Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος, σκοπός του κειμένου είναι μια κριτική αποτίμηση του έργου των καθηγητών Νίκου Μαραντζιδη και Στάθη Καλύβα σχετικά με την ερμηνεία των αιτίων, της εξέλιξης και της κληρονομιάς του εμφυλίου πολέμου, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Εμφύλια Πάθη». Από τότε που κυκλοφόρησε, το βιβλίο αυτό θεωρείται η πλέον ολοκληρωμένη προσπάθεια της μεταπολιτευτικής αστικής ιστοριογραφίας να πραγματευτεί το ζήτημα του εμφυλίου, με αξιώσεις επιστημονικής τεκμηρίωσης και αντικειμενικότητας. Διαβάζοντάς το, με βάση τις γνώσεις μου για την περίοδο, χωρίς να είμαι βέβαια ιστορικός και χωρίς να έχω ιδιαίτερη εξοικείωση με τη σχετική βιβλιογραφία, εντόπισα ορισμένες ανακρίβειες και λογικές αντιφάσεις, άλλες εξόφθαλμες και άλλες όχι, που πιστεύω ότι, πέρα από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, έχουν και άμεσα πολιτική σημασία.

  Κατ’ αρχάς, οι συγγραφείς σπεύδουν, στην εισαγωγή του έργου, να βάλουν στο στόχαστρό τους την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, και να προκρίνουν μια ουδέτερη κι αυστηρά επιστημονική προσέγγιση, ανεπηρέαστη από συναισθηματικούς ή ιδεολογικούς παράγοντες, που καταλήγουν σε μεροληψία υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Στα πλαίσια αυτά, οριοθετούνται απέναντι σε δύο αντίθετες «ιδεολογικές» ιστοριογραφικές σχολές. Αφενός, απέναντι σε αυτή της Δεξιάς εθνικοφροσύνης, που, για να υπερασπιστεί τη νομιμότητα του μετεμφυλιακού κράτους διώξεων και αποκλεισμού της Αριστεράς, αρνείται τον πατριωτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ και της εαμικής αντίστασης, την οποία θεωρεί απλά το πρώτο στάδιο του οργανωμένου σχεδίου των κομμουνιστών να αυξήσουν την επιρροή τους και να καταλάβουν βίαια την εξουσία μεταπολεμικά, προκειμένου η χώρα να γίνει λαϊκή δημοκρατία σταλινικού τύπου(θεωρία των «τριών γύρων»). Έτσι, η εγκληματική βία των ένοπλων δωσιλόγων και ποικίλων ακροδεξιών συμμοριών, αγνοείται ή δικαιολογείται ως «νόμιμη άμυνα» απέναντι στη βία της «εθνοπροδοτικής» αριστεράς. Αφετέρου, απέναντι στην αριστερή ιστοριογραφική σχολή, η οποία θεωρείται σχεδόν απόλυτα κυρίαρχη από τη μεταπολίτευση και μετά, και στην οποία καταλογίζεται, με ποικίλες αποχρώσεις, μια εξίσου στερεοτυπική «αγιογραφική» απεικόνιση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αργότερα του ΔΣΕ ως αυθόρμητης και εθελοντικής λαϊκής κινητοποίησης για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, που τείνει να αντιλαμβάνεται τον εμφύλιο ως αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης Αγγλίας και ΗΠΑ, εναντίον της προοπτικής της σοσιαλιστικής εξουσίας και της κοινωνικής αλλαγής, και σε αγαστή συνεργασία με τις χρεοκοπημένες αστικές δυνάμεις και τους δωσίλογους που ενσωματώθηκαν στον «εθνικό κορμό».

  Μια πρώτη παρατήρηση που μπορεί κανείς εύκολα να κάνει, είναι πως οι συγγραφείς, αν και θεωρούν εξίσου αθέμιτες και τις δύο ακραίες, όπως τις χαρακτηρίζουν, προσεγγίσεις, εντούτοις, στα 4/5 περίπου του βιβλίου, ασχολούνται αποκλειστικά και με επιμονή με τη λεπτομερή αποδόμηση μόνο της «αριστερής» οπτικής, και μάλιστα σε πολύ οξείς τόνους, με ιδιαίτερη και σε μεγάλο βαθμό απαξιωτική αναφορά στο έργο του κομμουνιστή ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη, την επιστημονική επάρκεια του οποίου είμαι σε θέση να γνωρίζω ο ίδιος, καθώς με δίδαξε στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Ταυτόχρονα, η κριτική της «εθνικόφρονος» σχολής, περιορίζεται σε λίγες παραγράφους, σε σύνολο 500 περίπου σελίδων. Αυτή η συντριπτική, ποσοτική και όχι μόνο, ανισορροπία, είναι μια πρώτη σοβαρή ρωγμή στην εικόνα αμεροληψίας που θέλουν να καλλιεργήσουν για τον εαυτό τους οι δύο αστοί ακαδημαϊκοί

 Επί της ουσίας, από καθαρά ιστορική-επιστημονική άποψη, οι συγγραφείς διαπράττουν τρία σοβαρά ατοπήματα, στα οποία ωθούνται σαφώς από την ιδεολογική τους τοποθέτηση.              

  Πρώτον, διατείνονται ανακριβώς και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, πως το ΕΑΜ και ιδιαίτερα ο ΕΛΑΣ, ως στρατιωτικό σκέλος του, ελεγχόταν άμεσα και σχεδόν απόλυτα, με δευτερεύουσας σημασίας εξαιρέσεις, από την ηγεσία του ΚΚΕ, κι εφάρμοζε πιστά τις εκάστοτε τακτικές και στρατηγικές επιλογές της τελευταίας. Αυτή η απόλυτη ταύτιση βεβαίως διαψεύδεται σε επίπεδο μάλιστα κορυφής, με τη σύγκρουση του Άρη Βελουχιώτη ως αρχηγού του ΕΛΑΣ, με την κομματική ηγεσία, ως προς την ανάγκη ή μη συμβιβασμού με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά την απελευθέρωση, και κυρίως, ως προς την τήρηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας και του αφοπλισμού του αντάρτικου. Η σύγκρουση αυτή, όπως είναι γνωστό, οδήγησε στην αποκήρυξη του Βελουχιώτη από το ΚΚΕ, την πολιτική του απομόνωση, την αυτοκτονία του και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Είναι προφανές πως τα επίδικα ζητήματα, στα οποία εκτενώς αναφέρονται και οι Μαραντζίδης-Καλύβας, κάθε άλλο παρά δευτερεύοντα ήταν ως προς τις συνέπειές τους. Είναι επίσης προφανής η πολιτική σκοπιμότητα αυτής της ηθελημένης ανακρίβειας, δηλαδή η υποβάθμιση της διαιρετικής τομής Αντίστασης-Συνεργασίας και η ανάδειξη ως κυρίαρχης της τομής εθνικοφρόνων-κομμουνιστών ήδη από την περίοδο της Κατοχής κι όχι μόνο του Εμφυλίου. Αυτή ή χρονική μετατόπιση και σχετικοποίηση του διαχωρισμού των δύο περιόδων(εξ’ ου και η συχνή χρήση της φράσης «κατοχικός εμφύλιος»), συνιστά έμμεση αμφισβήτηση του καθαρά πατριωτικού-εθνικοαπελευθερωτικού  χαρακτήρα της εαμικής αντίστασης, δια της υπαγωγής της στα όποια «επαναστατικά» σχέδια του ΚΚΕ, και ταυτόχρονα έμμεση επίσης άμβλυνση του προδοτικού χαρακτήρα του δωσιλογισμού, και υποβάθμιση της στρατηγικής του συμπόρευσης με αντιεαμικό αστικό μπλοκ.

  Δεύτερον, εκφράζεται η βεβαιότητα πως τυχόν επικράτηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, θα κατέληγε στην επιβολή σοβιετικού, και δη σταλινικού, καθεστώτος. Ούτε το καταστατικό ούτε η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την κατοχική περίοδο, υποδείκνυε, έστω και έμμεσα, ένα τέτοιο σκοπό(ως καταστατικοί στόχοι ετίθεντο η αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας, η εδραίωση δια εκλογών ομαλής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως εγγύησης των πολιτικών-κοινωνικών δικαιωμάτων, και η επίλυση του πολιτειακού μέσω ελεύθερου και αδιάβλητου δημοψηφίσματος, ενώ το ΕΑΜ συμμετείχε σταθερά σε όλες τις μείζονες συμμαχικές συνδιασκέψεις και συμφωνίες, καθώς και στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γ. Παπανδρέου). Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι ακόμα και σε βαλκανικές χώρες όπου επικράτησαν αμιγώς κομμουνιστικά κινήματα(Αλβανία, Γιουγκοσλαβία), η φυσιογνωμία αυτών των καθεστώτων ήταν κάθε άλλο παρά ομοιογενής, και η πρόσδεση στις επιλογές της ΕΣΣΔ κάθε άλλο παρά αυτονόητη. Ενδεικτική είναι η ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948, και η μεγάλη διαφορά μεταξύ της γιουγκοσλαβικής και της αλβανικής πολιτικής έναντι εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Συνεπώς, στην περίπτωση του ΕΑΜ, το οποίο, παρά την εμμονή των συγγραφέων για το αντίθετο, δεν ήταν αμιγώς κομμουνιστικό, είναι ακόμα περισσότερο έωλο το να προδικάζει κανείς τη συγκεκριμένη μορφή καθεστώτος και τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα επικρατούσαν. Οι συγγραφείς γνωρίζουν καλά πως η ιστορία δε γράφεται με «αν», αλλά κι εδώ το αγνοούν προκειμένου, και πάλι έμμεσα, να υποστηριχθεί η αστική δεξιά προπαγάνδα περί «κομμουνιστικού κινδύνου».

   Το τρίτο ατόπημα, ίσως το πλέον προκλητικό, που εκθέτει ανεπανόρθωτα το επιστημονικό κύρος του έργου, είναι η διαπίστωση πως η αμερικανική παρέμβαση κι η επικράτηση του «εθνικού στρατού» στον εμφύλιο, διασφάλισε την εδραίωση φιλελεύθερων πολιτικών θεσμών και αστικών ελευθεριών στη χώρα(!). Κι αυτό ενώ την ίδια στιγμή γίνονται παραδεκτές οι διώξεις οι εκτελέσεις, οι εξορίες και οι ποικίλοι θεσμικοί και κοινωνικοί αποκλεισμοί εις βάρος χιλιάδων πολιτών, αριστερών, «συμπαθούντων», αλλά και κεντρώων, με μόνη την υποψία πως δεν ήταν αρκούντως «εθνικόφρονες». Αρκεί κανείς να επισημάνει την εκλογική παρωδία που στήθηκε το 1961 με ηθικό και πολιτικό αυτουργό τον «εθνάρχη» Καραμανλή, όπου, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω ενίσχυση της ΕΔΑ, «ψήφισαν και τα δέντρα», τη δολοφονία Λαμπράκη από το ακροδεξιό (παρα)κράτος το 1963, ή το βασιλικό πραξικόπημα που οδήγησε στην πολιτειακή κρίση του 1965, κι απολύτως ευθύγραμμα, στην αυταρχική κλιμάκωση του 1967, την οποία οι Μαραντζίδης-Καλύβας αντιμετωπίζουν ως απλή «διακοπή» της «σταδιακής διαδικασίας εκδημοκρατισμού». Το τι σχέση έχουν όλα αυτά με το φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία μόνο επιστημονικές ιδιοφυίες σαν τους συγγράφεις μας μπορούν να το εξηγήσουν. Για όλους εμάς τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, δέσμιους της «αριστερής ιδεοληψίας», παραμένει ακατανόητο.

  Εκεί όμως που εγκαταλείπεται κάθε πρόσχημα αμεροληψίας, και αποκαλύπτεται σε όλη της την ένταση η ιδεολογική στράτευση των δύο ακαδημαϊκών, είναι στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου εξετάζεται η κληρονομιά του εμφυλίου. Αφού επαναληφθεί το γνωστό αφήγημα περί «ιδεολογικής ηγεμονίας» της αριστεράς στη μεταπολίτευση, ως απόδειξη της οποίας μάλιστα αναφέρεται το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων ιστορίας, χωρίς κανένα σχετικό τεκμήριο, ακολουθούν οι χιλιοειπωμένες γενικότητες περί «υπέρβασης του διχασμού», «εθνικής ενότητας» και «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται». Και το αποκορύφωμα έρχεται με τον ευθύ παραλληλισμό της εμφυλιακής περιόδου, με την περίοδο επιβολής των μνημονίων, στις οποίες η βία των «δύο  άκρων» (ΕΑΜ και μοναρχική Δεξιά τότε, αντικαπιταλιστική αριστερά και νεοναζιστική ΧΑ σήμερα), καλλιέργησε διχαστικό κλίμα επικίνδυνο για τη δημοκρατία και τορπίλισε την  «μετριοπαθή συναίνεση», για τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις»(βλ. μνημόνια). Δηλαδή πλήρης ευθυγράμμιση με τη ρητορική των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που επέβαλλαν τα μνημόνια, σκόπιμη απόκρυψη της ταξικής τους λειτουργίας ως βίαιης αναγκαστικής αναδιανομής πλούτου εις βάρος των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, και καταδίκη όλων των αντιδράσεων των πληττόμενων στρωμάτων ως ακραίων και διχαστικών.  Μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί η επίκληση των συνθημάτων «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς» και «στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε άμμο», ως τεκμηρίων της «μαυροκόκκινης βίας». Όπως οι δωσίλογοι αθωώθηκαν και νομιμοποιήθηκε έμμεσα η ενσωμάτωσή τους στον κρατικό μηχανισμό, ως αντίδραση στην «κόκκινη βία» του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ, έτσι και σήμερα οι χιτλερικοί νοσταλγοί τους «ξεπλένονται», ως το ανεστραμμένο είδωλο του «αριστερού άκρου», και αγνοείται παντελώς η οργανική τους σύνδεση με τον πυρήνα του αστικού κρατικού μηχανισμού(αστυνομία, στρατό, δικαιοσύνη εκκλησία), που τους συντηρεί και τους δυναμώνει.

   Συμπερασματικά, το έργο των Μαραντζίδη-Καλύβα για τον εμφύλιο, είναι μια συγκαλυμμένη αλλά ουσιαστικά άτσαλη μεταφορά του ιδεολογήματος των «δύο άκρων» στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης, με σαφή στόχευση την ηθική δικαιολόγηση της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής μέσω των μνημονίων. Συνιστά μια ελαφρώς εκλεπτυσμένη εκδοχή της μεταπολιτευτικής δεξιάς οπτικής για τα γεγονότα, που με ελάχιστες τροποποιήσεις θα μπορούσε να σταθεί επάξια ως απολογία του αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος. Πρόκειται ουσιαστικά για μετέωρο βήμα, αδύνατη ισορροπία, μεταξύ (επιφανειακής) επιστήμης και ιδεολογικής προπαγάνδας, που καταλήγει να γέρνει ολοκληρωτικά προς τη δεύτερη. 

Ετικέτες