Την πρώτη μέρα της Γιορτής, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε διεθνείς ομιλητές στη συζήτηση για τη διεθνή αντίσταση στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με βίντεο που μας έστειλε ο Μιγκέλ Ουρμπάν, που δεν μπόρεσε να παραβρεθεί λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων στην Καταλονία. Εστίασε στην αλληλοτροφοδότηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της ακροδεξιάς, φέρνοντας το παράδειγμα του πλοίου των νεοναζί που ξεκίνησε να στοχοποιήσει τις ΜΚΟ που έχουν αναλάβει τη διάσωση στη Μεσόγειο, εξηγώντας πως οι φασίστες χρησιμοποίησαν την ίδια ρητορική με την ΕΕ, που κατηγορεί τους διασώστες ως διακινητές. Ανέφερε πως υπό την πίεση του κινήματος προέκυψε μια λειψή συμφωνία για μετεγκατάσταση, αλλά αυτή δεν υλοποιήθηκε ενώ λήγουν τα δύο χρόνια προθεσμίας. Εξήγησε πως η λιτότητα θρέφει τον εθνικισμό και πως ο ρατσισμός εξυπηρετεί τη λιτότητα, κηρύσσοντας έναν «πόλεμο ανάμεσα στον τελευταίο και τον προτελευταίο». Περιγράφοντας την ΕΕ (λιτότητα, «ασφάλεια», άμυνα, φρούριο στα σύνορα), ισχυρίστηκε πως η ακροδεξιά σχεδόν κυβερνά διαμέσου των κομμάτων του Κέντρου, που υιοθετούν τις πολιτικές της. Απέναντι σε δίπολα τύπου Μακρόν/Λεπέν, ο δρόμος είναι η ανυπακοή στην ΕΕ. Υπάρχει ανάγκη η Αριστερά να χαράξει έναν τρίτο δρόμο απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και την εθνική αναδίπλωση. Μαζί με τη σημασία της ανυπακοής, όπου το παράδειγμα της Καταλονίας είναι ενδεικτικό, τόνισε τη σημασία του διεθνούς συντονισμού («να μην ξανααντιμετωπίσει ένας λαός μόνος του τους ευρωπαϊκούς θεσμούς). Έκλεισε με την ανάγκη να επεξεργαστούμε ένα πρόγραμμα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και ενάντια στο ρατσισμό, που να ενώνει τους αγώνες μας. Ένα πρόγραμμα που πρέπει να πάρει υπόψη και την οικολογία, μπροστά στην απειλή της κλιματικής αλλαγής. Με τους αγώνες μας να γκρεμίσουμε τον καπιταλισμό, κατέληξε, για να κερδίσουμε μια αξιοπρεπή ζωή για όλους-ες μας.
Η Λιζ Γουόλς ξεκίνησε αναφερόμενη στον Παύλο Φύσσα και τη σημασία που έχει να θυμόμαστε τι συμβαίνει αν αφήσουμε τους φασίστες να αποθρασυνθούν. Στην Αυστραλία, οι φασίστες είναι λίγοι, αλλά εμπνέονται από τη ΧΑ στην Ελλάδα, τον Τραμπ στις ΗΠΑ, και επιχειρούν να βγουν στο δρόμο, γι’ αυτό και έχει σημασία να τους σταματήσουμε όσο είναι αδύναμοι. Εκλογικά, η ακροδεξιά εκφράζεται από το κόμμα One Nation, που αντιγράφει το πρόγραμμα του Τραμπ και παίρνει 10%. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ισλαμοφοβία, που αποτελεί διεθνή κυρίαρχη επιλογή, για να δικαιολογηθεί η επίθεση στις πολιτικές ελευθερίες και να δικαιολογηθούν οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή. Αναφερόμενη στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, εξήγησε πως το πρόβλημα δεν είναι ο «παρανοϊκός» Τραμπ, αναφέροντας πως το αμερικανικό Κογκρέσο πρόσφατα ψήφισε 700 δισ. πολεμικές δαπάνες, ενώ το «πίβοτ στην Ασία», που εκφράζεται σήμερα με τις απειλές στη Β. Κορέα, είναι πολιτική που ξεκίνησε ο Ομπάμα. Η Αυστραλία φιλοδοξεί να παίζει ρόλο «βοηθού σερίφη» για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Όσον αφορά τους πρόσφυγες, ανέφερε πως η ΕΕ εμπνέεται από τις πολιτικές της Αυστραλίας: στρατιωτικοποίηση των συνόρων, υποχρεωτικός εγκλεισμός των προσφύγων σε νησιά, άθλιες συνθήκες στα στρατόπεδα κράτησης. Στόχος του ρατσισμού είναι να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι αλλά και να καταστραφεί το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων, γι’ αυτό και η αντιρατσιστική πάλη είναι προς το συμφέρον όλων μας. Έκλεισε αναφερόμενη στον κοινό παγκόσμιο εχθρό, το καπιταλιστικό σύστημα, και την ανάγκη για διεθνή, κοινή πάλη για έναν κόσμο με δημοκρατία, ισότητα, αλληλεγγύη, σοσιαλισμό. Έναν κόσμο που δεν θα μας χαρίσει κανένας, αλλά θα τον χτίσουμε εμείς οι ίδιοι.
Ακολούθησε η παρέμβαση του Καρί Πίτερσον-Σμιθ, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Την εκδήλωση έκλεισε ο Νίκος Χουντής. Ξεκινώντας παρουσίασε την αποκρουστική εικόνα της ακροδεξιάς στο Ευρωκοινοβούλιο και συμπλήρωσε ότι η ατζέντα της συχνά υιοθετείται και από τα λεγόμενα «δημοκρατικά» κόμματα. Ενώ συμβαίνει αυτό, είπε, το «ευρωπαϊστικό Κέντρο» ρητορικά εναντιώνεται στην ακροδεξιά, για τους δικούς του λόγους, και το ζήτημα είναι να μπορέσουμε να αντιπαλέψουμε αυτό το ψευτοδίπολο. Ανέδειξε τις ευθύνες της ΕΕ για την άνοδο της ακροδεξιάς, τόσο με την οικονομική πολιτική που ασκεί όσο και με τον θεσμικό ρατσισμό, που ενυπάρχει από την εποχή της συνθήκης της Λισαβόνας, που ακόμα κι όταν περιέγραφε κάποια δικαιώματα των πολιτών, απέκλειε από αυτά τους μετανάστες. Έκλεισε με το ζήτημα του μιλιταρισμού, το οποίο ανεβαίνει πλέον σημαντικά και στην ευρωπαϊκή ατζέντα (ευρωστρατός κ.λπ). Η απάντηση που έδωσε είναι να σταματήσουμε να ανοίγουμε «ασύνδετα», αποσπασματικά μέτωπα, και να επιχειρήσουμε να δώσουμε μια συνεκτική απάντηση.