Τι να κάνουμε απέναντι στην παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων;

Η τάξη των κεφαλαιοκρατών διατηρεί το δικαίωμα να καταστρέφει τις υλικές προϋποθέσεις της ζωής μας, όταν αυτές δεν λειτουργούν ικανοποιητικά ως κεφάλαιο. Κλείνει τις επιχειρήσεις σε μια ατελείωτη σειρά, επειδή δεν αποδίδουν τα επιθυμητά κέρδη. Πρόσφατα, το φαινόμενο έγινε ιδιαίτερα αισθητό, επειδή έκλεισαν μεγάλες και πολύ γνωστές επιχειρήσεις και έτσι τίθεται με έμφαση το ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε απέναντι σε αυτό. Χρειάζεται μια κεϊνσιανή πολιτική αύξησης της ζήτησης ή μια πολιτική κρατικής στήριξης των προβληματικών επιχειρήσεων, ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία τους; Μήπως πρέπει, όντας ρεαλιστές που γνωρίζουν τα περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων μας εντός καπιταλισμού, να διεκδικούμε απλώς τις αποζημιώσεις για τους απολυμένους εργαζόμενους;

Η απάντηση δεν μπορεί να απορρέει από γενικές αρχές ή ιδεολογικές καθηλώσεις, αλλά από την ανάλυση της συγκυρίας της κρίσης στη συγκεκριμένη χώρα και στη συγκεκριμένη κατάσταση.

 

Τα χαρακτηριστικά της σημερινής συγκυρίας

Η παρατεταμένη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού συνοδεύεται, ιδιαίτερα από το 2012, από εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων, ώστε η οικονομία να βρει, τελικά, έναν καινούργιο δρόμο αύξησης των κερδών μέσω μιας διαδικασίας «φυσικής επιλογής των ισχυροτέρων». Χάρη σε αυτή τη «φυσική επιλογή» των ανθεκτικότερων κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη μνημονιακή θεσμική κατοχύρωση της ριζικής μετατροπής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της εργασίας, οι αστικές κοινωνικές δυνάμεις θεωρούν, δικαίως, ότι είναι σχεδόν έτοιμο ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, με διατήρηση της κερδοφορίας σε ανεκτά, αν όχι ικανοποιητικά επίπεδα, και τις εργαζόμενες τάξεις πειθαρχημένες στις ορέξεις του αχαλίνωτου καπιταλισμού.

Αυτό ήταν ήδη ορατό κατά την περίοδο ανάμεσα στο καλοκαίρι του 2014 και του 2015, όταν η προσωρινή διακοπή λήψης πρόσθετων μνημονιακών μέτρων απάλλαξε την οικονομική δραστηριότητα από μια επιπλέον αύξηση της δημοσιονομικής πίεσης και των υφεσιακών αποτελεσμάτων της. Σε αυτή την περίοδο προστέθηκε και το φθινόπωρο του 2015, πριν προλάβει να εκδηλωθεί ο αρνητικός αντίκτυπος των πρώτων μέτρων του τρίτου μνημονίου επί του ΑΕΠ. Όμως, από το 2016, με τη νέα αύξηση της δημοσιονομικής πίεσης και τη νέα μείωση των εισοδημάτων των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, οι υφεσιακές τάσεις επανεμφανίστηκαν και μαζί με αυτές οι εκκαθαρίσεις των ασθενέστερων τμημάτων του κεφαλαίου επανήλθαν και μάλιστα εντυπωσιακά, διότι οι νέες πιέσεις, που ασκούνται, σωρεύονται πλέον επί των παλαιοτέρων.

Συνεχίζεται έτσι στην Ελλάδα της εσωτερικής υποτίμησης η διαδικασία αποεπένδυσης, με την έννοια ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, που πραγματοποιούνται, είναι τόσο μικρές, ώστε δεν φτάνουν ούτε για να αναπληρώσουν τις πάγιες παραγωγικές εγκαταστάσεις που αποσβένονται ή αποσύρονται από το παραγωγικό δυναμικό εξαιτίας της παύσης της λειτουργίας ολόκληρων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων. Έχει καταστραφεί πλέον ένα μεγάλο μέρος των συνολικών παγίων εγκαταστάσεων με το οποίο γινόταν η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών πριν από την κρίση. Αυτό έχει αποτέλεσμα να μειώνεται ο συνολικός όγκος προϊόντος που θα ήμασταν σε θέση να παραγάγουμε ακόμη και εάν υπήρχε η απαραίτητη ζήτηση γι’ αυτά τα προϊόντα. Το επίπεδο του ΑΕΠ κατά το 2016 είναι 185 δισ. ευρώ περίπου (σε σταθερές τιμές 2010), ενώ το δυνητικό ΑΕΠ (το μέγιστο εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες) είναι περίπου 195 δισ. ευρώ. Το μέγεθος του προϊόντος που μπορούσαμε να ανακτήσουμε με μια πολιτική χρήσης του αργούντος παραγωγικού δυναμικού (χωρίς τη συνεισφορά νέων καθαρών επενδύσεων) είναι μόνο το 15% του προϊόντος που χάθηκε από το 2008 μέχρι σήμερα. Το 2013, αντιθέτως, μπορούσαμε να ανακτήσουμε το 40% του χαμένου προϊόντος μέσω μιας αριστερής κεϊνσιανής πολιτικής διαχείρισης της ζήτησης.

Με το παραγωγικό σύστημα συρρικνωμένο και ανίκανο να απορροφήσει ολόκληρη την ανεργία ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της, ακόμη και εάν χρησιμοποιηθεί στο σύνολό του, ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτύσσει ισχυρή ροπή προς μια κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι εργαζόμενοι που δεν είναι αναγκαίοι για την αξιοποίηση του μειωμένου και μειούμενου κεφαλαιακού αποθέματος στην Ελλάδα, δεν είναι σε θέση να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη, διότι αυτή δεν μπορεί να πουληθεί στον επιχειρηματικό τομέα παρά μόνον υπό τον όρο ότι μπορεί να αξιοποιήσει το κεφάλαιο, να παράγει κέρδη –αυτή είναι η χρησιμότητά της στον καπιταλισμό. Έτσι, η αναπαραγωγή μερίδων των εργαζόμενων τάξεων πραγματοποιείται ατελώς, μερικά, για τον απλό λόγο ότι αυτές στερούνται το μοναδικό ή κύριο εισόδημά τους.

Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου η αναπαραγωγή του κεφαλαίου δεν μπορεί να συμπεριλάβει στην κίνησή της την αναπαραγωγή μερίδων των εργαζόμενων τάξεων, αυτές αποκλείονται από τον κόσμο της εργασίας, μερικώς ή πλήρως, πρόσκαιρα ή οριστικά. Ο μερικός ή πρόσκαιρος αποκλεισμός αυξάνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό των εργασιακών εφεδρειών που παραμένουν διαθέσιμες προς εκμετάλλευση. Ο ολικός ή μόνιμος αποκλεισμός από τον κόσμο της καπιταλιστικής εργασίας δημιουργεί ομάδες πληθυσμού που είναι περιττές από την άποψη της καπιταλιστικής οικονομίας, διότι γι’ αυτές δεν υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική ένταξής τους στην κίνηση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Χαρακτηριστική περίπτωση «περιττού» πληθυσμού, του οποίου όμως την ύπαρξη έχουμε εμείς, οι δυνάμεις της εργασίας, νομιμοποιήσει, είναι οι συνταξιούχοι. Παράλληλα με τη συρρίκνωση της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, βρίσκονται σε διαδικασία κατάρρευσης τα κανάλια του κοινωνικού κράτους με τα οποία διοχετεύει πόρους και υπηρεσίες για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή των μη εργαζόμενων υποτελών κοινωνικών ομάδων. Ως αποτέλεσμα, μια κρίση συντήρησης και αναπαραγωγής, όχι μόνο των εργαζόμενων τάξεων, αλλά του συνόλου των υποτελών κοινωνικών τάξεων βρίσκεται σε εξέλιξη.

 

Αν δεν μπορούν τα αφεντικά, μπορούμε εμείς

Εάν αυτή είναι η παρούσα ιστορική συγκυρία, μπορούμε να θέσουμε ξανά το ερώτημα: Τι να κάνουμε απέναντι στην παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων; Η διεκδίκηση των αποζημιώσεων που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, της συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης με καπιταλιστικούς όρους, της άσκησης μιας μακροοικονομικής κεϊνσιανής πολιτικής αύξησης της ζήτησης, είναι εκτός τόπου και χρόνου, δηλαδή δεν έχουν καμία σχέση με τη συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα σήμερα. Η παρούσα ιστορική στιγμή επιβάλλει να διεκδικήσουμε, εδώ και τώρα, να πάρουν οι ίδιες οι εργαζόμενες τάξεις στα χέρια τους τις επιχειρήσεις που κλείνουν, τη διεύθυνση και την οργάνωση της παραγωγής, όχι για να ανασυγκροτήσουν τη μονάδα παραγωγής επί καπιταλιστικών βάσεων, αλλά με νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας που θα τείνουν να υπερβούν τα τυπικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της εργασίας (ειδικευμένη-ανειδίκευτη εργασία, εκτέλεση-διεύθυνση, διανοητική-χειρωνακτική εργασία, ιεραρχικές σχέσεις, δεσποτισμός και αδιαφάνεια κ.λπ.).

Μια ορισμένη Αριστερά, που δεν οραματίζεται το σοσιαλισμό σαν Δευτέρα Παρουσία, δηλαδή σαν ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας, αλλά ως μια τάση ενύπαρκτη στον καπιταλισμό την οποία πρέπει να ενισχύουμε, θα πρέπει να οργανώσει τη συνδικαλιστική, νομική, ιδεολογική, ηθική, πολιτική και επιστημονική στήριξη των εργαζομένων που θα θελήσουν να πάρουν στα χέρια τους τις ορφανές επιχειρήσεις.

Η σημερινή συγκυρία, αυτό υποδεικνύει. Εάν δεν βαδίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση, το μέλλον μας ως τάξη είναι ζοφερό, καθώς η κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και εξώθησης μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στο περιθώριο, τη φτώχεια και την καταστροφή, τείνει να γίνει εγγενές χαρακτηριστικό του νέου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου που αναδύεται στην Ελλάδα και ενσωματώνει όλες τις βαρβαρότητες που υποστήκαμε από τη μνημονιακή πολιτική.

Ετικέτες