Εξαπολύοντας έναν φλεγόμενο αρουραίο στα σωθικά της δημοκρατίας.

Ήταν μια ομιλία – περιβόλι, αυτή, που εκφώνησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, για τις κυβερνητικές προτάσεις και προθέσεις σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση.

Ένα περιβόλι γεμάτο αγκάθια, τσουκνίδες, μεγάλες παγίδες για τα κοινωνικά δικαιώματα που έκρινε περιοριστικά σκόπιμο να αναφέρει και νέες ανοικτές προκλήσεις διάλυσης, αφυδάτωσης και υπονόμευσης για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία.

Μια ομιλία – αποφθεγματικός Φρανκενστάιν, με ξώφαλτσες αναφορές στον Λένιν (Τι να κάνουμε;), ευθείες αναφορές στον Κώστα Λαλιώτη, συγγνώμη, στον Αβραάμ Λίνκολν (από τον λαό, με τον λαό, για τον λαό), αποσπασματικές μνείες στον Ρουσσώ, επιτιθέμενος ουσιαστικά και με σφοδρότητα στο αντιπροσωπευτικό σύστημα («ο λαός δεν είναι ελεύθερος, παρά μόνο, όταν επιλέγει τους εκπροσώπους του, μετά επανέρχεται στην σκλαβιά του»), αλλά και βαθιά συντηρητικά αντιδάνεια από την τεχνοκρατική, νεοφιλελεύθερη γλώσσα των φανατικότερων Ηρακλέων του μνημονίου (η οικονομική κρίση σαν ήττα της μεταπολίτευσης, αλλά και χρυσή ευκαιρία υπέρβασης της, η κρίση σαν ευκαιρία, η κρίση δεν είναι πρωτίστως οικονομική, αλλά ηθική και πολιτική – τα ίδια παρεμπιπτόντως λένε και τύποι σαν τον φιλοχουντικό («η χούντα άφησε μηδέν χρέος») ψευδοφιλόσοφο Στέλιο Ράμφο) – γλώσσα και πολιτική γραμμή, που προφανώς ασπάζεται και υιοθετεί δυναμικά πια και ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το σύνολο της κυβέρνησης, αθωώνοντας και ξεπλένοντας τις φάσεις διαδοχικής (αντ)επίθεσης και αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού.

Από το σύνολο της ομιλίας του, καθώς και από τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» των κυβερνητικών προτάσεων, εντύπωση (αναμενόμενη) προκαλεί η εμφανής προσπάθεια υποβάθμισης, απαξίωσης, καταρράκωσης και ευτελισμού του ρόλου του Κοινοβουλίου, είτε στη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας αναθεώρησης είτε αργότερα, όταν ολοκληρωθεί η εκπόνηση του νέου Συντάγματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι λιθοβολώντας τον κοινοβουλευτικό συνταγματικό διάλογο (υπενθυμίζεται ότι διεξάγεται σε δύο φάσεις και ενώ μεσολαβούν στο ενδιάμεσο εκλογές, άρα ο λαός συμμετέχει έμμεσα), ο Τσίπρας τόνισε τουλάχιστον δύο φορές στην ομιλία του ότι «μια διαδικασία μόνο εντός του Κοινοβουλίόυ είναι βαθιά, αριστοκρατική και επομένως αντιδημοκρατική επιλογή» (και όλα αυτά μπροστά σχεδόν στο σύνολο της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, που τον παρακολουθούσε εκστατική και μαγεμένη, χωρίς να αντιλαμβάνεται την μαύρη τρύπα, που άνοιξε κάτω από τα πόδια της).

Προσπάθησε επομένως να υποβαθμίσει ρητά και κατηγορηματικά τον ρόλο του Κοινοβουλίου, ενώ χαρακτήρισε σαν «επανάσταση της δημοκρατίας», τη δική του πρόταση για μια ιδιότυπη outsourcing ανάθεση της προπαρασκευής (μέρους ή όλου, δεν διευκρινίστηκε) των προτάσεων της συνταγματικής αναθεώρησης σε μια Πανεθνική Επιτροπή Διαλόγου (κάποιων λογικά ''Σοφών''), που ούτε πως, ούτε από ποιον ούτε με ποιους θα στελεχωθεί μάθαμε – μάλλον αυτό είναι ακόμη αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα υπόλοιπα κόμματα του μνημονιακού φάσματος.

Αυτή η δήθεν «τομή», που με γνωστή... επιτυχία και προφανή, κοινωνικό αντίκτυπο δοκιμάστηκε προπαρασκευαστικά στο ασφαλιστικό και την παιδεία (η περιβόητη πια Επιτροπή με επικεφαλής τον καθηγητή, Αντώνη Λιάκο), συνοδεύτηκε από την πρωθυπουργική πρόταση να επιμεριστεί το έργο της σε 13 περιφερειακές Επιτροπές Διαλόγου, όπου πάλι δεν προσδιορίστηκε ρητά ο τρόπος στελέχωσης, η μορφή της, η πρωτοβουλία συγκρότησης – εννοήθηκε όμως ότι ρόλο σε αυτές τις επιτροπές θα έχουν οι αιρετές Περιφερειακές Διοικήσεις.

Με τους συσχετισμούς, που επικρατούν, στην τοπική αυτοδιοίκηση και ειδικότερα τις Περιφέρειες, είναι φανερό ότι ο δήθεν δημοκρατικός, ευρύς και ανοικτός συνταγματικός διάλογος είναι παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα και θα διεξαχθεί δίνοντας προβάδισμα στους πολιτικά συγγενείς και φίλους. Σε καμιά περίπτωση, επίσης και όπως ίσως θα το περιγράψουν και θα το προπαγανδίσουν οι κονδυλοφόροι του συριζαίικου φαρισαϊσμού, δεν αποτελεί μια αντιγραφή του προτύπου της συνταγματικής αλλαγής στην Ισλανδία, όπου όντως υπήρξε εκτεταμένη συλλογική κοινωνική εμπλοκή και προσπάθεια κατάστρωσης του Συντάγματος της χώρας, μετά από την τραπεζική κατάρρευση και ακολουθώντας τη μεγάλη, ιστορική παράδοση των Θινγκ, των αυτοδιοικητικών συνελεύσεων των Βίκινγκς  – ανάθεμα βέβαια και αν οι Συριζαίοι – και όχι μόνο αυτοί από το μνημονιακό μπλοκ εξουσίας- γνωρίζουν που πέφτει η Ισλανδία στον χάρτη...

Θα προσπαθήσω να ομαδοποιήσω τις πρωθυπουργικές προτάσεις, επισημαίνοντας τις συνταγματικές, κοινωνικές και πολιτειακές συνέπειες και προεκτάσεις τους για την... Ελλάδα του 2021 και τη... νέα μεταπολίτευση.

Το «νέο» Κοινοβούλιο πεδίο φατριασμών, άνομων δοσοληψιών και αθροίσματος προεστών και αχυράνθρωπων.

Καταρχάς, ο πρώτος, μεγάλος χαμένος της «νέας εποχής», το Κοινοβούλιο, θα πληρώσει τα σπασμένα για τα όλα τα κακώς κείμενα της μεταπολίτευσης και θα μετατραπεί πια και με τη βούλα του Συντάγματος σε ένα άθροισμα προεστών και προυχόντων, με ελάχιστη έως ανύπαρκτη κομματική ταύτιση και πειθαρχία, που θα επιδιώκει κοντόφθαλμα, προσωπικά, υλικά ή ηθικά οφέλη βραχυπρόθεσμης διάρκειας και μακροπρόθεσμης προστιθέμενης αξίας και θα επιδίδεται σε ένα μπαράζ αποστασιών και αλληλοσυνεργασιών, χωρίς κανένα ιδεολογικό φραγμό και έρεισμα, με αντάλλαγμα υπουργικά οφίτσια και εξυπηρέτηση προσωπικών στρατών συμβούλων, κυνηγών κεφαλών, ψηφοφόρων και κολλητών. Με άλλα λόγια, ο Τσίπρας θα επαναφέρει και θα αναβιώσει ένα Κοινοβούλιο του Τζουμπέ (και σας καλώ να αναζητήσετε την ιστορία του προσώπου και των πρακτικών του) προφανώς τιμώντας και με το παραπάνω στη συμπλήρωση των 200 ετών, συγκεκριμένες, κακές, νοσηρές και αντιλαϊκές, κληρονομιές της Επανάστασης του 1821.

Αυτές θα είναι οι συνέπειες από τον συνδυασμό της καθιέρωσης της δήθεν απλής αναλογικής, της «εποικοδομητικής» πρότασης δυσπιστίας εναντίον του πρωθυπουργού με αντιπρόταση αποκλειστικά κοινοβουλευτικού προσώπου για διαδόχου του (για να αποκλειστούν, τάχατες, φαινόμενα Παπαδήμου;) και των αποκλειστικά δύο θητειών για κάθε βουλευτή ή μιας ολόκληρης οκταετίας.

Αν μάλιστα καθιερωθεί και κάποιου είδους μικτό σύστημα ανάδειξης βουλευτών στα πρότυπα της Γερμανίας, σε μονοεδρικές περιφέρειες, χωρίς όμως τις ασφαλιστικές δικλείδες αντιπροσώπευσης που επικρατούν εκεί, τότε καταλαβαίνετε σε τι είδους εκλογικές δίνες θα περιέλθει η χώρα του «2021». Αν μάλιστα επιπροσθέτως καθιερωθεί η αποκλειστική ιδιωτική χρηματοδότηση σε κόμματα και υποψηφίους με όρους ψευδεπίγραφης και κάλπικης διαφάνειας, καταλαβαίνετε τι είδους νεο-κοτζαμπάσηδες ή πολιτικοί αχυράνθρωποι θα παίρνουν θέση στην εκλογική αφετηρία, με όρους οικονομικής «βιωσιμότητας» της υποψηφιότητας τους. Η δε κατάργηση της ειδικής συνταγματικής διάταξης για την ποινική ευθύνη των υπουργών, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, μόνο σαν «δικαίωση ετών» και «εύλογο, κοινωνικό αίτημα» δεν έρχεται. Θα αποτελέσει το κρυφό χαρτί παρασκηνιακών αλληλοεκβιασμών και υπονομεύσεων σε ένα νοσηρό και τοξικό πολιτικό περιβάλλον, που η αντιπαράθεση θα εκτραχύνεται συνεχώς και οι πτώσεις και οι ανασχηματισμοί κυβερνήσεων θα γίνονται με το νυστέρι ή το μαχαίρι επαπειλούμενων διώξεων και ποινικών κυρώσεων.

Ο Τσίπρας υιοθετεί την επικίνδυνη ατζέντα της Χρυσής Αυγής.

Πρέπει να στηλιτευτεί και να καταγγελθεί ανοικτά, η πρόθεση Τσίπρα να καταργηθεί εντελώς και πλήρως η διάταξη για την ασυλία των βουλευτών, καθώς υιοθετεί την ατζέντα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή επιδιώκει την κατάργηση της, προκειμένου να επιδοθεί τα επόμενα χρόνια σε ένα μπαράζ αγωγών και μηνύσεων εναντίον βουλευτών, δήθεν σαν «δικαστικό ακτιβισμό» κατά των «προδοτών της χώρας» και ουσιαστικά σε μια ρεβάνς της δικής της δικαστικής λογοδοσίας για τη δολοφονική δράση της. Επίσης η ίδια ναζιστική οργάνωση λειτουργεί σαν Δούρειος Ίππος λογής λογής επιχειρηματιών και ολιγαρχιών, που πολύ θα ήθελαν στο εγγύς μέλλον να σέρνουν σε κρατητήρια και δικαστικές αίθουσες, αριστερούς και ριζοσπάστες βουλευτές που θα πρωτοστατούν σε κινητοποιήσεις, σε απεργίες, σε αγώνες, πχ τύπου Σκουριών, λιμανιών Πειραιά και Θεσσαλονίκης, διοδίων κοκ. 

Ότι ο Τσίπρας υιοθετεί μια τέτοια πρόταση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία του πολιτικού «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», για να κάνω και τη θρησκευτική γέφυρα με την πρόθεση του να συμβιβαστεί καθαρά με το ιερατείο της Ιεράς Συνόδου και την Αρχιεπισκοπή και να μη θέσει θέμα ρητής πρόβλεψης του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, παρά τις «δεύτερης κατηγορίας» καθιερώσεις της υποχρεωτικότητας του πολιτικού όρκου [απαλείφοντας προφανώς(;) και την υποχρέωση θρησκευτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας] και της επανάληψης της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους (ισχύει ήδη).

Προεδρικό μοντέλο χωρίς... αυταπάτες: Ο Πρόεδρος απόλυτος κυρίαρχος όλων των εξουσιών.

Ένα επομένως Κοινοβούλιο, με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, απαξιωμένο, διαλυμένο, χαμένο στους φατριασμούς και τις διενέξεις αλληλοσπαραγμού και αλληλοϋπονόμευσης των μελών του, θα χρειάζεται τα κατάλληλα «θεσμικά αντίβαρα» προκειμένου να ποδηγετηθεί η χώρα και η κοινωνία και να χαλιναγωγηθεί η κατάσταση κοινοβουλευτικού χάους.

Ο Τσίπρας τα ανακάλυψε αυτά τα... αντίβαρα στο προτεινόμενο προεδρικό μοντέλο, με έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας προικισμένο καταρχάς με την κομβική εξουσία να συγκαλεί το πάλαι ποτέ Συμβούλιο της Δημοκρατίας νυν Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, ώστε να αίρεται σαν επιδιαιτητής των σπαρασσόμενων, κοινοβουλευτικών πλευρών στην επιλογή πρωθυπουργού (κοινώς, αυτός θα τον επιλέγει) και εν συνεχεία, εξουσιοδοτούμενο να ιδρύει ένα οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο από ανώτατους δικαστικούς, το οποίο ουσιαστικά θα κανοναρχεί στη νομοθετική εξουσία – φαιδρή αντιγραφή του σχετικού προεδρικού δικαιώματος επιλογής στις ΗΠΑ, χωρίς όμως τους ελεγκτικούς μηχανισμούς έγκρισης και απόρριψης προσώπων του Κογκρέσου.

Παρένθεση: Σε αυτό το σημείο, ίσως πρέπει να θυμίσουμε στον ανιστόρητο Τσίπρα, ότι τελευταία φορά που αναδείχθηκε πρωθυπουργός με τέτοιους διακανονισμούς μέσα στο κοινοβουλευτικό αστικό μπλοκ εξουσίας και διπολισμού, σε κλίμα ταξικής έντασης, μεγάλων κοινωνικών διακυβευμάτων και χρεοκοπίας του αστισμού, με υψηλή εποπτεία και εντολή τότε όχι Προέδρου, αλλά βασιλιά, ήταν το 1936, ο ανύπαρκτος σε πολιτική και κοινωνική δυναμική, Ιωάννης Μεταξάς, με ό,τι ακολούθησε τον Αύγουστο του 1936... Κλείνει η παρένθεση.

Φυσικά, ένας τέτοιος Πρόεδρος στο προεδρικό σύστημα θα εκλέγεται και από τον λαό, μετά από δύο άκαρπες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, και η σχετική εκλογή θα γίνεται αποκλειστικά και υποχρεωτικά μόνο μεταξύ των δύο που είχαν το προβάδισμα στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες. Εδώ οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο Τσίπρας, κατά το κοινώς λεγόμενο, το τερμάτισε – ίσως κάποιος άλλος γραφιάς θα υποστήριζε ότι «κέντησε».

Το σπαρασσόμενο Κοινοβούλιο θα μετατρέπεται περιστασιακά σε κακέκτυπο, μικτό συνέδριο αμερικανών Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, προκειμένου να δίνει το χρίσμα στους δύο μονομάχους της προεδρικής εκλογής και μετά να στέλνει το μπαλάκι της επιλογής του (υπερ) Προέδρου – επιδιαιτητή – δικαστή – νομοθέτη – μοναδικού «σταθερού» και ανεξέλεγκτου παράγοντα της εκτελεστικής εξουσίας, στον λαό.

Δίπλα στον νέο αυτό (υπερ)Πρόεδρο θα ενισχυθούν και οι Ανεξάρτητες Αρχές, για τις οποίες ο Τσίπρας δεν υπήρξε αρκετά διεξοδικός και λεπτομερής ως προς τον ρόλο τους, η μνεία όμως για «επέκταση των αρμοδιοτήτων τους» και «διευκόλυνση των όρων συγκρότησης τους» προοιωνίζεται τα χειρότερα, καθώς αφήνεται να εννοηθεί ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές θα συμπληρώσουν ουσιωδώς την εκτελεστική εξουσία του (υπερ) Προέδρου, αναλαμβάνοντας ευρύτατα, κυβερνητικά καθήκοντα, υποκαθιστώντας την πραγματική κυβέρνηση, όταν και όπως – όπως αυτή θα συγκροτείται από το Κοινοβούλιο της «νέας εποχής».

Εξαπάτηση του λαού και της κοινωνίας η πρόταση για λαϊκή πρωτοβουλία δημοψηφίσματος.

Και ερχόμαστε στο δημοψήφισμα. Ο πρωθυπουργός υπήρξε εξαιρετικά εύγλωττος στο σημείο αυτό θέτοντας τόσο υψηλά όρια υπογραφών στα δύο ενδεχόμενα δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, που στην πραγματικότητα η διάταξη θα καταστεί απαγορευτική και ανεφάρμοστη. Υπενθυμίζεται ότι για παράδειγμα στην Ιταλία, με το πληθυσμιακό μέγεθος αυτής, τα αντίστοιχα αριθμητικά όρια υπογραφών συν ο πρόσθετος όρος συμμετοχής ελάχιστου αριθμού περιφερειακών συμβουλίων είναι στο 50% (και κάτω) αυτών που πρότεινε ο Τσίπρας. Εδώ το πιθανό επιχείρημα είναι ότι ο Τσίπρας προσπαθεί να αποκλείσει μια ενδεχόμενη πρωτοβουλία δημοψηφίσματος που θα εκπορευόταν – με τη βούλα του Συντάγματος – από τους ναζιστές. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι αντί να αποκλείσει ρητά και κατηγορηματικά δημοψήφισμα με περιεχόμενο πχ που θα άπτεται των κοινωνικών, πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως αυτό που προετοιμάζει στην Ουγγαρία η νεοφασιστική κυβέρνηση Ορμπάν για τους πρόσφυγες, επιλέγει να εκτινάξει τους αριθμητικούς πήχεις συλλογής υπογραφών καθιστώντας ένα τέτοιο δημοψήφισμα – το οποιοδήποτε θεμιτό δημοψήφισμα – όνειρο θερινής νυκτός και τη σχετική συνταγματική πρόταση, γράμμα κενό.

Τσίπρας – Λουδοβίκος Βοναπάρτης, έτοιμος για χοντρό παιχνίδι με τους θεσμούς και την λαϊκή νομιμοποίηση.

Πιο ξεκάθαρος, ήταν ως προς τις σκοπιμότητες που τον οδηγούν να προχωρήσει σε πολλαπλό, όπως άφησε να εννοηθεί, δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση που εγκαινίασε, αν και όπως παραδέχθηκε ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν προβλέπεται σαν συνταγματικά νόμιμη διαδικασία αναθεώρησης. Θα είναι ένα δημοψήφισμα πολλών ερωτημάτων «με πολιτικά και κοινωνικά διλήμματα», όπως τόνισε, χωρίς όμως να δεσμεύεται από τις πιθανές απαντήσεις «για το αν θα συμπεριληφθούν οι διατάξεις αυτές στην αναθεώρηση» - επειδή συν τοις άλλοις, η διαδικασία είναι συνταγματικά παράτυπη ή φοβάται πιθανή πολλαπλή ήττα του! Μιλάμε για την απόλυτη ομολογία καιροσκοπισμού και εργαλειοποίησης του δημοψηφίσματος και ευτελισμού του θεσμού στα μάτια των ψηφοφόρων – και των 17ρηδων πολύ περισσότερο για να θυμηθούμε την πρόσφατη «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης. Ο Τσίπρας βλέπει στον καθρέφτη του έναν Λουδοβίκο Βοναπάρτη, όπου η προσφυγή στο δημοψήφισμα θα γίνεται πια χωρίς όρους, κανόνες και προϋποθέσεις, αποκλειστικά και μόνο για να επικυρώσει ή να τονώσει τη δική του παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο και να προκαλέσει τα όποια εσωτερικά προβλήματα κομματικής συνοχής και επιβίωσης στους αντιπάλους του. Δεν σταματά μπροστά σε τίποτα ο τύπος!

Ο πρωθυπουργός, δήμιος της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Και επειδή δεν σταματά, μεταμορφώνεται και στον επίδοξο οριστικό δήμιο των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, με πρώτο εκείνο της εργασίας. Η αναφορά του στο σημερινό και ισχύον άρθρο 22 που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία, υπήρξε καταρχάς κωμική, γιατί έδειξε πως αγνοεί ότι ήδη κατοχυρώνονται εκεί οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Υπήρξε όμως και εξωφρενικά επικίνδυνη, καθώς απάλειψε μονοκοντυλιά ο Τσίπρας την υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει αυτό το δικαίωμα ενώ παρέπεμψε σε συλλογικές διαπραγματεύσεις μόνο για το ύψος του εκάστοτε μισθού – σβήνοντας όλες τις άλλες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Θεματοφύλακες επομένως του δικαιώματος πια στην ημιαπασχόληση και τον ζόφο της ανεργίας θα είναι, με τη σφραγίδα της συνταγματικής αναθεώρησης, ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ, οι υπόλοιπες ισχυρές εργοδοτικές ενώσεις, οι κουκουλοφόροι της τρόικας και του ΔΝΤ.

Η δε αναφορά του σε προστασία του δημόσιου ελέγχου (προσοχή όχι του δημόσιου αγαθού...) στο ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό, την ώρα που ο Στέργιος Πιτσιόρλας έχει βάλει τα σχετικά πωλητήρια και το κουαρτέτο των δανειστών επιδιώκει την άμεση εκποίηση τους, μόνο σαν εμπαιγμός της κοινής νοημοσύνης λογίζεται. Εδώ αξίζει να σταθούμε στο γεγονός ότι ο Τσίπρας έκρινε σκόπιμο να σιωπήσει επιμελώς για την τύχη όλων των άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων (παιδεία, απεργείν, συνδικαλίζεσθαι κτλ). Μάλλον θα αποφασίσει η Επιτροπή ''Σοφών'' έχοντας λάβει και τις σχετικές οδηγίες ή εντολές από κάθε ενδιαφερόμενο εγχώριο ή ξένο παράγοντα της οικονομικής ολιγαρχίας, προκειμένου να αποκτήσουμε ένα Σύνταγμα «φιλικό στις επενδύσεις», όπως έγραψε και μια αστική εφημερίδα.

Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν, είπε τηλεφωνικά ένας φίλος μου σχολιάζοντας τις προτάσεις Τσίπρα. Διαφώνησα κάθετα. Ο ποντικός, καλύτερα ο αρουραίος που «γέννησε» ή μάλλον «πυροδότησε» ο Τσίπρας είναι εξαιρετικά επικίνδυνος και αδηφάγος και φέρνει χιονοστιβάδα από δυσμενείς πολιτειακές και κοινωνικές εξελίξεις. Θυμίζει (ο αρουραίος) το βασανιστήριο θανάτου στον Μεσαίωνα, που επέβαλαν οι φεουδάρχες, οι φοροεισπράκτορες και η Ιερά Εξέταση στους φτωχούς χωρικούς, τους αμφισβητίες της εξουσίας τους και τους κάθε λογής αντάρτες στην αυθεντία τους. Έδεναν το θύμα τους σε μια καρέκλα, έπειτα προσάρμοζαν σφιχτά στο κορμί του έναν μεταλλικό κουβά με έναν αρουραίο στο εσωτερικό του, εν συνεχεία άναβαν έναν πυρσό και τον τοποθετούσαν στον πάτο του κουβά. Ο αρουραίος, που άρχιζε να φλέγεται σιγά – σιγά, επέλεγε να χρησιμοποιήσει νύχια και δόντια, ώστε να γλιτώσει τρυπώντας και κατασπαράσσοντας την κοιλιά, το στομάχι, τα σωθικά και τα κόκαλα του παραλογισμένου από τους πόνους δεμένου άνδρα και βγαίνοντας από την πλάτη του, σε έναν μαρτυρικό και ειδεχθή θάνατο.

Τέτοιον «αρουραίο» πυροδότησε ο Τσίπρας στην κοιλιά και το μαλακό υπογάστριο της δημοκρατίας και της κοινωνίας, με τις προτάσεις του για τη συνταγματική αναθεώρηση, βλέποντας τη δική του δραπέτευση από την εξουσία, κάτω από τη γενική κοινωνική αγανάκτηση και κατακραυγή, σαν τελικό χτύπημα στο σώμα της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.