είναι προϊόν της εργασίας του εργαζόμενου, που ο καπιταλιστής την παρουσιάζει ως κάτι άλλο, κάνει ήδη την ίδια δουλειά, με τα δικά του εργαλεία, του 19ου αιώνα. Όταν εμείς αμφισβητούμε την ΤΙΝΑ, κάνουμε το αυτό.

Ανάμεσα μάλιστα στα πολύτιμα εργαλεία αυτής της δουλειάς, μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο που είναι ίσως κάπως πιο μαρξιστικά από άλλα. Το ένα είναι η ιστορικότητα, να δείχνουμε ότι τα πράγματα έχουν ιστορία, να εξηγούμε με αυτόν τον τρόπο γιατί έγιναν έτσι και όχι αλλιώς, να τα σχετικοποιούμε, να δείχνουμε ότι θα μπορούσαν να γίνουν και αλλιώς και ότι συνεπώς μπορούν να γίνουν αλλιώς. Το άλλο είναι να δείχνουμε ότι εξυπηρετούν συγκεκριμένα ιστορικά μπλοκ, συγκεκριμένες συμμαχίες κοινωνικών ομάδων δηλαδή, όπως θα μας έλεγε ο Γκράμσι. Δείχνουμε δηλαδή δύο πράγματα, ότι τίποτε δεν είναι «φυσικό» και ότι τίποτε δεν είναι «ουδέτερο».

Όταν σταματούμε να το κάνουμε αυτό, όταν σταματούμε την κριτική, τη διαύγαση, την αποδόμηση, την ανάδειξη των διαφορών, τη σχετικοποίηση, την απόκαλυψη του ψεύδους πιο χοντρά, τότε εγκαταλείπουμε την αριστερά, σταματούμε να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μη καπιταλιστικές σημασίες, σταματούμε να φτιάχνουμε νέες συμμαχίες, σταματούμε να αναζητούμε την αλήθεια, σταματούμε να διαπραγματευόμαστε την κοινωνία και τον εαυτό μας, να συγκροτούμε την τάξη μας, όσοι επιμένουμε να αναφερόμαστε στην τάξη μας. Η τάξη μας υπάρχει στον βαθμό που αρνείται την αφήγηση άλλων τάξεων -που αρνούνται ακόμη και την ύπαρξή της-, στον βαθμό που αρνείται την αλήθεια της αντίληψής τους για το πώς λειτουργούν τα πράγματα, στον βαθμό που επιτυγχάνει να το δείχνει με πειστικό τρόπο, και να φτιάχνει μια άλλη αφήγηση, ανοιχτή, αλλά πιο στέρεα, πιο πειστική.

Αυτή η επιμονή της αριστεράς να ξεπερνά τα φαινόμενα, να ασχολείται με τις αιτίες, να έχει το βλέμμα του ιστορικού, την ακρίβεια του οικονομολόγου, την απόσταση του κοινωνιολόγου και του ανθρωπολόγου, τη ριζική φαντασία του φιλοσόφου, όλος αυτός ο πλούτος, αυτή η λοξή ματιά που στέκεται όρθια με πολύ κόπο, είναι αυτό που κάνει την αριστερά να μην είναι άλλη μια θρησκεία ή άλλη μια συνωμοσία. Όταν μας λένε ότι φταίνε οι Εβραίοι, υπάρχει ένας κακός και μια ιστορία. Είναι όμως μια ιστορία που δεν έχει ιστορία, είναι στο κενό, θα μπορούσε να τη λέει οποιοσδήποτε, οπουδήποτε, σε όποια εποχή, και άρα δεν εξηγεί, υποκρύπτει, και είναι λοιπόν κομμάτι του κυρίαρχου, κρυφού, παγιωμένου λόγου. Αλλά εμείς απαντάμε πιο πειστικά, με όλον αυτόν τον πλούτο, τον δικό μας πλούτο. Όταν μας λένε για τους Ιλουμινάτι, υπάρχει πάλι ένας κακός και μια ιστορία. Είναι όμως μια ιστορία που δεν έχει ιστορία, είναι στο κενό, θα μπορούσε να τη λέει οποιοσδήποτε, ο ίδιος που έλεγε και για τους Εβραίους, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, δεν εξηγεί, υποκρύπτει, και γι΄αυτό είναι κομμάτι του κυρίαρχου λόγου. Αλλά εμείς απαντάμε πιο πειστικά, με όλον αυτόν τον πλούτο. Και όταν μας λένε για τη Λέσχη Μπίλντεμπεργκ, υπάρχει ένας κακός και μια ιστορία, πάλι η ίδια ιστορία χωρίς ιστορία, στο κενό, μια ιστορία που θα μπορούσε να τη λέει οποιοσδήποτε, κι αυτός που λέει για τους Εβραίους και τους Ιλουμινάτι, γιατί δεν εξηγεί αρκετά, υποκρύπτει, και άρα είναι κομμάτι του κυρίαρχου λόγου. Και εμείς οφείλουμε να απαντάμε πιο πειστικά, με όλον αυτόν τον δικό μας πλούτο.

Ετικέτες