Σύντομα οδεύουμε προς την συμπλήρωση της πρώτης διετίας της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, και είναι εμφανές πλέον ότι κυοφορούνται πολιτικές ανακατατάξεις και μετασχηματισμοί.
Η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ από το πεδίο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σ’ αυτό της νεοφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς χαρακτηρίστηκε από την υιοθέτηση και εφαρμογή του τρίτου κατά σειρά μνημονίου μέσα στην τελευταία εξαετία. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την επικράτηση στο εσωτερικό του των δυνάμεων του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, που είναι υποσύνολο της αστικής πολιτικής (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015), εντούτοις αναρριχήθηκε στην πολιτική εξουσία ως εκπρόσωπος μεγάλης μερίδας των λαϊκών τάξεων ( μισθωτών, ανέργων, συνταξιούχων, μικροαστικών αυτοαπασχολουμένων στρωμάτων), πράγμα που διατήρησε και στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου 2015. Αυτό το γεγονός προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό τα όρια των πολιτικών παρεμβάσεων της κυβέρνησής του.
Μια εύθραυστη σταθεροποίηση που τείνει να εξαφανιστεί
Η αποποίηση των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ (Θεσσαλονίκης και συνεδριακών) με την υιοθέτηση των μνημονιακών μεταλλάξεων (κοινωνικής ασφάλισης, άμεσης και έμμεσης φορολογίας, ιδιωτικοποιήσεων κλπ.), τον τοποθέτησε στην αντίπερα όχθη των λαϊκών ταξικών συμφερόντων. Σε αντιστάθμισμα προχώρησε στην εξαγγελία του «παράλληλου προγράμματος», προκειμένου να αμβλύνει τις κοινωνικές επιπτώσεις της μνημονιακής μεταστροφής, το οποίο ωστόσο, όπως όλοι έχουν διαπιστώσει, ελάχιστη επιρροή είχε στην κατάσταση εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Παρόλα αυτά, στην κρίσιμη αναμέτρηση Ιανουαρίου – Μαίου 2016 σχετικά με τους εφαρμοστικούς νόμους – πυλώνες του τρίτου μνημονίου, οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετείχαν σε οποιαδήποτε αντιπολιτευτική κινητοποίηση, ενώ το συνολικό εργατικό και αριστερό κίνημα δεν στάθηκε επαρκές να πραγματοποιήσει ούτε μία απεργιακή κινητοποίηση αξιόλογης εργατικής συμμετοχής.
Αυτό το γεγονός της κινηματικής αφλογιστίας διαμόρφωσε τους όρους για την εμπέδωση της πεποίθησης ότι σταθεροποιείται η κυβερνητική εξουσία των μικροαστών τεχνοκρατών, εφόσον δεν πιεζόταν από τα αριστερά και από τα κάτω, ενώ η αντίδραση της συντηρητικής αντιπολίτευσης του αστικού μνημονιακού τόξου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ), κινείται σε ακόμη πιο ακραίες και σαρωτικές εκδοχές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Η προώθηση των πρόσφατων σχεδιασμών για τις τελευταίες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν απομείνει, προκαλούν προφανώς την σχετική αντίθεση των εργαζομένων σ’ αυτές, εντούτοις όμως δεν επιφέρουν κανένα κύμα ευρύτερων λαϊκών κινηματικών αντιδράσεων, τέτοιων που να κλονίσουν την σημερινή κυβέρνηση, τη στιγμή που και η στάση της συντηρητικής αντιπολίτευσης στερείται της όποιας σοβαρότητας (αρνούνται λ.χ. την ψήφιση των αποκρατικοποιήσεων, ενώ είναι οι πιο ένθερμοι θιασώτες τους).
Έτσι, από μια γενική άποψη τείνει να αναδειχθεί η σταθεροποιημένη λειτουργία ενός αστικού διπολισμού μεταξύ νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς (της μετριοπαθούς εκδοχής της μνημονιακής πολιτικής) και της συντηρητικής κεντροδεξιάς (του πλέον ακραίου και εκδικητικού αντεργατικού προσανατολισμού), που έχει μπροστά της το μέλλον ανοιχτό. Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά περιλαμβάνει στις εκπροσωπήσεις της τις κοινωνικές δυνάμεις των «από πάνω», δηλαδή όλων των μερίδων της αστικής τάξης, των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, των νέων μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων των επιχειρήσεων και του κράτους, όπως και ένα μέρος της δημοσιοϋπαλληλίας. Η ταξική πόλωση παραμένει ισχυρότατη στην σύγχρονη συγκυρία, ωστόσο δεν αντιστοιχείται πλέον με την φαινομένη πολιτική πόλωση των δύο παρατάξεων του αστικού διπολισμού. Το κενό πολιτικής εκπροσώπησης είναι περισσότερο από μεγάλο, πράγμα όμως που δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς μπορούν να εφησυχάζουν αναμένοντας τις λαϊκές δυνάμεις να προσφύγουν σ’ αυτές για να εκπροσωπηθούν κοινοβουλευτικά. Χειρότερη αυταπάτη δεν θα μπορούσε να υπάρχει.
Παρόλα αυτά, διάχυτη είναι η αίσθηση ότι στο βάθος κυοφορείται μια αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που έχει να κάνει όχι τόσο με την κινηματική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, που είναι διάσπαρτη, ασυντόνιστη και περιορισμένη, ούτε τόσο με την συντηρητική αντιπολίτευση που επιζητεί κατάργηση της φορολογίας των επιχειρήσεων, δραστική περικοπή των κοινωνικών δαπανών, κύματα απολύσεων στο δημόσιο κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκινήσει να χάνει τη νομιμοποίηση από την πλευρά δύο παραγόντων :
Η καπιταλιστική ανάκαμψη απαιτεί συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής
Αφενός από το γεγονός ότι η διάψευση των λαϊκών ελπίδων και προσδοκιών, μπορεί να μην οδηγεί αυτόματα σε μια ενεργό λαϊκή αντιπολίτευση, εντούτοις όμως έχει αποστασιοποιήσει τον εργαζόμενο κόσμο από τις πολιτικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που είναι εμφανέστατο τόσο στο σύνολο των δημοσκοπήσεων, όσο στις ορατές εμπειρικά κοινωνικές ενδείξεις. Μ’ άλλες λέξεις ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απωλέσει στα σίγουρα ένα σημαντικό μέρος της σχετικής εκλογικής του πλειοψηφίας, εφόσον δεν κατήργησε τους εφαρμοστικούς νόμους των προηγούμενων μνημονίων και απεναντίας επέβαλε και νέους.
Αφετέρου, πράγμα που είναι εξαιρετικά σημαντικό, από το γεγονός ότι η ανάκαμψη της κερδοφορίας και η επιχειρηματική δραστηριότητα του ελληνικού καπιταλισμού, παρόλο που κατορθώθηκε να αντιμετωπισθούν σε σημαντικό βαθμό, μετά την πρώτη περίοδο της κρίσης (2008 – 13), και με αφετηρία την οικονομική χρήση του 2014, ωστόσο καταγράφεται ένα «λαχάνιασμα» αυτής της υπέρβασης της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που αδυνατεί να οδηγήσει σε μια αναπτυξιακή καπιταλιστική τροχιά με ικανοποιητική κερδοφορία και συσσώρευση κεφαλαίου.
Προκύπτει δηλαδή ότι και η εφαρμογή του τρίτου κατά σειρά μνημονίου, και με τα «ήπια» χαρακτηριστικά που επιχειρείται να επενδυθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την ικανοποίηση των απαιτήσεων των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, δεν φέρνει τα αποτελέσματα που προσδοκά το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο. Αυτή η προσδωκόμενη συνολική ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού, που σήμερα βρίσκεται σε οριακό σημείο (έχει ισοσταθμίσει τα κέρδη με τις ζημίες στο σύνολο του εταιρικού τομέα της οικονομίας), δεν μπορεί να προέλθει ούτε από την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς του, ούτε από την παραγωγή νέων προϊόντων, ούτε από το άνοιγμα καινούριων αγορών. Η μόνη παράμετρος που παραμένει ελαστική είναι το κόστος εργασίας, δηλαδή η ακόμη παραπέρα συνθλιβή των εργατικών μισθών και των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Η αντίληψη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ότι θα επέρχονταν μια άμβλυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής λιτότητας, μια και υπήρξε «συνεπής» στην τήρηση των υποχρεώσεών του, θα τροφοδοτούνταν μια αναπτυξιακή ανάταξη (η οποία μετατίθεται από χρόνο σε χρόνο όλα τα τελευταία έξη χρόνια), η οποία κάτω από ορισμένους όρους θα επέτρεπε μια άμβλυνση των όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων, δεν φαίνεται με τίποτα να αποκτά σάρκα και οστά.
Κατά συνέπεια απαιτείται συνέχιση μιας δρακόντειας μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου το επιχειρηματικό κεφάλαιο να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο στη συνολική του ανάκαμψη, έτσι ώστε η κερδοφορία της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων να ξεπερνά κατά πολύ τα ζημιογόνα αποτελέσματα της μειοψηφίας τους. Μπροστά σ’ αυτό είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε θα οδηγηθεί να μετατοπισθεί σαρωτικά πλέον προς τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, υφιστάμενος και αυτός το φαινόμενο της «πασοκοποίησης», και μάλιστα με ευκολότερο τρόπο από ό,τι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, είτε θα παραμείνει στην επιδίωξη της «ήπιας» εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου να περισώσει ένα επαρκές μέρος των κοινωνικών λαϊκών του εκπροσωπήσεων, και να παραμείνει στο κεντρικό πολιτικό «παιχνίδι», προφανώς από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δεν έχει αυτοκτονικά πολιτικά χαρακτηριστικά, και επειδή διευθύνεται από ένα επαρκές δίκτυο μικροαστών τεχνοκρατών, εκ των πραγμάτων θα επιλέξει την δεύτερη εκδοχή.
Ουσιαστικά στην περίοδο που διανοίγεται μπροστά μας και με αυτά τα δεδομένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ («ήπια» μνημονιακή διαχείριση, σαφής περιορισμός της εκλογικής του επιρροής), δύο δρόμοι διαγράφονται με σαφήνεια : Είτε η πραγματοποίηση μιας συντηρητικής μεταστροφής ορισμένων λαϊκών στρωμάτων, που προστιθέμενα στις αστικές και μικροαστικές εκπροσωπήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΠΟΤΑΜΙΟΥ, θα κατορθώσει να επαναφέρει στην διακυβέρνηση αυτές τις συντηρητικές δυνάμεις, με ακόμη μεγαλύτερες καταστροφικές συνέπειες σε όλα τα επίπεδα. – Είτε οι αριστερές δυνάμεις θα αντιληφθούν την ανάγκη και θα δρομολογήσουν την ανάδειξη ενός μετωπικού ριζοσπαστικού εργατικού και λαϊκού κινήματος, το οποίο θα αγκαλιάσει λαϊκές δυνάμεις από την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, και έτσι θα προβάλουν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό σε θέση που να προσεγγίζει το μειωμένο επίπεδο των εκπροσωπήσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτη εναλλακτική λύση είναι δύσκολο να δει κάποιος στη σημερινή συγκυρία.
Οι δύο εκδοχές που εγκυμονεί η σημερινή συγκυρία
Η πρώτη εκδοχή, που θα ξετυλιχτεί καθαρά στο βαθμό που δεν θα υπάρξουν λαϊκές κινηματικές αναταράξεις, είναι εξαιρετικά πιθανή, γιατί η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται από μια άποψη και ως μια ορισμένη ήττα της ίδιας της Αριστεράς στο σύνολό της. Επόμενο είναι αυτό να προσανατολίσει ένα σημαντικό μέρος των λαϊκών τάξεων είτε προς την αποστασιοποίηση – αποχή, είτε σε μια συντηρητική μεταστροφή. Αυτό έχει συμβεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπου η χρεοκοπία της Αριστεράς (π.χ. στην Ιταλία με την Κομμουνιστική Επανίδρυση, στη Γαλλία με το γαλλικό ΚΚ κλπ.), στην όποια της εκδοχή, δεν γίνεται αφετηρία για μια στροφή «ακόμη πιο αριστερά» (λ.χ. ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά αρκεί ο επαναπροσανατολισμός ενός μόνον μέρους των εργαζομένων, ανέργων κλπ. σε συντηρητικές κατευθύνσεις, για να γύρει την πλάστιγγα προς την δεξιά κατεύθυνση, μαζί με τα δορυφορικά της πολιτικά σχήματα. Συνεπώς η λαϊκή δυσαρέσκεια από την αριστερή μνημονιακή διαχείριση, εφόσον δεν διαμεσολαβήσει οποιαδήποτε εργατική κινηματική ανάταξη, καταλήγει στην επανάκαμψη της συντηρητικής παράταξης στην διακυβέρνηση της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, η μνημονιακή του μετάλλαξη, η διάψευση των λαϊκών προσδοκιών των οποίων ήταν φορέας, καταγράφεται ως ήττα του ελληνικού αριστερού κινήματος, που για πρώτη φορά διεκδίκησε την πολιτική διακυβέρνηση. Κατά συνέπεια, και όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπικές ενδείξεις, τα πολιτικά σχήματα που βρίσκονται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την κριτική που ασκούν, εντούτοις δεν φαίνονται να ξεπερνούν αθροιστικά το ιστορικό φράγμα του 10%. Η μοναδική περίπτωση που παραμένει ανοιχτή για την αριστερή μεταστροφή ενός σημαντικού μέρους του λαϊκού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, είναι η δρομολόγηση ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού, και πρωτίστως εργατικού, κινήματος, που να μπορεί να αγκαλιάσει ευρύτερα λαϊκά σύνολα, και που μέσα από την ανάπτυξη και πολιτικοποίησή του, θα μπορεί να επανατροφοδοτήσει μια δυναμική ανόδου των αριστερών δυνάμεων.
Με την υφισταμένη κατάσταση των πραγμάτων (κυρίως παρατεταμένη υψηλή ανεργία και παράλυση των ενεργών εργαζομένων από την επιρροή του εφεδρικού στρατού των ανέργων), δύσκολα μπορεί να δει κανείς την ανάδειξη ενός τέτοιου κινήματος μέσα από αυθόρμητες και αυτοτελείς διαδικασίες των λαϊκών στρωμάτων. Στην γαλλική κοινωνία, στην διάρκεια όλων των τελευταίων μηνών, οι εργατικές διαθέσεις αντιπαλότητας προς την κατεδάφιση του Κώδικα Εργασίας, αρθρώθηκαν γύρω από τους ταξικούς συνδικαλιστικούς ιστούς της Cgt, Force Ouvriere, Solidaires κλπ. Δηλαδή αναδείχθηκε ένα ριζοσπαστικό εργατικό μέτωπο κατά τρόπο ενωτικό και αγωνιστικό, σε σχέση με την συνδικαλιστική κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό κίνημα : Πόλος της θεσμικής εργοδοτικής γραφειοκρατίας, πόλος του αγωνιστικού κινήματος, εντός της περιχαράκωσής του, πόλος των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων με αναιμική υπόσταση στον εργαζόμενο κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής.
Μια τέτοια εξέλιξη, που μπορεί να φέρει το κοινωνικό κίνημα, με όρους ριζοσπαστικούς και ενωτικούς, στους κεντρικούς πολιτικούς συσχετισμούς ως έναν αυτοτελή παράγοντα, έχει τη δυνατότητα να σύρει το αριστερό κίνημα στην αποτύπωση μιας κεντρικής πολιτικής θέσης, στο ίδιο επίπεδο με τους δύο σχηματισμούς του αστικού διπολισμού (νεοφιλελεύθερων κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς). Άλλωστε μόνον αυτό μπορεί να επιφέρει ριζικούς μετασχηματισμούς στις «στάσιμες» γενικά πολιτικές υποκειμενικότητες της Αριστεράς, που χαρακτηρίζονται από βαθύτατους υποκειμενισμούς, διατρέχονται από γραφειοκρατικά φαινόμενα, περιδινίζονται γύρω από αδιέξοδες και άγονες στρεβλώσεις.
Είτε γιατί μπροστά στην εκρηκτική κοινωνική κατάσταση των εργαζομένων παραπέμπουν την επίλυσή της στο «ιστορικό υπερπέραν» και αναπολούν το χρεοκοπημένο ιστορικό τους πρότυπο του αυταρχικού κρατικού καπιταλισμού (υπαρκτού σοσιαλισμού). – Είτε γιατί απέναντι στην λαϊκή εξαθλίωση που προκαλεί και αναπαράγει η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου ανακαλύπτουν μονοδιάστατα το φετίχ του νομίσματος, την στήριξη του μικρομεσαίου ελληνικού καπιταλισμού, την αναπτυξιολαγνεία και την ανασυγκρότηση της (κεφαλαιοκρατικής) παραγωγής. – Είτε γιατί εξαρτούν την οποιαδήποτε επαναστατική αντικαπιταλιστική αλλαγή από την προοιμιακή αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα του εγχειρήματος ανατροπής των μνημονίων και της απαρχής σοσιαλιστικής οικονομικής αναδιοργάνωσης. Μόνον η αγωνιστική κίνηση της εργατικής τάξης μπορεί και τον εργαζόμενο κόσμο να φέρει στο προσκήνιο, και την Αριστερά να μετασχηματίσει, αναδεικνύοντάς την σε ισότιμο «παίκτη» έναντι του νεοφιλελεύθερου διπολισμού. Αυτό το άλμα του εργατικού κινήματος, με την αναγκαία αμέριστη υποστήριξή του από την ελληνική Αριστερά (εφόσον υπάρξει), είναι σε θέση να εκτοξεύσει και την ίδια στα επίπεδα της ιβηρικής Αριστεράς του 20% (Podemos + Ενωμένη Αριστερά, Μπλόκο + ΚΚ Πορτογαλίας), και να της δώσει έναν καινούριο καθοριστικό ρόλο.