1.Η πολιτική σημασία των καταλανικών εκλογών στις 21 Δεκεμβρίου (21Δ) και το σκηνικό πόλωσης στο οποίο διαδραματίζονται συνυπάρχουν με μια εκλογική εκστρατεία που φαίνεται σαν επίλογος, εξελισσόμενος με ταχύτητα αντιπαραβαλλόμενη με την επιτάχυνση που βιώθηκε τις μέρες του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου. Ένας επίλογος ο οποίος, στην πραγματικότητα, είναι επίσης το καθοριστικό προοίμιο ενός επόμενου σταδίου.
Τρία μεγάλα αινίγματα θα βρουν τη λύση τους στις κάλπες:
-H απόλυτη και η σχετική δύναμη της καθεμιάς από τις μεγάλες παρατάξεις που συγκρούονται (η παράταξη των οπαδών της ανεξαρτησίας και αυτή που υπερασπίζεται το άρθρο 155 του Συντάγματος).
-H κατεύθυνση που θα πάρει η κάθε παράταξη.
-Kι ο βαθμός δύναμης ή αδυναμίας, με όρους ψήφων και αριθμού βουλευτών, του συνασπισμού που θέλει να είναι ο τρίτος χώρος, της Catalunya en Comu-Podem.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατο να κάνουμε οποιαδήποτε πρόβλεψη, πέρα από τις εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων, οι οποίες, όσο τρέχουν, δεν είναι μόνο ένα μέσο για να μάθουμε τη γνώμη των πολιτών, αλλά και ένα μέσο διαμόρφωσής της.
Το μέλλον της καταλανικής πολιτικής, του κινήματος ανεξαρτησίας και της Αριστεράς, αυτονομιστικής ή μη, θα εξαρτηθεί από αυτό που θα προκύψει στις 21Δ. Μέχρι τότε, τα επίδικα και οι προκλήσεις για τη μία ή την άλλη δύναμη, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν λεπτομερώς. Εντούτοις, ο απολογισμός των γεγονότων του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου επιτρέπει να επισημάνουμε -χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε- ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία δεν είναι δυνατό να παρακαμφθούν.
2. Στις εκλογές αυτές διακυβεύεται το μέλλον. Καθόσον όμως τα φύλλα πορείας δεν είναι ξεκάθαρα (με εξαίρεση αυτό του στρατοπέδου που -κακώς- αποκαλείται «συνταγματικό»), είναι πιθανό το αποτέλεσμά τους να κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τον απολογισμό των ψηφοφόρων για το πρόσφατο παρελθόν και για τα πέντε χρόνια της ανεξαρτησιακής διαδικασίας. Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για την ικανότητα καθεμιάς από τις αντιμαχόμενες εναλλακτικές να προσφέρουν μιαν εξήγηση και ένα συνεκτικό ερμηνευτικό πλαίσιο αυτού που συνέβη και του σταδίου στο οποίο βρισκόμαστε.
Για να λέμε την αλήθεια, όλα τα σενάρια πολιτικής αλλαγής (εννοούμενης επίσης ως μοχλού κοινωνικού μετασχηματισμού) που ηλέκτρισαν το πολιτικό φαντασιακό ενός μεγάλου μέρους της καταλανικής κοινωνίας βρίσκονται την παραμονή αυτών των εκλογών, από στρατηγικής πλευράς, σε ανοιχτή κρίση. Ούτε μια πλειοψηφική αλλαγή στο επίπεδο όλου του Κράτους (Catalunya en Comu-Podem), ούτε η πανάκεια της εύκολης ανεξαρτησίας (ERC και PDCAT), ούτε η ειλικρινής και μαχητική υπόσχεση να οδηγηθεί ως το τέρμα της η διαδικασία ρήξης με το Κράτος (CUP) δεν είναι αυτή τη στιγμή πειστικά ως σχέδια συγκεκριμένης και συγκροτημένης πραγματοποίησης. Ακόμη κι αν εδραιώνονται ως εύλογες προτάσεις για την οικοδόμηση ενός ιδιαίτερου πολιτικο-κοινωνικού χώρου και ως μακροπρόθεσμα σενάρια.
3. Από το 2011 και 2012 συνυπήρξαν δύο μεγάλες αφηγήσεις και δύο προτάσεις για το μέλλον στην καταλανική κοινωνία. Η πρώτη, ο ορίζοντας που χαράχτηκε από το κίνημα των αγανακτισμένων (15Μ) και οι μετέπειτα πολιτικές του συνέπειες, το Podemos και η Catalunya en Comu. Η δεύτερη, η ανεξαρτησία. Αμφότερες γνώρισαν επιτυχία συναρθρώνοντας καθορισμένα σχέδια αλλαγής, αντιληπτά ως εύκολα και ανώδυνα στην υλοποίησή τους: μια νέα πλειοψηφία σε κρατική κλίμακα για την πρώτη, και η ανεξαρτησία της Καταλονίας, για την δεύτερη. Όμως, αυτά τα δύο σενάρια απέτυχαν, προσωρινά τουλάχιστον, και χρειάζονται έναν καινούργιο άνεμο για να μπορέσουν να επανακάμψουν εκ νέου δυναμικά.
Από τη μια πλευρά, στο παρόν σκηνικό έχει εξαφανιστεί η δυνατότητα να σχηματιστεί ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός στην κλίμακα του Κράτους ο οποίος να προαγάγει μια πολιτική ρήξης με τη λιτότητα καθώς και ένα δημοψήφισμα στην Καταλονία που θα προέκυπτε από μια διαπραγμάτευση. Μια τέτοια δυνατότητα δεν διαφαίνεται βραχυπρόθεσμα, ούτε στην αρχική εκδοχή της (μια πλειοψηφία γύρω από το Unidos Podemos), ούτε στην αναμορφωμένη καρικατούρα της που έχει υιοθετήσει από το 2016 το Podemos (συμμαχία του Unidos Podemos και του PSOE του Sanchez). Υπ’ αυτήν την έννοια, το «κλειδί» που θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει την κατάσταση, στο οποίο αναφέρονται οι εκπρόσωποι της Catalunya en Comu-Podem μοιάζει περισσότερο με επισήμανση κάποιας πρόθεσης και λιγότερο με πραγματική δυνατότητα. Αν την κατάλληλη εποχή οι Comunes (οι αγωνιστές του συνασπισμού Comu-Podem), αντί να πόνταραν παθητικά στο ξεφούσκωμα του ανεξαρτησιακού κινήματος, είχαν υιοθετήσει μια ενεργητική και επιθετική πολιτική υπέρ της συνταγματικής ρήξης, συνδυασμένης με ένα πρόγραμμα επείγουσας κοινωνικής ανάγκης, είναι πιθανό ότι δεν θα βρισκόντουσαν σήμερα στριμωγμένοι πραγματικά σαν σάντουιτς στο μέσο μιας αντιπαράθεσης στην οποία μονίμως καταλήγουν να παραπαίουν.
Από την άλλη πλευρά, το σενάριο της ήρεμης ανεξαρτησίας, που θα προέκυπτε από την ειρηνική κινητοποίηση των πολιτών, την πολιτική άσκησης του δικαιώματος της ψήφου, τη μετάβαση από μια νομιμότητα σε μια άλλη και την προοδευτική αποσύνδεση από το Κράτος, έχει ωμά διαψευστεί. Ο στρατηγικός ορίζοντας (ο οποίος στην ουσία ήταν είτε αυτός της γαλήνιας ανεξαρτησίας είτε εκείνος της αναζήτησης μιας διαπραγμάτευσης με το Κράτος, βασιζόμενης στην κινητοποίηση των πολιτών) και ο προσανατολισμός που υποστηρίχθηκε δημόσια από την PDCAT, την ERC και την ANC έχουν καταρρεύσει. Και, ως εκ τούτου, η πολιτική της ίδιας της CUP, που έγκειτο στην υποστήριξη της διαδικασίας ωθώντας την μέχρι τα άκρα, αποδυναμώθηκε με τη σειρά της κι αυτή, στον βαθμό που δεν υφίσταται πλέον ένα«mainstream» ανεξαρτησιακό μπλοκ, με ξεκάθαρο φύλλο πορείας, το οποίο να σπρωχτεί για να οδηγηθεί στον επιδιωκόμενο στόχο. Επιπλέον, οι οφθαλμοφανείς ανεπάρκειες του επίσημου ανεξαρτησιακού μπλοκ φανερώνουν τα όρια της πολιτικής της CUP, η δράση της οποίας περιορίζεται αποκλειστικά στο πλαίσιο της «διαδικασίας», χωρίς να προτείνει κάποια στρατηγική στη μη-ανεξαρτησιακή αριστερά και στην κοινωνική της βάση.
4. Η δυνατότητα να καταστεί εκ νέου πιστευτός κάποιος ορίζοντας δημοκρατικής πολιτικής αλλαγής εξαρτάται από δύο διακριτές μεν, αλλά εν μέρει συνδεδεμένες δυναμικές: τη δυνατότητα του αυτονομισμού να επαναπροσδιοριστεί και να αναπροσανατολιστεί προς μια κατεύθυνση «συγκροτητική» και «ενάντια στη λιτότητα», και τη δυνατότητα της αριστεράς, αυτονομιστικής και μη, να παίξει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη νέα συγκυρία, προκαλώντας τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της καταλανικής πολιτικής. Παρόλο που προς το παρόν οι συλλογικοί απολογισμοί λάμπουν δια της απουσίας τους, οι προκλήσεις είναι απόλυτα παρούσες. Ως προς το ανεξαρτησιακό κίνημα, δύο παλιά ζητήματα παραμένουν σήμερα αναπόφευκτα: η διεύρυνση της επιρροής του στην Καταλονία και η σύναψη συμμαχιών στο υπόλοιπο ισπανικό Κράτος. Αυτό δεν είναι πραγματοποιήσιμο, παρά μόνο με τον συνδυασμό δύο διαδικασιών, πράγμα που θα συνεπαγόταν να εγκαταλειφθεί το ιδρυτικό πρότυπο του κινήματος «πρώτα η ανεξαρτησία και έπειτα όλα τ’ άλλα», να επαναδιατυπωθούν οι στρατηγικοί του στόχοι και να διεκδικηθεί από το PDCAT (και τη νέα λίστα του Puigdemont, Junts x Catalunya), η κεντρική του θέση στην κυβέρνηση της Χενεραλιτάτ: αυτή η διπλή διαδικασία συνίσταται στη σύνδεση της ανεξαρτησιακής αντζέντας με τις πολιτικές ενάντια στη λιτότητα και στην υπεράσπιση μιας συγκροτητικής διαδικασίας συμβατής με ένα αυτονομιστικό πεπρωμένο και ένα συνομοσπονδιακό πεπρωμένο. Η Catalunya En Comu-Podem, από την πλευρά της, αντιμετωπίζει την αδήριτη ανάγκη να ξαναβρεί την συγκροτητική και ρηξιακή της ορμή, να προτείνει μια καταλανική ατζέντα που να μην είναι υποταγμένη στις παθογένειες της κλίμακας του Κράτους και να μετασχηματιστεί σε κοινωνικά ριζωμένη δύναμη, με αγωνιστική κουλτούρα, πράγμα το οποίο θα προϋπέθετε να επιστρέψει κατά μεγάλο μέρος στον δρόμο που διανύθηκε κατά την ταχεία και κεραυνοβόλα πορεία προς την θεσμοποίηση (institucionalizacion), όπως τον χάραξαν οι Comunes το διάστημα της σύντομης ύπαρξής τους.
5. Οι μεγάλου εύρους στρατηγικές αναπροσαρμογές δύσκολα συνδυάζονται με το χαρακτήρα αμεσότητας της εκλογικής πολιτικής και τους πόθους για έναν επείγοντα πολιτικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε ότι ούτε ο αυτονομισμός στις ποικίλες εκδοχές του ούτε οι Comunes δεν πρέπει να πάρουν αυτή την κατεύθυνση. Όμως, είτε αναγνωρίζεται είτε όχι, μια σαφής πρόκληση αναδύεται προς όλους: να αποφευχθεί ο τριπλός κίνδυνος (α) του εγκλωβισμού στην απατηλή προοπτική μιας φανταστικής αλλαγής, (β) της περιχαράκωσης σε μια προοπτική αποκλειστικά αμυντική, ή (γ) της προσαρμογής σε ένα εξαιρετικά περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο μιας πολιτικής του εφικτού. Η επιτυχής έξοδος από αυτήν την παγίδα θα επέτρεπε να χαράξουμε έναν δρόμο και να καθορίσουμε μια επιθετική και αμυντική στρατηγική ρήξης, βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη, μονομερή και διμερή, εθνική και κοινωνική, εκδημοκρατισμού, δημιουργίας θεσμών και αντι-λιτότητας. Δύσκολο; Αναμφίβολα. Η ιστορία όμως των λαϊκών κινημάτων μαρτυρά ότι αυτό που είναι δύσκολο προκύπτει συχνά να είναι εκείνο που είναι αναγκαίο.
(μετάφραση: Σπύρος Μπενετάτος)