Η νέα επίθεση του γερμανικού κεφαλαίου στην εργατική τάξη της χώρας και οι επιπτώσεις της για τους λαούς της Ευρωζώνης

Στις 27 Νοεμβρίου το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Άγκελα Μέρκελ (CDU) και το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), συμφώνησαν να διαμορφώσουν κυβερνητική συμμαχία στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων: αυξήσεις συντάξεων, θέσπιση κατώτατου μισθού στα 8.5 ευρώ ανά ώρα και καμιά αλλαγή στις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Πριν όμως την ανάληψη της εξουσίας από τον κυβερνητικό συνασπισμό η συμφωνία πρέπει να επικυρωθεί από τα 470.000 μέλη του SPD σε δημοψήφισμα που θα ολοκληρωθεί στις 15 Δεκεμβρίου. Να σημειωθεί ότι η συμφωνία έρχεται δυόμισι μήνες μετά την άνετη νίκη των Χριστιανοδημοκρατών στις ομοσπονδιακές εκλογές που, όμως, δεν έδωσε αυτοδυναμία στο κόμμα της νυν Καγκελαρίου. Το γεγονός αυτό την ανάγκασε να αναζητήσει συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες με τους οποίους έχει ξανασυνεργαστεί την περίοδο 2005-2009.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο κατώτατος μισθός έχει προταθεί από την ηγεσία του SPD εννοείται όχι για ταξικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, άλλα λόγω της πίεσης των κομματικών μελών που έθεσαν το μέτρο ως προϋπόθεση οποιασδήποτε κυβερνητικής συμμαχίας. Μετά τα διαδοχικά εκλογικά πλήγματα που υπέστη το SPD χάρη στις εφαρμογές νεοφιλελεύθερων πολιτικών από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ το 2003, και την ένταξη του κόμματος σε κυβερνητικό συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες το 2005, η κομματική βάση που αποτελείται από τμήματα της εργατικής και της μεσαίας τάξης και συντεχνιακά στελέχη, απαίτησε κάποιου είδους διαφοροποίηση. Είναι σαφές ότι η ηγεσία του SPD αναγκάστηκε να υιοθετήσει το αίτημα της βάσης για θέσπιση κατώτατου μισθού προκειμένου να μην έρθει αντιμέτωπη με την πολιτική εξαφάνιση. Τα προηγούμενα χρόνια οι εργαζόμενοι στη Γερμανία είδαν τη ζωή τους να χειροτερεύει (πάγωμα μισθών, ελαστικές σχέσεις εργασίας κλπ). Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί καπιταλιστές καταγράφουν υπερκέρδη. Όλοι ξέρουν πως αυτό έγινε εφικτό με την αμέριστη στήριξη που τους παρείχε το SPD. Υπάρχει λοιπόν ο φόβος μήπως η οργή τou κόσμου πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και αυτός ο φόβος εξηγεί τη “φιλολαϊκή” στάση του SPD.

Στα πρώτα στάδια των διαπραγματεύσεων η Μέρκελ απέκλειε το ενδεχόμενο καθιέρωσης κατώτατου μισθού, όμως έκανε στροφή 180 μοιρών, όταν ο πρόεδρος των σοσιαλδημοκρατών Σίγκμαρ Γκάμπριελ δεσμεύτηκε ότι θα αφήσει τη συμφωνία κυβερνητικής συμμαχίας να επικυρωθεί με δημοψήφισμα από τη βάση του SPD. Το ενδεχόμενο απόρριψης μιας συγκυβέρνησης λόγω δυσαρέσκειας και διαφωνίας της κομματικής βάσης άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο επανάληψης εκλογών. Αυτό το ενδεχόμενο θέλει πάση θυσία να αποφύγει η Μέρκελ για ευνόητους λόγους. Η έλλειψη οποιονδήποτε άλλων συμμαχικών επιλογών πλην των σοσιαλδημοκρατών ήταν αρκετή για να αναγκάσει την καγκελάριο να δεχθεί το αίτημα νομοθέτησης κατώτατου μισθού.

Όμως, η «πολιτική ομαλότητα» που φάνηκε να επιτυγχάνεται μέσω της συμφωνίας στο ζήτημά του κατώτατου μισθού είναι εύθραυστη λόγω της αντίδρασης του γερμανικού κεφαλαίου μέσω του προέδρου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών Ούλριχ Γκρίλο ο οποίος εκφράζοντας ανοιχτά τα συμφέροντα της τάξης του ανέφερε ότι «ο κατώτατος μισθός απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας» και πως «η συμφωνία είναι μια χαμένη ευκαιρία για το μέλλον της Γερμανίας». Επιπλέον, το πρακτορείο Reuters αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων οι επιχειρηματικοί κύκλοι “προειδοποίησαν” ότι η Γερμανία θα μπορούσε να χάσει την ανταγωνιστικότητα της λόγω της αύξησης των μισθών και του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία που κατ’ αυτούς θα αποθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις. Σημειώνουν, επίσης, ότι η Μέρκελ επωφελήθηκε πολιτικά από τις αντεργατικές “μεταρρυθμίσεις” του Σρέντερ – δεδομένου ότι οι μειώσεις μισθών βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών και οδήγησαν σε αύξηση των θέσεων εργασίας. Παράλληλα, όμως επισημαίνουν στην καγκελάριο τους ότι δεν επιτρέπεται “εφησυχάσμος” και της τονίζουν ότι θα έπρεπε να έχει προχωρήσει την ατζέντα  του Σρέντερ «πολλά βήματα παραπέρα».

Σε αυτό το σημείο τίθενται δύο ερωτήματα. Καταρχήν, η καθιέρωση κατώτατου μισθού συνιστά πράγματι ένα σοβαρό οικονομικό κόστος για το γερμανικό κεφάλαιο; Αν όχι προς τι όλος ο θόρυβος και ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα των γερμανών καπιταλιστών πίσω από τις παραπάνω δηλώσεις; Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των αντιδράσεων για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης;

Για να απαντηθούν και τα δύο ερωτήματα είναι αναγκαία μια σύντομη ιστορική ανάλυση που να εξηγεί τα ιστορικά αίτια της πολιτικής χαμηλών μισθών μαζί με μία ανάλυση της σημερινής κατάστασης.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989 οδήγησε σε χρόνο ρεκόρ στην πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ άδραξε την ευκαιρία για να προσαρτήσει την πρώην Ανατολική Γερμανία. Ακολούθως, η επανένωση των δύο Γερμανιών αποτέλεσε μια χρυσή ευκαιρία για το γερμανικό κεφάλαιο ώστε να επιφέρει ένα γερό πλήγμα στη διαπραγματευτική δύναμη του συνόλου της εργατικής τάξης, εφόσον οι δυτικογερμανοί εργάτες είχαν να ανταγωνιστούν όχι μόνο το φτηνό εργατικό δυναμικό της πρώην ανατολικής Γερμανίας αλλά και αυτό της Σλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ουκρανίας. Η γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε»…

Η εισαγωγή του ευρώ έφερε πρόσθετα πλεονεκτήματα για το γερμανικό κεφάλαιο. Καταρχήν, με την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος άλλες χώρες και κυρίως η Ιταλία -που και αυτή έχει μία βιομηχανική βάση- έχασε το πλεονέκτημα της δυνατότητας υποτίμησης της ιταλικής λίρας, γεγονός που καθιστούσε τις ιταλικές εξαγωγές πιο φτηνές και άρα πιο ανταγωνιστικές, ενώ το κόστος παραγωγής μεγάλων γερμανικών εταιρειών γινόταν πιο προβλέψιμο. Για παράδειγμα, τα εργοστάσια της Volkswagen στην Ισπανία που παράγουν κιβώτια ταχυτήτων μπορούν να μεταφερθούν στη Γερμανία, χωρίς να υπάρχει ανησυχία για απρόβλεπτες αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών αυτών και άρα απρόβλεπτες αλλαγές στο κόστος παραγωγής.

Ο γερμανικός καπιταλισμός επειδή ήταν πιο ισχυρός κατάφερε να επιβληθεί στους άλλους εθνικούς ανταγωνιστές του και μέσω της Ευρωζώνης να μονιμοποιήσει το πλεόνασμα της γερμανικής οικονομίας και το έλλειμμα των υπολοίπων χωρών. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε και δημιουργεί δομικά προβλήματα στη συνοχή της Ευρωζώνης διότι οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές δεν έχουν αναπτύξει ανάλογους μηχανισμούς με τους Αμερικάνους ομολόγους τους. Αυτό, διότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου υπάρχει κεντρικό υπουργείο οικονομικών που φορολογεί πλεονασματικές πολιτείες όπως π.χ. η Νέα Υόρκη μεταφέροντας χρήματα σε ελλειμματικές πολιτείες όπως π.χ. η Αλαμπάμα, στα πλαίσια της Ε.Ε δεν υπήρχε αντίστοιχος θεσμός. Το αποτέλεσμα ήταν να διογκώνονται τα χρέη των χωρών της περιφέρειας όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία δεδομένου ότι αυτές οι χώρες έπρεπε να δανείζονται για να αγοράζουν γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα. Εδώ έγκειται και ένα από τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης που σε συνδυασμό με το κραχ του 2008 αποτελούν τους λόγους της σημερινής κρίσης χρέους. Μια κρίση χρέους στην οποία ‘συνέβαλε’ σημαντικά το Γερμανικό τραπεζικό κατεστημένο που δάνειζε στις τράπεζες του νότου οι οποίες στη συνέχεια έδιναν “απλόχερα” καταναλωτικά δάνεια με ψηλότερο επιτόκιο.

Το  Μάρτιο του 2003, ένα χρόνο μετά την ένταξη της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρτ Σρέντερ, προώθησε τις μεταρρυθμίσεις Χάρτζ οι οποίες  έγιναν αποδεκτές από τη Γερμανική Βουλή και μονιμοποιούσαν αλλαγές στο Γερμανικό εργασιακό δίκαιο κάνοντας την αγορά εργασίας πιο “ελαστική”. Mε πιο απλά λόγια, οι μεταρρυθμίσεις Χαρτζ έλυσαν τα χέρια στους εργοδότες ώστε να απολύουν πιο εύκολα εργαζομένους, να προσλαμβάνουν στη θέση τους συμβασιούχους και να μειώσουν περαιτέρω μισθούς και συντάξεις.

Σε αυτό το σημείο επανερχόμαστε στο θέμα του κατώτατου μισθού. Δεδομένου αυτού του ιστορικού τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η καθιέρωση κατώτατου μισθού ακόμα και μετά από πίεση της βάσης των Σοσιαλδημοκρατών, αποτελεί πράγματι μια αλλαγή σε αυτά που έχουν επιβληθεί στο γερμανικό λαό τα τελευταία 24 χρόνια. Η απάντηση που δίνουν τα στοιχεία είναι μάλλον όχι. Καταρχήν, τα 8,5 ευρώ ανά ώρα είναι ένα πολύ χαμηλό ποσό για τα γερμανικά δεδομένα και δεν επιτρέπει σε έναν εργαζόμενο να συντηρήσει μια οικογένεια. Επιπλέον, το γερμανικό ‘Οικονομικό και Κοινωνικό Ερευνητικό Ινστιτούτο’ αναφέρει ότι η αγοραστική δύναμη του μισθού είναι στην πραγματικότητα 7,14 ευρώ ανά ώρα  και συγκριτικά κατά πολύ χαμηλότερη της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ιρλανδίας. Συν τοις άλλοις, ακόμα και αν το μέτρο περάσει, αφήνει πολλές “τρύπες και παράθυρα” που οι εταιρείες μπορούν να εκμεταλλευτούν  ώστε να μην το εφαρμόσουν στην πράξη, όπως αναφέρει ειδικός του Γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω απλήρωτων υπερωριών,  δουλειάς με το κομμάτι ή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Τέλος, ένα τεράστιο ποσοστό της εργατικής τάξης πληρώνεται με βάση την απόδοση του (δηλαδή αναλόγως του πόση υπεραξία παράγει για τον εργοδότη) και όχι με την ώρα. Άρα και να θεσμοθετηθεί ένας κατώτατος μισθός νομικά δε θα καλύπτει ένα πολύ μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Τέλος, αν και εφόσον υπάρξει συμφωνία αυτή θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται δύο χρόνια από σήμερα, μέσα στο 2015. Συνεπώς η αναγγελθείσα συμφωνία για τον κατώτατο είναι, σε μεγάλο βαθμό, ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που απευθύνεται στη βάση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το ερώτημα  φυσικά είναι γιατί το γερμανικό κεφάλαιο κάνει τόση φασαρία γύρω από το θέμα;

Η απάντηση είναι απλή αν δει κάποιος το ζήτημα ιστορικά και λάβει υπόψη τις σημερινές δηλώσεις των Γερμανών καπιταλιστών. Ιστορικά λοιπόν, κάθε φορά που το κράτος και μετά από αιματηρούς αγώνες του εργατικού κινήματος, αναγκάστηκε να προωθήσει φιλεργατικά μέτρα όπως το τέλος της παιδικής εργασίας, τη θέσπιση του οκταώρου, νομούς που να διέπουν την ασφάλεια των χώρων εργασίας, κρατικούς νομούς που να διέπουν τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εθνικοποίηση υγείας, παιδείας, ύδρευσης και ηλεκτρικού ρεύματος, το κεφάλαιο αντιδρούσε βίαια και με το άθλιο και εκβιαστικό επιχείρημα ότι τέτοιου είδους κρατική παρέμβαση θα κόστιζε πολλές θέσεις εργασίας. Οι Γερμανοί καπιταλιστές επαναλαμβάνουν τα ίδια επιχειρήματα στην πιθανότητα και μόνο καθιέρωσης κατώτατου μισθού, ενώ  ταυτόχρονα “εκφράζουν την ανησυχία τους” ότι οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις  αποτελούν ένα “αντικίνητρο” για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Επιχειρήματα και απειλές που δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν μονότονα οι καπιταλιστές όπου γης.

Όπως είναι γνωστό, από όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε δημιουργώντας συνάμα νέες ευκαιρίες αύξησης των κερδών για το κεφάλαιο σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε συνθήκες κρίσης, όμως, οι καπιταλιστές επιδιώκουν πάση θυσία τη συμπίεση του εργατικού κόστους στον απόλυτο βαθμό. Υπάρχει όμως και μια κατ” εξοχήν πολιτική αιτία που εξηγεί πληρέστερα τη ριζική αντίθεση του γερμανικού κεφαλαίου απέναντι στην προοπτική καθιέρωσης κατώτατου μισθού παρ” όλα τα υπερκέρδη που έχει αποκομίσει. Το πρόβλημα των Γερμανών καπιταλιστών και των καπιταλιστών ανέκαθεν ήταν το γεγονός ότι ο κρατικός παρεμβατισμός -είτε στην περίπτωση εθνικοποίησης βιομηχανιών, είτε αύξησης της φορολογίας είτε οτιδήποτε άλλο- αποτελεί μια απειλή προς την ίδια την αρχή του απόλυτου ελέγχου της οικονομίας από τους αστούς. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο έχει τεράστια σημασία για αυτούς να μη γίνεται ούτε καν συζήτηση  ακόμα και για κάτι τόσο αυτονόητο όσο ο κατώτατος μισθός που εισηγείται η κομματική βάση του SPD. Με άλλα λόγια ο κρατικός παρεμβατισμός, όσο ισχνός και αν είναι, μπορεί να αποτελέσει ένα κακό παράδειγμα και να ανοίξει την όρεξη στους εργάτες για περισσότερες διεκδικήσεις με απρόβλεπτες συνέπειες για τη διαιώνιση του συστήματος. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση αλλά ένα ενδεικτικό, κωμικοτραγικό παράδειγμα μπορεί να βρει κανείς σε  πρόσφατο ρεπορτάζ  της  WallStreet Journal. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι σε αμερικανικούς τραπεζικούς κύκλους κυριαρχεί μία “τάση αυτοθυματοποίησης” με τους αστούς να θεωρούν ότι είναι μία καταδιωκόμενη μειονότητα όπως ήταν οι Εβραίοι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (!). Και αυτό διότι τους Εβραίους πρώτα τους φορολόγησαν, μετά τους πήραν τα σπίτια και έπειτα τους εξόντωσαν. Να σημειωθεί ότι τέτοιες «σοβαρές» συζητήσεις γίνονται απλώς και μόνο επειδή άνοιξε ένας δημόσιος διάλογος για τη φορολογία των πλουσίων και τίποτα παραπάνω.

Το συμπέρασμα είναι ότι όταν το γερμανικό κεφάλαιο λέει -ως αντίδραση στην ιδέα του κατώτατου μισθού και του “αυξημένου ρόλου του κράτους” στην οικονομία-  ότι η Μέρκελ πρέπει να πάρει τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ πολλά βήματα παραπέρα, το εννοεί διότι αυτό συνάδει και με τη πολιτική των χαμηλών μισθών των τελευταίων 24 χρόνων. Η επίθεση των αστών είναι μια πολιτική αντίδραση για να μην υπάρξει -όπως λένε οι ίδιοι- “εφησυχασμός” και βγει ο κρατικός  παρεμβατισμός “εκτός ελέγχου”.


Σε αυτό το σημείο ερχόμαστε και στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή αυτής της ανάλυσης, δηλαδή στις επιπτώσεις της πολιτικής  φτωχοποίησης του γερμανικού λαού για τους λαούς των χωρών της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Το μόνο λογικό επακόλουθο -δεδομένου επίσης του γεγονότος ότι o κυβερνητικός συνασπισμός έχει συμφωνήσει ότι οι πολιτικές λιτότητας πρέπει να συνεχιστούν- είναι η περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης και η απόπειρα τσακίσματος των εργαζομένων. Δεδομένου ότι οι Γερμανοί καπιταλιστές δε θέλουν να αντιμετωπίσουν ένα από τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης -που όπως αναφέραμε είναι η έλλειψη ενός μηχανισμού που να ανακυκλώνει τα πλεονάσματα του βορρά σε κάλυψη των ελλειμμάτων στο νότο- επιμένουν να συνεχίσουν το ίδιο μοντέλο που γιγάντωσε εξαρχής τις ταξικές ανισότητες εντός της Γερμανίας αλλά και τις ανισορροπίες μεταξύ βορρά και νότου που παρατηρούμε σήμερα.

Όμως το “σημαντικότερο δομικό πρόβλημα” για εμάς, είναι πως -παρ’ όλες τις εσωτερικές τους αντιπαραθέσεις- οι ευρωπαίοι καπιταλιστές έχουν συντονιστεί απόλυτα ενάντια στον κοινό τους εχθρό, την εργατική τάξη. Έτσι, υπάρχει μια πλήρης εναρμόνιση μεταξύ όλων των κρατών της Ε.Ε πάνω σε ένα ζήτημα: την αυξανόμενη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα. Αυτή η επίθεση δεν μπορεί να ανατραπεί με σταδιακές «μεταρρυθμίσεις» της Ε.Ε επειδή αποτελεί αναγκαιότητα για το κεφάλαιο. Μπορεί να ανατραπεί μόνο με πολιτικές ρήξης απέναντι στην επιθετικότητα των καπιταλιστών και σκληρούς ταξικούς αγώνες που θα θέσουν εκ των πραγμάτων το ζήτημα μιας άλλης κοινωνικής προοπτικής, της προοπτικής του σοσιαλισμού. 

Ετικέτες