Είναι απολύτως σωστό ότι χωρίς τη ρήξη με το ευρώ δεν μπορεί να ανατραπεί η λιτότητα, να διαγραφεί το χρέος, να εφαρμοστεί οποιοδήποτε πρόγραμμα αντεπίθεσης των εργαζόμενων εις βάρος του κεφαλαίου.
Το κομβικό σημείο του προγράμματός μας που λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες ακραίας καπιταλιστικής Κρίσης, είναι ακριβώς ότι το μεταβατικό πρόγραμμα που κληρονομήσαμε από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου δεν μπορεί να υλοποιηθεί με την ανοχή του κεφαλαίου. Γι’αυτό χρειάζεται να αποσαφηνίζουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν ή υποψιάζονται, ειδικά μετά το 2015: για να αποκατασταθούν τα χαμένα δικαιώματα, δεν μπορεί να υπάρξει ειρηνικός, «έντιμος» συμβιβασμός με το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο, άρα χρειάζεται αφαίρεση των οικονομικών και πολιτικών εξουσιών του και μεταφορά τους στους εργαζόμενους και το λαό –με ενδεχόμενο όπλο τους μια κυβέρνηση δεσμευμένη σε αυτήν την στρατηγική. Επομένως, το νόμισμα είναι ένα μόνο εργαλείο για αυτήν την στρατηγική και μάλιστα όχι το σπουδαιότερο: για παράδειγμα, η εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων της παραγωγής ή ο συνδυασμός του κρατικού ελέγχου με τον εργατικό, είναι σημαντικότερα -και δυσκολότερα- καθήκοντα από τον έλεγχο του νομίσματος, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δεν συντηρούνται με κέρματα αλλά με προϊόντα της παραγωγής.
Η καμπάνια που έχει ξεκινήσει η ΛΑΕ δεν κινείται τώρα σε τέτοια κατεύθυνση. Βρίσκει κανείς φραστικά ίχνη της ταξικής λογικής ενός μεταβατικού προς το σοσιαλισμό προγράμματος («θα πλήξει μόνο μια κεφαλαιακή ολιγαρχία…» κ.α.). Ωστόσο, από την όλη ανάλυση λείπει αυτή η λογική, ενώ είτε αποδίδονται στο νόμισμα ιδιότητες που δεν έχει από μόνο του, είτε υπονοείται μια ειρηνική, θεσμική, εντός του αστικού πλαισίου διευθέτηση των λαϊκών προβλημάτων. Τα οποία ουσιαστικά φέρονται να ταυτίζονται με εκείνα της εθνικής -καπιταλιστικής- οικονομίας.
Η εθνική οικονομία
Η σύγχυση που προκαλεί η επίκληση της «εθνικής οικονομίας» και η θεσμική-νομισματική διαχείριση της Κρίσης, εκφράζεται εμφανώς κατά την υπόσχεση μετατροπής σε δραχμές όλων των δανειακών υποχρεώσεων ιδιωτών και εταιρειών προς τις -κρατικοποιημένες θεωρούμε- τράπεζες. Η υποτίμηση της δραχμής που το κείμενο δεν αρνείται, σημαίνει έμμεσο χάρισμα μέρους των χρεών που οφείλουν στο δημόσιο ΟΛΟΙ αδιακρίτως: από τον βιοπαλαιστή ως τον εφοπλιστή και από τον περιπτερά ως την ελληνική πολυεθνική. Μια τέτοια διαταξική «σεισάχθεια», δεν έχει σχέση με αλλαγή του συσχετισμού υπέρ του λαού και εις βάρος του κεφαλαίου, ενώ όποιος εκ των δύο έχει πρόσβαση σε ξένο συνάλλαγμα θα επωφεληθεί από αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για την άμεση (όχι μέσω υποτίμησης) διαγραφή χρεών των επιχειρήσεων που θα παραμείνουν ιδιωτικές: προτείνεται ρητά να υπάρξει κάτι τέτοιο για να κρατηθούν οι θέσεις εργασίας. Μα ποιος θα κληθεί να πληρώσει το κόστος; Και για ποιον λόγο να διαγραφούν τα χρέη μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων και να μην χρησιμοποιηθούν ως επικοινωνιακό, πολιτικό και λογιστικό όπλο για να περάσουν αυτές σε κρατικό ή εργατικό έλεγχο; Γιατί να επιβραβευτούν οι μπαταχτσήδες του μεγάλου κεφαλαίου και να συνεχίσει να τους αναγνωρίζεται το «δικαίωμα» σε «δανεικά κι αγύριστα» εκβιάζοντας με απολύσεις; Η δε ασφαλιστική δικλείδα του «σε βάθος διαχειριστικού ελέγχου» συνιστά διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρα, αλλά και αναξιόπιστη με τον υπάρχοντα διεφθαρμένο ελεγκτικό μηχανισμό.
Ο ειρηνικός-θεσμικός χαρακτήρας της πρότασης φαίνεται και στην μέθοδο κρατικοποίησης των τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων: μέσω της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου τους από το κράτος. Και τι θα γίνει με τις ιδιωτικές τράπεζες που δεν είναι «συστημικές» και δεν έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί επαρκώς ώστε το δημόσιο να «δικαιούται» πολλές μετοχές; Θα παραμείνουν ιδιωτικές και πρακτικά ανεξέλεγκτες να δίνουν θαλασσοδάνεια και να επιτρέπουν την εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό; Ή μήπως θα πρέπει ανεξαρτήτως μετοχικής σύνθεσης και ανακεφαλαιοποίησης να περιέλθει σε κρατική ιδιοκτησία τάχιστα, με μια νομοθετική πράξη, όλο το τραπεζικό σύστημα, όπως και στρατηγικής σημασίας λοιπές επιχειρήσεις;
Ο στόχος που υιοθετείται περί ανταγωνιστικότητας της «χώρας» ή της «οικονομίας» ή της «Ελλάδας», έχει κατ’ουσίαν το ίδιο πρόβλημα: επικεντρώνει να ενισχύσει την ελληνική οικονομία -και τους διαχειριστές της- έναντι των άλλων εθνικών οικονομιών και όχι τους εργαζόμενους έναντι του κεφαλαίου. Αν η Ελλάδα ήταν χώρα σοσιαλιστική, χωρίς ταξικά χάσματα και ανισότητες, τότε η συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας θα είχε ίσως, για ένα διάστημα, κάποιο φιλολαϊκό νόημα. Όμως, προφανώς απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά είναι ασύμβατη με αυξήσεις σε μισθούς και εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές.
Το νόμισμα
Κινητήρας αυτής της εθνικής επανεκκίνησης της οικονομίας θεωρείται η νομισματική υποτίμηση –για αυτό και το νόμισμα από ένα εργαλείο αναβαθμίζεται στο κεντρικό εργαλείο. Όμως, «η νομισματική αναχρηματοδότηση των ελλειμμάτων», «η ενίσχυση της εθνικής παραγωγικής βάσης», «το κύμα ρευστότητας με χαμηλά επιτόκια», «ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα τόσο στο σκέλος των δημόσιων επενδύσεων, όσο και στην χρηματοδότηση των μικρομεσαίων», όλοι αυτοί οι τεράστιοι στόχοι (που μάλιστα θα επιτευχθούν άμεσα) είναι δυνατόν να στηριχθούν μόνο ή κυρίως στη δυνατότητα εκτύπωσης νομίσματος; Αν είναι τόσο απλό, γιατί δεν το κάνουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές; Αν η απάντηση στο προηγούμενο είναι ότι οι δικοί μας είναι υποταγμένοι στην ΕΕ-το σωστό είναι ότι έχουν συμφέροντα από την πρόσδεση στο ευρώ- γιατί δεν τα κάνουν οι άλλοι που έχουν δικά τους νομίσματα, αλλά εξακολουθούν να βασανίζονται από την κρίση και φυτοζωούν μεταξύ ύφεσης και μηδενικής ανάπτυξης;
Γίνεται λόγος για σχεδιασμένη υποτίμηση που θα τονώσει την εγχώρια παραγωγή, τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Όμως, όλοι ξέρουν ότι οι υποτιμήσεις δεν γίνονται μόνο από τα κράτη που τις σχεδιάζουν, αλλά και από άλλος παράγοντες της διεθνούς αγοράς. Παρομοίως, αν οι εμπορικοί εταίροι της χώρας αποφασίσουν, για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, να ορθώσουν δασμολογικά εμπόδια στις ελληνικές εξαγωγές, πράγμα πολύ πιθανό αν μιλάμε για μια Ελλάδα της εργασίας που οδηγεί την αντικαπιταλιστική πάλη, τότε οι ελληνικές εξαγωγές θα καταλήξουν να μειωθούν. Πέρα από την άμεση αντίδραση, π.χ. των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αυτές και μακροπρόθεσμα θα τείνουν να υιοθετήσουν ως απάντηση αντίστοιχες προστατευτικές πολιτικές (υποτίμησης ή άλλες) –πάντα καταλήγοντας σε μείωση των ελληνικών εξαγωγών. Το ίδιο πιθανό είναι να μειωθεί ο τουρισμός σε σκηνικό πολιτικής αστάθειας, όπως γίνεται σε σειρά χωρών με «μαλακό» νόμισμα (από την Τουρκία ως την Τυνησία). Εκτός αν προσδοκούμε πολιτική ομαλότητα για την υλοποίηση του προγράμματός μας.
Τέλος, δεν διευκρινίζεται σε βάρος ποιων θα γίνει η όποια μείωση των εισαγωγών (και η αύξηση των εξαγωγών). Αν υποχρεωθεί ο έλληνας εργαζόμενος να πληρώνει διπλή τιμή για το προϊόν ενός έλληνα καπιταλιστή αντί για ένα ίδιο προϊόν του ξένου καπιταλιστή που αγόραζε παλιότερα, αυτό αποκαλείται ταξικό πλήγμα εις βάρος του –εκτός αν αποκαλείται εθνική θυσία. Βεβαίως, υπάρχει τρόπος ως και μια σοβαρή (αλλά πρόσκαιρη) εμπορική περιθωριοποίηση της χώρας να αντιμετωπιστεί προς όφελος του εργαζόμενου: μόνο αν αφαιρεθεί με κάθε μέσο πλούτος από το κεφάλαιο για να καλυφθεί το κόστος στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών. Ο συνδυασμός φορολογίας στις επιχειρήσεις, ΑΤΑ, διατίμησης των προϊόντων, κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο και βασικούς οικονομικούς κλάδους, μπορούν να κινηθούν σε τέτοια κατεύθυνση. Αλλά αυτά σημαίνουν κήρυξη πολέμου και Μνημονίου εις βάρος του κεφαλαίου –και δεν αναφέρονται στο φυλλάδιο της ΛΑΕ. Αντίθετα, αναφέρεται ότι η υποτίμηση θα μείνει ελεγχόμενη λόγω του θετικού… ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που έχει γίνει θετικό από τα Μνημόνια εις βάρος του λαού! Είναι για τέτοιους λόγους που, σε αντίθεση με τον πρόλογο του φυλλαδίου, υπάρχουν διεθνή κέντρα που βλέπουν θετικά το Grexit, από γερμανούς χριστιανοδημοκράτες πολιτικούς μέχρι τον Πρόεδρο Τραμπ.
Το πρόγραμμα προσδιορίζει τη σχέση μας με τον κόσμο
Η ΛΑΕ δεν χρειάζεται μια καμπάνια που κόντρα στην τρομοκράτηση για τη δραχμή να καλλιεργεί τον εφησυχασμό και την ανάθεση, απαλείφοντας επικίνδυνα τις ταξικές πραγματικότητες στο διεθνές εμπόριο, την εγχώρια παραγωγή και το κράτος. Χρειάζεται όμως μια πολιτική εκστρατεία που να καλλιεργεί την ανάγκη στράτευσης, να αποσαφηνίζει ποιος θα πληρώσει την οικονομική κρίση για όφελος ποιας τάξης και τα μέτρα με τα οποία θα αφαιρεθούν οικονομικές και πολιτικές εξουσίες από το κεφάλαιο. Όπως και τον τρόπο για να συσσωρευτούν και να οργανωθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον και μπορούν να υλοποιήσουν τέτοια μέτρα, τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα. Άρα η ΛΑΕ χρειάζεται μια ολιστική αντιμετώπιση της συγκυρίας, αφενός εκλαϊκεύοντας το μεταβατικό, προς τον αναγκαίο σοσιαλισμό, πρόγραμμα και αφετέρου συσπειρώνοντας δυνάμεις για την πρακτική αντίσταση στα νέα Μνημόνια που έρχονται.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει να προασπιστεί την ταξική ανεξαρτησία των «από κάτω» απέναντι σε εκδόσεις «εθνικής ανεξαρτησίας» που εννοούν νέα αντιλαϊκά μέτρα, προκειμένου να επιβιώσει το ελληνικό κεφάλαιο στον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι βέβαιο ότι τα μέλη της ΛΑΕ διαισθάνονται τους κινδύνους όρων και στόχων όπως η ανταγωνιστικότητα και η εξαγωγική οικονομία και τείνουν πάντα στην ταξική παρά αναπτυξιακή ερμηνεία της αντίθεσης με τα Μνημόνια. Το ζητούμενο είναι αν θα καταφέρουν να επαναφέρουν στην «τάξη» -με κάθε έννοια- την κεντρική εκφώνηση. Διαφορετικά, το διαμορφούμενο ρεύμα κατά του ευρώ κινδυνεύει, με χειρισμούς των κυρίαρχων, να αποκοπεί από την αντιστροφή της υπερλιτότητας, να καταντήσει αδειανό πουκάμισο στα χέρια ενός νέου επικοινωνιακού ελιγμού του ελληνικού καπιταλισμού, με αφήγηση εθνικής επανεκκίνησης και πατριωτικών θυσιών αυτή τη φορά.