Ήταν τα γεγονότα του 1974 μια «προδοσία» και «εθνική τραγωδία»; Είναι το Κυπριακό ένα πρόβλημα «εισβολής και κατοχής»; (και άλλα τετριμμένα παραμύθια του ελληνικού εθνικισμού)
Η δήλωση Μιχαλολιάκου πως «ΚΑΙ η Χούντα το 1974 πρόδωσε την Κύπρο» είναι μηδενικής αξίας και σοβαρότητας, όπως και κάθε άλλη τοποθέτηση φασίστα. Όμως, αν και αποτελεί γελοία αφορμή, μπορεί να πυροδοτήσει την κουβέντα για μια πολύ σοβαρή συζήτηση: Τι συνέβη στην Κύπρο το 1974; Ποιοι είναι υπεύθυνοι για τον πόλεμο που οδήγησε στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους στο νησί μέσα σε λίγες εβδομάδες; Μπορεί να λυθεί σήμερα το Κυπριακό και πώς; Και, το κυριότερο, ποια μπορεί να είναι η σωστή στάση της Αριστεράς στο Κυπριακό; Τι προτείνουμε εμείς;
Το 1974 ήταν η κορύφωση και όχι η αρχή του δράματος
Επαναλαμβανόμενες αναφορές στα γεγονότα του ’74 από την ελληνική αρθρογραφία ξεκινούν με το χρονικό της εισβολής του τουρκικού στρατού που μπήκε σε μια ανεξάρτητη, ειρηνική χώρα για να την καταλάβει. Το συμπέρασμα αυτής της εξιστόρησης είναι τόσο αναμενόμενο, που προκαλεί πλέον ανία και χασμουρητά: «Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής». Αυτή η φράση κλισέ είναι ακριβώς η ίδια είτε ο αρθρογράφος είναι ακροδεξιός είτε σοσιαλδημοκράτης είτε ακόμη και αριστερός.
Μια, λίγο πιο ρεαλιστική, παραλλαγή αυτής της εξιστόρησης κάνει αναφορά και στο πραξικόπημα που έγινε στην Κύπρο στις 15 Ιούλη 1974, πέντε ημέρες πριν από την είσοδο του τουρκικού στρατού: Ο ελληνικός στρατός, που βρισκόταν ως «εγγυήτρια δύναμη» στην Κύπρο, ανέτρεψε -με αιματηρό πραξικόπημα- την κυβέρνηση Μακάριου και επέβαλε έναν φασίστα-δολοφόνο, τον Σαμψών, ως δικτάτορα του νησιού. Η αναφορά εδώ καταλήγει στις ευθύνες της ελληνικής Χούντας των συνταγματαρχών που «πρόδωσε» την Κύπρο.
Η συνέχεια περνά συνήθως στα ψιλά: μια μεγάλη πόλη του νησιού, η Πάφος, εξεγείρεται κατά των φασιστών πραξικοπηματιών και κατασφάζεται από τον ελληνικό στρατό και τους ελληνοκύπριους φασίστες - με εκατοντάδες νεκρούς σε μία μόνο μέρα. Οι πραξικοπηματίες, για να τονώσουν το «εθνικό αίσθημα» των ελληνοκυπρίων, δηλαδή για να ξαναδεθούν με τον ελληνικό πληθυσμό, αρχίζουν τα μαζικά πογκρόμ κατά των γνωστών εξιλαστήριων θυμάτων: Σε όλο το νησί, οι τουρκοκύπριοι, πολίτες β΄ κατηγορίας, δολοφονούνται συστηματικά και θάβονται σε ομαδικούς τάφους.
Μέσα σ’ αυτό το κρεσέντο αίματος ήταν που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Κύπρο στις 20 Ιούλη 1974, αξιοποιώντας το γεγονός ότι και αυτός ανήκε στις «εγγυήτριες δυνάμεις» της Συνθήκης της Ζυρίχης, με την οποία έγινε ανεξάρτητη η Κύπρος.
Όμως οι φασίστες που έκαναν το πραξικόπημα κατά του Μακάριου δεν έπεσαν ξαφνικά από τον ουρανό. Ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ακριβώς ένας φιλόξενος και ειρηνικός τουριστικός προορισμός, όπως τον παρουσιάζει η ελληνική αρθρογραφία.
Η Κύπρος πριν από τον πόλεμο του 1974 έμοιαζε περισσότερο με την κατεχόμενη Παλαιστίνη ή τη Βόρεια Ιρλανδία. Οι τουρκοκύπριοι, σχεδόν 20% του πληθυσμού, ζούσαν σε ξεχωριστούς «θύλακες», όπως ονομάζονταν, στο 4% του εδάφους του νησιού και σε ελεεινές συνθήκες. Το (ελληνικό) Κυπριακό κράτος απαγόρευε την εισαγωγή μέσα στους θύλακες των λεγόμενων «στρατηγικών υλικών». Σ΄ αυτά περιλαμβάνονταν το τσιμέντο, η ξυλεία και γενικά τα οικοδομικά υλικά, οι αντρικές κάλτσες(!) και συχνά τα τρόφιμα. Οι θύλακες - κολαστήρια των Τουρκοκυπρίων ήταν προθάλαμος της μετανάστευσής τους στο εξωτερικό ή της εξόντωσής τους από τους ελληναράδες τουρκοφάγους, πράγμα που συνέβη αρκετές φορές τη δεκαετία πριν από την απόβαση του τουρκικού στρατού. Διότι τη δωδεκαετία πριν επέμβει η Τουρκία, η Κύπρος ήταν κάτω από το απόλυτο έλεος του ελληνικού και ελληνοκυπριακού εθνικισμού, με την Αριστερά, το ΑΚΕΛ συγκεκριμένα, το υποτιθέμενο Κομμουνιστικό Κόμμα του νησιού, να έχει δεθεί πρόθυμα στο άρμα της «εθνικής ενότητας»…
Ο μύθος του αθώου θύματος
Είναι κοινά διαδεδομένος μύθος, ακόμη και μεταξύ του κόσμου της Αριστεράς, πως η Ελλάδα (και η Κύπρος) ήταν πάντα στο στόχαστρο των μεγάλων δυνάμεων, πως τάχα οι Έλληνες βρίσκονταν πάντα στον ρόλο του αμυνόμενου απέναντι στις ξένες επιβουλές κλπ.
Όμως η ελληνική «εθνική ιδέα» κρύβει πολλούς σκελετούς στη ντουλάπα της: Τα τρομακτικά εγκλήματα του ελληνικού «εθνικού» κράτους και στρατού ενάντια στον ξεσηκωμένο λαό τη δεκαετία του ’40 στα Δεκεμβριανά και στον εμφύλιο, τα στρατοδικεία με τους χιλιάδες εκτελεσμένους κομμουνιστές και η Μακρόνησος δεν ήταν μια τυχαία παράκρουση. Όλα αυτά ανήκουν σε μια μεγάλη παράδοση παλιανθρωπιάς και μαζικών εγκλημάτων της ελληνικής αστικής τάξης ενάντια στον εχθρό-λαό αλλά και ενάντια σε υπόδουλα έθνη, όπως τα μέλη της μακεδονικής και της τουρκικής μειονότητας.
Η γνωριμία με την πραγματική ιστορία του Κυπριακού είναι μια ευκαιρία αυτογνωσίας εξαιρετικά πολύτιμη. Επειδή η στάση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης απέναντι στα εγκλήματα της «δικιάς της» αστικής τάξης είναι αποφασιστικός δείκτης της ωριμότητάς της. Και κανένας άνθρωπος και καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να αλλάξουν τον κόσμο, αν πρώτα δεν κοιταχτούν κατάματα στον καθρέφτη και πουν τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη από την αγγλική αυτοκρατορία το 1959. Είχε προηγηθεί ένας πολύχρονος αντιαποικιακός ταξικός αγώνας δεκαετιών, και των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων εργατών και εργατριών με επικεφαλής το παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η μεγάλη απήχηση της Αριστεράς και η μαζικότητα των συνδικάτων και στις δύο κοινότητες της Κύπρου έχει τις ρίζες της σ’αυτή την εποχή.
Αρωγοί στην αιματηρή καταστολή του εργατικού κινήματος από το αγγλικό στρατό κατοχής, στάθηκαν δύο ακροδεξιές οργανώσεις, η ελληνική ΕΟΚΑ και η τουρκική Volkan (η μετέπειτα TMT του Ντενκτάς). Η ΕΟΚΑ, που έκανε –υποτίθεται- ανταρτοπόλεμο κατά των Άγγλων, κυρίως δολοφονούσε συστηματικά Τουρκοκύπριους και ακόμη πιο στοχοπροσηλωμένα εξόντωνε τους ελληνοκύπριους κομμουνιστές και τα συνδικαλιστικά στελέχη. Αρχηγός της ΕΟΚΑ είχε διοριστεί, κατευθείαν από την Ελληνική κυβέρνηση, ο Γρίβας, ο ιδρυτής της δοσιλογικής οργάνωσης Χ στην Κατοχή, που έπαιρνε όπλα από τους Ναζί για να πολεμά τον ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Συνεχίζοντας την πετυχημένη καριέρα του κομμουνιστοφάγου, ο Γρίβας και τα στελέχη του που ήταν αξιωματικοί του ελληνικού στρατεύματος, δεχόντουσαν περιορισμένη καταστολή από τον Αγγλικό στρατό κατοχής, μια και θεωρούνταν διαχειρίσιμο πρόβλημα σε σχέση με το εργατικό κίνημα και τους Κομμουνιστές.
ΕΟΚΑ και Volkan έκαναν τα πάντα για να χωρίσουν τις δύο κοινότητες με αίμα. Αλλά το αποφασιστικό χτύπημα στην ενότητα των εργαζομένων των δύο κοινοτήτων δεν το έδωσαν οι φασίστες, αλλά η σταλινική ηγεσία. Το ΑΚΕΛ, όπως ονομάστηκε η νόμιμη έκφραση του Κομμουνιστικού Κόμματος, παρόλο που ήταν μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, διέθετε ηγεσία πρόθυμη να ανακαλύψει την εθνική στρατηγική. Τα επόμενα χρόνια το ΑΚΕΛ θα τρέξει πρόθυμα να κάνει μέτωπο με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, παίζοντας κάποιες φορές και με την ιδέα της ένωσης με την Ελλάδα, αλλά κυρίως στηρίζοντας την προοπτική της ανεξαρτησίας.
Η ιδέα της ανεξαρτησίας ταίριαξε μια χαρά με τα συμφέροντα των ελληνοκύπριων αστών. Τα κεφάλαιά τους είχαν περισσότερες προοπτικές στη Μεσόγειο και τον κόσμο, αν δεν δένονταν με τις υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Οι ελληνοκύπριοι αστοί, που σύντομα θα διαθέτουν τον 4ο μεγαλύτερο εμπορικό στόλο του πλανήτη, θέλουν ελεύθερα τα χέρια για μπίζνες και με τη Ρωσία και τους δορυφόρους της, αλλά και με τον αραβικό κόσμο. Ταυτόχρονα, χρειάζονται ένα ισχυρό κράτος στο νησί – εφαλτήριο των εξορμήσεών τους.
Το μεγαλύτερο καπιταλιστικό κονσόρτσιουμ στην Κύπρο, και μακράν ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης καλλιεργήσιμης γης, ήταν και είναι η Εκκλησία της. Ταυτόχρονα, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ήταν η μόνη σοβαρή πολιτική δύναμη με πραγματικές σχέσεις με τον κόσμο, που μπορούσε να σταθεί ανταγωνιστικά στο ΑΚΕΛ. Αυτή η Εκκλησία είχε ασύλληπτα προνόμια επί Οθωμανών και είχε δεχτεί σοβαρούς περιορισμούς της δύναμής της επί Αγγλικής κατοχής. Έτσι, η Εκκλησία της Κύπρου, η «Εθναρχία», ήταν ένθερμη υποστηρίκτρια του αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα αρχικά και κατόπιν για ανεξαρτησία.
Ηγετική μορφή της Εκκλησίας και του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου στάθηκε ένας ιεράρχης, ο Μακάριος, επίσκοπος Κίτρους. Στα νιάτα του υπήρξε φανατικό μέλος της οργάνωσης Χ του Γρίβα, ενώ ήταν διάκονος στην Αθήνα και αρθογράφος αντικομμουνιστικών λίβελλων. Στον εμφύλιο περιόδευε στη Μακρόνησο, ευλογώντας τους βασανιστές, αλλά και στο Βίτσι, βγάζοντας λόγους στον «εθνικό» στρατό. Στην Κύπρο εξελίχθηκε σε ηγέτη του αστικού στρατοπέδου ικανό να ελίσσεται εύκολα ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις, του ΑΚΕΛ συμπεριλαμβανομένου, χωρίς να ξεχνά στιγμή σε ποια κοινωνική τάξη είναι αφοσιωμένος. Ο Μακάριος, έχοντας φυλακιστεί και εξοριστεί από τις Αγγλικές αρχές, είχε αποκτήσει τα εύσημα για να εκφράσει το «πατριωτικό μέτωπο». Θα εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και θα σταθεί, στην πραγματικότητα, αρχηγός του ελληνοκυπριακού στρατοπέδου, με τη σύμφωνη θέση του ΑΚΕΛ.
Με τη συνθήκη της Ζυρίχης, γεννιέται το κράτος της Κύπρου και αναμφισβήτητος πρόεδρός του θα εκλεγεί ο Μακάριος με το σύνολο σχεδόν των ελληνοκυπριακών ψήφων. Το ΑΚΕΛ «αυτοπεριορίζεται» και, ενώ διαθέτει το 1/3 των ψήφων, εκλέγει πολύ λιγότερους βουλευτές «για να μην προκαλεί», στηρίζοντας τους μακαριακούς. Ήταν μια «συνεργασία», όπου από την αρχή φάνηκε ποιος θα είναι ο καβαλάρης και ποιος το υποζύγιο.
Ο πρώτος Αττίλας φορούσε φουστανέλα
Η εξωτερική πολιτική της Κύπρου ήταν μια σειρά επιδεικτικών ελιγμών ανάμεσα στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα του Ψυχρού πολέμου, στα πλαίσια του κινήματος των Αδεσμεύτων. Όμως, η εσωτερική πολιτική ήταν μια πολύ διαφορετική ιστορία.
Το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου από την αρχή στράφηκε ενάντια στην τουρκοκυπριακή μειονότητα. Οι Τουρκοκύπριοι, 18% του πληθυσμού, ήταν το πιο φτωχό και περιθωριοποιημένο τμήμα των κατοίκων. Χαρακτηριστικά, ενώ 9 στους 10 ελληνοκύπριους ζούσαν σε σπίτι με τηλέφωνο, αυτό ίσχυε μόνο για 1 στους 10 τουρκοκύπριους. Αυτό το κομμάτι πληθυσμού στοχοποίησε ο Μακάριος, δημιουργώντας κλίμα έξαλλης εχθρότητας:
«Μέχρις ότου εκδιωχθεί η μικρή αυτή τουρκική κοινότητα, ούσα τμήμα της τουρκικής φυλής, του φοβερού αυτού εχθρού του Ελληνισμού, το καθήκον των ηρώων της ΕΟΚΑ δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ως περατωθέν».
(Μακάριος, 4 Σεπτέμβρη 1962, απόσπασμα ομιλίας στο χωριό Παναγιά)
Παρόλο που αντιπρόεδρος του κράτους ήταν ένας τουρκοκύπριος, ο Ντενκτάς, και η τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε εξασφαλισμένες θέσεις στην Εθνοσυνέλευση, ο Μακάριος προώθησε, στα τέλη του 1963, τα περίφημα «13 σημεία» με τα οποία η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα έχανε μεγάλο μέρος από τα δικαιώματά της. Ταυτόχρονα, με τις ευλογίες του Μακάριου, οργανώνονται τρεις ελληνοκυπριακές πολιτοφυλακές στο νησί. Αυτή του Γεωρκάτζη (ακροδεξιός, ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ και οπαδός του Μακάριου), του Σαμψών (καθαρός φασίστας, στέλεχος της ΕΟΚΑ και οπαδός της ένωσης με την Ελλάδα) και του Λυσσαρίδη (σοσιαλιστικό κόμμα, έξαλλοι εθνικιστές).
Μονάχα το ΑΚΕΛ δεν είχε οργανώσει πολιτοφυλακή, αλλά είχε ταυτιστεί πλήρως με το στρατόπεδο Μακάριου:
«Απευθύνουμε ξεχωριστή έκκληση προς όλο τον ελληνικό πληθυσμό, να συσπειρώσει ακόμα πιο πολύ τις δυνάμεις του, να σφυρηλατήσει το αρραγές ενιαίο μέτωπο στο οποίο πρέπει να βρουν τη θέση τους ΟΛΟΙ ανεξάρτητα οι Έλληνες της Κύπρου (σημ δικιά μας: Και οι Τούρκοι;) αφήνοντας οποιεσδήποτε διαφορές, πολιτικές, ιδεολογικές και άλλες. Αυτό αποτελεί σήμερα το πιο επείγον, το πιο άμεσο, το ύψιστο εθνικό, πατριωτικό καθήκον».
(Χαραυγή, όργανο του ΑΚΕΛ, 5/12/1963)
Ακριβώς 19 μέρες μετά από αυτή την αηδιαστική δήλωση δουλοπρέπειας στον ελληνικό εθνικισμό, τα Χριστούγεννα του 1963, ξεκινούσε η σφαγή των Τουρκοκυπρίων. Με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία ενός ζευγαριού Τουρκοκυπρίων που δεν σταμάτησε σε αστυνομικό έλεγχο, οι πολιτοφυλακές των ελληναράδων ξεκίνησαν πογκρόμ κατά των Τουρκοκυπρίων στη Λευκωσία και κατόπιν σε όλο το νησί. Μέχρι την κατάπαυση του πυρός στις 29 του Δεκέμβρη είχαν χάσει τη ζωή τους 1000(!) Τουρκοκύπριοι και 200 Ελληνοκύπριοι. Το μεγαλύτερο μέρος των τουρκοκυπρίων νεκρών ήταν γυναικόπαιδα, που δολοφονήθηκαν μαζικά, στα χωριά Ομορφίτα, Κύκκο, Μαθιάτι, Άγιο Βασίλειο και Κουμσάλ, ενώ στο νοσοκομείο Λευκωσίας όλοι οι τουρκοκύπριοι τραυματίες συνελήφθησαν και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη τους για πάντα.
Από την μεριά των Τουρκοκυπρίων η μόνη δύναμη που ανταπέδιδε τα πυρά των ελληναράδων ήταν η φασιστική tmt, που με τον τρόπο αυτό απέκτησε αναγνώριση και μαζικότητα. Αντίθετα, το μοναδικό κόμμα που είχε στις τάξεις του και τις δύο κοινότητες, το ΑΚΕΛ, έπαιρνε ταυτόχρονα το ρόλο του παρατηρητή, αλλά και του δικηγόρου του Μακάριου:
«Ενώ μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστος ο αριθμός των θυμάτων της αιματηρής τραγωδίας, όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι τα περισσότερα ανήκουν στην τουρκοκυπριακή πλευρά. ΑΜΕΣΟ καθήκον της τουρκοκυπριακής ηγεσίας είναι να επιβάλει σιγή στα παράνομα όπλα που στράφηκαν κατά του λαού και του κράτους»
(Χαραυγή, όργανο του ΑΚΕΛ, 29/12/1963)
Όμως όταν επιλέγεις να κλείσεις τα μάτια στους φονιάδες, δεν θα αργήσει και η δική σου η σειρά. Ο Σαμψών, ο «σφαγέας της Ομορφίτας» και των γυναικοπαίδων της, μια δεκαετία αργότερα θα τεθεί επικεφαλής του πραξικοπήματος της 15ης Ιούλη και θα έρθει η σειρά των μακαριακών «πατριωτών» και των μελών του ΑΚΕΛ να πέσουν από το μαχαίρι του.
Η εγκατάλειψη της τουρκοκυπριακής μειονότητας στον πάγκο του χασάπη θα κοστίσει τελικά πολύ περισσότερα θύματα, στο τέλος του λογαριασμού, στην ίδια την ελληνοκυπριακή πλειονότητα.
Το επόμενο διάστημα, μέχρι το 1974, θα υπάρξει μια διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και αυτήν του Μακάριου. Η Ελλάδα θα προωθεί τους ακροδεξιούς και τον Γρίβα και θα προσπαθεί να φέρει περισσότερο ελληνικό στρατό στην Κύπρο, ελπίζοντας στην προοπτική της ένωσης. Από την άλλη ο Μακάριος θα χρησιμοποιεί τις επιθέσεις στους Τουρκοκυπρίους, για να δυναμιτίσει το κλίμα και να αναγκάσει τις ΗΠΑ να επέμβουν αποτρεπτικά, ακυρώνοντας τόσο τις ελληνικές πιέσεις όσο και τις απειλές της Τουρκίας για επέμβαση, από τον φόβο της κατάρρευσης της Νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Και κάθε φορά χύνονταν τουρκοκυπριακό αίμα για να εξυπηρετηθούν αυτές οι μανούβρες.
Έτσι το 1964 με την επίθεση στη Μανσούρα και το 1967 με τη σφαγή των χωριών Κοφινού και Άγιοι Θόδωροι, τα πογκρόμ κατά τουρκοκυπρίων έφερναν τον Μακάριο κυρίαρχο του διπλωματικού μπρα ντε φερ και το Κυπριακό κράτος σε πλεονεκτική θέση, χωρίς να προσκολλάται σε κανένα ψυχροπολεμικό στρατόπεδο. Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση, αλλά κάποτε σπάει.
Το 1974 έγινε το σπάσιμο. Η ακροδεξιά της Κύπρου επιχείρησε να αναλάβει το τιμόνι στηριγμένη στην ελληνική Χούντα. Η τουρκική κυβέρνηση πάλι ήταν αδύνατο να μην πληρώσει βαριά στο εσωτερικό τους δισταγμούς της να εισβάλλει, από τη στιγμή που 40 μίλια από τις ακτές της σφάζονταν ξανά και ξανά μια τουρκική κοινότητα, ενώ η Τουρκία ήταν εγγυήτρια δύναμη. Ο πόλεμος του 1974 έδωσε ένα γερό χτύπημα στην ελληνοκυπριακή κυριαρχία και έβαλε τέρμα στις σφαγές και τη γκετοποίηση στους «θύλακες» της τουρκοκυπριακής μειονότητας, συγκεντρώνοντάς την στο βορρά του νησιού.
Συμπέρασμα
Λέγεται, ακόμη και από κάποιους αριστερούς, πως για τα γεγονότα του 1974 ήταν υπεύθυνη η ελληνική Χούντα. Όμως έτσι αθωώνουμε τη στρατηγική του Μακαρίου και όλης της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης. Και η στρατηγική αυτή ήταν οι επικερδείς μανούβρες στο εξωτερικό και η πολιτική γενοκτονίας στο εσωτερικό.
Είναι κυρίαρχη στην ελληνική αριστερά η τάση να κατηγορούμε τους Έλληνες χουντικούς για ανικανότητα και χοντροκοπιά στη διαχείριση. Πραγματικά δεν περιμένει κανείς κομψές πιρουέτες από καραβανάδες. Όμως τον ελληνικό στρατό στην Κύπρο προσπάθησαν να τον επιβάλλουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, με κορυφαίο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το ίδιο και τον Γρίβα και την ΕΟΚΑ, όπως και την ΕΟΚΑ Β΄. Αν χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της εθνικής πολιτικής, αντί για αυτά της ταξικής ανάλυσης, φτάνουμε πάντα σε λογικά αδιέξοδα και αδυνατούμε να καταλάβουμε τα γεγονότα.
Από τα γεγονότα της Κύπρου αξίζει πρώτα από όλα να διδαχτούμε κάτι από την πολιτική της (ελληνοκυπριακής) αστικής τάξης: Δεν δίστασε μπροστά σε κανέναν ελιγμό, καμιά παραχώρηση και κανένα έγκλημα προκειμένου να υπηρετήσει τα συμφέροντά της. Ακόμη και γονατισμένη από την καταστροφή, το 1974, οργάνωσε ξανά τις δυνάμεις της και έγινε ο οικονομικός κυρίαρχος στο νησί και σημαντικός παράγοντας στο διεθνές κεφάλαιο. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, και στο μέλλον, δεν θα διστάσει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να μη χάσει τα κέρδη της και την ίδια την ύπαρξή της.
Αντίθετα, η ηγεσία του αντίπαλου στρατοπέδου έδωσε τα τέλεια παραδείγματα προς αποφυγήν. Το ΑΚΕΛ, ένα από τα μεγαλύτερα Κομμουνιστικά Κόμματα παγκοσμίως αναλογικά με τον πληθυσμό του νησιού, σε κάθε κρίσιμη στροφή της ιστορίας προσπάθησε να αποφύγει την ευθύνη του ηγέτη της εργατικής τάξης. Το ΑΚΕΛ ανακάλυψε την εθνική στρατηγική όταν έπρεπε να αγκαλιάσει τις διεθνιστικές κομμουνιστικές παραδόσεις, υποτάχτηκε στην ελληνοκυπριακή αστική τάξη όταν έπρεπε να αγκαλιάσει τους κατατρεγμένους φτωχούς τουρκοκύπριους και να τους υπερασπίσει από το μαχαίρι του Σαμψών και του Γεωρκάτζη.
Η Αριστερά του «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε» του Κομμουνιστικού Μανιφέστου είναι ακόμη ζητούμενο για την Κύπρο.
Για να σφυρηλατήσουμε μια τέτοια Αριστερά, στα δύο κράτη της Κύπρου, στην Ελλάδα, την Τουρκία και σ΄ όλο τον πλανήτη, είναι ανάγκη να κολυμπήσουμε ενάντια στο ρεύμα και καταρρίψουμε τους κυρίαρχους μύθους των εθνικών αφηγήσεων. Αξίζει να χάσουμε σε δημοφιλία προσωρινά, αν είναι να κερδίσουμε σε διαύγεια σκέψης και σε δυνάμωμα των ιδεών μας. Οι μύθοι του εθνικισμού είναι νεκρό βάρος, σαβούρα που πρέπει να λείψει, για να μπορέσουν, οι εργάτες και οι εργάτριες, να καταχτήσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν!
«Οι ιδέες που έχουν πεθάνει, είναι αυτές που εμφανίζονται με κομψότητα, χωρίς ίχνος δριμύτητας ή τόλμης. Είναι νεκρές, γιατί χαίρουν γενικής καθημερινής κυκλοφορίας μέσα στην κοινωνία, αποτελούν μέρος των ιδεολογικών αποσκευών του ατέλειωτου στρατού των μικρόψυχων διανοούμενων.
Οι ρωμαλέες ιδέες είναι αυτές που σοκάρουν και σκανδαλίζουν, που ξεσηκώνουν αγανάκτηση, θυμό, εχθρότητα σε κάποιους, αλλά ενθουσιασμό σε κάποιους άλλους».
(Λένιν)