Ήταν 28 Σεπτεμβρίου 2013 όταν ο Ηλίας Κασιδιάρης εξερχόμενος από τη ΓΑΔΑ και με χειροπέδες στα χέρια κραύγαζε ηρωικά «Δε μας λυγίζει τίποτα! Ζήτω η Ελλάδα!».

Ήταν μόλις δέκα ημέ­ρες μετά τη δο­λο­φο­νία του Παύ­λου Φύσσα. Από τότε κύ­λη­σε πολύ νερό στο αυ­λά­κι και ένας ένας οι «αλύ­γι­στοι» πή­δη­ξαν από το κα­ρά­βι αφή­νο­ντας απελ­πι­στι­κά μόνο το «λα­τρε­μέ­νο» τους αρ­χη­γό. Άλλοι ιδιώ­τευ­σαν, άλλοι με­τα­νό­η­σαν, άλλοι αλ­λα­ξο­πί­στη­σαν, άλλοι λύ­γι­σαν μπρο­στά στα δι­κα­στι­κά έδρα­να. Κά­ποιοι έφτια­ξαν και νέους πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη την γκρο­τέ­σκο κί­νη­ση του Λαγού.

Στο χορό της απο­χώ­ρη­σης από τη Χρυσή Αυγή και της ίδρυ­σης νέου πο­λι­τι­κού φορέα, μπήκε και το λα­τρε­μέ­νο παιδί του αρ­χη­γού. Ο Ηλίας Κα­σι­διά­ρης σή­με­ρα το πρωί ανα­κοί­νω­σε πως δεν είναι πια μέλος της Χρυ­σής Αυγής και πως ιδρύ­ει νέο πο­λι­τι­κό φορέα. Και η αλή­θεια είναι πως το εφτά­λε­πτο διάγ­γελ­μά του ήταν απο­λαυ­στι­κό. Πα­τριω­τι­κά κλισέ, σο­βα­ρο­φα­νείς υπερ­βο­λές, ανα­νε­ω­μέ­νος συ­ντη­ρη­τι­σμός, αντι­συ­στη­μι­κά τσι­τά­τα, ανα­φο­ρά στα νέα μέσα και ωμός ρα­τσι­σμός σε πρώτο πλάνο. Όλη η υπο­κρι­σία και ο και­ρο­σκο­πι­σμός της φο­βι­σμέ­νης ακρο­δε­ξιάς σε ένα βί­ντεο.

Αυτό που προ­κα­λεί εντύ­πω­ση με την πρώτη ματιά είναι η ίδια η ει­κό­να του Κα­σι­διά­ρη. Ο ίδιος χω­μέ­νος σε ένα σο­βα­ρό κο­στού­μι και με μια ελ­λη­νι­κή ση­μαία, μια ει­κό­να της Πα­να­γί­ας και μια επι­βλη­τι­κή βι­βλιο­θή­κη στο φόντο απευ­θύ­νε­ται σαν εν δυ­νά­μει πρω­θυ­πουρ­γός στο πό­πο­λο. Όχι σαν επι­κε­φα­λής μιας ακρο­δε­ξιάς φρά­ξιας. Αλλά σαν πο­λι­τι­κός ηγέ­της. Σαν την εναλ­λα­κτι­κή κυ­βερ­νη­τι­κή πρό­τα­ση απέ­να­ντι στο δί­πο­λο ΝΔ-ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πήγαν πε­ρί­πα­το οι μπλού­ζες Pitbull, οι πόζες με όπλα, οι αγριε­μέ­νες συ­σπά­σεις του προ­σώ­που, τα στρα­τιω­τι­κά σαλ­πί­σμα­τα σε τάγ­μα­τα και οι εύ­κο­λοι τσα­μπου­κά­δες.

Με τον ίδιο τρόπο, όμως που ο Κα­σι­διά­ρης αλ­λά­ζει την εμ­φά­νι­σή του, φαί­νε­ται πως αλ­λά­ζει και την ιδε­ο­λο­γία του. Ξε­κί­νη­σε ως εθνι­κο­σο­σια­λι­στής στα πε­ρι­θω­ρια­κά χρό­νια της Χρυ­σής Αυγής, έγινε εθνι­κι­στής στα χρυσά χρό­νια της Χρυ­σής Αυγής και πλέον δη­λώ­νει πα­τριώ­της στα τε­λειω­μέ­να χρό­νια της Χρυ­σής Αυγής. Οι φα­σί­στες άλ­λω­στε προ­κει­μέ­νου να σώ­σουν τον εαυτό τους είναι ικα­νοί να αλ­λά­ζουν και να ανα­προ­σαρ­μό­ζουν τα ιδα­νι­κά τους ανά την πε­ρί­στα­ση. Στο εφτά­λε­πτο διάγ­γελ­μα του Κα­σι­διά­ρη δεν ακού­γε­ται μισή φορά η λέξη εθνι­κι­σμός. Αντι­θέ­τως γί­νε­ται ανα­φο­ρά στον «ελ­λη­νι­σμό», στην «εθνι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση», στην «εθνι­κή επι­βί­ω­ση», σε ένα «κί­νη­μα Ελ­λή­νων» και τε­λι­κώς σε ένα «σύγ­χρο­νο εθνι­κό κόμμα» σαν αυτά που κυ­ριαρ­χούν στην Ευ­ρώ­πη.

Σε αυτό το κόμμα μά­λι­στα ο Κα­σι­διά­ρης επι­χει­ρεί να προσ­δώ­σει μια πρω­το­φα­νή σο­βα­ρο­φά­νεια. Το κόμμα λέει θα απο­τε­λεί­ται από «Ελ­λη­νί­δες/ες εγνω­σμέ­νου κύ­ρους», από «σο­βα­ρά στε­λέ­χη», από «πρό­σω­πα ει­δι­κού επι­πέ­δου», από «ει­δι­κούς επι­στή­μο­νες», από «ανώ­τα­τους αξιω­μα­τι­κούς». Σε αυτό το τε­λευ­ταίο του ξέ­φυ­γε ο εν­δό­μυ­χος πόθος του. Το να ανε­βαί­νει δη­λα­δή με ένα Leopard ανά­πο­δα την Πα­νε­πι­στη­μί­ου και να μπου­κά­ρει στο ελ­λη­νι­κό κοι­νο­βού­λιο, όπως είχε δη­λώ­σει σε μια πα­λιό­τε­ρη συ­νέ­ντευ­ξη εν είδει αστεϊ­σμού. Από ‘κει και πέρα όμως πρό­κει­ται για τον ορι­σμό της αντί­φα­σης συ­γκρι­τι­κά με τον πρό­τε­ρο «έντι­μο βίο» των νε­ο­να­ζί. Το κόμμα του λέει θα δια­θέ­τει «ολο­κλη­ρω­μέ­νη πρό­τα­ση εξου­σί­ας με επι­στη­μο­νι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση». Αλή­θεια, που πήγαν οι ρω­μα­λέ­οι εθνι­κι­στές; Τα στο­χά­δια; Οι στρα­τιω­τι­κοί σχη­μα­τι­σμοί και οι ημι­στρα­τιω­τι­κές πε­ρι­βο­λές; Οι φλε­βί­τσες των ανα­βο­λι­κών και των γυ­μνα­στη­ρί­ων; Μάλ­λον είναι στον πάγο προς το παρόν.

Ο Κα­σι­διά­ρης λαν­σά­ρει ένα νέο προ­φίλ κάτω από τη σο­βα­ρο­φά­νεια του οποί­ου κρύ­βε­ται όλη η σα­πί­λα της ακρο­δε­ξιάς. Ο ίδιος ισχυ­ρί­ζε­ται ότι απο­χώ­ρη­σε από τη Χρυσή Αυγή γιατί δεν ει­σα­κού­στη­καν οι προ­τά­σεις του για ανα­διορ­γά­νω­ση και ανα­νέ­ω­ση του κόμ­μα­τος. Ή γιατί πολύ απλά το ιδιο­κτη­σια­κό κα­θε­στώς του Μι­χα­λο­λιά­κου επί του κόμ­μα­τος δε με­τα­βι­βά­στη­κε στον επί­δο­ξο αντι­κα­τα­στά­τη του θα πούμε εμείς. Κάπως έτσι, ο φι­μω­μέ­νος Κα­σι­διά­ρης απο­χω­ρεί και ιδρύ­ει νέο φορέα. Σε μια έκρη­ξη δη­μο­κρα­τί­ας μά­λι­στα καλεί όχι μόνο κάθε Έλ­λη­να να εγ­γρα­φεί δια­δι­κτυα­κά στο νέο κί­νη­μά του, αλλά δίνει τη δυ­να­τό­τη­τα στον κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά «να κα­τα­θέ­σει προ­τά­σεις, ιδέες και να απο­κτή­σει λόγο και άποψη για τον πο­λι­τι­κό σχε­δια­σμό». Αρ­κε­τά αμε­σο­δη­μο­κρα­τι­κό μο­ντέ­λο για ένα ακρο­δε­ξιό κόμμα θα έλεγε κα­νείς μέχρι να αφή­σει τον Κα­σι­διά­ρη να τε­λειώ­σει την πρό­τα­σή του και να δη­λώ­σει ότι θα με­λε­τή­σει τις προ­τά­σεις για να απο­φα­σί­σει όμως εκεί­νος. Με λίγα λόγια «δη­μο­κρα­τία είναι αυτό που λέει ο κα­θέ­νας τη γνώμη του και στο τέλος απο­φα­σί­ζω εγώ».

Φυ­σι­κά πίσω από το νέο αυτό πε­ρί­βλη­μα βρί­σκε­ται ο ωμός ρα­τσι­σμός και η μι­σαλ­λο­δο­ξία. Η χρήση υπερ­βο­λι­κών σχη­μά­των, συ­ναι­σθη­μα­τι­κής επί­κλη­σης και στε­ντό­ρειας φωνής αξιο­ποιεί­ται στο έπα­κρο. Δε λεί­πει η ανα­φο­ρά στην «ισλα­μο­ποί­η­ση της πα­τρί­δας», στον κίν­δυ­νο «αντι­κα­τά­στα­σης του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού» καθώς και στον «ελ­λη­νι­σμό που τελεί υπό πο­λιορ­κία». Οι πρό­σφυ­γες και οι με­τα­νά­στες στο­χο­ποιού­νται ξανά αλλά αυτή τη φορά μέσα από ένα ακρι­βό γρα­φείο και όχι από κά­ποια δή­λω­ση στο πε­ζο­δρό­μιο. Χωρίς το ένα βέ­βαια να αναι­ρεί το άλλο όπως έχει φανεί στο πα­ρελ­θόν. Οι πα­λιές συ­νή­θειες άλ­λω­στε δεν ξε­χνιού­νται εύ­κο­λα.

Στο ξα­να­ζε­στα­μέ­νο φα­γη­τό του Ηλία Κα­σι­διά­ρη ξε­χω­ρί­ζει και η προ­σπά­θεια της ηθι­κής αυ­το­κά­θαρ­σης και ενά­ρε­της προ­βο­λής. Ο ίδιος επι­χει­ρεί να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί από τα «βρώ­μι­κα κόμ­μα­τα του συ­στή­μα­τος», δη­λώ­νει ότι ως βου­λευ­τής «δεν έβγα­λε λεφτά, ούτε είχε βου­λευ­τι­κό αυ­το­κί­νη­το, ούτε πήρε άτοκο δά­νειο, ούτε είχε αστυ­νο­μι­κή συ­νο­δεία». Δη­λώ­νει ότι ο νέος του φο­ρέ­ας δε θα έχει σχέση με «οι­κο­νο­μι­κούς πα­ρά­γο­ντες», ούτε με τα «κα­νά­λια της δια­πλο­κής». Βέ­βαια την ίδια στιγ­μή κα­τη­γο­ρεί την κυ­βέρ­νη­ση για την έλ­λει­ψη επεν­δύ­σε­ων στη χώρα το­νί­ζο­ντας ότι οι μόνες που έγι­ναν ήταν για τις δομές των προ­σφύ­γων. Με άλλα λόγια θέ­λου­με επεν­δυ­τές, αλλά πα­τριώ­τες.

Όμως πέρα από την αβά­ντα σε συ­γκε­κρι­μέ­νες με­ρί­δες του ελ­λη­νι­κού αστι­σμού η προ­σπά­θεια προ­βο­λής της ηθι­κής υπε­ρο­χής ένα­ντι ενός βρώ­μι­κου κα­τε­στη­μέ­νου, εκτός από ξε­πε­ρα­σμέ­νη επι­κοι­νω­νια­κά, είναι δια­ψευ­σμέ­νη πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά. Το αίμα του Παύ­λου Φύσσα, του Σαχ­ζάτ Λουκ­μάν και των Αι­γύ­πτιων ψα­ρά­δων θα στοι­χειώ­νει για πολλά χρό­νια ακόμη την ει­κό­να των πάσης φύ­σε­ως ακρο­δε­ξιών. Όσες γρα­βά­τες κι αν φο­ρέ­σουν τα χέρια τους είναι λε­ρω­μέ­να.

Ο Ηλίας Κα­σι­διά­ρης ξε­πέ­τσια­σε τη σβά­στι­κά από το μπρά­τσο του, την έπλυ­νε, τη σι­δέ­ρω­σε και τη φό­ρε­σε γρα­βά­τα.

Όμως η συλ­λο­γι­κή μνήμη είναι ακόμη εδώ. Και έχει μάθει να τα βάζει και με τις γρα­βά­τες και με τα μα­χαί­ρια.